Ὁ καταγελῶν πτωχοῦ παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν, (ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ 17,5)
Αν είσαι πλούσιος, σε τί είσαι πλούσιος, αν όχι σε ό,τι ανήκει στον Θεό; Τα πράγματα πού αποτελούν τον πλούτο σου τίνος είναι, αν όχι του Θεού; ’Άν επομένως καυχάσαι για την περιουσία σου, καυχάσαι για την περιουσία άλλου: γι’ αυτά πού σου δάνεισε ο Θεός.
Γιατί λοιπόν χλευάζεις τον πτωχό, ο οποίος έχει στα χέρια του μικρότερο μερίδιο από την περιουσία άλλου; Γιατί τον χλευάζεις, αν εκείνος δανείστηκε από τον Θεό λιγότερα απ’ ό,τι εσύ; Άν έλαβε λιγότερα, οφείλει και λιγότερα• ενώ εσύ πού έλαβες περισσότερα οφείλεις περισσότερα. Όχι μόνον δεν πρέπει να καταγελάς τον πτωχό, αλλά απεναντίας πρέπει να τον θαυμάζεις. Δες, εκείνος αγωνίζεται στο πεδίο μάχης αυτού τού κόσμου, με πολύ λιγότερα μέσα απ’ ό,τι εσύ. Είσαστε και οι δύο στρατιώτες• άλλα ενώ εσύ μάχεσαι ως στρατιώτης πάνοπλος, εκείνος μάχεται γυμνός και πεινασμένος. Άν και οι δύο ενδώσετε και παραδοθείτε στον εχθρό, ο πτωχός θά κριθεί με πολύ μεγαλύτερη επιείκεια απ’ ό,τι εσύ.