Τον Νοέμβριο του 1946 οι πιστοί της Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα υπέβαλαν αίτηση στις τοπικές αρχές για την επίσημη αναγνώριση εκκλησιαστικής κοινότητας. Επειδή η αίτησή τους έμενε αναπάντητη, απευθύνθηκαν στον πληρεξούσιο για τά θρησκευτικά θέματα του Καζακστάν, στην πόλη Άλμα Άτα. Ή απάντηση ήρθε τον Νοέμβριο του 1947 από την Εκτελεστική Επιτροπή της Καραγκάντα και ήταν λακωνική: «Απαγορεύεται στον ιερέα Σεβαστιανό Φόμιν να λειτουργεί στον ναό πού άνοιξε αυθαίρετα».

     Ακολούθησαν κι άλλες αιτήσεις τά επόμενα χρόνια. Οι πιστοί ταξίδεψαν μέχρι τη Μόσχα για να τις υποστηρίξουν μέ προσωπικές επισκέψεις στούς αρμόδιους αξιωματούχους. Τελικά, το 1953, οι αρχές, αν και δεν αναγνώρισαν την εκκλησιαστική κοινότητα, επέτρεψαν την τέλεση εκκλησιαστικών Μυστηρίων και ακολουθιών -βαπτίσεων, γάμων, εξομολογήσεων, κηδειών κ.λπ.- στο εκκλησάκι του σπιτιού του π. Σεβαστιανού. Δεν επέτρεψαν, όμως, την τέλεση της θείας Λειτουργίας.

 Έτσι, ο παππούλης λειτουργούσε κρυφά τις νύχτες στα σπίτια τών πιστών. Σηκωνόταν λίγο μετά τά μεσάνυχτα κι έκανε τον μοναχικό του κανόνα. Έπειτα, φορώντας το μακρύ μαύρο παλτό του και τον σκούφο του, κινούσε για το σπίτι όπου θα τελούνταν ο Όρθρος και η Λειτουργία. Μαζεύονταν πολλοί πιστοί, οι οποίοι, για λόγους ασφάλειας, έρχονταν από νωρίς ένας- ένας ή το πολύ δύο-δύο. Τις καθημερινές η ακολουθία άρχιζε στις 3 και τις εορτές στη 1 μετά τά μεσάνυχτα. Τά παράθυρα ήταν όλα καλυμμένα μέ χοντρές κουβέρτες. Ή Λειτουργία τελείωνε προτού ξημερώσει. Οι πιστοί έφευγαν πάλι ένας-ένας ή δύο-δύο προφυλαγμένοι από το σκοτάδι.
Επιτέλους, το 1955, έπειτα από συνεχείς και επίμονες προσπάθειες των πιστών, οι αρχές αναγνώρισαν επίσημα την εκκλησιαστική κοινότητα της Μπαλσάγια Μιχαήλοφκα.
     Αμέσως άρχισαν, μέ την καθοδήγηση του καν οι εσωτερικοί τοίχοι και στη σκεπή τοποθετήθηκε ένας γαλάζιος τρούλος. Επειδή οι τοπικές αρχές απαγόρευσαν κατηγορηματικά την αύξηση του ύψους του οικοδομήματος, οι πιστοί μαζεύτηκαν κρυφά μια νύχτα και, αφαιρώντας μέ τα φτυάρια πενήντα κυβικά μέτρα χώμα, κατέβασαν ένα μέτρο το πάτωμα και το έστρωσαν μέ σανίδια. Έτσι, το πρωί κιόλας έκαναν Παράκληση.
Στην αυλή του ναού έχτισαν άλλο σπίτι για τον π. Σεβαστιανό και τις μοναχές, καθώς και μεγάλη ναόσχημη φιάλη, όπου θα τελούσαν, σύμφωνα με το τυπικό, τον Όρθρο του Πάσχα και τον Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων.
Οι χωρικοί έφεραν πολλές εικόνες, πού τις έκρυβαν στα σπίτια τους σχεδόν τριάντα χρόνια. Τις είχαν διασώσει, όταν οι άθεοι εξουσιαστές, το 1928, έκλεισαν τον ναό της παλαιάς Μιχαήλοφκα.
Στις 22 Δεκεμβρίου τού 1957 ο άρχιεπίσκοπος Πετροπαβλόφσκ και Κουστανάισκ Ιωσήφ (Τσερνώφ) απένειμε στον π. Σεβαστιανό το οφίκιο
Το δέχτηκε μέ βαθιά ταπείνωση.
Κάποια φορά, μετά τη Λειτουργία, κρατώντας στα χέρια του τη μίτρα , είπε στούς πιστούς, πού ήταν γύρω του:
–         Να η μίτρα! Νομίζετε ότι αυτή σώζει; Όχι! Σώζουν μόνο ή πίστη και τά καλά έργα.
  Στη Θεία λατρεία ήθελε να τηρείται πάντοτε η εκκλησιαστική τάξη, χωρίς παραλείψεις ή συντομεύσεις. Οι ιερές ακολουθίες αποτελούσαν γι’ αυτόν αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση της εσωτερικής πνευματικής του ζωής.
Αγαπούσε την κατανυκτική ψαλμωδία, όπως τη θυμόταν από την ’Όπτινα. Γι’ αυτό δημιούργησε μια χορωδία από τις μοναχές και άλλες πιστές κοπέλες, πού έψαλλαν στον ναό μέ πνεύμα και ύφος μοναστικό.
–         Δεν είναι θεάρεστο, έλεγε, όταν ψάλλουμε, να κραυγάζουμε ή να κρατάμε τον ρυθμό χτυπώντας τά πόδια. Ο Θεός δεν είναι κουφός. Όλα τά ακούει, ακόμα και μέ τη σιγανή ψαλμωδία ή ομιλία μας, και όλα τά γνωρίζει, ακόμα και τούς λογισμούς μας.
Παρακολουθούσε μέ προσοχή και επιμέλεια τους αναγνώστες και τη χορωδία, απαιτώντας να διαβάζουν και να ψάλλουν μέ φόβο Θεού, ευλαβικά και προσευχητικά.
Από τον Χερουβικό Ύμνο μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας δεν επέτρεπε καμιά κίνηση μέσα στον ναό, ούτε καν την πώληση κεριών από το παγκάρι. Σ’ όσους συνομιλούσαν στη διάρκεια των άκολουθιών έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, καμιά φορά, μάλιστα, βγαίνοντας γι’ αυτό από το Ιερό. Συνιστούσε στούς πιστούς να μη φεύγουν ποτέ πριν από το τέλος της Παρακλήσεως, την όποια τελούσε πάντοτε μετά τη Λειτουργία. Και όταν, μετά την απόλυση, καθώς οι πιστοί πλησίαζαν για να φιλήσουν τον σταυρό, άκουγε κάποια μουρμουρητά δυσαρέσκειας για την πολύωρη ακολουθία, έλεγε ταπεινά:
–         Τί να κάνουμε; Είμαι γέρος, αδύναμος. άρρωστος και δυσκίνητος. Γι’ αυτό και η ακολουθία αργεί να τελειώσει. Όπου υπάρχουν ιερείς νέοι, δυνατοί και γεροί, η ακολουθία τελειώνει γρήγορα.
Κάπου-κάπου έρχονταν στον ναό πράκτορες της σοβιετικής εξουσίας ή αστυνομικοί, άλλοτε φανερά, μέ την υπηρεσιακή τους στολή, και άλλοτε κρυφά, μέ πολιτική περιβολή. Ο π. Σεβαστιανός ήξερε ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορούσαν να διακόψουν την ακολουθία και να τον συλλάβουν μέ κάποια πρόφαση. Ωστόσο, δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, καθώς όλες του τις ελπίδες τις είχε αποθέσει μέ εμπιστοσύνη στον Θεό. Καμιά φορά τον πλησίαζε κάποιος πιστός, τού έδειχνε μέ τρόπο έναν άγνωστο, πού στεκόταν ανάμεσα στον εκκλησίασμα μέ παγερό ύφος, και του ψιθύριζε:
–         Παππούλη, αυτόν τον άνθρωπο τον φοβάμαι.
–         Ναι; έλεγε εκείνος χαμογελώντας. Εγώ δεν τον φοβάμαι. Κανέναν άνθρωπο δεν φοβάμαι. Φοβάμαι μόνο μην κλείσουν την εκκλησία. Φοβάμαι και για σάς. Για τον εαυτό μου δεν φοβάμαι. ’Εγώ ξέρω τί θα κάνω. Δεν ξέρω, όμως, τί θα κάνετε εσείς.
Στον ναό έρχονταν πολλοί νέοι. Μόνο στη χορωδία συμμετείχαν δεκαεπτά κοπέλες, πού κρύβονταν, όταν κατέφθανε για έλεγχο ο τοπικός επίτροπος θρησκευμάτων μέ τούς συνεργάτες του. Μερικοί πιστοί παραφύλαγαν στην είσοδο τού ναού. Και μόλις ακουγόταν ή λέξη “εξουσία”, οι νέες εξαφανίζονταν. Ό επίτροπος, μπαίνοντας, δεν έβλεπε στον χορό παρά μόνο γριούλες.
Κατά καιρούς οι τοπικοί άρχοντες αποφάσιζαν να κλείσουν την εκκλησία και να απαγορεύσουν τις ιεροπραξίες στον π. Σεβαστιανό. Καλούσαν, λοιπόν, τον γέροντα για να τού ανακοινώσουν την απαγόρευση. Αλλά μόλις εκείνος εμφανιζόταν μπροστά τους, καθηλώνονταν και βουβαίνονταν από το ταπεινό και συνάμα επιβλητικό παρουσιαστικό του. Μέ δύο λόγια του τούς αφόπλιζε.
–         Μα τί άνθρωπος είναι αυτός ο γεράκος; έλεγαν εντυπωσιασμένοι, όταν ό παππούλης έφευγε. Δεν μπορούμε να τά βγάλουμε πέρα μαζί του. ΑΣ είναι! ΑΣ κάνει τώρα τη γεροντοδουλειά του, και, μόλις πεθάνει, θα κλείσουμε την εκκλησία.
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
 
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/03/blog-post_92.html