Η πόλη της Νικομήδειας σαν άστρο έλαμπε – η πρωτεύουσα της Ανατολής, σαν τον Αυγερινό.

Αλλά μια μέρα με διαταγή του Διοκλητιανού τέσσερις αξιωματικοί της αυτοκρατορικής φρουράς αποκεφαλίστηκαν.

Οι ανδρείοι Ευσέβιος, Βάσσος, Ευτύχιος και ό θαυμαστός Βασιλίδης έλαβαν τον άφθαρτο στέφανο του μαρτυρίου: αποκεφαλίστηκαν γιά τον Χριστό.

Τότε η Νικομήδεια σκοτείνιασε.

Οι τέσσερις αυτές κεφαλές δεν ήταν το τέλος

αλλά η αρχή του μαρτυρίου,

οι πρώτες δροσοσταλίδες της κομμένης χλόης:

χίλιοι σκλάβοι, υπήκοοι και δούλοι,

πού υπηρέτησαν πιστά τούς τέσσερις μάρτυρες,

χίλιοι σαν ένας και τρεις ακόμη.

Εγέρθηκαν «ωσεί κεκραιπαληκότες εξ οίνου».

Όχι δεν ήταν κρασί αυτό πού ήπιαν, αλλά η αλήθεια, πού τούς μέθυσε με το Αίμα και τη νίκη του Υιού του Θεού.

«Θεομάχε αυτοκράτορα, είμαστε χριστιανοί.

Κι εμείς χριστιανοί είμαστε, κάνετε ότι θέλετε μ εμάς! Επιθυμούμε να πάμε στον τόπο εκείνο, όπου πήγε ο ευλογημένος Διδάσκαλός μας».

Ώ θαυμαστή, παρρησία! Ώ θαυμαστή αφοσίωση!

Πού όμως δεν μετρίασαν την αγριότητα του αυτοκράτορα.

Χίλιες ψυχές άφησαν τη γη γιά τον ουρανό

 

και οι πόρτες τού Παραδείσου άνοιξαν γί` αυτές διάπλατες.

 

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2018/02/blog-post_31.html