Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης
Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης γεννήθηκε στὴ Λυκία τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ., ἀπὸ
εὐσεβεῖς καὶ ταπεινοὺς γονεῖς καὶ ἐκ βρέφους ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Σὲ
νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν παρασυρόμενος ἀπὸ τοὺς
ὀπαδοὺς τοῦ αἱρετικοῦ ψευδοπατριάρχου Θεοδοσίου, φανατικοῦ μονοφυσίτου
Αἰγυπτίου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου Ἰουβεναλίου
(422-453 μ.Χ.), βοηθούμενος καὶ ὑπὸ τῆς βασιλίσσης Εὐδοκίας, κατόρθωσε
νὰ καταλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καὶ νὰ προβεῖ σὲ
ἀνεκδιήγητες σκληρότητες ἐπὶ εἴκοσι μῆνες (451-453 μ.Χ.). Ἀκόμη καὶ
αὐτὸς ὁ πανίερος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως ἔγινε θέατρο ἀπερίγραπτων σκηνῶν
καὶ ἐπὶ πλέον ἡ ταραχὴ ἐξαπλώθηκε ἀνὰ τὴν Παλαιστίνη.Οἱ Μονοφυσῖτες δὲν παραδέχονται ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἑνωθεῖ
ἡ Θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ
ἀδιαιρέτως», ἀλλὰ ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε
τὴν ἀνθρώπινη φύση Του καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία φύση.Γρήγορα ὅμως ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κατάλαβε τὸ λάθος του, ἐπειδὴ ἦταν
ἄνθρωπος μὲ καλῆ προαίρεση καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Εἶχε τὴν καλὴ συνήθεια
νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ συμβουλεύεται γιὰ πνευματικὰ θέματα ἁγιασμένους
ἀνθρώπους.Ἀπὸ ἕναν λόγιο ἀσκητή, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐθύμιος καὶ ἀσκήτευε
στὴν ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, διδάχθηκε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὶς δυὸ φύσεις τοῦ
Χριστοῦ, κατάλαβε τὸ λάθος του καὶ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία.Στὴ συνέχεια ἐκάρη, τὸ ἔτος 451 μ.Χ., μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη,
ὅπου ἀσκήθηκε μὲ ἡσυχία. Ἀργότερα, ὅταν συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοὶ
μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν τὴ φωτισμένη καθοδήγησή του, ἵδρυσε
κοινοβιακὴ μονὴ κοντὰ στὴν πόλη Βαϊθαγλά.Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἦταν αὐστηρός, ἀλλὰ μόνο στὸν ἑαυτό του. Στοὺς ἄλλους
ἦταν εὐπροσήγορος καὶ ἐπιεικής.

Ἔτρωγε λίγο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νά
συντηρεῖται στὴ ζωὴ καὶ κοιμόταν, ἐπίσης, πολὺ λίγο. Μάλιστα δίδασκε ὅτι
ὅποιος θέλει νὰ ζήσει περισσότερο πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο, διότι ὁ
πολὺς ὕπνος κάνει τὸ σῶμα τρυφηλὸ καὶ ἄρα ἀνίσχυρο στοὺς κόπους καὶ
εὐάλωτο στὶς ἀθένειες.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Γερασίμου γιὰ τὸν ὕπνο εἶναι οὐσιαστικὰ λόγος γιὰ
τὴν ἄσκηση. Μὲ τὸν περιορισμὸ τοῦ ὕπνου καὶ μὲ τὴν ἐγκράτεια, συνηθίζει
ἡ σάρκα (τὸ σαρκικὸ φρόνημα) νὰ ὑποτάσσεται στὸ πνεῦμα. Μὲ τὴν ἄσκηση
καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἰδίως μὲ τὴ μονολόγιστη εὐχή, τὸ «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με», ὁ νοῦς συγκεντρώνεται στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς,
ποὺ εἶναι ἡ φυσική του θέση καὶ ἀποκτᾷ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Τόσο πολὺ ἀπέκτησε τὴν οἰκείωση πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Ὅσιος Γεράσιμος καὶ
προστάτεψε τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τῶν Ἁγίων, ὥστε δάμασε καὶ
τὰ ἄγρια θηρία καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἀπέκτησε μάλιστα ὑπηρέτη καὶ
ἕναν ὄνο, γιὰ νὰ μεταφέρει νερό, καθὼς τὸ νερὸ ἀπεῖχε μακριὰ ἀπὸ αὐτόν.
Κάποτε, ἕνα λιοντάρι, ἔχοντας πληγωμένο ἀπὸ ἕνα ξύλο στὸ μάτι του,
κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ κατέφυγε στὸν Ὅσιο.

Ἐκεῖνος, ἀφοῦ τὸ ἔκανε καλά, τοῦ ὅρισε νὰ ὁδηγεῖ πλέον τὸ ἴδιο τὸν ὄνο
κατὰ τὴν βοσκή του καὶ τὴ μεταφορὰ τοῦ νεροῦ. Κάποια φορά, καὶ ἐνῷ τὸ
λιοντάρι κοιμόταν, ἔμποροι ποὺ περνοῦσαν πῆραν τὸν ὄνο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ
Ὅσιος ὑποπτεύθηκε ὅτι τὸ λιοντάρι ἔφαγε τὸν ὄνο, τὸ καταδίκασε ἐκεῖνο
τώρα νὰ μεταφέρει τὸ νερό.

Ὥσπου μία μέρα, ὅταν ξαναπέρασαν οἱ ἔμποροι
ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο, τὸ λιοντάρι ἀναγνώρισε τὸν κλεμμένο ὄνο καὶ τὸν
ἐπέστρεψε σῶο στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος τότε τὸ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτὸ καὶ
τὸ ἄφησε νὰ γυρίσει στὸ βουνό. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ
λιοντάρι ᾖρθε καὶ πέθανε πάνω στὸν τάφο του.

Ὅταν στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 473 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ
Μέγας, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος εἶδε σὲ ὅραμα, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ προσευχόταν
στὴ Λαύρα, τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου. Αὐτὸ ἀναφέρεται στὴ διήγηση τοῦ Ἁγίου
Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητοῦ, ὁ ὁποῖος συνόδευσε τὸν Ὅσιο Γεράσιμο στὴν
κηδεία τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας.

Δυὸ χρόνια μετὰ τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, τὸ ἔτος 475 μ.Χ., ἐπὶ
Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἀναστασίου Α’ (458-478 μ.Χ.), ὁ Ὅσιος Γεράσιμος
κομήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὴν διαδοχὴ τῆς Λαύρας ἀνέθεσε στοὺς συνασκητὲς
αὐτοῦ Στέφανο καὶ Βασίλειο.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς ἐρήμου οἰκήτωρ, Ἀσκητῶν ἀκροθίνιον, καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας
ἀναδέδειξαι ἔσοπτρον, τοῦ Πνεύματος τὴ αἴγλη λαμπρυνθεῖς, Γεράσιμε Ὅσιων
καλλονὴ διὰ τοῦτο θεραπεύεις διαπαντός, τοὺς πίστει ἐκβοώντας σοι, δόξα
τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ
σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Ἰουλιανὴ οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παῦλος καὶ Ἰουλιανὴ ἦταν ἀδέλφια κατὰ σάρκα καὶ ἔζησαν
στὴν Πτολεμαΐδα τῆς Αἰγύπτου κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα
Αὐρηλιανοὺ (270-275 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Παῦλος, νεαρὸς στὴν ἡλικία, μελετοῦσε τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ
κήρυττε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι στήριζε τοὺς
Χριστιανοὺς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τὸν συνέλαβαν, τὸν
κρέμασαν καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ ξεσκίζουν τὶς σάρκες. Βλέποντας ἡ ἀδελφή του
Ἰουλιανὴ τὸν Ἅγιο σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ
διαμαρτύρεται κατὰ τῶν βασανιστῶν.

Ἔτσι συνέλαβαν καὶ αὐτήν, τὴν ἔδεσαν καὶ ἄρχισαν νά τὴν κτυποῦν. Δυὸ ἀπὸ
τοὺς δημίους, ποὺ εὐσπλαχνίσθηκαν τοὺς Ἁγίους, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ
ἀποκεφαλίσθηκαν.

Μετὰ τὰ βασανιστήρια οἱ Ἅγιοι ρίχτηκαν στὴ φυλακή, μήπως καὶ ἀλλάξουν
φρόνημα. Ὅμως ἐκεῖνοι μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογοῦσαν καὶ πάλι τὴν
πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε τοὺς κρέμασαν καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἦταν
τὸ ἔτος 273 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀκάκιος, Κοδράτος καὶ Στρατόνικος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀκάκιος, Κοδράτος καὶ Στρατόνικος μαρτύρησαν στὴν
Πτολεμαΐδα τῆς Αἰγύπτου τὸ ἔτος 273 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοὺ
(270-275 μ.Χ). ἦταν δήμιοι, ποὺ βασάνιζαν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες Παῦλο καὶ
Ἰουλιανή, ἀλλὰ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου

Ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα μετὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου,
Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου: «Τῶν Ὁσίων Πατέρων ἠμῶν Γρηγορίου
Κωνσταντίας τῆς Κύπρου [καί] Ἀδριανοῦ». Ἴσως ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς νὰ ἦταν
καὶ αὐτὸς Ἐπίσκοπος στὴν Κύπρο.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ἄσσου

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἀκόρνη τῆς Λέσβου ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ
πιστοὺς γονεῖς, τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Μαρία, οἱ ὁποῖοι γιὰ χρόνια
παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Ὁ Θεὸς εἰσάκουσε
τὶς προσευχές τους καὶ τοὺς χάρισε υἱό, ποὺ τὸν ὀνόμασαν Γεώργιο, τὸν
ὁποῖο μεγάλωσαν μὲ τὰ νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀλήθειας.

Ὅταν ὁ
Γεώργιος ἐπισκέφθηκε τὴν Βασιλεύουσα γιὰ νὰ συμπληρώσει τὶς σπουδές του,
γνώρισε τὸν Ἱερομόναχο Ἀγάθωνα, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε σὲ κάποιο
μοναστῆρι τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου ἦταν ἡγούμενος καὶ παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ τρία
χρόνια.

Ἀργότερα, ἐπισκέφθηκε γιὰ προσκύνημα τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου σὲ κάποιο
ἡσυχαστήριο τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ ἐκάρη μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε
Πρεσβύτερος μὲ τὸ ὄνομα Γρηγόριος.

Κατόπιν συστάσεως τοῦ Ἀγάθωνος, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἄσσου τῆς Μυσίας. Ἡ
Γρηγόριος ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ Ἐπισκόπου μὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἐπιτέλεσε
σπουδαῖο ἔργο, ὡς πολίτης ἄνω Σιῶν. Κατέληξε στὸ ὄρος Πρίαντος
(Πριγιάμι) τῆς Λέσβου, ὅπου ἵδρυσε μονὴ στὴν ὁποία καὶ κοιμήθηκε ὀσιακά.

Ὁ Ἅγιος πέθανε σὲ μεγάλη ἡλικία τὸ ἔτος 1150 ἢ τὸ 1185. Τὸ ἔτος 1935
ἔγιναν ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ἰακώβου (Κλεομβρότου) ἀνασκαφὲς
στὸν χῶρο τῆς ἀρχαίας μονῆς καὶ ἀποκαλύφθηκε ὁ δικιόνιος βυζαντινὸς ναὸς
μὲ τὸν εὐρύχωρο νάρθηκα, ἡ τράπεζα τῆς μονῆς καὶ οἱ θεμέλιοι ἄλλων
κτισμάτων.

Ἡ ἀνεύρεση τῶν λειψάνων καὶ τοῦ τάφου τοῦ Ἁγίου ἔδωσαν νέα ὤθηση στὴν
τιμὴ τοῦ Ἁγίου. Στὶς 16 Νοεμβρίου τοῦ 1935 τὰ ἱερὰ λείψανα ἀνεκομίσθησαν
καὶ ἀπετέθησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Σκοπέλου τῆς νήσου Λέσβου.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν ἱερὰ μνήμη του στὶς 10 Ἰουλίου, στὴν
παλαιὰ μονὴ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ τὴν
πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὶς 10 Νοεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἐκ Ρωσίας


Ὅσιος Γεράσιμος τῆς Βολογκντᾶ γεννήθηκε στὴν Ρωσία τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ.
Στὴν ἀρχὴ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Γκλουσὲν καὶ ἀργότερα στὴ μονὴ τοῦ
Γκλινέκ, κοντὰ στὸ Κίεβο. Στὶς 19 Αὐγούστου 1147 ᾖλθε στὴν περιοχὴ τῆς
Βολογκντᾶ, ὅπου συνέχισε τὸ θεοφιλῆ καὶ ἀσκητικό του βίο.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1178.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος βασιλεὺς Ροστὼβ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος γεννήθηκε στὶς 7 Δεκεμβρίου 1209 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ
μεγάλου πρίγκιπα τοῦ Ροστὼβ Κωνσταντίνου Βσεβολόντοβιτς καὶ τῆς
πριγκίπισσας Ἀγάθης – Ἄννας Μστισλάβοβνα. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του,
ἡ μητέρα του εἰσῆλθε σὲ μονὴ καὶ ἔγινε μοναχή. Στὴ μονὴ αὐτὴ κοιμήθηκε
στὶς 24 Ἰανουαρίου 1221.

Ὅταν τὸ ἔτος 1216 ὁ πατέρας του, Κωνσταντῖνος Βσεβολόντοβιτς, ἔγινε
μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Βλαδιμίρ, ἀνέθεσε τὰ καθήκοντα διακυβερνήσεως τοῦ
Ροστὼβ στὸ μικρὸ πρίγκιπα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ
αἰσθήματα δικαιοσύνης καὶ ἀγάπης ἔναντι τοῦ λαοῦ τοῦ Ροστώβ.

Ὅταν, στὶς 2 Φεβρουαρίου 1218, πέθανε ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου, ὁδηγὸς καὶ
σύμβουλος τοῦ νεαροῦ πρίγκιπα ἀνέλαβε ὁ θεῖος του Ἅγιος Γεώργιος,
πρίγκιπας τοῦ Βλαντιμὶρ (τιμᾶται 4 Φεβρουαρίου).

Κατὰ τὸ ἔτος 1219 ἔλαβε μέρος στὴ μάχη ποὺ ἔδωσαν οἱ κάτοικοι τοῦ
Βλαντιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας κατὰ τῶν Βουλγάρων καὶ στὶς 16 Ἰουνίου 1223
στὴ μάχη κατὰ τῶν Μογγόλων στὸν ποταμὸ Κάλκα, ὅπου οἱ Ρώσοι νικήθηκαν.


Βασίλειος καὶ οἱ στρατιῶτες του ἐπέστρεψαν στὸ Ροστώβ.

Λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ Ἅγιος νυμφεύεται τὴ Μαρία, θυγατέρα τοῦ Ἁγίου
Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ (τιμᾶται 20 Σεπτεμβρίου) καὶ ἀποκτᾷ τὸν πρῶτο του
υἱό, τὸν Μπόρις. Ὅμως τὰ σύννεφα ἄρχισαν νὰ σκεπάζουν τὸν οὐρανὸ τῆς
Ρωσίας. Ἡ ἀπειλὴ τῶν Τατάρων ἦταν ὁρατή. Τὸ ἔτος 1236 οἱ Τάταροι εἶχαν
καταλάβει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Ρωσικῆς γῆς. Ὁ Χάνῃς τῶν Τατάρων πρότεινε
στὸν Ἅγιο Γεώργιο τὸν πρίγκιπα, εἰρήνη.

Ἐκεῖνος ὅμως ἀπάντησε: «Μία ἔνδοξη μάχη εἶναι προτιμότερη ἀπὸ μία
ἀτιμωτικὴ εἰρήνη». Στὶς 3 Φεβρουαρίου 1238 οἱ Τάταροι κύκλωσαν τὴν πόλη
τοῦ Βλαντιμίρ. Οἱ κάτοικοι κατέφυγαν στὴν προστασία τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου. Ὁ Ἐπίσκοπος Μητροφάνης ἐνδυνάμωνε τοὺς ἀγωνιστές. Ἡ πόλη
τελικὰ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν στὶς 7 Φεβρουαρίου. Ὁ Ἐπίσκοπος
Μητροφάνης πέθανε μαζὶ μὲ χιλιάδες γυναῖκες καὶ παιδιά.

Στὶς 4 Μαρτίου 1238 οἱ Ρώσοι, μὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ
Γεώργιο, ἔδωσαν τὴν τελικὴ μάχη. Οἱ Τάταροι συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Βασίλειο,
ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε, ὅπως οἱ Μάρτυρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας: «Δὲν
μπορεῖτε νὰ μοῦ πάρετε τὴν πίστη στὸν Χριστό». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν
ὁμολογία πίστεως, οἱ βάρβαροι τὸν κρέμασαν στὸ δάσος Σερνσκ.

Ὁ Ἐπίσκοπος Κύριλλος συνέλεξε μὲ εὐλάβεια τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ τὰ ἐνταφίασε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ροστώβ.
Οἱ Ἅγιοι Βασίλειος τοῦ Μιρὼζ καὶ Ἰωάσαφ τοῦ Σνετνογκὸρκ οἱ Ὁσιομάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Βασίλειος καὶ Ἰωάσαφ ἔζησαν κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος
τοῦ Μιρὼζ καὶ εἶχε ὡς πνευματικοὺς καθοδηγητὲς τὸν Ἅγιο Νήφωνα,
Ἐπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ (τιμᾶται 8 Ἀπριλίου) καὶ τὸν Ὅσιο Ἀβραὰμ τοῦ
Μιρὼζ (τιμᾶται 24 Σεπτεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάσαφ ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου τοῦ ὄρους Σνάτνα.

Οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν κατὰ τὸ ἔτος 1299, ὅταν οἱ Γερμανοὶ ἐπιτέθηκαν ἐναντίων τοῦ Πσκὼφ καὶ τῶν μοναστηριῶν τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Πρίγκιπας


Ἅγιος Δανιὴλ γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1261.
ἦταν ὁ τέταρτος υἱὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ (τιμᾶται 30 Αὐγούστου
καὶ 23 Νοεμβρίου) καὶ τῆς Βάσσης. Δυὸ χρόνια μετὰ τὴν γέννησή του ὁ
πατέρας του πέθανε. Ὅταν ἀργότερα κοιμήθηκε ἡ μητέρα του Βάσσα,
ἀνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τῆς μονῆς τοῦ Γενεθλίου
τῆς Θεοτόκου Βλαντιμὶρ καὶ οἱ πιστοὶ τὴν ἀποκαλοῦσαν «δίκαιη».

Ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴ Μόσχα τὸ ἔτος 1272 καὶ ἀμέσως οἰκοδόμησε ναὸ καὶ μονὴ
πρὸς τιμὴν τοῦ προστάτου του Ἁγίου Δανιὴλ τοῦ Στυλίτου (τιμᾶται 11
Δεκεμβρίου).

Μετὰ ἀπὸ μάχες κατὰ τῶν Τατάρων καὶ ἐσωτερικὲς συγκρούσεις ὁ Ἅγιος
Δανιήλ, ἄρρωστος πλέον, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα στὴ
μονὴ τοῦ Δανιήλ. Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1303.

Μετακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βιασεσλάβου Πρίγκιπα τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Βιασεσλάβος τιμᾶται στὶς 28 Σεπτεμβρίου.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Βιασεσλάβου, πρίγκιπα τῆς Τσεχίας,
μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Βίτου (τιμᾶται 15 Ἰουνίου) στὸν
τόπο τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ.

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr