Ὁ Ὁσιομάρτυρας Δομέτιος ἦταν Πέρσης καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διδάχθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ κάποιο χριστιανό, ποὺ ὀνομαζόταν Ἄβαρος. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του καὶ ὁ Δομέτιος ἀναγκάσθηκε νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει.
Κατέφυγε στὴν πόλη Νίσιβη στὰ βυζαντινὰ σύνορα, ὅπου κλείστηκε σὲ κάποια μονή. Ἀναχώρησε, ὅμως, κι ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ Θεοδοσιούπολη, στὴ μονὴ Σεργίου καὶ Βάκχου, ὅπου ὁ Δομέτιος καλλιέργησε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ προϊστάμενος τῆς μονῆς Οὐρβέλ, βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνωτερότητα τοῦ Δομετίου, θέλησε νὰ τὸν κάνει πρεσβύτερο. Ἀλλὰ ὁ ἀγῶνας τοῦ Δομετίου δὲν ἦταν πὼς θὰ ἁρπάξει ἀξιώματα, ἀλλὰ πὼς θὰ τὰ ἀποφύγει. Διότι ἔμαθε ἀπὸ τὸν Κύριό του Ἰησοῦ Χριστό, νὰ εἶναι «ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» ποὺ σημαίνει, ταπεινὸς στὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφυγε στὰ ὄρη καὶ ζοῦσε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δύο μαθητές του. Ὅταν κάποτε περνοῦσε ἀπὸ ἐκει ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, διέταξε νὰ τὸν σκοτώσουν.
Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰουλιανοῦ βρῆκαν τὸν Δομέτιο καὶ τοὺς μαθητές του νὰ ψάλλουν μέσα στὴ σπηλιά, ὅπου τοὺς φόνευσαν μὲ λιθοβολισμό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν τῆς χάριτος λόγον εἰσποιησάμενος, πυρσολατρῶν τὰς τερθρείας ἀπεποιήσω σοφῶς, τῷ Χριστῷ ἀνατεθεῖς Πάτερ Δομέτιε· καὶ ἐν ἀθλήσει ἀκλινής, ὡς Ὁσίων μιμητής, ἐδείχθης Ὁσιομάρτυς· διὸ σὲ ὕμνοις τιμῶμεν, σὺν φοιτητῶν σου τῇ δυάδι σοφέ.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς μυηθεὶς, τὴν πρὸς Χριστὸν εὐσέβειαν, ταῖς ἀρεταῖς, περιφανῶς διέπρεψας, ἱερῶς πολιτευσάμενος, θεομακάριστε Δομέτιε· τὴν ἄθλησιν γὰρ Πάτερ ὡς διάδημα, ἐπέθου τοῖς ὁσίοις σου πυκτεύμασι, πρεσβεύων ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Σκότος καταλείψας τὸ περσικόν, ἔλαμψας ἐν κόσμῳ, ὥσπερ ἄστρον ἑωθινόν· πόνοις γὰρ ὁσίοις, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, υἱὸς φωτὸς ἐδείχθης, Πάτερ Δομέτιε.
Ὁ Ἅγιος Ἀστέριος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς
Πότε καὶ ποὺ μαρτύρησε δὲν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές.
Στοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς Κώδικες ἀναγράφεται ὡς «μάρτυς καὶ συγκλητικός, διὰ ξίφους τελειωθεῖς».
Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου ἀναφέρεται ὡς «Ὁσιομάρτυς καὶ θαυματουργός».
Ὁ Ὅσιος Ὢρ
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἀσκήτευε στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας. Στὴν ἀρχὴ καὶ γιὰ λίγα χρόνια ἔκανε ἐρημῖτης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ μελέτη τοῦ θείου λόγου.
Κατόπιν ὅμως τὸν ἀνακάλυψαν χριστιανοὶ ποὺ ἐπιζητοῦσαν πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ ἀπὸ τότε ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἁπλώθηκε παντοῦ. Χιλιάδες ἐπισκέπτες πήγαιναν κοντά του γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του.
Στὴ συνέχεια ὁ ὅσιος Ὢρ ἀνέπτυξε ἀδελφότητες καὶ ἵδρυσε μοναστήρια, στὰ ὁποῖα μὲ πολὺ ζῆλο καλλιεργοῦνταν ἡ πνευματικὴ καὶ ἡ σωματικὴ ἐργασία.
Ἐπίσης ὁ Ὅσιος εἶχε τὸ χάρισμα τοῦ λόγου καὶ ἤξερε πότε νὰ σιωπᾷ καὶ πότε νὰ μιλάει. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 90 χρονῶν, διατηρώντας τὴ διαύγεια τοῦ μυαλοῦ του μέχρι τελευταίας του πνοῆς.
Οἱ Ὅσιοι Μύριοι (10.000) Ἀσκητὲς Θηβαῖοι
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ὁσία Ποταμία ἡ Θαυματουργός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νάρκισσος ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ἀναδείχτηκε 30ος ἢ κατ’ ἄλλους 31ος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, ἀπὸ τὸν πρῶτο, ποὺ ἦταν ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος. Ἦταν ἄνδρας ἐγκρατής, φιλάνθρωπος, διδακτικὸς καὶ ἄκαμπτος στὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντός του, χωρὶς νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τῶν μοχθηρῶν ἐχθρῶν του.
Σὲ κάποια συκοφαντία ποὺ κάποτε ὀργανώθηκε ἐναντίον του, παρουσιάστηκαν τρεῖς ψευδομάρτυρες. Ὁ πρῶτος, γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ψευδοκατάθεσή του, εἶπε ὅτι ἂν λέει ψέματα νὰ πέσει φωτιὰ καὶ νὰ τὸν κάψει. Ὁ δεύτερος εἶπε νὰ γίνει σκωληκόβρωτος καὶ ὁ τρίτος νὰ τυφλωνόταν. Δὲν πέρασε λοιπὸν πολὺς καιρὸς καὶ οἱ ψευδομάρτυρες τιμωρήθηκαν ὅπως τοὺς ἅρμοζε. Ὁ πρῶτος κάηκε ἀπὸ κεραυνό, ὁ δεύτερος ἀρρώστησε βαριὰ καὶ τὸ λεπρὸ σῶμά του ἔτρωγαν σκουλήκια καὶ ὁ τρίτος τυφλώθηκε.
Ὁ Νάρκισσος ἀνέβηκε δυὸ φορὲς στὸ θρόνο καὶ πατριάρχευσε συνολικὰ 26 χρόνια.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 116 χρόνων.
Ὁ Ὅσιος Ὑπερέχιος
Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν πίστη, κατεῖχαν καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας. Ἦταν ἤρεμος, γλυκὸς καὶ σπάνια τὸν πλησίαζε ἡ φλόγα τῆς ὀργῆς. Ἔλεγε δὲ συχνά: «ὁ μὴ κρατῶν γλώσσης αὐτοῦ ἐν καιρῷ ὀργῆς, οὐδὲ παθῶν κρατήσει ὁ τοιοῦτος».
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά, γεμάτος χάρη ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Σῴζων ἀπὸ τὴ Νικομήδεια
Τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ θαυματουργικὰ μὲ τὴ θεία χάρη βγῆκε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ νέος , ὁ Ἰαματικὸς
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ νέος, ὁ ἰαματικός, γεννήθηκε στὴν Ἀθῆνα τὸ 862 ἀπὸ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία φάνηκε ἡ θερμὴ πίστη ποὺ τὸν διακατεῖχε καὶ ἡ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους του.
Ὅταν ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ στὸν μοναχικὸ βίο, μοίρασε τὴν περιουσία του σ’ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη καὶ πῆγε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα. Ὅμως πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν, κάτι ποὺ τὸν ἐμπόδισε νὰ διαλογιστεῖ.
Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ μονάσει, κατέφυγε στὸ Ἄργος. Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὅπου πολλοὶ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Τὸν φθόνησαν ὅμως ἱερεῖς, καὶ τὸν κατήγγειλαν στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἄργους, Ἅγιο Πέτρο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅμως κατάλαβε τὴν ἀφιλοκέρδεια καὶ τὴν εὐσέβεια τοῦ Θεοδοσίου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐνισχύσει συνεχῶς στὸ θεάρεστο ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόδεκτον, τὴν καθαράν σου ζωήν, Θεῷ καθιέρωσας, τῷ ἰαμάτων πηγήν, τὸν τάφον σου δείξαντι· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καθαρθεῖς τῶν προσύλων, ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, δι’ ἀσκήσεως πόνων· διό σε Θεοδόσιε, ἐν ὕμνοις γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ταμεῖον οὐρανίου ἁγιάσματος
Τῶν θεοσδότων δωρημάτων δόσιν ἄφθονον
Φερωνύμως ἐκομίσω παρὰ Κυρίου.
Ἀλλὰ βλῦσον ἰαμάτων τὴν ἐνέργειαν
Τοῖς ἐκ πόθου προσπελάζουσι τῇ σκέπῃ σου
Καὶ βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις θεῖον βλάστημα Ἀθηνῶν, καὶ τῆς Ἀργολίδος, ἐγκαλώπισμα καὶ φωστήρ· χαίροις ὁ πηγάζων, ἰάματα ποικίλα, τοῖς σὲ ὑμνολογοῦσιν, ὦ Θεοδόσιε.
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος ὁ σημειοφόρος
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἦταν Ἁγιορείτης ἀσκητής, ποὺ ἀσκήτευε στὰ ὅρια τῆς Μονῆς Φιλόθεου, ἔκανε μάλιστα καὶ θαύματα, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Αὐτὸς εἶχε μαθητὴ τὸν Ὁσιομάρτυρα Δαμιανό.
Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ἦταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς τοῦ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Μαρία. Ἦταν πολὺ πλούσιοι ἀλλὰ καὶ πολὺ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἀπόκτησαν μόνο ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ ὀνόμασαν Νικόλαο, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀναθρέψουν σύμφωνα μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν 20 χρονῶν, πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ ἡ μητέρα του.
Τότε αὐτός, διαμοίρασε ὅλη του τὴ μεγάλη κληρονομιὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικάνωρ.
Κατόπιν, μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀρχιερέα Θεσσαλονίκης, δέχτηκε νὰ γίνει καὶ Ἱερέας. Στὸ ὄρος Βέρμιον Γρεβενῶν, ποὺ τὸ ἔλεγαν «τοῦ Καλλιστράτου», ὑπῆρχε Μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁμώνυμος μοναχός. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε καὶ ὁ Νικάνωρ γιὰ νὰ μονάσει, καὶ ἀπὸ κεῖ κατέβαινε καὶ ἐμψύχωνε τὸν λαὸ τῶν γύρω πόλεων καὶ χωριῶν, νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους ἀκόμα καὶ μὲ θυσία τῆς ζωῆς τους.
Κάποια νύκτα καὶ ἐνῷ ὁ Νικάνωρ προσευχόταν, ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει νὰ πάει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, καὶ ὅτι ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Πράγματι τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὰ λεγόμενα τῆς φωνῆς ἐπαληθεύτηκαν καὶ ὁ Νικάνωρ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἔκτισε ἐκκλησία καὶ μοναστῆρι στὸ ὄνομα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἁγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Νικάνορα, τερμάτισε τὴν 7η Αὐγούστου 1419 (κατ’ ἄλλους τὸ 1519). Τὸ σεβάσμιο λείψανό του, τάφηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Μνήμη Βαρβαρικῆς Ἐπιδρομῆς
Ἡ ἐπιδρομὴ αὐτὴ τῶν Περσῶν δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, τὴν ἀναφέρουν ὅμως ἀρκετοὶ Κώδικες. Ἐδῶ παραθέτουμε ἀκριβῶς τὰ γραφόμενα στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 73:
Τῇ αὕτη ἡμέρα (ζ’ Αὐγούστου) μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῆς ὑπὲρ λόγον καὶ παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα δωρηθείσης ἡμῖν τελείας βοηθείας παρὰ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν κατὰ τῶν πανταχόθεν διά τε γῆς καὶ θαλάσσης κυκλωσάντων ἡμᾶς ἄθεων ἐχθρῶν, μεσιτευσάσης τὴν σωτηρίαν τῆς θεοφυλάκτου ταύτης καὶ βασιλίδος πόλεως τῆς ἀσπόρως Αὐτὸν Τεκούσης Παναγίας Ἀχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Τοῦτο δὲ γέγονε κατὰ τοὺς χρόνους Ἡρακλείου τοῦ Βασιλέως, ὄτε Χοσρόης ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς Σάρβαρον τὸν αὐτοῦ στρατηλάτην μετὰ δυνάμεως βαρείας κατὰ τῆς θεοφύλακτου ταύτης πόλεως ἐξέπεμψεν ὃς πᾶσαν τὴν Ἀνατολὴν ληϊσάμενος τὸν ἐν Χαλκηδόνι πορθμὸν κατέλαβε, προσδοκῶν καὶ τὴν ἐν πόλεσι μεγίστην ἐλεΐν.
Ταῦτα ἰδὼν Ἡράκλειος διὰ τοῦ Εὐξείνου Πόντου τῇ Περσίδι κατέλαβε, πλείονα ἐν αὕτῃ ἐργασάμενος ἡ ὧν Πέρσαι τῶν Ρωμαίων γῆν διερχόμενοι, τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἐνταύθα καταλιπῶν μετὰ τοῦ Σεργίου Πατριάρχου καὶ Βώνου τοῦ θαυμάσιου. Χαγάνος δὲ ὁ τῶν Ἀβάρων ἡγούμενος καὶ αὐτὸς μὲν τῶν ὁμόρων ἐθνῶν παραλαβῶν πλῆθος διὰ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ αὐτὸς τὴν Κωνσταντινούπολιν προσέβαλεν ὥστε ἐξ ἀνατολῶν δὲ τοὺς Σκύθας, καὶ αὐτὴν πάντοθεν περιληφθεῖσαν εἴτα τὰ ἑαυτῶν ποιοῦντες ἐλεΐν ἤλπιζαν πόλιν τῷ σταυρῷ καὶ τοὶς πάθεσι Χριστοῦ σεμνυνομένην καὶ τῇ Θεοτόκῳ ὑπ’ αὐτοῦ δῶρον δεδομένην.
Πᾶσα οὒν ἐλέπολιν καὶ τειχομαχίαν τὴν μὲν δρῶντες, τὴν δὲ μελετῶντες βαρβαρικώτεροι γενναίως ἤσαν ἀνθιστάμενοι. Βῶνος δὲ τούτους ἣν ὁ πρὸς μάχην διεγείρων καὶ πολὺς φόνος ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐγένετο. Οὕτως οὒν τρὶς καὶ τετράκις συμβαλόντες καὶ τῇ τῆς Θεοτόκου συμμαχίᾳ, ἄπρακτοι διαμείναντες εἰς θυμὸν διεγείρονται μέγιστον.
Ὅθεν τοῦτο οἱ τὴν πόλιν οἰκοῦντες διαγνόντες, πρεσβείας πρὸς Χαγάνον στέλλουσι μετὰ χρημάτων συχνῶν εἰρηνικὰ γενέσθαι σπονδᾶς ἐξαιτούμενοι, ὁ δὲ φιλάργυρος τὴν γνώμην καὶ τὸν τρόπον ὧν, τὰ μὲν χρήματα ἔλαβε, τοὺς δὲ πρέσβεις ἄπρακτους ἀπέστειλε, «αὔριον, ἀφήσας, τὴν πόλιν ὑμῶν ὡς νοσσιᾶν τῇ χειρί μου καταλήψομαι καὶ πάντας μονοχίτωνας ἐξελθεὶν ἐάσως πλεῖον γὰρ τούτου οὐ φιλανθρωπεύσομαι πρὸς ὑμᾶς», πολλὰ πρότερον κατὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ τῆς Αὐτὸν τεκούσης βλασφημήσας.
Ταῦτα οἱ τὴν πόλιν οἰκοῦντες ἀκούσαντες καὶ ὅσον Ἱερατικόν, ὅσον τε λαϊκὸν καὶ συγκλητικὸν εἰς τοὺς θείους ναοὺς ἐλιτάνευον, τᾶς χεῖρας εἰς οὐρανοὺς αἴροντες καὶ «Κύριε ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου», λέγοντες, «ἔπιδε ἐπὶ τῷ μιαρῷ Χαγάνω καὶ ἐπὶ πάσι τοὶς ὑπ’ αὐτοῦ τολμωμένοις καὶ κατάβαλε αὐτό, ὁ ὑπερασπιστὴς ἠμῶν, Ὅπως μὴ εἴπῃ, ποὺ ἐστὶν ὁ Θεὸς αὐτῶν», καὶ οἱ μὲν ηὔχοντο κλαίοντες, οἱ δὲ διὰ τὲ γῆς καὶ θαλάσσης ἐν μίᾳ ἔγνων συρρηγνύειν τὸν πόλεμον ὁ δὲ ὑπ’ αὐτῶν βλασφημούμενος Κύριος, τὴ πρεσβεία τῆς Αὐτὸν τεκούσης, ἀνέμους σφοδροὺς καὶ στροβίλους τῇ θαλάσσῃ ἐκπέμψας καὶ πᾶσαν διαταράξας, αὔτανδρα τὰ σκυθικὰ πλοῖα τῇ θαλάσσῃ παρέπεμψεν ἐνθεῖς δὲ καὶ τοὶς ἐν πόλει θάρσος, ὅσον τούτοις δέος κατὰ τῶν βλάσφημων ἐξέπεμψεν εἰς τοὺς βαρβάρους δὲ τοσούτον φόνον εἰργάσαντο, ὅσον οὐδὲ ἀριθμῆσαι τὶς δύναται.
Ταῦτα οὐδὲ τοὺς Πέρσας ἔλαβεν οὕτω πραχθέντα, οἱ χεῖρα – ὡς λόγος – ἐπὶ στόματος θέντες ὑπέστρεψαν ἄπρακτοι, ὁ δὲ Ἱεράρχης καὶ ἅπαν τῆς ἐκκλησίας τὸ πλήρωμα σὺν δάκρυσιν ἐπινίκια ἦδον καὶ χαριστήρια. «Ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχὺ, ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, ἔθραυσεν ἐχθροὺς καὶ τῷ πλήθει τῆς δόξης σου συνέτριψας τοὺς ὑπεναντίους· πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσαν ἡμᾶς καὶ τῷ ὀνόματί σου, Κύριε, ἠμυνάμεθα ταῦτα».
Οὕτως ἡ Παναγία καὶ Ὑπεράμωμος Θεοτόκος, ἡ τῶν Χριστιανῶν ἀντίληψις, περὶ ἡμᾶς τὴν ἰσχὺν αὐτῆς ἀπεδείξατο καὶ τὴν μεγάλην καὶ παράδοξον σωτηρίαν ταύτην ἡμῖν ἐδωρήσατο. Δία ταῦτα τὴν παροῦσαν ἀνάμνησιν ἐτησίως πανηγυρίζομεν ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ, τῷ ὄντι ἐν Βλαχέρναις.
Ὁ Ἅγιος Βάρταν ὁ Μάρτυρας ἐξ Ἀρμενίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ποίμην ὁ ἐν τῷ σπηλαίῳ († 1110) ὁ Πολύπαθης (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Ποίμην ὁ Νηστευτὴς (Ρῶσος, 14ος αἰ.)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ἡ Ὁσία Κάνδιδα ἡ Βυζαντία
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ὁσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Γεροντόγιαννης
Οἱ γονεῖς τοῦ Ὁσίου, Ἐμμανουὴλ καὶ Ζαμπία, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, ζοῦσαν στὶς Λίθινες, ὀνομαστὸ χωριὸ τῆς Σητείας Κρήτης.
Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε τὸ 1799 στὰ ἐρειπωμένα κελλάκια τῆς Μονῆς Κᾶψα, ὅπου εἶχαν καταφύγει οἱ γονεῖς του, λόγω τουρκικῆς ἐπιδρομῆς. Ὁ Ἰωάννης Βιτσέντζος (ὅπως ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα καὶ τὸ ἐπίθετο τοῦ Ὁσίου) μέχρι νὰ μεγαλώσει βοηθοῦσε τὸν πατέρα του στὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες. Ζωηρὸς καὶ ἀτίθασος στὸν χαρακτῆρα. Λόγω ἀπαγόρευσης τῆς λειτουργίας σχολείων, δὲν ἔμαθε γράμματα. Ἦταν ὅμως φιλομαθὴς καὶ ἔξυπνος.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία παντρεύτηκε τὴν χωριανή του Καλλιόπη τῆς οἰκογένειας Γεροντήδων καὶ ἀπέκτησε τέσσερα παιδιά. Τρεῖς κόρες καὶ ἕνα γιό. Ἡ ἀγροτικὴ ζωὴ καὶ οἱ συχνοὶ διαπληκτισμοὶ μὲ τοὺς Τούρκους, τὸν ἀνάγκασαν νὰ μένει στὸ μετόχι ποὺ εἶχε στὴν τοποθεσία «Κατσαρόλι», κοντὰ στὶς Λίθινες. Αὐτὴ ἡ ἀπομόνωση ἀγρίεψε περισσότερο τὸν ἤδη δύστροπο χαρακτῆρα του. Ἔγινε εὐέξαπτος, σκληρός, ἐρειστικὸς καὶ ἀνελεήμων.
Ἕνα ἀτύχημα ὅμως, μὲ τὸν θάνατο τῆς μικρῆς του κόρης Εἰρήνης, ἡμέρα Κυριακή, ποὺ αὐτὸς εἶχε φύγει νὰ κάνει ἐμπόριο, ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ζωή του. Καὶ κατόπιν σὰν μοναχὸς συμβούλευε: «Καὶ ἂν θὲς ζωὴν παντοτεινὴ νὰ δῇς εἰς βασιλείαν Κυριακᾶς καὶ ἑορτᾶς πράσσε (= σύχναζε) στὴν Ἐκκλησίαν».
Μετὰ ἀπὸ διάφορες περιπέτειες, ἀφήνει τὴν οἰκογένειά του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Κᾶψα, τὴν ὁποία ἀνακαινίζει καὶ ἀφιερώνεται ὁλόψυχα στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἔζησε ἀρκετὰ χρόνια ζωὴ ἁγία, παρέδωσε ὁσιακὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ στὶς 8.00 τὸ πρωὶ τῆς 6ης Αὐγούστου 1874.
Σύμφωνα μὲ παραδόσεις καὶ μαρτυρίες ντόπιων κατοίκων, ἀλλὰ καὶ ἄλλων, ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα πρὸ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Εἶναι τοπικὸς ἅγιος καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 7η Αὐγούστου.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε μὲ ἄδεια τοῦ οἰκείου Μητροπολίτη τὴν 7η Μαΐου 1982 καὶ ἡ μνήμη της ἑορτάζεται τὴν Τρίτη πρὸς Τετάρτη τῆς Διακαινησίμου.
Ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ συνέγραψε ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, τὴν ὁποία, μαζὶ μὲ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου, ἐξέδωσε ἡ Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Κᾶψα Σητείας Κρήτης, τὸ 1993.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῆς μονῆς τοῦ Προδρόμου τὸν νέον κτίτορα, ἀσκητικῆς ἐποφθέντα ἐν τῇ ἐρήμῳ Καψὰ ἀγωγῆς ἀρτίως ἄστρον παμφαέστατον, στέψωμεν ἄνθεσιν ᾠδῶν καὶ προσπέσωμεν αὐτοῦ λειψάνοις τοὶς πανιέροις, ταῖς πρεσβείαις σου ἐκβοῶντες σῶσον ἡμᾶς ἐκ πειρασμῶν, Ἰωσήφ.
Ὁ Ἅγιος Μίκαλλος
«Ἐγὼ εἴμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἐξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. η’ 12).
Ὁμιλεῖ ὁ Κύριος καὶ λέγει! Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὅλου τοῦ κόσμου.
Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ μὲ ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη κι ἐλπίδα καὶ πρόθυμη ὑπακοὴ στὰ λόγια, αὐτὸς δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ περιπατήσει στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει πάντα μέσα του ζωηφόρο καὶ πνευματικὸ φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὸν Θεό, καὶ ὁδηγεῖ πάλι σ’ Αὐτόν.
Τὰ ὑπέροχα καὶ σωστικὰ τοῦτα λόγια, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θείου Διδασκάλου γιὰ πρώτη φορά, ἔγιναν μὲ τὸν καιρὸ σύνθημα ζωῆς ἀπὸ χιλιάδες ψυχὲς καὶ χάρισαν στὴν Ἐκκλησία τὶς ἀμέτρητες μυριάδες τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως.
Τοῦτα τὰ λόγια ἔκαμαν βίωμα καὶ ζωή τους ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τοῦτα τὰ λόγια ἔκαμε βίωμα καὶ ζωή του κι ὁ ἅγιος Μίκαλλος ὁ προσφιλὴς καὶ πολὺ σεβαστὸς ἅγιος τῶν κατοίκων τῆς ὡραίας Ἀκανθοῦς καὶ τῶν γύρω ἀπ’ αὐτὴν χωριῶν.
Μὲ τοῦτο τὸν ἅγιο θὰ ἀσχοληθοῦμε κι ἐμεῖς στὶς γραμμὲς ποὺ ἀκολουθοῦν.
Ὅπως γράφουμε κι ἀλλοῦ, ὁ ἅγιος Μίκαλλος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τριακόσιους ἁγίους ποὺ ᾖρθαν στὴν Κύπρο περὶ τὰ μέσα τοῦ 12ου αἰῶνα μετὰ τὴ Β’ Σταυροφορία (1147 – 1149 μ.Χ.).
Γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία, τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ ἁγίου δὲν ἔχουμε δυστυχῶς καμιὰ πληροφορία. Ἐκεῖνο ποὺ συμπεραίνουμε γι’ αὐτὸν εἶναι, πὼς ὁ ἅγιος, ὅταν ἦταν νέος, ἀναγκάστηκε γιὰ μία καλύτερη ζωὴ νὰ ξενιτευτεῖ. Πῆγε στὴ Γερμανία κι ἐργαζόταν ὡς ἐργάτης μὲ ἄλλους Ἕλληνες. Ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἄκουσε κάποια μέρα τὸ συγκλονιστικὸ κήρυγμα ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη κηρυσσόταν παντοῦ στὶς διάφορες πόλεις καὶ χῶρες τῆς Εὐρώπης:
-Ἀδέλφια, ἐλᾶτε νὰ συνεργαστοῦμε γιὰ ἕνα ἔργο ἱερό! Οἱ Ἅγιοι Τόποι, ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, μεγάλωσε, περπάτησε καὶ δίδαξε ὁ Χριστός μας, οἱ Τόποι στοὺς ὁποίους ἔκαμε τόσα θαύματα, ἀλλὰ καὶ διώχθηκε καὶ συνελήφθηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ ἀπέθανε καὶ τάφηκε βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ μωαμεθανικὴ ἐξουσία. Ἀλύπητα βασανίζονται ὅσοι τολμοῦν νὰ πᾶνε ἐκεῖ ταπεινοὶ προσκυνητές. Οἱ Ἅγιοι Τόποι πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦν. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν ἱερὴ προσπάθεια καλοῦνται ὅλοι νὰ βοηθήσουν.
Σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὅσοι στὴν καρδιὰ τους ἔνιωθαν τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ νὰ τοὺς καίει, μαζεύτηκαν καὶ δημιούργησαν μία μεγάλη στρατιὰ ποὺ ἕνα πρωὶ ξεκίνησε νὰ κάμει ἔργο τὸν πόθο, ποὺ φλόγιζε τὰ στήθια τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Ἡ στρατιὰ αὐτή, ἡ γνωστὴ σὰν δεύτερη σταυροφορία διαλύθηκε ἐκεῖ στὴ σημερινὴ Γιουγκοσλαβία. Ἀνάμεσα στὰ διάφορα σώματα στρατοῦ ἦταν καὶ τριακόσιοι Ἕλληνες μὲ ἀρχηγὸ κάποιο Αὐξέντη, τὸν γνωστὸ Ἅγιο Αὐξέντιο. Ὅταν ἡ στρατιὰ διαλύθηκε, οἱ Ἕλληνες μαζεύτηκαν καὶ μετὰ ἀπὸ μία ἐνθουσιώδη ὁμιλία τοῦ Ἀρχηγοῦ ἀποφάσισαν νὰ τραβήξουν πρὸς τὰ μέρη τοῦ Ἰορδάνη καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μιὰ ἀσκητικὴ ζωή, μιὰ ζωὴ πλήρους ἀφιέρωσης στὸν Θεό.
Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ μὲ ἐνθουσιασμό. Μετὰ ἀπὸ μία προσευχὴ ποὺ ἔγινε ἀπὸ μέρους ὅλων, οἱ ἄνθρωποί μας ξεκίνησαν. Πρῶτα πῆγαν καὶ προσκύνησαν ὅλοι μαζὶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὕστερα προχώρησαν πρὸς τὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνη μὲ σκοπὸ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ τὴν ζωὴ ποὺ ἀποφάσισαν, τὴ μοναχικὴ κι ἀσκητικὴ ζωή. Ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ἀγρυπνία, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ κι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν ἀνάγκη τους, ἦταν ἡ καθημερινή τους φροντίδα. Τὸ περιβάλλον δυστυχῶς καὶ εὐτυχῶς τοῦ Ἰορδάνη δὲν τοὺς βοηθοῦσε καθόλου στὴ ζωὴ ποὺ διάλεξαν νὰ ζήσουν. Οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ φθονερὸ μάτι παρακολουθοῦσαν τὴν ζωὴ καὶ τὴν πρόοδο τῶν ἀσκητῶν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ἄρχισαν νὰ τοὺς παρενοχλοῦν. Κι αὐτοὶ γιὰ νὰ γλιτώσουν μαζεύτηκαν μία μέρα στὴν παραλία μὲ τὸν σκοπὸ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο.
Ἐδῶ βρῆκαν ἕνα καράβι, μπῆκαν μέσα καὶ ᾖρθαν στὴν Κύπρο, ποὺ ἦταν τότε ὀνομαστὴ γιὰ τὴ θεοσέβειά της. Τὸ καράβι σταμάτησε στὴν Πάφο. Μιὰ παράδοση μάλιστα λέει, πὼς τοῦτο ἐξ αἰτίας μιᾶς δυνατῆς τρικυμίας, τσακίστηκε πάνω στοὺς βράχους. Εὐτυχῶς οἱ ἄνθρωποι σώθηκαν ὅλοι πάνω στὰ συντρίμμια τοῦ καραβιοῦ καὶ βγῆκαν ἔξω στὴ στεριά. Ἀπ’ ἐδῶ σκορπίστηκαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ Νησιοῦ κι ἔζησαν ὁ καθένας τῇ μακαρίᾳ ζωῇ μὲ τὸν δικό του τρόπο.
Αὐτὸ ἔκανε κι ὁ ἅγιος Μίκαλλος. Μὲ ὁδηγὸ τὰ λόγια του ψαλμῳδοῦ (ψαλμ. α’, 1 – 2), ποὺ βεβαιώνουν πὼς εἶναι τρισευτυχισμένος καὶ εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποφεύγει τὶς συναναστροφὲς μὲ ἀνθρώπους διεφθαρμένους καὶ ἀσεβεῖς καὶ ἀντίθετα ἔχει δοσμένη τὴν θέληση καὶ τὴν σκέψη του στὸν νόμο τοῦ Κυρίου καὶ Αὐτὸν μελετᾷ μέρα καὶ νύκτα, προχώρησε στὸν δρόμο ποὺ διάλεξε.
Μπροστά του ἔχει πάντα τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα, ὅπως τὸ δίδαξε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Μὲ τὴν σκέψη σ’ Αὐτὸν βαδίζει ἀνυπόδητος, διασχίζει βουνὰ καὶ κάμπους διαβαίνει ποτάμια ὁρμητικά, χείμαρρους, χωρὶς φόβο καὶ ἀτρόμητος προχωρεῖ μέχρις ὅτου ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς κινδύνους καὶ κόπους ἔφτασε στὰ μέρη τῆς Ἀκανθοῦς. Δύο σπήλαια ποὺ βρῆκε στὸ μέρος αὐτὸ καὶ ποὺ στέκονται ἀκόμη καὶ σήμερα τὸν κάμνουν νὰ σταματήσει καὶ νὰ διαλέξει τὸ μέρος αὐτὸ σὰν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.
Τὸ περιβάλλον ὑπέροχο. Θάμνοι ποικίλοι κάλυπταν καὶ καλύπτουν ἀκόμη καὶ σήμερα τὸν κάμπο γύρω κι εὐωδιάζουν. Τὰ σπήλαια εὐρύχωρα. Μπροστὰ ἁπλώνεται ἀπέραντη ἡ γαλάζια θάλασσα. Ἡσυχία ὀνειρώδης. Μόνο ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων ἀκούεται σιγανὰ καὶ τὸ τραγοῦδι τῶν πουλιῶν ποὺ πετᾶνε πάνω στοὺς θάμνους ταράζει κάπως τὴν ἡσυχία τοῦ τοπίου.
Σὲ τοῦτο τὸ μέρος ὁ Ὅσιός μας μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη στὸν Πανάγαθο Θεὸ ἔστησε τὴ σκοπιά του καὶ κάτω ἀπὸ τὴν αἱματόβρεκτη σημαῖα τοῦ Σταυροῦ ἄρχισε τὸν ἀγῶνα. Σὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή του μιὰ σκέψη πρυτανεύει.
Ὁ Κύριος κι οἱ ἐντολές του. Καθετὶ τὸ ὑλιστικὸ τοῦ εἶναι ξένο κι ἀδιάφορο. «Σκύβαλα» θεωρεῖ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τοῦ κόσμου τούτου τὰ ἀγαθά, κάνοντας μία σύγκριση αὐτῶν μὲ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυση ποὺ δίνει ὁ Χριστός. Τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου βρίσκουν κι ἐδῶ πλήρη τὴν ἐφαρμογή τους.
«Τοὶς ἐρημικοὶς ζωὴ μακαρίᾳ ἐστι, θεϊκῶ ἔρωτι πτερουμένοις». Δηλαδὴ ἡ ζωὴ αὐτῶν ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πηγαίνουν καὶ ἐγκαθίστανται στὴν ἔρημο μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, εἶναι ζωὴ μακαρία, εὐλογημένη. Κι εἶναι ἡ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τέτοια, γιατί οἱ μοναχοὶ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ταραχὴ καὶ φροντίδα τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ συνέχεια ἔχουν στὴ σκέψη τὸν Θεό, καὶ πρὸς Αὐτὸν στρέφονται πάντα μὲ μία ἀγάπη κι ἕνα ἔρωτα φλογερὸ κι ἀδιάκοπο. Μοναδικὸ μέλημα καὶ φροντίδα τους ἔχουν ἕνα πρᾶγμα. Νὰ ἀρέσουν σ’ Αὐτόν.
Αὐτὸ τὸ μέλημα καὶ τούτη τὴ φροντίδα ἔχει καὶ ὁ Ὅσιος μας: τὸν Κύριο. Σ’ Αὐτὸν προσφέρει κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα τὸν ἑαυτό του. Πόθος καὶ παλμὸς κι ἀγῶνας του καθημερινός, πῶς νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ νὰ ἀρέσει στὸν Θεό. Τὰ λόγια του ἐπιστήθιου φίλου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰωάννου, εἶναι συνέχεια μπροστά του. «Ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ, ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α’ Ἰωάν. στ’ 17). Τοῦτος ὁ μάταιος κόσμος κι οἱ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τοῦ ἐγὼ παρέρχονται καὶ μαζί τους ὅλα ὅσα ἐπιθυμοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ κατέχουν μέσα σ’ αὐτόν.
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀγαπᾷ τὸν Θεὸ καὶ ἐκτελεῖ τὸ θέλημά Του δὲν παρέρχεται. Μένει αἰώνια. Δία τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐγκατέλειψε κι αὐτὸς τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Προσπάθειά του μοναδικὴ ἔγινε τώρα ἡ πρόοδός του στὴν ἀρετή. Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μελετᾷ καθημερινὰ μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Μὲ τὴν προσευχὴ ἐπίσης τὴ θερμή, τὴν ἀγρυπνία, τὴ νηστεία ἀνεβαίνει καθημερινὰ τῆς ἀρετῆς τὰ σκαλοπάτια.
Μὲ τοῦτα τὰ μέσα, ἀφοῦ σταύρωσε «τὴν σάρκα σὺν τοὶς παθήμασι καὶ ταὶς ἐπιθυμίαις» ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Γαλ. ε’, 24), ἐλεύθερος πιὰ βαδίζει σταθερὰ γιὰ νὰ φτάσει κάποια μέρα ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ἀδιάκοπα ἡ αἰώνια μακαριότητα.
Στὸ ἀπόμερο κι ὑπέροχο τοῦτο μέρος τῆς μαρτυρικῆς μας Κύπρου τὸ ποτισμένο μὲ αἵματα καὶ δάκρυα τόσων ὁσίων καὶ μαρτύρων ἔζησε ὁ Ἅγιός μας χρόνια πολλὰ μὲ βασικὴ τροφὴ χόρτα τοῦ κάμπου καὶ ρίζες καὶ τρυφερὲς μύτες ἀπὸ ἀγριοβότανα. Λιτὴ ἡ διατροφή του. Πλούσια ἡ χαρὰ κι ἡ γαλήνη τῆς καρδιᾶς του. Πλουσιώτερη ἡ προσφορά του στὶς διψασμένες γιὰ παρηγοριὰ καὶ φωτισμὸ ψυχές, ποὺ ἀπ’ τὶς πρῶτες μέρες ποὺ τὸν γνώρισαν δὲν ἔπαψαν συχνὰ νὰ τὸν ἐπισκέπτονται καὶ νὰ ἐκζητοῦν τὴ βοήθειά του.
Βοήθεια στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἀντιμετώπιζαν ἀπὸ τοὺς σκληροὺς κατακτητὲς τῆς νήσου μας, τοὺς Φράγκους. Ἀλλὰ καὶ βοήθεια στὶς διάφορες ἀρρώστιες ποὺ ἔδερναν τοὺς κατοίκους τοῦ πονεμένου αὐτοῦ τόπου. Καθημερινά, σὲ διάφορες ὧρες, πλήθη χριστιανῶν τὸν ἐπεσκέπτοντο γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του ἢ γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν τους ποὺ τοῦ ἔφερναν.
Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ πλούσια εἶχε σκηνώσει στὴν ψυχή, τοῦ χάριζε τὴν πολυπόθητη ὑγεία σὲ ὅσους μὲ εἰλικρινῆ μετάνοια τὸν ἐπεσκέπτοντο καὶ μὲ πίστη βαθιὰ ζητοῦσαν ἀπὸ τὶς προσευχές του τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του δυσαρεστημένος. Ἡ ἁγιότητά του εἶχε διαλάμψει στὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα.
Καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε καλέσει γιὰ νὰ τὸν ξεκουράσει στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωή, ἥρεμα ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὴν ψυχή του στὶς 7 Αὐγούστου στὰ χέρια Ἐκείνου ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε δόξα ἄφθιτο καὶ μακαριότητα αἰώνια. Ἡ θαυματουργική του δύναμη συνεχίζεται καὶ σήμερα σὲ ὅσους μὲ πίστη ἐπισκέπτονταν μέχρι τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ βάρβαρου Ἀττίλα τὸ 1974 τὸ ἐκκλησάκι του, ποὺ βρισκόταν δίπλα στὰ σπήλαια καὶ ἐπλένοντο μὲ τὸ ἁγίασμά του, ἐλάμβαναν τὴ θεραπεία στὴν ἀρρώστια τους καὶ τὴν παρηγοριὰ στὴ δοκιμασία τους.
Ἡ θαυματουργικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Μίκαλλου ἀνεφέρετο στὴ θεραπεία τῆς μαλάριας καὶ τῆς λέπρας. Ἐπίσης οἱ μητέρες ποὺ θήλαζαν τὰ παιδάκια τους, ὅταν δὲν εἶχαν γάλα, πήγαιναν στὴ χάρη του μὲ πίστη, θήλαζαν ἀπὸ τοὺς σταλακτῖτες ποὺ ἤσαν στὰ σπήλαια καὶ ἐπεκαλοῦντο τὴ βοήθειά του, τὴν ὁποίαν καὶ ἐλάμβαναν πλουσία. Ἄρρητη εὐωδία, ἀναφέρουν οἱ παλαιοί, ξεχυνόταν ἀπὸ τὰ δύο σπήλαια μέχρι τελευταῖα, ποὺ ἔφθανε γύρω στὰ χωράφια ποὺ καλλιεργοῦσαν οἱ ἀγρότες τῆς Ἀκανθοῦς. Δίπλα στὰ σπήλαια ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμη μιὰ θαλερὴ μυρτιά, «ἡ μυρτιὰ τοῦ Ὁσίου Μίκαλλου» στὴν ὁποία ἀποδίδονταν πλούσιες θαυματουργικὲς ἰδιότητες.
Μὲ τὴν καρδιὰ σφιγμένη, ἀλλὰ καὶ λουσμένη στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετανοίας καλοῦνται οἱ κάτοικοι τῆς πονεμένης Ἀκανθοῦς ὅπου κι ἂν βρίσκονται, καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ τῆς ἠρωοτόκου Κύπρου, τῆς νήσου ποὺ τὴν ἁγιάζουν τόσοι ἅγιοι, μαζὶ κι ὁ Ὅσιος Μίκαλλος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλοῦμε, νὰ ἐνθυμοῦνται πάντα, μὰ καὶ ὅλοι νὰ ἐνθυμούμαστε συχνά – πυκνά, τούτη τὴν ἀλήθεια:
Ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος κάθε φορὰ νὰ ἐπιτυγχάνει τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὶς συμφορὲς ποὺ τὸν δέρνουν καὶ τὸν στενοχωροῦν. Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλό, στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ τὸ μέσο, αὐτὸ τὸ φάρμακο καλούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε κι ἐμεῖς, τοῦτο τὸν καιρό, ἂν θέλουμε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ ἐπιτύχουμε ξανὰ τὴ λύτρωση καὶ τὴν σωτηρία μας. Εἶναι καιρὸς μὲ συντριβὴ ψυχῆς νὰ μετανιώσουμε, νὰ κλάψουμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μὲ εἰλικρινὴ ἐξομολόγηση νὰ ζητήσουμε νὰ λάβουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ τὸ λάβουμε. Θὰ μᾶς τὸ χαρίσει ἡ εὐσπλαχνία του. Καὶ θὰ ἐπιτύχουμε τὴν λύτρωση ποὺ ποθοῦμε. Τότε ἐλεύθεροι θὰ ξαναγυρίσουμε καὶ πάλι στὰ ἀγαπημένα μέρη. Θὰ ξαναπᾶμε στὰ χωριά μας. Θὰ ξανακτυπήσουν οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ οἱ βάρβαροί του Ἀττίλα δὲν κατέστρεψαν καὶ θὰ ξαναλειτουργηθοῦμε σ’ αὐτές. Μὲ ἀνείπωτη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση θὰ ἀπευθύνουμε καὶ πάλι θερμὰ τὰ εὐχαριστῶ μας στὸν Κύριο, τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ μητέρα ὅλων μας καὶ στοὺς Ἁγίους μας.
Τότε μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση θὰ ψάλλουμε καὶ πάλι τοῦ ψαλμῳδοῦ μας τὸν ἐπίκαιρο στίχο. «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ».
Ἅγιοί της Κύπρου μας, Ἅγιε Μίκαλλε, δῶστε, σᾶς παρακαλοῦμε, ἡ ἡμέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ συντομώτερο. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιο Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ἐρήμου πολίτης, καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεφόρε πατὴρ ἡμῶν Μίκαλλε, νηστείρ, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τᾶς ψυχᾶς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχὺν δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον ἀπολυτίκιο ὑπὸ Χαραλάμπους Μ. Μπούσια. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ εὐηρέστησας ὁσιακὴ ἀγωγή, θεσπέσιε Μίκαλλε, ἐν τοὶς σπηλαίοις τῆς γῆς οἰκήσας ὡς ἄσαρκος, εὖχος καὶ ἀντιλήπτωρ Ἀκανθοῦς τῆς ἐν Κύπρῳ, πρέσβευε δωρηθήναι τοὶς πιστοὶς οὐρανόθεν ὑγείαν καὶ εἰρήνην ψυχῶν ἀδιατάρακτον.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)