Η Γερόντισσα γαλακτία είχε σπάνιο χάρισμα διακρίσεως τών πνευμάτων, πού αποτελεί τό προσδιοριστικό ιδίωμα τής απλανούς Θεολογίας. Ήταν προφήτιδα τής Καινής Διαθήκης, γιατί ήταν μία αληθινή ησυχάστρια. Ξεχώριζε άριστα τό ψυχολογικό από τό πνευματικό, καί τό κτιστό από τό άκτιστο.
Έλεγε: «Έρχονται, ειδικά τήν νύχτα πού προσεύχομαι οι δαίμονες μέ ποικίλες μορφές. Άλλοτε γίνονται τέρατα φρικιαστικά καί πασχίζουν νά μέ τρομάξουν καί άλλοτε ειδικά στίς αρχές, μεταμφιέζονται σέ πνεύματα αγαθά καί προσπαθούν νά μέ ξεγελάσουν.
 
Τούς προδίδει, όμως, η βρώμα τους. Μία άλλη αίσθηση δυσοσμίας πνευματικής, πού δέν γίνεται αντιληπτή από τήν σωματική όσφρηση καί είναι χειρότερη από τά σκουληκιασμένα ζωικά σπλάχνα καί τό σάπιο κρέας τών 16 ημερών.
Τά θεϊκά έλεγε- δυναμώνουν τά δάκρυα τής μετανοίας καί τήν ταπείνωση, ειρηνεύουν καί ενισχύουν τήν ψυχή.
Τά δαιμονικά, όσο καμουφλαρισμένα καί νά ναι, δημιουργούν ταραχή, φόβο, υπερηφάνεια, σέ πιάνει από τήν βρώμα τάση ναυτίας, μεταταράσσονται τά σπλάχνα σου».
Πολλές φορές τήν είδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας αρπαγής, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί από εκεί εξακοντισμένη στούς ουρανίους κόσμους, φωτεινή καί «αχάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της.
Τό φώς τού Θεού -έλεγε- τό έβλεπε μέσα από τό χάος τής καρδιάς πού τής ήταν πάμφωτο, τραβιόταν όμως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά αισθανόταν νά αλλοιώνονται, τό έβλεπε -όπως εδιηγείτο- «από τίς τρίχες τής κεφαλής έως τά κράνυχα τών ποδιών», όλες οι αισθήσεις γινόταν μία.
Παντού βασίλευε ο Χριστός καί δέν ήξερε από πού τελικά ζούσε όλες αυτές τίς υπερφυείς δωρεές τού Παρακλήτου Πνεύματος. Έλεγε αποφατικά: «Αυτά γλώσσα δέν τά διηγείται καί ανθρώπινος νούς δέν τά χωρεί. Ούτε αγγελικός νούς δέν τά χωρεί όλα. Απορώ πώς υπάρχουν άνθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν».

Η βρώμα πού αισθανόταν ενώπιον τών πονηρών πνευμάτων, οφείλεται στό ότι η ίδια είχε νοερά καρδιακή προσευχή. Αισθανόταν -όπως έλεγε- τήν καρδιά της νά μουρμουρίζει καί ειδικά τίς νύχτες, ζούσε «έντονα πνευματικά γλέντια».
Ήταν ζωομύριστη καί μυρίπνοη από τά μύρα τού Πνεύματος, γι αυτό διέκρινε τήν νεκροποιό οσμή καί τήν αηδιαστική αποφορά τών ακαθάρτων πνευμάτων. Ενεργοποίησε ησυχαστικώς τό Άγιο Χρίσμα μέσα στήν καρδιά της.
Αυτό εννοεί ο Απόστολος καί Ευαγγελιστής Ιωάννης όταν γράφει: «ημείς ελάβομεν χρίσμα εκ τού Αγίου καί γινώσκομεν αυτόν». Τό Χρίσμα είναι η ενεργοποίηση τού Αγίου Μύρου μέσα στήν καρδιά, η νοερά προσευχή, ο φωτισμός τού νοός, καταστάσεις πού όταν απουσιάζουν, πανεύκολα μπορεί νά εισέλθει τό μικρόβιο τής οίησης μέσα στόν εσωτερικό χώρο καί ο άνθρωπος, αντί νά ωριμάζει σάν εύγευστο φρούτο χάριτος, νά αποσαθρώνεται, από τό σκουλήκι τής πλάνης, σάν κούφιο ανούσιο καρπολόγημα, καί εν τέλει νά απωλεσθεί.
Οι μεγάλοι σύγχρονοι ησυχαστές τών Αστερουσίων, Όσιοι Γέροντες Αναστάσιος ο Κουδουμιανός καί Νείλος ο Αγιοφαραγγίτης τήν εκτιμούσαν καί τήν εσέβοντο απεριόριστα.
 
Καί οι δύο έσκυβαν καί ασπαζόταν τό χέρι της. «Είδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μού είπε ο Γέρων Αναστάσιος, μία από τίς δύο φορές πού τήν επισκέφθηκε στό σπίτι της.
Καί όταν η Γερόντισσα τόν επισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομείο τού Ηρακλείου, πάλιν ο Μέγας Εκείνος Γέρων, άν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρήκε τό σθένος, ανασηκώθηκε, άρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλούσε.
«Γιατί μού τό κάνουν αυτό οι Δεσποτάδες καί ασκητές» ρωτούσε μέ παιδική αφέλεια η Γαλάτεια. «Γιατί τής απαντούσα- φαίνεσαι εκατόν ετών, επειδή είσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γήρας σου».
«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση επαναλάμβανε έκπληκτη εκείνη-. Θά είμαι αναπολόγητη στόν Θεό άν δέν μετανοήσω, αφού τέτοιοι άνθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».
«Γιατί, Γέροντα, ανέβηκε η Γαλάτεια τόσο ψηλά;» ρώτησα κάποτε τόν Μεγάλο Αναστάσιο.
«Γιατί παιδί μου απάντησε εκείνος- έσκαψε βαθειά τό χωράφι τής καρδιάς της μέ τό Ξύλο τού Σταυρού μια ολόκληρη ζωή. Καί ο ησυχαστικός σπόρος βρήκε γόνιμο έδαφος καί ευδοκίμησε πολύ, άπλωσε ρίζες καί ανυψώθηκε ταχέως μέχρι τίς σφαίρες τής Αναστάσεως».
Αρχιμ. Αντώνιος Φραγκάκης,
Ιεροκήρυκας Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Αρκαδίας
Επικήδειος Γερόντισσας Γαλακτίας Μοναχής (ένα μικρό μέρος)