Ἡ Ἁγία Παρθενομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Σὲ ἡλικία δέκα ὀκτὼ ἐτῶν διέπρεπε τόσο γιὰ τὴν εὐσέβεια, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ζῆλο της ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, διαδίδοντας αὐτὴ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρισσῶν γυναικῶν καὶ ἑλκύοντας πολλὲς ἀπὸ αὐτές.
Κατὰ τὸ πέμπτο ἔτος τῶν διωγμῶν, βρισκόμενη στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, συνελήφθη καὶ δέσμια ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα Οὐρβανοῦ. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία δὲν πειθόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, διατάχθηκε ὁ σκληρὸς βασανισμὸς αὐτῆς.
Τῆς κόπηκαν οἱ μαστοὶ καὶ τῆς καταξεσκίσθηκαν τὰ πλευρά, ἡμιθανὴς δέ, πιεζόταν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Θεοδοσία, μὲ φωνὴ ποὺ μόλις ἀκουγόταν, δήλωσε καὶ πάλι ὅτι ἦταν καὶ θὰ παρέμενε Χριστιανή. Τότε ὁ Οὐρβανός, γεμάτος ἀπὸ ὀργή, διέταξε, ἀφοῦ βασανισθεῖ σκληρότερα, νὰ ριχθεῖ στὴ θάλασσα, ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σεμνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες· ὅθεν πρὸς ἀθανάτους, μεταστᾶσα νυμφῶνας, πρέσβευε Ἀθληφόρε, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, ῥυσθῆναι ἐκ πολυτρόπων, ἡμᾶς συμπτώσεων.
Κοντάκιον. Ἦχος ὁ αὐτὸς. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς παρθένος ἄμωμος καὶ ἀθληφόρος, νοερῶς νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῶν οὐρανῶν, Θεοδοσία
πανεύφημε· ὃν ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δόσει λαμπρυνθεῖσα παρθενικῇ, δόσιν εὐσεβείας, διαυγάζεις ἀθλητικῶς, ὦ Θεοδοσία, Χριστοῦ Παρθενομάρτυς· διὸ κἀμοὶ μετάδος, ἐκ τῶν σῶν δόσεων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκ Καισαρείας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κύριλλος ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια τῆς Καππαδοκίας. Βαπτίσθηκε Χριστιανὸς σὲ νεαρὴ ἡλικία κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του. Ὅταν ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ τὸν ἀποκλήρωσε.
Ὁ Ἅγιος συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τὸν δελεάσει, τὸν ἔφερε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πατέρα του καὶ ὑποσχέθηκε τὴν ἀποκατάστασή του. Τότε ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Χαίρω, διότι ὑπομένω γιὰ τὸν Χριστό.
Ἀρνοῦμαι κάθε γήινη χαρὰ καὶ ὑλικὸ ἀγαθό, ἀφοῦ μπορῶ νὰ εἶμαι χαρούμενος καὶ πλούσιος στὸν οὐρανό, διότι θὰ εἶμαι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Δὲν φοβᾶμαι τὸ θάνατο, γιατὶ ὑπάρχει ἡ αἰώνια ζωή».
Ὁ ἡγεμόνας, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ταράχθηκε, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ σκοτώσει ἕνα τόσο νέο ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτὸ προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεό καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ ἐκφοβισμούς. Ἄναψαν μιὰ μεγάλη φωτιὰ καὶ ἀπείλησαν ὅτι θὰ τὸν ρίξουν στὶς φλόγες, γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ Ἅγιος τοὺς παρακαλοῦσε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 251 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ὀλβιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ὀλβιανοῦ. Ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ἀναίας ἢ Ἀνέου καὶ συνελήφθη γιὰ τὴν ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως δράση του.
Ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Σέξτου Αἰλιανοῦ, διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα μὲ τοὺς μαθητές του, νεωκόρους τοῦ ναοῦ τῶν εἰδώλων, Ἀγριππίνου καὶ Κλημεντίου. Ὁ Ἅγιος ὅμως, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει, ὑποβλήθηκε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, , καθὼς κατακάηκε μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ στὰ σπλάχνα καὶ στὰ νῶτα.
Ἐμμένοντας καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ φρικώδη βασανιστήρια στὴ Χριστιανικὴ πίστη του, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὸν κάψουν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του.
Ὁ Ἅγιος Ἄνδρας καὶ ἡ Σύζυγος αὐτοῦ οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες τελειώθηκαν, ἀφοῦ συνετρίβησαν διὰ ξύλων τὰ ὀστά τους.
Ὁ Ἅγιος Ρεστιτοῦτος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρεστιτοῦτος μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 299 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Διαδέχθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀχιλλᾶ καὶ ὑπῆρξε πνευματικὸς πατέρας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ καὶ διαδόχου αὐτοῦ στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας.
Στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο ἀνῆλθε τὸ 313 μ.Χ. καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση, τὴν πραότητα τοῦ χαρακτῆρος καὶ τὶς λοιπὲς ἀρετές του. Ὅταν τὸ 319 μ.Χ. ὁ Ἄρειος δίδαξε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν αἵρεσή του, ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος προσπάθησε πατρικὰ νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν διαδίδει τὶς πλανεμένες του δοξασίες, πλὴν ὅμως ὁ Ἄρειος, συνεπικουρούμενος καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁμόφρονές του, ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑποστηρίζει αὐτὲς μὲ τὰ δαιμονικὰ σοφίσματά του.
Κατόπιν τούτου, ἀφοῦ κλήθηκε δύο φορὲς σὲ ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ κλήρου τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ δὲν συμμορφώθηκε, ἀποκόπηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκηρύχθηκε ὡς ἀσεβὴς καὶ βλάσφημος.
Παρακάθισε ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, παρὰ τὸ γήρας του, στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ., κατακεραύνωσε τὸν Ἄρειο διὰ τῶν λόγων του, ὑπέγραψε μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρες τὴν καταδίκη αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐξακολούθησε νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι τῆς κοιμήσεώς του τὸ 326 μ.Χ., κατόπιν γονίμου καὶ θεοφιλοῦς ποιμαντορίας δεκατριῶν ἐτῶν καὶ ἀφοῦ ἐπέβαλε ὡς διάδοχό του τὸν μαθητὴ καὶ συμμαχητή του, Μέγα Ἀθανάσιο (τιμᾶται 18 Ἰανουαρίου).
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σίλλυ κοντὰ στὴν πόλη Πουατιὲ τῆς Γαλλίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ οἰκογένεια. Τὸ 332 μ.Χ. ἔγινε Ἐπίσκοπος Τρεβήρων καὶ ἀναδείχθηκε πολέμιος τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ὑποδέχθηκε καὶ περιέθαλψε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο. Ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τὸ 343 μ.Χ., μαζὶ μὲ τὸν Πάπα Ἰούλιο Α’ καὶ τὸν Κορδούης Ὅσιο καὶ ὑποστήριξε μὲ ζῆλο τὴν Ὀρθοδοξία.
Ὁ Ἅγιος πρέπει νὰ παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο, ἀφοῦ τὸ 347 μ.Χ. τὸν εἶχε διαδεχθεῖ ὁ Παυλίνος.
Ὁ Ἅγιος Μαξιμίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 352 μ.Χ. καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τὸν περιγράφει ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ θαρραλέους Ἐπισκόπους τοῦ καιροῦ του.
Ὁ Ἅγιος Σισίννιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτὸν Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σισίννιος ὁ διάκονος, Μαρτύριος καὶ Ἀλέξανδρος, μαρτύρησαν τὸ 397 μ.Χ., στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Περὶ τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων καὶ ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Ἐπίσκοπος Βερόνας
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Βερόνας τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ὁ Δαμασκηνός
Ὁ Ὅσιος Ἱερεμίας ἔχει καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ Κωνσταντινουπολίτισσα
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Θεοδοσία καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐσεβεῖς. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ πατέρα, εἰσῆλθε σὲ μοναστήρι, ὅπου μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκάρη μοναχή.
Μετὰ τὸν θάνατο καὶ τῆς μητέρας της, ἀφοῦ ἐπούλησε καὶ διεμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ ὑπάρχοντά της, ἀπαλλάχτηκε ἔτσι ἀπὸ τὶς γήινες φροντίδες, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο, στὴν ἀπόκτηση τῆς τελειότητος καὶ τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀσκούμενη στὴ μονὴ ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Σκοτεινὸ Φρέαρ καὶ ἐπονομαζόταν Ἀσπάρου στέρνη.
Ὅταν ἦλθε στὸ θρόνο ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος (717 – 741 μ.Χ.), ἐξαπολύθηκε ἄγριος διωγμὸς ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὁ δὲ Πατριάρχης Γερμανός, στερεὸς προμαχώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδιώχθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸν εἰκονομάχο Ἀναστάσιο. Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ διωγμοῦ διέταξε τὴν καθαίρεση καὶ καταστροφὴ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρισκόταν ἀπὶ τῆς Χαλκῆς Πύλης.
Τότε ἡ Θεοδοσία, ἐπικεφαλῆς καλογραιῶν καὶ ἄλλων γυναικῶν, ὅρμησαν καὶ κατέρριψαν ἀπὸ τὴν κινητὴ σκάλα τὸ σπαθάριο ποὺ ἀνέβηκε, γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν εἰκόνα, καὶ μὲ πέτρες καὶ ξύλα ἐπετέθησαν κατὰ τοῦ Πατριαρχείου. Μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Πατριαρχείο.
Ἡ στρατιωτικὴ δύναμη ποὺ ἐπενέβη, ἄλλες μὲν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐφόνευσε, ἄλλες δέ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Θεοδοσία, συνέλαβε. Καὶ ἀπὸ τὶς συλληφθεῖσες ἄλλες ἐλευθέρωσαν, ἄλλες ἐνέκλεισαν στὶς φυλακὲς ἢ ἐξαπέστειλαν στὴν ἐξορία. Τὴν δὲ Θεοδοσία, ἀφοῦ ἐκακοποίησαν, τὴν ὁδήγησαν στὴν τοποθεσία τοῦ Βοὸς καὶ τὴν κατέσφαξαν, ἀφοῦ διαπέρασαν τὸ λαιμό της διὰ κέρατος κριοῦ (730 μ.Χ.). Τὸ τίμιο λείψανό της περισυνελέγη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ Δεξιοκράτους, πολλὰ δὲ θαύματα ἐπιτελοῦσε στοὺς πιστούς, ποὺ προσέρχονταν μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.
Οἱ Ὅσιοι Βότος, Φήλικας καὶ Ἰωάννης οἱ Ἐρημίτες
Οἱ Ὅσιοι Ἰωάννης, Βότος καὶ Φήλικας κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἰσπανία καὶ ἔζησαν τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Βότος καὶ ὁ Φήλικας ἦταν ἀδελφοὶ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ἀναζητοῦσαν ἕνα ἐρημητήριο, γιὰ νὰ ζήσουν ἐκεῖ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή.
Τότε συνάντησαν σὲ ἕνα σπήλαιο τοῦ ὄρους τῶν Πυρηναίων τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Ἔμειναν μαζί του καὶ ἐκεῖνος ἀνέλαβε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή τους. Κοιμήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 750 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ὁ βασιλεύς
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ., ἦταν εὐσεβέστατος βασιλέας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Πολὺ νέος διαδέχθηκε τὸν πατέρα του στὸν θρόνο καὶ βασίλευσε ἐπὶ σαράντα τέσσερα ἔτη. Διακήρυττε ὅτι, ὅσο ὑψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τόσο ταπεινότερος πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ἐφάρμοζε ὡς κανόνα καὶ τρόπο βίου.
Ἐπιθυμώντας νὰ ἐξασφαλίσει διαδοχή, ζήτησε νὰ νυμφευθεῖ τὴν Ἀλφρέδα, θυγατέρα τοῦ βασιλέα τῆς Μερσία, Ὄφφα. Φιλοξενήθηκε λίγες ἡμέρες στὴν αὐλὴ τοῦ μέλλοντος πεθεροῦ του, δολοφονήθηκε ὅμως τὸ 794 μ.Χ., πρὶν τὸ γάμο, ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς βασίλισσας, ἡ ὁποία φιλοδοξοῦσε νὰ προσαρτήσει τὸ βασίλειό του στὸ δικό τους.
Ὁ Ἅγιος Ἐθελμπέρτος ἐνταφιάσθηκε σὲ ἄγνωστο τόπο, ὁ τάφος του ὅμως ἀποκαλύφθηκε διὰ οὐρανίου φωτός.
Ἡ Ὁσία Ὑπομονή
Ἡ Ὁσία Ὑπομονὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ «Ἑλένη ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὴ Αὐγούστα…» καὶ αὐτοκρατόρισσα Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα. Ἦταν ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1391-1425 μ.Χ.) καὶ μητέρα δύο, στὴ συνέχεια, αὐτοκρατόρων, τοῦ Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ’ Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ ἡρωικοῦ ἐθνομάρτυρος αὐτοκράτορα.
Ὁ ἱστορικὸς Χρυσολωρᾶς γράφει γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ καὶ τὴ σύζυγό του Ἑλένη, τὴν μετέπειτα Ὁσία Ὑπομονή: τοὺς διέκρινε «ὁσιότης μὲν εἰς Θεόν, δικαιοσύνη δὲ πρὸς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ πλέον κατοικοῦσε μέσα τους ὁ ἔρως πρὸς τὸν Χριστόν».
Ἦταν ἕνα ζεῦγος, ποὺ ἐνῶ περνοῦσε ἀπὸ συνεχεῖς φοβερὲς ἐξωτερικὲς φουρτοῦνες, ὅμως μεταξύ του εἶχε συνευδοκία, δηλαδὴ κάτι περισσότερο ἀπὸ ὁμοφροσύνη καὶ ἀλληλοκατανόηση. Ἦταν «ἁγία Δέσποινα» (=ἁγία ἀρχόντισσα), κατὰ τὸν ἱστορικὸ Γεώργιο Φραντζῆ, «καλὴ κἀγαθὴ ψυχή», κατὰ τὸν Πλήθωνα.
Ἦταν στήριγμα τοῦ συζύγου της, διότι εἶχε μεγάλη πίστη καὶ μεγάλη ὑπομονή. Τοὺς υἱούς της τοὺς ἀνέτρεφε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, ὥστε νὰ εἶναι πάντοτε μονιασμένοι καὶ στὴν καρδιά τους νὰ βασιλεύει ἡ πίστη καὶ κάθε ἀρετή.
Ἀπὸ αὐτοὺς δύο ἔγιναν αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας, ὁ Κωνσταντίνος ὁ ΙΑ’, ἔγινε θρύλος καὶ ἔμπνευση στὸ Ἑλληνικὸ Γένος. Τὰ ἄλλα τέσσερα ἔγιναν ἡγεμόνες στὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ αὐτοὺς οἱ τρεῖς ἔγιναν στὸ τέλος μοναχοί. Οἱ δύο θυγατέρες της σὲ παιδικὴ ἡλικία ἀπεβίωσαν.
Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, ἡ Ἁγία ἔγινε μοναχὴ σὲ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Μετὰ εἴκοσι πέντε χρόνια μοναχικῆς ζωῆς κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1450 μ.Χ., τρία χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ γνωστὸς λόγιος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης Γεώργιος Γεμιστός ἢ Πλήθων γράφει γι’ αὐτὴν ὅτι διέθετε «σύνεσιν καὶ τελείαν σοφρωσύνην» σὲ τέτοιο βαθμὸ τελειότητος ποὺ λίγες μοναχὲς τὴν ἔφθαναν.
Καὶ πρὶν γίνει μοναχὴ ἀναφέρει ἕνας ἄλλος σύγχρονός της ἦταν τὸ καύχημα γιὰ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της, ἀλλὰ καὶ καύχημα γιὰ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Πλήθων γράφει ἀκόμα ὅτι: «Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βρεῖ κανεὶς ὅμοια μ’ αὐτὴν γυναίκα, ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ποὺ ἔχουν τὰ ἴδια ἀξιώματα, οὔτε ἄλλη μὲ τόσα χαρίσματα καὶ τόσες ἐνάρετες πράξεις».
Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀνδρέας ὁ Ἀργέντης καταγόταν ἀπὸ τὴν Χίο καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1465, συγκαταλεγόμενος ἔτσι μεταξὺ τῶν πρώτων Νεομαρτύρων, οἱ ὁποίοι θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὸ χωριὸ Πούκχοβο στὴ περιοχὴ τοῦ Οὔστγιουγκ ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Σάββα καὶ τὴ Μαρία. ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀσκητικότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῆς νηστείας.
Τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε τίποτα, παρὰ μόνο λίγο ψωμί καὶ ἔπινε λίγο νερό.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὀρλέτσκ καὶ ἔγινε μοναχή. Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης ἄρχισε τὴν ἄσκηση μὲ τὴ σιωπὴ καὶ τὴ σαλότητα καὶ διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ζώντας σὲ μία καλύβα τοῦ Οὔστγιουγκ.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1494 καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νάννος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἢ Νάννος συνεπαρμένος ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καὶ Μαρτύρων καὶ κυριευμένος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ ἐνισχυόταν ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, θέλησε νὰ εἰσέλθει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν Μαρτύρων.
Ὁ μόνος τρόπος γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐπιθυμίας του ἦταν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ κατόπιν νὰ ἀποπλύνει τὴν ἄρνησή του μὲ τὶ αἷμα του, καθιστώντας μὲ αὐτὸ τὸν ἰδιότυπο τρόπο τὸν ἑαυτό του ἐξ ἀρνησιχρίστων Νεομάρτυρα.
Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰωάννης, καταγόταν ἀπὸ τὸ Γυναικόκαστρο, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στὴν κοιλάδα τοῦ Ἀξιοῦ, ἐνῶ ἡ μητέρα του Θωμαΐδα ἀπὸ τὸ χωριὸ Κολόβι, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Πολύγυρο τῆς Χαλκιδικῆς.
Καὶ οἱ δύο ὅμως ζοῦσαν στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου νυμφεύθηκαν καὶ ἔφεραν στὸν κόσμο τὰ δυό τους παιδιὰ, τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα, διότι γεννήθηκε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Τιμίου Προδρόμου· γιὰ νὰ διακρίνεται ὅμως ἀπὸ τὸν πατέρα του, τὸν φώναζαν Νάννο.
Ὁ πατέρας τοῦ Νάννου λοιπὸν ἦταν ὑποδηματοποιός. Πρὸς ἐξοικονόμηση τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων ἔφυγε ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Σμύρνη. Ὅταν ἀργότερα οἱ δύο υἱοί του μεγάλωσαν, τοὺς πῆρε κοντά του καὶ τοὺς ἔμαθε τὴν τέχνη του.
Στὴ Σμύρνη ο νεαρὸς καὶ εὐσεβὴς Ἰωάννης περνοῦσε τὶς ἡμέρες του ἐργαζόμενος, ἐνῶ τὸν ἐλεύθερο χρόνο του τὸν ἀφιέρωνε, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του, γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἀγράμματος, στὴν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ Βίων Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνάψει μέσα στὴν καρδιά του ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου.
Παρακινούμενος ἀπὸ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία προσποιήθηκε ὅτι θέλει νὰ προσέλθει στὸ Μωαμεθανισμό, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὸ μαρτύριο. Ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὶς 3 Μαΐου τοῦ 1802, χωρὶς νὰ φανερώσει τίποτε σὲ κανέναν καὶ ἐνῶ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὸν πατέρα του σὲ κάποια δουλειά, πῆγε καὶ παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τῶν Τούρκων καὶ δήλωσε ὅτι θέλει νὰ προσχωρήσει στὴ θρησκεία τους.
Ὁ πατέρας του, ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ υἱοῦ του καὶ φοβούμενος μήπως τοῦ συνέβη κάποιο κακό, ἄρχισε νὰ τὸν ἀναζητᾶ μαζὶ μὲ μερικοὺς συγγενεῖς του, ὁπότε καὶ πληροφορήθηκαν τὴν ἐξωμοσία του. Ἔσπευσαν τότε ὅλοι μαζὶ νὰ τὸν εὕρουν, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν τὸν λόγο ποὺ τὸν ὁδήγησε σ’ αὐτὴν τὴν πράξη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν μεταπείσουν.
Δυστυχῶς ὅμως μάταια κόπιασαν, διότι οὔτε κἄν μπόρεσαν νὰ τὸν πλησιάσουν, ἀφοῦ οἱ Τούρκοι ποὺ τὸν περιτριγύριζαν, μόλις τοὺς εἶδαν, τοὺς ἀπομάκρυναν βίαια ἀπὸ κοντά του. Ὁ Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ σκέψη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἦταν προσηλωμένη στὸ μαρτύριο, θεωρώντας τὴν ἄρνηση ὡς τὸ μόνο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, προσπάθησε ἐπανειλημμένα νὰ γνωστοποιήσει τὴν πρόθεσή του στοὺς συγγενεῖς του, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρει, ἀφοῦ αὐτοὶ τὸν ἀπέφευγαν πλέον ὡς ἀρνησίθρησκο. Ὅταν τέλος, μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσπάθειες, ὁ πατέρας του πληροφορήθηκε κάποιες δηλώσεις του καὶ κατάλαβε ὅτι σκόπευε νὰ μαρτυρήσει, τοῦ ἔστειλε μήνυμα πὼς ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει στὸ ἔργο του.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ περιστατικό, στὶς 25 Μαΐου καὶ ἡμέρα Κυριακή, ἐνδύθηκε μὲ χριστιανικὰ ἐνδύματα, φόρεσε στὸ κεφάλι του τὸ τούρκικο κάλυμμα καὶ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο τῶν Τούρκων, γιὰ νὰ ὁμολογήσει πλέον αὐτὴ τὴ φορὰ τὴ Χριστιανική του ἰδιότητα καὶ ὅτι τὸ ὄνομά του εἶναι Ἰωάννης καὶ ὄχι Μεχμέτ.
Οἱ Τούρκοι ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὶς δηλώσεις του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν μεταπείσουν. Τοῦ παρουσίασαν μάλιστα γιὰ νὰ τὸν δελεάσουν μία πολύτιμη στολὴ καὶ πολλὰ χρήματα, ποὺ θὰ γίνονταν δικά του, ἐάν ὁμολογοῦσε τὸν Μωάμεθ ὡς Θεό.
Ἔφθασαν δὲ στὸ σημεῖο νὰ τοῦ προτείνουν νὰ δηλώσει ἐνώπιόν τους πὼς παραμένει Τοῦρκος καὶ κατόπιν ἦταν ἐλεύθερος νὰ φύγει καὶ νὰ πάει ὅπου θέλει πιστεύοντας ὁ,τιδήποτε ἤθελε. Γι’ αὐτοὺς ἀρκοῦσε μόνο νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ δικαστήριο ὡς Μεχμέτης καὶ ὄχι ὡς Ἰωάννης.
Παρ’ ὅλες ὅμως τὶς ἑλκυστικὲς προτάσεις ποὺ τοῦ ἔκαναν, δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὸ γενναῖο του φρόνημα καὶ νὰ τὸν παρασύρουν στὴ γνώμη τους.
Κάποιος Τοῦρκος ἀγᾶς, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰωάννου, πρότεινε κάποια λύση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰωάννης θὰ παρέμενε Τοῦρκος εἴτε τὸ ἤθελε, εἴτε ὄχι· πρότεινε λοιπὸν νὰ τὸν στείλουν στὸ Ἀλγέρι μ’ ἕνα πλοῖο, τὸ πλήρωμα τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖτο μόνο ἀπὸ Τούρκους.
Ὁ Ἰωάννης, ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ καὶ φοβούμενος μήπως ματαιωθεῖ κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸ μαρτύριο ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε, προφασίσθηκε ὅτι ἐπιθυμεῖ νὰ τοῦ δοθοῦν δύο ἡμέρες διορία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ τὶς προτάσεις τους.
Οἱ Τούρκοι, πιστεύωντας πὼς τελικὰ θὰ ὑποχωροῦσε ὁ Ἰωάννης, τοῦ παραχώρησαν τὴν διορία ποὺ τοὺς ζήτησε γιὰ νὰ ἀποφασίσει, χωρὶς ὅμως νὰ σκεφθοῦν ὅτι ἕτσι θὰ ἔχαναν καὶ τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν στείλουν μὲ τὸ πλοῖο στὸ Ἀλγέρι.
Μετὰ τὸ τέλος τῆς δεύτερης ἡμέρας τὸν κάλεσαν νὰ παρουσιασθεῖ στὴ συνέλευσή τους, γιὰ νὰ δώσει τὴν τελικὴ ἀπάντηση. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶχε βεβαιωθεῖ νωρίτερα γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ πλοίου, δήλωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε μετανοιώσει, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦσε τῶρα ἀκόμα περισσότερο τὸ μαρτύριο. Μὴ ἔχοντας πλέον ἄλλη ἐκλογὴ οἱ Τούρκοι, ἀποφάσισαν νὰ τὸν θανατώσουν.
Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸ θέλησαν νὰ ἐπιχειρήσουν ἄλλη μία φορὰ νὰ τὸν μεταπείσουν. Γι’ αυτὸ κάλεσαν τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ φοβόταν, ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ, λέγοντας πὼς δὲν εἶχε πλέον καμία σχέση μαζί του.
Ἔτσι, στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1802 καὶ ἡμέρα Πέμπτη, ὁ Ἰωάννης ὁδηγήθηκε στὸ Σοὰν Παζάρι, τόπο τῶν θανατικῶν ἐκτελέσεων. Πλῆθος λαοῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ, γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὸ μαρτύριό του, ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι, Φράγκοι καὶ Ἀρμένιοι, ποὺ ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴ γενναιότητα καὶ τὸ θάρρος τοῦ Μάρτυρος.
Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμό του πολλοὶ Χριστιανοὶ προσπάθησαν νὰ ἐξαγοράσουν κάτι δικό του, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν ὡς φυλακτό. Κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ Τοῦρκοι συγκέντρωσαν πάνω ἀπὸ 3.000 γρόσια· ἔφθασαν μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ θέλουν νὰ ἀκρωτηριάσουν τὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ κερδίσουν περισσότερα. Τότε κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Μόσχα, ὀνομαζόμενος Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ κατατεμάχιση τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος, ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἐξαγοράσει, πράγμα ποὺ κατόρθωσε δωροδοκώντας τὸν κριτή, ποὺ ἦταν φίλος του, καὶ τὸν ἔπαρχο, καὶ ἔτσι τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ παραλάβει τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσει.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ζήλων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Εὐστράτιος Ἀγρίτης ἢ Ἀγριτέλλης, γεννήθηκε στὶς 6 Ἰουλίου 1876 στὰ Παράκουλα τῆς Λέσβου. Σὲ ἡλικία μόλις ἐννέα ἐτῶν, ὁ Εὐστράτιος εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ Λειμῶνος, ὅπου ὁ ἡγούμενος, ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Εὐθύμιος.
Τὸ 1889 γράφεται στὴ Λειμωνιάδα Σχολὴ καὶ γιὰ ἕνδεκα χρόνια παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα καὶ τὴ χριστομάθεια τοῦ ὑποδειγματικοῦ αὐτοῦ ἀρρεναγωγείου. Τὸ 1892 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴ Σχολὴ παίρνοντας τὸ ἀπολυτήριο μὲ ἄριστα, πράγμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγγραφεῖ τὸ 1900 στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς Λειμῶνος.
Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.».
Ἀφοῦ παίρνει τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, εὐαγγελίζοντας τὸν Χριστό καὶ κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸν ἴδιο χρόνο διορίζεται Σχολάρχης στὴ Σκόπελο, ὅπου καὶ παραμένει ἕνα ἔτος.
Τὸ 1910 χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ ἀργότερα ἀναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης.
Τὸ 1911 χειροτονεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος καὶ ἀναλαμβάνει νὰ διαποιμάνει τὴ Ἐπισκοπὴ Ζήλων. Ἀπὸ τὴν Ἀμισὸ (Σαμψούντα), ὅπου ἐγκαθίσταται, ἐπιδίδεται σὲ ἕναν εὐγενὴ καὶ σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς, ἔχοντας στὴν εὐθύνη του 340 περίπου ἐνορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες.
Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλᾶ χωριὰ, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.
Τὸ 1914 πολλοὶ Παφρηνοί, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐθυμίου, ἀρνήθηκαν νὰ καταταγοῦν στὸν Τουρκικὸ στρατὸ καὶ βγῆκαν στὰ βουνὰ ὡς φυγόστρατοι, ὅπου ἀρχίζουν νὰ δημιουργοῦνται τὰ πρῶτα ἀντάρτικα τμήματα.
Φοβερὴ γενοκτονία ξεσπᾶ, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας, μεταβάλλοντας τὴν δράση τοῦ Ἐπισκόπου Εὐθυμίου ἀπὸ προσπάθεια ἀναπτύξεως σὲ προσπάθεια περισσυλογῆς. Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ἔνοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἐνόπλων, ποὺ δροῦσαν ὡς ἔμμισθοι τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.
Τὴν περίοδο 1914-1916 καὶ 1918-1919, μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς ἀνακωχῆς, παρότρυνε ὅλα τὰ σχολεῖα καὶ τὸν λαὸ τοῦ Πόντου νὰ παραστοῦν σύσσωμοι στὴν ἐτήσια τελετὴ τῆς ἀναπαραστάσεως τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρῶν κοριτσιῶν τοῦ Ἀσὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ης Μαρτίου, ὡς ἀνάμνηση τῆς αὐτοθυσίας τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἔπεσαν τὸ 1860 ἀπὸ τὸ κάστρο τοῦ Ἄλυ καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα, κλείνοντας 650 γυναικόπαιδα καὶ 60 ἔνοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ αὐτοκτονοῦν.
Τὸ 1919, σὲ ἀνταπόδοση τῶν προηγουμένων, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, ὁ Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ τὴν κωμόπολη Τσασοὺρ μὲ γενικὸ ἀρχηγὸ τὸν Κυριάκο Παπαδόπουλο μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὁλοσχερὴ καταστροφὴ τῆς πόλεως καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν Τούρκων ἐνόπλων.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα οἱ Τούρκοι καταζητοῦν τὸν Εὐθύμιο, θεωρώντας τὸν ἐπίσημο ἀρχηγὸ τῶν ἀνταρτῶν τοῦ Δυτικοῦ Πόντου.
Τὸ 1921, μὲ ἀπόφαση τῆς Κεμαλικῆς κυβερνήσεως, ὅλοι οἱ Μητροπολίτες, οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἀρχιμανδρίτες τοῦ Πόντου ὄφειλαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν Πόντο καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὶς ἕδρες τους. Οἱ μόνοι ποὺ δὲν ὑπάκουσαν στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ἦσαν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμασείας πρωτοσύγκελλος Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, οἱ Κεμαλικοὶ συλλαμβάνουν τὸν Εὐθύμιο, τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη μαζὶ μὲ προύχοντες τῆς πόλης.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁδηγεῖται στὴν Ἀμάσεια, ὅπου καταδικάζεται σὲ θάνατο καὶ κλείνει στὶς φυλακὲς Σούγια τῆς Ἀμασείας, ποὺ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ τόπο κολάσεως ἀπὸ τὶς ὀδύνες καὶ τὸν πόνο τῶν βασανιστηρίων, ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Εὐθύμιος ὑποκύπτει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πληγῶν του τὸ 1921 καὶ λαμβάνει τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ 1998 ἀνοικοδομεῖται παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου στὴ μονὴ Λειμῶνος, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μηθύμνης.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 11 Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἡ Ἐγγύηση τῶν Ἁμαρτωλῶν»
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» βρισκόταν παλαιότερα στὴ μονὴ τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου καὶ ἔγινε ὀνομαστὴ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε.
Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος φυλασσόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας.
Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὸ φῶς. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ εἶχε χαραχθεῖ στὴν εἰκόνα: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Υἱό».
Ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στὶς 7 Μαρτίου.
27 Μαΐου Συναξαριστής. Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Ἑλλαδίου Ἱερομάρτυρος, Θεράποντος Ἱερομάρτυρος, Ρεστιτούτης Μάρτυρος και τῆς συνοδείας αὐτῆς, Ιουλίου τοῦ Στρατηλάτου, Εὐσεβιώτου Μάρτυρος, Ἀλυπίου Μάρτυρος, Ἰουλιανῆς Μάρτυρος, Εὐτροπίου Ὁσίου, Μελανίας Ὁσίας, Ρανούλφου Μάρτυρος, Βεδέα τοῦ Ὁμολογητοῦ, Βασιλείου Ὁσίου, Μιχαὴλ Ὁσίου, ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἰωνᾶ, Φωτίου καὶ Κυπριανοῦ Μητροπολιτών, Φιλίππου Α’ Μητροπολίτου, ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ὁσίου Νείλου, Λαζάρου Ὁσίου, Θεράποντος Ὁσίου τῆς Λευκῆς Λίμνης, Θεράποντος Ὁσίου Μόνζας, Ἠλία Ὁσίου, Ἰωάννου τοῦ Ρώσου, Ματθαίου Ὁσίου.Οἱ Ἅγιοι 318 Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἡ ἕκτη κατὰ σειρὰ Κυριακὴ μετὰ τὸ Ἅγιο Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν μνήμη τῶν 318 Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ. Ἡ σύνοδος συνῆλθε κατὰ πρόσκληση τοῦ Μέγα Κωνσταντίνου κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βασιλείας του καὶ εἶχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθεῖσες μορφὲς τῆς συνόδου ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Ἀλεξανδρείας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχείας, ὁ Μακάριος ὁ Ἱεροσολύμων, ὁ Παφνούτιος, ὁ Σπυρίδων, ὁ Νικόλαος, κ.ἄ.
Η Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καταδίκασε τὸν Ἄρειο καὶ τὸν Ἀρειανισμό. Διατύπωσε τοὺς πρώτους ὅρους ὀρθοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιον τῷ Θεῷ Πατρί. Συνέταξε τὰ πρῶτα ἑπτὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Συνοπτικὴ παράθεση τῶν ἱερῶν Κανόνων
Κανὼν Α: Καταδικάζει τὴ συνήθεια τοῦ οἰκοιοθελοὺς εὐνουχισμοῦ καὶ ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία εὐνουχισμένων, πλὴν ὅσων γιὰ ἰατρικοὺς λόγους ἢ λόγω βασανιστηρίων ἐξετμήθησαν.
Κανὼν Β: Ἀπαγορεύει τὴ χειροτονία ὡς κληρικῶν στὰ νέα μέλη (νεόφυτοι) τῆς ἐκκλησίας.
Κανὼν Γ: Καταδικάζει τὴν συνήθεια τῶν κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν νὰ συζοῦν μὲ νεαρὲς γυναῖκες τὶς ὁποῖες δὲν εἶχαν παντρευτεῖ (συνείσακτοι).
Κανόνες Δ-Ε: Εἰσάγεται τὸ «μητροπολιτικὸ σύστημα», τὸ ὁποῖο ἴσχυε στὴν ὀργάνωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καὶ καθορίζουν τὴν ἁρμοδιότητα τῆς ἐπαρχιακῆς συνόδου στὴ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων.
ΚανὼνΣΤ: Ἀναγνωρίζει κατ’ ἐξαίρεση τὸ ἀρχαῖο ἔθος τῆς συγκεντρωτικῆς δικαιοδοσίας τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ἀλεξανδρείας στὶς ἐκκλησίες τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης καὶ Πεντάπολης —ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης— ἐνῶ ἑξαιρεῖ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸ γενικὸ μέτρο τοῦ μητροπολιτικοῦ συστήματος.
Κανὼν Ζ: Ὁρίζεται ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Αἰλίας (δηλ. Ἱερουσαλήμ) νὰ εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴ σειρὰ ἀπόδοση τιμῶν.
Κανὼν Η: Ὁρίζει τὸν τρόπο ἐπιστροφῆς στὴν ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου τῶν λεγόμενων «Καθαρῶν» (Μελιτιανὸ σχίσμα).
Κανὼν Θ: Ἀναφέρεται στὴν συνήθη περίπτωση χειροτονίας πρεσβυτέρων τῶν ὁποίων δὲν ἐξετάστηκαν τὰ προσόντα ἢ οἱ ὁποῖοι δὲν παραμένουν ἄμεμπτοι.
Κανὼν Ι: Καταδικάζει τὴ χειροτονία πεπτωκότων.
Κανόνες ΙΑ-ΙΒ: Καθορίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων, μὲ αὐστηρότερα κριτήρια.
Κανὼν ΙΓ: Δέχεται ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ παρασχεθεῖ Θεία Εὐχαριστία ἐπὶ τῆς ἐπιθανατίου κλίνης.
Κανὼν ΙΔ: Ὁρίζεται ἡ μετάνοια τῶν πεπτωκότων κατηχουμένων.
Κανόνες ΙΕ-ΙΣΤ: Καταδικάζεται ἡ ἐπιδίωξη κληρικῶν γιὰ μετάθεση σὲ ἄλλες ἐκκλησίες.
Κανὼν ΙΖ: Καταδικάζει τὴν πλεονεξία καὶ αἰσχροκέρδεια τῶν κληρικῶν ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἔντοκο δανεισμό.
Κανὼν ΙΗ: Ἀπαγορεύει στοὺς διακόνους νὰ μεταδίδουν καὶ νὰ ἀγγίζουν τὴ Θεία Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται τὸ νὰ κάθονται μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων.
Κανὼν Κ: Ἀπαγορεύει τὴ γονυκλισία στὴ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς καὶ τὴν διάρκεια τῆς Πεντηκοστῆς.Ἐπισπρόσθετα καθορίστηκε ἡ κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα.
Τὰ συμπεράσματα τὶς συνόδου ὑπογράφηκαν ἀπὸ περισσότερους ἀπὸ 318 καὶ ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς ἐπικράτησε γιὰ συμβολικοὺς λόγους. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἦταν παρόντες στὴ σύνοδο συνοδεύονταν ἀπὸ κατώτερους κληρικοὺς τῶν ὁποίων ὁ συνολικὸς ἀριθμὸς ἀνερχόταν στὸ τριπλάσιο ἢ τετραπλάσιο τῶν Ἐπισκόπων.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. β’.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου, καὶ οἱ φυλάσσοντες ἀπενεκρώθησαν, καὶ ἵστατο Μαρία, ἐν τῷ τάφῳ ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα· ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην, μὴ πειρασθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ, δωρούμενος τὴν ζωήν. Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν, Κύριε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Πατέρων. Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδοξασμένος εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς, τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι’ αὐτῶν, πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας, Πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισαν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον.
Μεγαλυνάριον.
Ὡς Υἱὸν καὶ Λόγον σε τοῦ Θεοῦ, Σύνοδος ἡ Πρώτη, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, ὀρθῶς σε κηρύττει, τὸν δι’ ἡμᾶς παθόντα, καὶ λύει τοῦ Ἀρείου, Σῶτερ τὸ φρύαγμα.
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν καὶ πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑλλάδιος. Ἀφοῦ διέπερεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατέστη Ἐπίσκοπος.
Γιὰ τὴν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ δράση του συνελήφθη, καὶ, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ὑποβλήθηκε σὲ σειρὰ σκληρῶν βασανιστηρίων. Ρίχθηκε στὴν πυρά, ἀλλὰ μὲ τὴν Θεία Δύναμη ἐξῆλθε ἀβλαβής.
Μὲ τὰ θαυμάσια αὐτὰ γεγονότα ἔγινε πρόξενος, ὥστε πολλοὶ τῶν παρισταμένων εἰδωλολατρῶν νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος, ἀφοῦ ἐδάρη σκληρὰ μὲ ράβδους καὶ γροθιές, παρέδωσε τὸ πνεῦμα καὶ περιεβλήθηκε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἐδέξω ὡς θεῖον ἔλαιον, ἱερουργίας τὴν χάριν, τῇ ἐπινεύσει Χριστοῦ, καὶ ἱέρευσας σοφῶς Πάτερ Ἑλλάδιε, καὶ Μαρτύρων κοινωνός, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, γενόμενος Ἱεράρχα, καθικετεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ ἐλαία ἀνεβλάστησας κατάκαρπος, ἀθλητικὴν ἱερουργὲ νέμων χρηστότητα, τοῖς τὸ ἔλεος τοῦ Λόγου προσδεχομένοις. Ἀλλ’ ὡς Μάρτυς καὶ φωστὴρ λαμπρὸς τῆς πίστεως, καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς γνῶσιν ἔνθεον, τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Ἑλλάδιε.
Μεγαλυνάριο
Ἔλεος Ἑλλάδιε θεϊκόν, ταῖς εὐπροσδέκτοις, μεσιτείαις πρὸς τὸν Θεόν, βλῦσον Ἱεράρχα, τοῖς πίστει εὐφημοῦσι, τῶν σῶν ἀγωνισμάτων, τὴν θείαν ἄθλησιν.
Ὁ Ἅγιος Θεράπων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεράπων καταγόταν ἀπὸ τὶς Σάρδεις καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Λόγῳ τῶν ἀρετῶν, τοῦ ἔνθεου ζήλου, τῶν φιλάνθρωπων αἰσθημάτων καὶ τῆς φωτισμένης διδασκαλίας του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος Σαρδέων.
Διαβλήθηκε γιὰ τὴν χριστιανικὴ δράση του, συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῶν Σαρδέων Οὐαλεριανό, ἀρνήθηκε δὲ νὰ ἀποκηρύξει τὴν πατρώα εὐσέβεια, ἀφοῦ βασανίσθηκε σκληρά, καὶ μεταφέρθηκε δέσμιος στὴ Συναὸ καὶ ἀκολούθως στὴν Ἄγκυρα, ὅπου κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἀτσαλῆ ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια, καὶ κατεγδάρησαν οἱ σάρκες του.
Τέλος, μεταφέρθηκε στὸ θέμα τῶν Θρακησίων, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἕρμο, στὴν Ἐπισκοπὴ Σατάλων, ὅπου καὶ πάλι βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτη τῆς Σόρα ἡ Μάρτυρας και ἡ συνοδεία αὐτῆς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Λόγῳ τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν κατέφυγε στὴν πόλη Σόρα τῆς Καμπανίας τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανούς, ἐπὶ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Στὴν τέχνη ἡ Ἁγία Ρεστιτούτα εἰκονογραφεῖται μαζὶ μὲ τὸν φύλακα Ἄγγελό της.
Ὁ Ἅγιος Ἰούλιος ὁ Στρατηλάτης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη τὸ 297 μ.Χ. στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεψε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ ζήσει.
Ὁ στρατιώτης Ἰουλιανὸς ὅμως μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τῶν εἰδωλολατρῶν. Τότε ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ θανατωθεῖ διὰ ξίφους.
Ὅταν ἔφεραν τὸν Ἅγιο στὸν τόπο τῆς καταδίκης του, τὸν ἀποχαιρέτισαν ὅλοι. Κάποιος Χριστιανός, ποὺ ὀνομαζόταν Ἡσύχιος, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἐνθυμεῖται στὶς προσευχές του μαζὶ μὲ τοὺς Μάρτυρες Πασικράτη καὶ Βαλεντίωνα, ποὺ εἶχαν πεθάνει μαρτυρικά (τιμοῦνται 24 Ἀπριλίου).
Στὴν συνέχεια ὁ δήμιος ἐκτέλεσε τὴν ἐντολὴ καὶ ἀποκεφάλισε τὸν Ἅγιο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου αὐτοῦ καὶ ἔλαβε τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Ὁ Ἅγιος Εὐσεβιώτης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐσεβιώτης ἢ Εὐβοιώτης τελιώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴν πυρά.
Ὁ Ἅγιος Ἀλύπιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλύπιος τελειώθηκε, ἀφοῦ τοῦ συνέτριψαν τὴν κεφαλὴ διὰ λίθου.
Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ἀγίας Μάρτυρος Ἰουλιανὴς στὶς 4 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος της.
Δεν γνωρίζουμε γιατὶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη της αὐτὴ την ἡμέρα.
Ὁ Ὅσιος Εὐτρόπιος
Ὁ Ὅσιος Εὐτρόπιος γεννήθηκε στὴ Μασσαλία τῆς Γαλλίας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς σὲ μονὴ τῆς πόλεως Ὀρὰνζ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 475 μ.Χ., κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἡ περιοχὴ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ τοὺς Βησιγότθους.
Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ ἐξ Οὐαλλίας
Ἡ Ὁσία Μελάνη καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλλία καὶ γεννήθηκε τὸ 590 μ.Χ. Ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Μοντγκομερυσάιρ (Montgomeryshire). Ἀργότερα ἵδρυσε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ κοινότητα στὴν μακρινὴ περιοχὴ Μελανζέλ, στὴν ὁποία ἔγινε ἡγουμένη. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸν 7ο ἢ 8ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ρανοῦλφος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρανοῦλφος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἦταν πατέρας τοῦ Ἁγίου Ἀδούλφου (τιμᾶται 19 Μαΐου), Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς Ἄρρας – Καμπραὶ τῆς νοτιοανατολικῆς Γαλλίας. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸ 700 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Βεδέας ὁ Ὁμολογητής
Ὁ Ὅσιος Βεδέας γεννήθηκε στὴ Νορθμπρία τῆς Ἀγγλίας τὸ 673 μ.Χ. Σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν εἰσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Γιάρροου, ὅπου σπούδασε καὶ παρέμεινε καθ’ ὅλο τὸν βίο του, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια αὐτῆς.
Ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰ συγγράμματά του καὶ ἀπὸ ἄλλες μαρτυρίες, ἀνάλωσε τὸν βίο του καὶ ὅλη τὴν ἐνεργητικότητά του στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν
Κανόνων τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τὴ διδασκαλία καὶ τὴ συγγραφή. Οἱ θεολογικές του ἐργασίες, κυρίως ἑρμηνευτικές, ἦσαν ἐμβριθεῖς καὶ ἐξετιμῶντο πολύ, ἀλλὰ ὁ Ὅσιος Βεδέας κατέστη περίφημος κυρίως ὡς ἱστορικός.
Τὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀγγλίας καὶ τοῦ Ἀγγλικοῦ λαοῦ» ἔργο του, εἶναι ἡ σπουδαιότερη πηγὴ γιὰ τὴν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν ἱστορικὴ περίοδο τῆς Βρετανίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Συνέθεσε, ἐπίσης, ὕμνους καὶ ἄλλα ποιήματα, ἐπιστολές, διάφορες ὁμιλίες καὶ συνέθεσε τὸ «Μικρὸν Μαρτυρολόγιον» μὲ ἱστορικὲς σημειώσεις.
Ὁ Ὅσιος Βεδέας ἦταν ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος συνέγραψε στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα. Ἐκτὸς τῶν προσόντων του αὐτῶν ἦταν πρὸ πάντων ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εὐλαβής, ταπεινός, ἁγνὸς στὴν ψυχή καὶ τὸ σῶμα.
Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, ὅταν πλέον εἶχε ἐντελῶς ἐξαντληθεῖ, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι ἀπομένει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τοῦ Ἰωάννου πρὸς ἑρμηνεία. «Γράφε, τέκνον μου», εἶπε ὁ Ὅσιος καὶ ἄρχισε νὰ ὑπαγορεύει.
Ὅταν τὸ κεφάλαιο τελείωσε, ὁ ἑτοιμοθάνατος ἀδελφὸς ἀποχαιρέτησε ὅλους τοὺς μοναχούς, στοὺς ὁποίους διένειμε μικρὰ δῶρα ὡς εὐλογία, στράφηκε πρὸς τὸ ναό, ὁπου καθημερινὰ προσευχόταν ἐπὶ ἑξήντα συναπτὰ ἔτη, πρόφερε τοὺς λόγους «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι» καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὸ 735 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἔζησε τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Μπαγράτ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ Παρεκχέλι ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γεωργία.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἰωνᾶ, Φωτίου καὶ Κυπριανοῦ Μητροπολιτών Μόσχας
Ἡ εὕρεσις καὶ μετακομιδὴ τπων ἱερῶν λειψάνων
τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἰωνᾶ (τιμᾶται 31 Μαρτίου),
Φωτίου (τιμᾶται 2 Ἰουλίου) καὶ Κυπριανοῦ
(τιμᾶται 16 Σεπτεμβρίου) ἔγινε στὶς 17 Μαΐου
τοῦ 1472, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνέγερσης
τοῦ νέου ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
στὸ Κρεμλίνο, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας
Φίλιππο Α’ (τιμᾶται 9 Ἰανουαρίου καὶ 27
Μαΐου) καὶ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβάν III.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος Α’ Μητροπολίτης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν ἀπὸ τὸ 1455 Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας. Ἐπελέγη ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Θεόγνωστο καὶ τὸν μεγάλο πρίγκιπα Ἰβὰν Γ’ Βασίλιεβιτς (1462-1505), Μητροπολίτης Μόσχας τὸ 1464.
Ὁ νέος Μητροπολίτης ἄρχισε ἀμέσως τὸ θεοφιλὲς ἔργο του καὶ ξεκίνησε τὴν ἀνέγερση τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι. Φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν κληρικῶν καὶ τὴν καλλιέργεια ἱερατικοῦ ἤθους σὲ αὐτούς. Ἀσθένησε στὶς 4 Ἀπριλίου 1473 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Μετὰ τὴν κοίμησή του ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀσκητικός του βίος, ἀφοῦ φοροῦσε ἐπάνω του γιὰ ἄσκηση βαριὲς ἁλυσίδες.
Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ ἐκ Σομπένσκ
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου στὶς 7 Δεκεμβρίου.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος τοῦ Πσκώφ
Ὁ Ὅσιος Λάζαρος γεννήθηκε τὸ 1733 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς καὶ μεγάλωσε στὴν πόλη Ὄποτσα κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πσκώφ. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Λαύρας τοῦ Πσκώφ καὶ ἀνέλαβε τὸ 1800 καθήκοντα οἰκονόμου τῆς μονῆς. Διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1824.
Ὁ Ὅσιος Θεράπων ἡγούμενος τῆς Λευκῆς Λίμνης
Ὁ Ὅσιος Θεράπων, κατὰ κόσμον Θεόδωρος, γεννήθηκε τὸ 1337 στὴν πόλη Βολοκολάμσκ ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ οἰκογένεια Ποσκόχιν. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἐξεδήλωσε τὴν κλίση καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἐγκαταστάθηκε βόρεια τῆς Λευκῆς Λίμνης μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Κύριλλο (τιμᾶται 9 Ἰουνίου), ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης ἀσκούμενος στὴ σιωπή.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του προσείλκυσε γύρω του μαθητὲς ποὺ ὀργάνωσαν ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἔλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.
Τὸ 1398 ὁ Ὅσιος ἀνοικοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ οἱ μοναχοὶ τὸν βοηθοῦσαν στὸ ἔργο αὐτὸ καὶ ἀσχολοῦνταν παράλληλα μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1500, στὸν τόπο αὐτὸ κτίσθηκε πέτρινος ναὸς φημισμένος γιὰ τὶς ἁγιογραφίες του, ἔργα τοῦ ἁγιογράφου Διονυσίου καὶ τῶν υἱῶν του Βλαδιμήρου καὶ Θεοδώρου.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ ταπείνωση παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες αὐτῆς καὶ ἐπέστρεψε στὸν πνευματικὸ σύμβουλό του, Ὅσιο Κύριλλο.
Τὸ 1408 ὁ πρίγκιπας Ἀνδρέας Δημητρίεβιτς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Θεράποντα νὰ ἱδρύσει ἕνα νέο μοναστήρι στὴν πόλη Μοζάισκ. Ἐκεῖ, στὸ λόφο Λοῦσχο, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε τὴ νέα μονὴ καὶ ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φώτιο (τιμᾶται 27 Μαΐου καὶ 2 Ἰουλίου). Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἀσκήτεψε γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1426.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ βόρειο κλίτος τοῦ ναοῦ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου καὶ βρέθηκε τὸ 1514.
Ὁ Ὅσιος Θεράπων ἡγούμενος τῆς Μόνζας
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεράποντος, ἡγουμένου τῆς μονῆς Μόνζας, στὶς 12 Δεκεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἠλίας
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἠλία, ἐκ Ρωσίας, στὶς 7 Δεκεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε σὲ ἕνα χωριὸ τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ρωσίας, περὶ τὸ 1690, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ὅταν ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία στρατεύθηκε, ἐνῶ βασίλευε στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος.
Ἔλαβε μέρος στὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὸ 1711, καὶ συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους. Οἱ Τάταροι τὸν πούλησαν σὲ ἕναν Ὀθωμανὸ ἀξιωματικὸ Ἵππαρχο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ὁποῖο βρίσκεται πλησίον στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
Ὁ ἀγᾶς τὸν πῆρε μαζί του στὸ χωριό του. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριῶτες του ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, εἴτε γιατὶ κάμφθηκαν ἀπὸ τὶς ἀπειλές, εἴτε γιατὶ δελεάστηκαν ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς προσφορὲς ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, ἦταν ἀπὸ μικρὸς ἀναθρεμμένος μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸ καὶ τὴν πίστη τῶν πατέρων του.
Ἦταν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως κήρυξε ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ στὴ νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιο, οὔτε μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐτῶν. Ἡ φρονιμάδα στοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν νὰ εἶναι φέροντες καὶ ὁ καθαρὸς βίος τοὺς κάνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύμαθοι».
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφία ποὺ δίδει ὁ Θεὸς σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἔκανε ὑπομονὴ στὴ δουλεία καὶ στὴν κακομεταχείρηση τοῦ ἀφέντη του καὶ στὶς ὕβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ ὁποίοι τὸν φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδὴ ἄπιστο, φανερώνοντάς του τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἀπέχθειά τους.
Στὸν ἀφέντη του καὶ σὲ ὅσους τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, ἀποκρινόταν μὲ σθεναρὴ γνώμη ὅτι προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πέσει σὲ τέτοια φοβερὴ ἁμαρτία. Στὸν ἀγᾶ εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσεις ἐλεύθερο στὴν πίστη μου, θὰ εἶμαι πολύ πρόθυμος στῖς διαταγές σου.
Ἄν μὲ βιάσεις νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλή μου, παρὰ τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».
Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν πίστη του καὶ ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία του, μαλάκωσε τὴν σκληρὴ καρδιὰ τοῦ ἀγᾶ καὶ μὲ τὸν καιρὸ τὸν συμπάθησε. Σὲ αὐτὸ συνήργησε καὶ ἡ μεγάλη ταπείνωση ὅπου στόλιζε τὸν Ἰωάννη, καθὼς καὶ ἡ πραότητά του.
Ἔμεινε, λοιπόν, ἥσυχος ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὶς ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς τοῦ Ὀθωμανοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε διορισμένο στὸν σταῦλο του, γιὰ νὰ φροντίζει τὰ ζῶα του. Σὲ μία γωνιὰ τοῦ σταύλου ξάπλωνε τὸ κουρασμένο σῶμα του καὶ ἀναπαυόταν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι ἀξιώθηκε νὰ ἔχει ὡς κλίνη τὴ φάτνη στὴν ὁποία ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησή Του ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν δὲ ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του, περιποιούμενος μὲ στοργὴ τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα αἰσθάνονταν τόση τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου, ὥστε νὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπη καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰ ὅταν τὰ χάιδευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μὲ τὸν καιρὸ ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, καὶ τοῦ ἔδωσαν γιὰ κατοικία ἕνα μικρὸ κελλὶ κοντὰ στὸν ἀχυρώνα.
Ὅμως ὁ Ἰωάννης δὲν δέχθηκε καὶ ἐξακολούθησε νὰ κοιμᾶται στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του μὲ τὴν κακοπέραση καὶ μὲ τὴν ἄσκηση, μέσα στὴ δυσοσμία τῶν ζώων καὶ στὰ ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ὁ σταῦλος γέμιζε ἀπὸ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ κακοσμία γινόταν ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς.
Ὁ μακάριος Ἰωάννης εἶχε ἐκεῖνο τὸν σταῦλο ὡς ἀσκητήριο, καὶ ἐκεῖ πορευόταν κατὰ τοὺς κανόνες τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὧρες γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, κοιμώμενος γιὰ λίγο ἐπἀνω στὰ ἄχυρα, χωρὶς ἄλλο σκέπασμα παρὰ μία παλαιὰ κάπα, γευόμενος μὲ διάκριση, πολλὲς φορὲς μόνο λίγο ψωμὶ καὶ νερό, καὶ νηστεύοντας τὶς περισσότερες ἡμέρες.
Συνέχεια ἔψαλλε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν.
Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.
Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμοὺς σιγόψαλλε καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ἀκολουθοῦσε πίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφέντη του.
Μὲ τὴν εὐλογία ποὺ ἔφερε ὁ Ἅγιος στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου, αὐτὸς πλούτισε καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.
Ὁ Ἅγιος ἱπποκόμος του, ἐκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, ποὺ ἔκανε ὡς ἀλλος Ἰώβ, πήγαινε τὴ νύχτα καὶ ἔκανε ὄρθιος ἀγρυπνίες στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦταν κτισμένη μέσα σὲ ἕνα βράχο καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν οἶκο τοῦ Τούρκου κυρίου του.
Ἐκεῖ πήγαινε κρυφὰ τὴ νύχτα, κοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατο τὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψε ἐπὶ τὸν δοῦλο του τὸν πιστὸ καὶ ἔκανε, ὥστε νὰ πάψουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ἀφέντης τοῦ Ἰωάννη πλούτισε, ἀποφάσισε νὰ ὑπάγει γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, τὴ ἱερὰ πόλη τῶν Μωαμεθανῶν.
Ἀφοῦ πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα καὶ προσκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψει ὑγιὴς στὸν οἶκο του ἀπὸ τὴν ἀποδημία.
Ὁ μακάριος Ἰωάννης διακονοῦσε στὴν τράπεζα. Παρέθεσαν δὲ σὲ αὐτὴ καὶ ἕνα φαγητό, τὸ ὁποῖο ἄρεσε πολύ στὸν ἀγᾶ, τὸ λεγόμενο πιλάφι, τὸ ὁποῖο συνηθίζουν πολὺ στὴν Ἀνατολή. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα θυμήθηκε τὸν σύζυγό της καὶ εἶπε στὸν Ἰωάννη: «Πόση εὐχαρίστηση θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὁ ἀφέντης σου, ἄν ἦταν ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!».
Ὁ Ἰωάννης τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν κυρία του ἕνα πιάτο γεμάτο πιλάφι καὶ εἶπε ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε στὸν ἀφέντη του στὴ Μέκκα. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων του γέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. Ἀλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπε στὴν μαγείρισσα νὰ δώσει τὸ πινάκιο μὲ τὸ φαγητὸ στὸν Ἰωάννη, σκεπ΄τομενη ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάει ὁ ἴδιος μόνος του ἢ νὰ τὸ πάει σὲ καμιὰ φτωχὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει, δίδοντας τὸ φαγητό του.
Ὁ Ἅγιος τὸ πῆρε καὶ πῆγε στὸν σταῦλο. Ἐκεῖ γονυπέτησε καὶ ἔκανε προσευχὴ ἐκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ ἀποστείλει τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του μὲ ὅποιον τρόπο οἰκονομοῦσε Ἐκεῖνος μὲ τὴν παντοδυναμία Του.
Μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε στὴν καρδιά του ὁ Ἰωάννης πίστεψε ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἰσακούσει τὴν προσευχή του καὶ τὸ φαγητὸ θὰ πήγαινε θαυματουργικὰ στὴ Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δισταγμὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ζήτησε θὰ γινόταν.
Καὶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαίνουν σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁπλούστερη διάνοια καὶ εἶναι θερμότεροι στὴν ἐλπίδα τὴν ὁποία ἔχουν πρὸς τὸν Θεό. Πράγματι!
Τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ὁσίου. Ὁ μακάριος Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν τράπεζα καὶ εἶπε στὴν οἰκοδέσποινα ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὴ Μέκκα. Ἀκούγοντας οἱ προσκεκλημένοι τὸν λόγο αὐτὸ γέλασαν καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγε ὁ Ἰωάννης.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες γύρισε ἀπὸ τὴν Μέκκα ὁ κύριός του καὶ ἔφερε μαζί του τὸ χάλκινο πιάτο, πρὸς μεγάλη ἔκπληξη τῶν οἰκίων του. Μόνο ὁ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ ἀγᾶς στοὺς οἰκίους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέρα (καὶ ἦταν ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Ἰωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸ στὸν ἀφέντη του), τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλο τζαμὶ στὸν τόπο ὅπου κατοικοῦσα, βρῆκα ἐπάνω στὸ τραπέζι, σὲ ἕναν ὀντά (δωμάτιο) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένο, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι.
Στάθηκα μὲ ἀπορία, σκεπτόμενος, ποῖος ἄραγε εἶχε φέρει ἐκεῖνο τὸ φαγητό καὶ πρὸ πάντων δὲν μποροῦσα νὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπο εἶχε ἀνοίξει τὴν πόρτα, τὴν ὁποία εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξο πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτο μέσα στὸ ὁποῖο ἄχνιζε τὸ πιλάφι καὶ εἶδα μὲ ἀπορία ὅτι ἦταν χαραγμένο τὸ ὄνομά μουἐπάνω στὸ χάλκωμα, ὅπως σὲ ὅλα τὰ χάλκινα σκεύη τῆς οἰκίας μας.
Ὡστόσο, μὲ ὅλη τὴν ταραχὴ ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο περιστατικό, κάθησα καὶ ἔφαγα τὸ πιλάφι μὲ μεγάλη ὄρεξη, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτο ποὺ τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ δικό μας».
Ἀκούγοντας αὐτὴ τὴ διήγηση οἱ οἰκεῖοι τοῦ Ἱππάρχου ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἡ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ζήτησε ὁ Ἰωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητὸ καὶ εἶπε ὅτι τὸ ἔστειλε στὴ Μέκκα, καὶ ὅτι, ἀκούγοντάς τον νὰ λέγει ὅτι τὸ ἔστειλε, γέλασαν.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα μαθεύτηκε σὲ ὅλο τὸ χωριὸ καὶ στὴ γύρω περιοχὴ καὶ ὅλοι θεωροῦσαν πλέον τὸν Ἰωάννη ὡς ἄνθρωπο δίκαιο καὶ ἀγαπητὸ στὸν Θεό, τὸν ἔβλεπαν δὲ μὲ φόβο καὶ σεβασμό, καὶ δὲν τολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσει.
Ὁ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν περιποιούνταν περισσότερο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν πάλι νὰ φύγει ἀπὸ τὸν σταῦλο καὶ νὰ κατοικήσει σὲ ἕνα οἴκημα, τὸ ὁποῖο ἦταν κοντὰ στὸν σταῦλο, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξει κατοικία. Περνοῦσε, λοιπόν, τὸν βίο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος ὅπως πρὶν στὴν περιποίηση τῶν ζώων καὶ κάνοντας μὲ προθυμία τὰ θελήματα τοῦ ἀγᾶ.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὁ μακάριος Ἰωάννης μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ χαμευνία, πλησιάζοντας στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀσθένησε καὶ ἦταν ξαπλωμένος πάνω στὰ ἄχυρα τοῦ σταύλου, τὸν ὁποῖο εἶχε ἁγιάσει μὲ τὶς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθεια τοῦ σώματός του γιὰ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Προαισθανόμενος ὁ Ὅσιος τὸ τέλος του, ζήτησε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ γι’αὐτὸ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἕναν ἱερέα. Ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς φοβήθηκε νὰ μεταφέρει φανερὰ τὰ Ἅγια Μυστήρια στὸ σταῦλο, ἐξαιτίας τοῦ φανατισμοῦ τῶν Τούρκων.
Ὅμως σοφίστηκε, κατὰ Θεία φώτιση, καὶ πῆρε ἕνα μῆλο, τὸ ἔσκαψε, ἔβαλε μέσα τὴν Θεία Κοινωνία καὶ ἔτσι μετέβη στὸ σταῦλο καὶ κοινώνησε τὸν μακάριο Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης, μόλις ἔλαβε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο ἀγάπησε. Ἦταν τὸ 1730.
Τὸ 1733, τὸ ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μεταφέρθηκε, μετὰ τὴν ἐκταφή του, ἀρχικὰ στὴ λατομημένη σὲ βράχο ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀργότερα στὸ νεόδμητο ναὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ τέλος στὸ ναὸ ποὺ ἀνεγέρθηκε πρὸς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σὲ λάρνακα στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ κατέφθαναν ἀναρίθμητοι προσκυνητὲς καὶ πάσχοντες ἀπὸ διάφορα νοσήματα ποὺ εὕρισκαν τὴν θεραπεία τους.
Ὅταν, κατὰ τὸ 1832, ἐπὶ σουλτάνου Μαχμοὺτ τοῦ Β’, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του ὁ ἀντιβασιλέας τῆς Αἰγύπτου Ἰμπραχὴμ πασᾶς, ὁ σουλτάνος ἔστειλε ἐναντίον του καὶ τὸν Χαζνετὰρ Ὀγλοὺ Ὀσμὰν πασᾶ μὲ 1.800 στρατιῶτες. Ὁ Ὀσμὰν πασᾶς, ἀφοῦ πέρασε τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἔφθασε κοντὰ στὸ Προκόπιο, ὅπου σκεπτόταν νὰ ἀναπαυθεῖ καὶ νὰ ἀναχωρήσει τὴν ἄλλη ἡμέρα.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Προκοπίου, σὰν γενίτσαροι ποὺ ἦσαν, μισοῦσαν τὸν σουλτάνο, συμφώνησαν ὅλοι νὰ μὴν δεχθοῦν τὸν Ὀσμὰν πασᾶ στὸ Προκόπι οὔτε στὰ σύνορα.
Οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦσαν πιστοὶ στὸν σουλτάνο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς συμπατριῶτες τους νὰ πειθαρχήσουν στὸν σουλτάνο καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν στρατὸ ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ ἐκεῖνον, λέγοντας μάλιστα σὲ αὐτοὺς ὅτι μπορεῖ ὁ Ὀσμὰν πασᾶς νὰ ἀγανακτίσει καὶ νὰ καταστρέψει τὸ χωριό.
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἄλλαζαν γνώμη. Τότε οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὰ γυναικόπαιδα καὶ ἔφυγαν στὰ γύρω χωριὰ καὶ στὶς σπηλιές, γιὰ νὰ μὴν πέσουν θύματα τῆς ἀνόητης ἀντιδράσεως τῶν γενιτσάρων.
Πράγματι, τὴν ἄλλη ἡμέρα, ὅταν ὁ Ὀσμὰν πασᾶς εἰσῆλθε στὸ Προκόπι, τὸ λεηλάτησε καὶ τὸ κατέστρεψε.
Κάποιοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες εἰσῆλθαν καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἅρπαξαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἄνοιξαν τὴ λάρνακα τοῦ Ὀσίου ἐλπίζοντας νὰ βροῦν καὶ ἐκεῖ χρυσαφικὰ καὶ ἀσημικά. Δὲν βρῆκαν ὅμως τίποτε. Ἀπὸ τὸ κακό τους, ποὺ βγῆκαν γελασμένοι καὶ γιὰ νὰ κοροϊδέψουν τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἀποφάσισαν νὰ κάψουν τὸ ἱερὸ λείψανο.
Τὸ ἔβαλαν στὸ προαύλιο, μάζεψαν πολλὰ φρύγανα, ἔβαλαν φωτιὰ καὶ ἔριξαν μὲ ἀσέβεια τὸ ἱερὸ σκήνωμα μέσα στὶς φλόγες. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ὄχι μόνο ἔμεινε ἄφλεκτο, ἀλλὰ καὶ φάνηκε στοὺς ἄπιστους ὅτι ζοῦσε, τοὺς φοβέριζε καὶ τοὺς ἔδιωχνε ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς ἐκκλησίας.
Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα γέροντες Χριστιανοὶ βρῆκαν τὰ ἀσημικὰ, ποὺ εἶχαν ἀφήσει ἀπὸ τὸν τρόμο τους οἱ Τούρκοι στρατιῶτες, πῆραν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ τοποθέτησαν πάλι μέσα στὴ λάρνακα.
Τὸ ἱερὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Εὔβοια τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 μαζὶ μὲ τοὺς πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ τὸ πλοῖο «Βασίλειος Δεστούνης».
Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο βρισκόταν στὴ Ρόδο δὲν προχωροῦσε, ἀλλὰ περιστρεφόταν μέσα στὴ θάλασσα καὶ ἔμενε στὸν ἴδιο τόπο. Ὁ κυβερνήτης τοῦ πλοίου φοβήθηκε. Τότε ὁ Παναγιώτης Παπαδόπουλος, ποὺ εἶχε πάρει μαζί του τὸ ἱερὸ λείψανο κρυφά, ἐξήγησε στὸν πλοίαρχο ὅτι μέσα στὸ πλοῖο καὶ μάλιστα στὸ ἀμπάρι ἦταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου.
Ἀμέσως ὁ κυβερνήτης διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματος στὸ διαμέρισμα τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦταν ὡς εὐκτήριος οἶκος, ὅπου τὸ ἐναπέθεσαν καὶ ἄναψαν τὸ καντήλι.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος τοῦ Ζαράνσκιυ, κατὰ κόσμον Μητροφάνης Κούζμικ Σβέκωφ, γεννήθηκε, τὸ 1861, στὴν πόλη Βγιάτκα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὑποδηματοποιὸς καὶ ὁ Ὅσιος στὴ νεαρὴ ἡλικία του, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἐμπόριο. Τὸ 1891, ὁ Μητροφάνης κείρεται μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ματθαῖος.
Ἐδῶ ἀσκεῖται στὴν ὑπακοὴ καὶ διδάσκεται τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τοῦ δωρίζει τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου γίνεται πενυματικὸ καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1927.
Αὐτὴ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς δεύτερη εὕρεση, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἄλλη, παρὰ μόνο ἡ πρώτη (24 Φεβρουαρίου). Ἡ εὕρεση αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο ἱερέα στὰ Κόμανα τῆς Καππαδοκίας, μέσα σὲ ἀργυρὴ θήκη, σὲ ἱερὸ τόπο καὶ μεταφέρθηκε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ πομπὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον θησαύρισμα ἐγκεκρυμμένον τῇ γῇ, Χριστὸς ἀπεκάλυψε, τὴν Κεφαλήν σου ἡμῖν, Προφῆτα καὶ Πρόδρομε· πάντες οὖν συνελθόντες, ἐν τῇ ταύτης εὑρέσει, ᾄσμασι θεηγόροις, τὸν Σωτῆρα ὑμνοῦμεν, τὸν σῲζοντα ἡμᾶς ἐκ φθορᾶς, ταῖς ἱκεσίαις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Προφῆτα Θεοῦ, καὶ Πρόδρομε τῆς χάριτος, τὴν Κάραν τὴν σήν, ὡς ῥόδον ἱερώτατον, ἐκ τῆς γῆς εὑράμενοι, τὰς ἰάσεις πάντοτε λαμβάνομεν, καὶ γὰρ πάλιν ὡς πρότερον, ἐν κόσμῳ κηρύττεις τὴν μετάνοιαν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς οὐρανίων δωρεῶν πηγὴ θεόβρυτος τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐκ βυθοῦ τῆς γῆς ἀνέλαμψε ἡ ἁγία Κεφαλή σου Χριστοῦ Προφῆτα ἦς τὴν τρίτην ἑορτάζοντες φανέρωσιν ἀνυμνοῦμεν τῶν θαυμάτων σου τὸ μέγεθος καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Λόγου ὁ Πρόδρομος.
Μεγαλυνάριον.
Τρίτην τῆς παντίμου σου Κεφαλῆς, μνείαν ἐκτελοῦμεν, ἣν ἐδόξασεν ἡ Τριάς, Βαπτιστὰ Κυρίου· ἐκ γῆς γὰρ τρίτως ὤφθη, μετανοεῖτε πᾶσιν, ἀνακραυγάζουσα.
Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστο, πότε ἄθλησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κελεστίνος. Κηρύττοντας μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο καὶ καλώντας τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους, καταγγέλθηκε ὡς ὑβριστὴς καὶ ἀνατροπέας τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας.
Ἀνακρινόμενος, δὲν δίστασε νὰ καταγγείλει καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ἄρχοντα τὸ ψεῦδος τῆς πολυθεΐας. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε, τέλος, νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκε σκληρὰ μὲ πυρακτωμένα σίδερα καὶ τελειώθηκε στὴ Ρώμῃ, ὅπου φυλάσσονται καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ὀλβιανός
Ὁ Ὅσιος Ὀλβιανός, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἐπίσκοπος Μιλάνου
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τοῦ Μιλάνου τῆς Ἰταλίας. Κατὰ τὸ 355 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν φιλαρειανὸ αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) στὴν Καππαδοκία, λόγῳ τῆς σθεναρῆς στάσεώς του ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, καὶ κοιμήθηκε ἐκεῖ τὸ 359 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος Ἐπίσκοπος Φλωρεντίας
Ὁ Ἅγιος Ζηνόβιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἦταν σοφιστὴς καὶ δίδασκε ρητορικὴ στὴν Φλωρεντία. Ἀσπάσθηκε τὴ Χριστιανικὴ πίστη, παρὰ τὴν σθεναρὴ ἀντίδραση τῶν γονέων του, καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Φλωρεντίας τῆς Ἰταλίας.
Σύντομα καὶ οἱ γονεῖς του βαπτίσθηκαν Χριστιανοὶ καὶ ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Συνδέθηκε μὲ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης Δάμασο (366-384 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλε στὴν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν ταραχῶν ποὺ προκαλοῦσαν στὴν Ἐκκλησία οἱ αἱρετικοί.
Ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 390 μ.Χ. ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Δύσεως Ὀνωρίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος καὶ Βικτωρίνος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος καὶ Βικτωρίνος γεννήθηκαν στὴν πόλη Βρεσκία τῆς Ἰταλίας καὶ μαρτύρησαν στὴν πόλη Ἐβρὲ τῆς Γαλλίας κατὰ τὸ 384 μ.Χ. Ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α’ (366-384 μ.Χ.) ἀπεστάλησαν, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς εἰδωλολάτρες.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Ἅγιος Βικτωρίνος διάκονος. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Ἔτσι ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀλδέλμος Ἐπίσκοπος Σέρμπορν
Ὁ Ἅγιος Ἀλδέλμος γεννήθηκε στὴν πόλη Οὐέσσεξ τῆς Ἀγγλίας τὸ 640 μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 709 μ.Χ. Ἀσκήτεψε ἀρχικὰ σὲ μονὴ τοῦ Οὐϊλτσάιρ καὶ ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο.
Γνώριζε τὴν ἑλληνική, λατινική καὶ ἑβραϊκὴ γλώσσα καὶ προσείλκυσε πολλοὺς μαθητὲς ἀπὸ διάφορα μέρη. Τὸ 705 μ.Χ. ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Σέρμπορν καὶ ἀφοῦ διακόνησε τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ἀββαεῖο τοῦ Μαλμέσμπουρυ.
Ὁ Ἅγιος Σκιότα
Ὁ Ἅγιος Σκιότα ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος, πρίγκιπας τοῦ Οὔγκλιχ, ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα Ἀνδρέα Βασίλεβιτς καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 1480. Συνελήφθηκε τὸ 1492 ἀπὸ τὸν Ἰβὰν Γ’ στὴ Μόσχα καὶ πέθανε φυλακισμένος στὴν πόλη Βολογκντά.
Ἡ Ὁσία Θέκλα τοῦ Περεγιασλάβλ
Ἡ Ὁσία Θέκλα ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ (τιμάται 7 Ἀπριλίου). Ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Περεγιασλάβλ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος ὁ Ἐπίσκοπος Χερσῶνος
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης Ἀλεξέεβιτς Μπορόσωφ, γεννήθηκε στὶς 15 Δεκεμβρίου 1800 στὸ χωριὸ Ἔλετς τῆς ἐπαρχίας Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας καὶ καταγόταν ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀλέξιος καὶ Ἀκυλίνα καὶ ἀνέθρεψαν τὸν μικρὸ Ἰωάννη μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Τὸ 1819 τελείωσε μὲ ἐπιτυχία τὶς σπουδές του στὸ σεμινάριο τοῦ Ὀρὲλ καὶ εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποφοίτησε τὸ 1823.
Ἡμέρες καὶ νύχτες ὁ Ἰωάννης τὶς ἀφιέρωνε στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων καὶ τῶν Πατέρων καὶ ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴν συγγραφὴ κηρυγμάτων τοῦ θείου λόγου. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁδηγεῖ τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι, ὅπου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος. Λίγο ἀργότερα καλεῖται νὰ διδάξει στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ 1826 χειροθετεῖται ἀρχιμανδρίτης.
Στὶς 21 Νοεμβρίου 1836, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος τοῦ Ζιγκιρίνσκ, στὴν περιοχὴ τοῦ Κιέβου. Κατὰ τὰ ἔτη 1841 – 1842 μετατίθεται στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ ἀπὸ τὸ 1842 μέχρι τὸ 1848 στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ. Τὸ 1857, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἐπισκόπου Χερσῶνος καὶ πάσης Ταυρίδος, καθίσταται Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς.
Τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Τατάρων καὶ τοὺς Ἑβραίους εἶναι πολλά. Ὁ Ἅγιος ἀγωνίζεται νὰ διασώσει ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ναοὺς καὶ μονὲς καὶ νὰ ἐμψυχώσει τὸ λαό. Στὸν πόλεμο τῆς Κριμαίας, συμπαρίσταται μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ πίστη στοὺς στρατιῶτες ποὺ ὑπεράσπιζαν τὴν πόλη.
Τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ποιμαντικῆς δράσεώς του ἀποκαλύπτεται, ὅταν ὁ ἴδιος ἐπισκέπτεται καὶ φροντίζει τοὺς τραυματίες, τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τοῦ τύφου. Ἦταν γιὰ ὅλους ἐπίγειος ἄγγελος καὶ παρηγορητής.
Ἔτσι ἀφοῦ διακόνησε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1857.
Σύναξη τῶν Ἁγίων τῆς Βολυνίας
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ εἶναι:
Ἰσαπόστολοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, Ὄλγα πριγκίπισσα τοῦ Βλαδιμίρ, Ἱερομάρτυς Ἀθανάσιος τοῦ Μπρέστ, Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεφ, Στέφανος καὶ Ἀμφιλόχιος Ἐπίσκοποι Βλαδιμίρ, Ἱερομάρτυς Μακάριος Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Κάνεφ, Γιαροπόλκ ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμίρ, Ὅσιος Θεοδόσιος (ἡγεμόνας Θεόδωρος τοῦ Ὀστρόβου), Ἅγιος Πέτρος Μόσχας, Ἅγιος Φώτιος Μόσχας, Ἅγιος Θεόγνωστος Μόσχας, Ἅγιος Κυπριανὸς Μόσχας, Ἅγιος Ἰννοκέντιος τοῦ Ἰρκούτσκ, Ὅσιος Βαρλαάμ, Ὅσιος Νέστωρ τῆς Κρονίστα, Ὅσιος Νικόλαος τοῦ Σαντονέ, Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεβ, Ὅσιος Μεθόδιος τοῦ Ποτσάεβ, Ἅγιος Ὄλεγκ τοῦ Μπρυάνσκ, Ἁγία Ἰουλιανὴ Ὀσλάνσκαγια, Ἅγιος Γιαροπόλκ τοῦ Βλαδιμίρ, Ἅγιος Ἴγκορ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν ἱερὴ μνήμη αὐτῶν στὶς 10 Ὀκτωβρίου.
Μνήμη εὐρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου
Ἡ εὕρεση τῆς ἱερᾶς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου ἔγινε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου τὸ 1936.
Βλέπετε αὐτὴ τὴν κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς χάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Πήγασε ἀπὸ θλίψη. Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δέ, τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο. Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα;
Τὸ πέτυχε μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία.
Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. β ,8 – 11).
Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξουμε τὴν ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴν πρὸς τοὺς ὁμοφύλους
ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσουμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμό, γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. β, 21).Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μιὰ ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σὲ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.
Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἐφ. α’, 20)
Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους καὶ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ κδ’, 50).
Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβή, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.
Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο της καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.
Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τοῦτο τὸ γλυκὸ καὶ σημαντικὸ καὶ συνηθισμένο του προσφώνημα. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας.
Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.
Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του.
Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητό του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως.
Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά.
Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιά της μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.
Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. κδ’, 30).
Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι.
Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. δ’, 17).
Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, χαροποιήσας τοὺς Μαθητάς, τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας, ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν, πληρώσας οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς, ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλὰ μένων ἀδιάστατος, καὶ βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ἐκ τοῦ ὄρους Σῶτερ τῶν Ἐλαιῶν, σαρκὶ ἀνελήφθης, καθορώντων τῶν Μαθητῶν· ὅθεν σου τὴν θείαν, Ἀνάληψιν ὑμνοῦμεν, δι’ ἧς ἡμᾶς πρὸς δόξαν, ὕψωσας ἄρρητον.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια, ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα, ἐνῶ ὁ πατέρας του Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.).
Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν, ἀφοῦ ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε μέσα στὴν οἰκία του ποὺ κατέρρευσε ἀπὸ σεισμό, μὲ θεία ὑπόδειξη ὁδηγήθηκε στὴ Σελεύκεια καὶ παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ προστασία καὶ καθοδήγηση τοῦ περίφημου γιὰ τὶς ἀρετές του ἀσκητὴ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε κοντὰ στὸ ὄρος τοῦ χωριοῦ Πίλασα.
Ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ὅσιος Συμεὼν διδάχθηκε τὰ ὑψηλὰ διδάγματα τῆς Χριστιανικῆς πολιτείας. Μιμούμενος τὸν διδάσκαλό του ἀνήγειρε στύλο καὶ ἀφοῦ ἀνῆλθε ἐπ’ αυτoῦ, παρέμεινε προσευχόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη.
Ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ ὁσιότητα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θερμότητα τῆς πίστεως καὶ τὴ διαφλέγουσα αὐτὸν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ, ἀξιώθηκε παρ’ Αὐτοῦ διὰ τῆς χάριτος τῆς προοράσεως καὶ τῆς θεραπείας κάθε ἀσθένειας.
Ἔτσι προανήγγειλε τὴν κοίμηση τοῦ διδασκάλου του, τὴν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφραίμ (545 μ.Χ.), τοὺς σεισμοὺς τῆς Ἀντιόχειας καὶ Κωνσταντινουπόλεως (557 μ.Χ.) καὶ ἄλλα γεγονότα.
Ἀφοῦ κατῆλθε ἀπὸ τὸν στύλο, μετέβη στὸ λεγόμενο Θαυμαστὸ ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε μοναστήρι γιὰ τοὺς μαθητές του, ἀνήγειρε γιὰ τὸν ἑαυτό του στύλο, καὶ ἀνεβασμένος ἀπὶ αὐτοῦ παρέμεινε προσευχόμενος ἐπὶ σαράντα ἔτη.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιοσύνης του εἶχε διαδοθεῖ σὲ ὅλη τὴ χώρα, πλῆθος δὲ συνέρεε πρὸς αὐτὸν αἰτώντας τὴν ἴαση καὶ τῆν εὐλογία του. Ὁ δὲ Ἐπίσκοπος Σελευκείας, ἀφοῦ προσῆλθε καὶ ἀνέβηκε στὸν στύλο, τὸν χειροτόνησε Πρεσβύτερο.
Ἔτσι θεοσεβῶς, μὲ κάθε σκληραγωγία, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Συμεών, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 590 μ.Χ., σὲ ἡλικία ὀγδόντα πέντε ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς ἀείφωτος λύχνος δωρεῶν τῆς ἀσκήσεως, ἐν τῷ Θαυμαστῷ Πάτερ Ὄρει, διαπρέψας ἀνέλαμψας, καὶ κλίμακα ἐκ γῆς, πρὸς οὐρανὸν, τὸν στῦλόν σου ὑπέθου ἀληθῶς, Συμεὼν θαυματοφόρε τοῖς εὐσεβῶς, προστρέχουσι τῇ Μάνδρᾳ σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σου ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιο. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὰ ἄνω ποθῶν, τῶν κάτω μεθιστάμενος, καὶ ἄλλον οὐρανόν, τὸν στῦλον τεκτηνάμενος, δι’ αὐτοῦ ἀπήστραψας, τῶν θαυμάτων τὴν αἴγλην Ὅσιε, καὶ Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὄρος κατοικήσας τὸ Θαυμαστόν, τὸν ἐξ αἰωνίων, ἀπαυγάζοντα θαυμαστῶς, ὀρέων Δεσπότην, δόξασας θείοις πόνοις, λαμπρῶς ἐθαυμαστώθης, Συμεὼν Ὅσιε.
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ στρατηλάτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Μάρτυρες
(Σεραπίων Ἐπίσκοπος, Ἰωάννης καὶ Στέφανος, Καλλίνικος, Φήστος, Φαύστος, Αἰδέσιος, Μάρκελλος, Θεόδωρος, Μελετίων, Σέργιος, Μαρκελλίνος, Φήλιξ, Φωτεινός, Θεοδωρίσκος, Μερκούριος καὶ Δίδυμος, Χριστίνος καὶ Κυριάκος, Καρτέριος, Σωσάννα, Μαρκιανή, Παλλαδία, Γρηγορία καὶ ἀλλοι Μάρτυρες)
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου (138-160 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν στὸν ἡγεμόνα τῶν Ταβιανῶν Μάξιμο καὶ διώκονταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς. Ὅταν συνελήφθηκαν, ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα.
Οἱ Ἅγιοι ἀρνήθηκαν καὶ τότε ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τοὺς καταξέσχισαν τὰ πλευρά, τοὺς κτύπησαν μὲ σιδερόσφαιρες τοὺς ἀστραγάλους καὶ κάρφωσαν τὰ πόδια τους σὲ ξύλα. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔχυσαν στὰ αὐτιὰ καυτὸ λάδι, ἀλλὰ οἱ Μάρτυρες μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμειναν ἀβλαβεῖς, οἱ δὲ δήμιοι ἀπὸ τὴν ζέστη διαλύθηκαν σὰν τὸ κερὶ καὶ ἀμέσως κάηκαν ὅλοι οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος.
Μόλις ἄρχισε νὰ ξημερώνει Ἄγγελοι Κυρίου πῆραν τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες καὶ τοὺς μετέφεραν στὸ ναὸ τοῦ Δία, ὅπου οἱ Ἁγιοι κατέρριψαν τὸ χάλκινο εἴδωλο αὐτοῦ. Μόλις τὸ ἄγαλμα κατέπεσε, ἐξῆλθαν ἀπὸ αὐτὸ δαίμονες ποὺ κραύγαζαν ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως τῆς προφητείας γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Δία ἀπὸ τὸν στρατηλάτη Μελέτιο. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ βαπτισθεῖ Χριστιανὸς ὁ εὐγενὴς Σεραπίων, ποὺ ἔγινε Ἐπίσκοπος.
Οἱ Ἅγιοι Μελέτιος, Ἰωάννης καὶ Στέφανος ὁδηγήθηκαν καὶ πάλι μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τοὺς κόμητες, τοὺς τριβούνους καὶ τοὺς πρίγκιπες Φῆστο, Φαῦστο, Μάρκελλο, Θεόδωρο, Μελετίωνα, Σέργιο, Μαρκελλίνο, Φίλικα, Φωτεινό, Θεοδωρίσκο, Μερκούριο καὶ Δίδυμο. Τότε ὁ ἡγεμόνας λέγει πρὸς αὐτούς: «Γιατὶ καταστρέψατε τὸ ναὸ τοῦ μεγάλου θεοῦ Δία;».
Αὐτοὶ δὲ ἀπάντησαν: «Ἐμεῖς δὲν εἴμασταν ἐκεῖ, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ καταφρόνησες, ὁ Μελέτιος, μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις συνέτριψε αὐτόν».
Καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ ἐλέγχουν τὸν ἡγεμόνα γιὰ τὴν ἄνοια καὶ τὴν ἀσέβεια αὐτοῦ. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς κτυπήσουν μὲ λωρίδες ἀπὸ μολύβι καὶ νὰ τοὺς βάλουν σὲ πυρακτωμένο καμίνι. Οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὴν φωτιὰ κρατώντας ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου καὶ ἔνιωθαν σὰν νὰ δροσίζονταν στὸν παράδεισο.
Οἱ εἰδωλολάτρες ἄρχισαν νὰ ρίχνουν νερό, γιὰ νὰ σβήσει ἡ φωτιὰ καὶ νὰ πνίξουν τοὺς Ἁγίους ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις. Ἀλλὰ οὔτε πάλι κατάφεραν τίποτε. Τότε τοὺς ὁδήγησαν στὸ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Μόλις οἱ Ἅγιοι εἰσῆλθαν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ προσευχήθηκαν, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ναὸς σείσθηκε καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ εἰδώλου συνετρίβη.
Τότε ἔνδυσαν τὸν Ἅγιο Μελέτιο μὲ θώρακα καὶ περικεφαλαία ποὺ ἔκαιγαν, ἀλλὰ τὸ σίδερο ἔγινε κρύο. Τὸ μαρτύριο συνεχίσθηκε. Ὁ ἡγεμόνας διέταξε τότε νὰ φέρουν μπροστά του δύο παιδιά, ποὺ ὀνομάζονταν Χριστίνος καὶ Κυριάκος.
Τὰ ρώτησε λέγοντας: «Πεῖτε μας, παιδιά, ποιὸς Θεός εἶναι μεγαλύτερος, ὁ Δίας ἢ ὁ Χριστός;». Καὶ ἐκεῖνα ἀποκρίθηκαν: «Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, Αὐτὸς ποὺ δημιούργησε μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὰ πάντα». Τότε τὰ κτύπησαν καὶ ἀκολούθως ἀπέκοψαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν καὶ τοῦ διδασκάλου τους «ἐν τῷ ὄρει Μηνόει».
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἐτελειώθη διὰ ξίφους καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ὄρος τῶν Καδακορέων.
Πάλι ὁ παράνομος ἡγεμόνας ἔδωσε στὸν Ἅγιο Μελέτιο νὰ πιεῖ δηλητήριο ποὺ ἦταν κατασκευασμένο ἀπὸ τὸν μάγο Καλλίνικο.
Μόλις ὁ μάγος Καλλίνικος εἶδε τὸ παράδοξο θαῦμα, πίστεψε στὸν Χριστό καὶ ἔλεγξε τὰ εἴδωλα ὡς δαιμόνια. Καὶ ἀμέσως παρακάλεσε τὸν Ἅγιο Μελέτιο νὰ τοῦ δώσει τὴν σφραγίδα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ γίνει Χριστιανός.
Ἔτσι μαρτύρησε καὶ ὁ Καλλίνικος, ὁ ὁποῖος ἐνταφιάσθηκε μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Στὴν συνέχεια ὁ ἡγεμόνας ἔφερε στὸ βῆμα τὶς γυναῖκες τῶν Ἁγίων Φήστου, Φαύστου, μαρκελλίνου καὶ Αἰδεσίου, τὴ Σωσάννα, τὴ Μαρκιανή, τὴν Παλλαδία καὶ τὴ Γρηγορία, οἱ ὁποῖες, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, μαρτύρησαν.
Ὁ ἡγεμόνας, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ἀσέβεια, δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὴν ἀλήθεια. Ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο Μελέτιο σὲ ἕνα πεῦκο καὶ νὰ τοῦ καρφώνουν τὸ σῶμα μὲ πυρακτωμένα καρφιά. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνέλαβε ὁ Καρτέριος ὁ χαλκέας μὲ τοὺς δώδεκα μαθητὲς αὐτοῦ. Μόλις ἄρχισαν νὰ καρφώνουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου Μελετίου, τὰ πυρακτωμένα καρφιὰ συντρίβονταν καὶ ἔπεφταν κατὰ πρόσωπο ἐκείνων ποὺ τὰ κάρφωναν καὶ τοὺς τύφλωναν.
Ἔτσι ὁ Καρτέριος καὶ οἱ μαθητές του πίστεψαν στὸν Χριστό καὶ ἀπετμήθησαν τὶς τίμιες κεφαλὲς αὐτῶν στὸ ὄρος τῶν Καδακορέων.
Καὶ ἐνῶ ὁ Ἅγιος Μελέτιος ἦταν κρεμασμένος στὸ δένδρο, φωνὴ ακούσθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε: «Ἔλα, ἀθλητά μου, Μελέτιε, ἀνάβαινε στὰ ταμεῖα τοῦ Παραδείσου καὶ στὸ χορὸ τῶν ἐκλεκτῶν μου Ἀγγέλων καὶ στὴ συνδρομὴ ὅλων τῶν Δικαίων μου.
Νὰ, ὅλοι οἱ Ἅγιοι στέκονται καὶ σὲ προσδοκοῦν, γιὰ νὰ σοῦ δώσουν τὰ βραβεῖα, διότι ἐσὺ ἐποίησες τὸ θέλημά μου ἐπὶ τῆς γῆς».
Τότε κατέβηκαν Ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ παρέλαβαν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μελετίου καὶ τὴν ἀνέφεραν στὸν οὐρανὸ σὰν περιστερὰ λευκὴ ἀπαστράπτουσα. Ἄγγελος Κυρίου κατῆλθε καὶ πῆρε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Μελετίου καὶ τὸ ἔφερε στὸ ὄρος, ὅπου τελειώθηκε καὶ τὸ στράτευμα αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Ἐλπίδιος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀμβέρσας, μεταξὺ Νεαπόλεως καὶ Καπούης τῆς Ἰταλίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βικέντιος τῶν Λερίνων
Ὁ Ὅσιος Βικέντιος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Γαλλίας καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὸν Θεό καὶ τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐνῶ ἦταν στρατιωτικός, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 445 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ἐξ Εὐρύχου Κύπρου
Δὲν εἶναι γνωστὸ πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακός, ὁ ἀσκητὴς τῆς Εὐρύχου. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του εἶναι ὅτι ἀπὸ βρέφος «ἐγένου τοῦ Κυρίου ἐραστὴς». Ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἀκολούθησε. Ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε πολιστὴς τῆς ἐρήμου καὶ ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας.
Στὸ ἀσκητήριό του τὸν ἐπισκέπτονταν πλήθη πιστῶν, γιὰ νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ λάβουν τῆν εὐχή του. Καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε. Τοὺς συμβούλευε νὰ ἀφήσουν τὰ μίση καὶ τὶς κακίες μεταξύ τους καὶ νὰ μετανοήσουν.
Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. «Φέρων τὸν σταυρὸν ἐπ’ ὤμων σου… καὶ πάθη θανατώσας τὰ τοῦ σώματος συντόνοις ἀγρυπνίαις καὶ δεήσεσι χάριν ἀπείληφας, Ὅσιε, τοῦ θεραπεύειν νοσήματα», γράφει ὁ ὑμνογράφος. Καθημερινὰ στὸ κελλί του, μαζὶ μὲ τὴν διδασκαλία ποὺ προσέφερε, θεράπευε ἀσθενεῖς καὶ πάσχοντες.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Κυριακὸς ὡς ἄγγελος στὴν ψυχή καὶ Θαυματουργός, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στυλίτης ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικήτας ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Περεγιασλάβλ τῆς Ρωσίας. Ἐργαζόταν ὡς φοροεισπράκτορας τοῦ πρίγκιπα Ντολγκορούκιγ καὶ εἰσέπραττε ἀπὸ τοὺς φορολογούμενους τεράστια ποσά, ποὺ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ δίδουν γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τῆς πόλεως καὶ ἑνὸς ναοῦ. Πέρασαν ἔτσι πολλὰ χρόνια. Ἀλλὰ ὁ φιλεύσπλαχνος Θεός, ποὺ θέλει ὅλοι νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ μετάνοια καὶ νὰ σωθοῦν, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν Νικήτα καὶ προετοίμασε τὴν ὁδὸ τῆς ἐπιστροφής του. Ὅταν μία ἡμέρα ὁ Νικήτας πῆγε στὴν ἐκκλησία, ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα: «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλὸν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν». Ἡ κεκοιμημένη συνείδησή του ξύπνησε καὶ ὁδηγήθηκε σὲ μεταμέλεια. Ἔτρεξε ἀμέσως στὴ μονὴ τοῦ Περεγιασλάβλ – Ζαλέσκϊυ, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικήτα, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του.
Ὁ γέροντας πνευματικός, γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἐξομολογουμένου, τοῦ ἔδωσε τὴν πρώτη ἐντολή : νὰ σταθεῖ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες στὶς πύλες τῆς μονῆς καὶ νὰ ὁμολογεῖ δημοσίως τὰ ἁμαρτήματά του. Μὲ βαθιὰ ταπείνωση ὁ Νικήτας ἔκανε ὑπακοή.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἐκάρη μοναχός καὶ ἄρχισε τὴν σκληρὴ πνευματικὴ ζωή καὶ τὴν ἄσκηση. Ἔσκαψε ἕνα κοίλωμα καὶ ἐκεῖ τοποθέτησε ἕνα βράχο ἐπάνω στὸν ὁποῖο κάθησε φορώντας βαριὲς ἁλυσίδες, ὡς νέος Στυλίτης.
Ὅμως μία νύχτα τοῦ 1196, ποὺ ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ οἱ ἁλυσίδες του ἔλαμπαν σὰν ἀσήμι, ληστὲς τὸν φόνευσαν καὶ ἔκλεψαν τὶς σιδερένιες ἁλυσίδες ποὺ νόμιζαν ὅτι ἦσαν πολύτιμες. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν καὶ κατάλαβαν ὅτι οἱ ἁλυσίδες ἦταν κατασκευασμένες ἀπὸ σίδερο, τὶς πέταξαν στὸν ποταμὸ Βόλγα.
Ὁ Θεὸς ὅμως θέλησε νὰ τιμήσει καὶ αὐτὰ τὰ ὁρατὰ σημεῖα τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ὁσιομάρτυρα Νικήτα. Μία νύχτα, ὁ εὐλαβὴς ἡλικιωμένος μοναχὸς Συμεών, ποὺ ἀσκήτευε στὴ μονὴ τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου τοῦ Γιαροσλάβλ, εἶδε ἐπάνω ἀπὸ τὸν ποταμὸ τρεῖς φωτεινὲς ἀκτίνες. Ἀμέσως οἱ Πατέρες τῆς μονῆς ἔτρεξαν, γιὰ νὰ δοῦν τὶ συμβαίνει. Μὲ δέος εἶδαν τὶς ἁλυσίδες τοῦ Ὁσίου Νικήτα νὰ ἐπιπλέουν. Μὲ εὐλάβεια τὶς πῆραν καὶ τὶς μετέφεραν στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Ὅταν, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1420 – 1425, ἄνοιξαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἄφθαρτο.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, κατὰ κόσμον Γαβριήλ, ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Νόβγκοροντ Ἰωάννη (1165-1185), τὸν ὁποῖο βοήθησε στὴν ἀνοικοδόμηση τῆς μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴ νῆσο Μιγιασίνο. Ἐκεῖ ὁ Γαβριὴλ ἐκάρη μοναχός, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Τὸ 1187 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1193.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, τὴν μνήμη του στὶς 10 Φεβρουαρίου, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς ἱερᾶς συνάξεως πάντων τῶν ἐν Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας Ἅγίων Ἱεραρχῶν.
Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Κάρραις τῆς Συρίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Τὴν Τετάρτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτάζουμε τὴν Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
Ἂν καὶ οἱ περισσότερες ἑορτὲς ἔχουν τὴ ἀπόδοση τοὺς τὴν ὄγδοη ἡμέρα, ἡ Ἀπόδοση τοῦ Πάσχα ἑορτάζεται τὴν 39η ἡμέρα.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Ὁμολογητὴς
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ καταγόταν ἐκ Συνάδων τῆς Φρυγίας ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ἔζησε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813-820 μ.Χ.). Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἔτυχε εὐρείας καὶ ἐπιμελοῦς μορφώσεως, συγκαταλεγόταν μεταξὺ τῶν δραπετῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἐπί Πατριάρχη Παύλου Δ’ τοῦ Κυπρίου (780-784 μ.Χ.) μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, λόγῳ τοῦ ἀδαμάντινου χαρακτῆρος καὶ τῆς μεγάλης μορφώσεώς του κατέλαβε περιφανὲς ἀξίωμα στὰ ἀνάκτορα.
Συνδέθηκε μὲ στενότατη φιλία μὲ τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο (τιμάται 8 Μαρτίου), ποὺ ἦταν ἄνδρας ἐπίσης ἐνάρετος καὶ μορφωμένος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀργότερα μετέβησαν στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο στὸν Εὔξεινο Πόντο, ὅπου ἐκάρησαν μοναχοὶ. Γιὰ τὴν μεγάλη τους ἀρετὴ καὶ τὴν βαθύτατη θεολογικὴ κατάρτιση πείσθηκαν καὶ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸν Ταράσιο κατ’ ἀρχὰς μὲν ἱερεῖς, στὴ συνέχεια δὲ ὁ μὲν Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ δὲ Μιχαὴλ Ἐπίσκοπος Συνάδων.
Καὶ στὴ νέα αὐτὴ θέση του διέλαμψε γιὰ τὸν ἔνθεο ζῆλο τους, διδάσκοντας ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλὰ ὁ ἱερὸς ζῆλος τοῦ Μιχαὴλ πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καταφάνηκε, ὅταν ἐνέσκηψε ὁ πόλεμος κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Μὲ ἀνυπέρβλητο θάρρος καὶ παρρησία δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει δημόσια αὐτὸν γιὰ τὸν ἄθεο καὶ ἀσεβὲς διάταγμά του καὶ νὰ ἀναθεματίσει ἐκείνους ποὺ δὲν προσκυνοῦσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Ὅταν ἀποφασίσθηκε νὰ ζητηθεῖ ἡ γνώμη καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ κρίθηκε ὡς ὁ καταλληλότερος καὶ ἐστάλη πρὸς τοῦτο στὴ Ρώμη. Ὁ Πάπας Λέων Γ’ (795-816 μ.Χ.) κατεδίκασε τὴν εἰκονομαχία καὶ ἐνθάρρυνε τὸν Πατριάρχη στὸν ἀγώνα του, ἀφοῦ γνωστοποίησε τὶς ἀποφάσεις του καὶ δι’ ἐπιστολῆς, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Ἅγιο Μιχαὴλ.
Παρὰ ταῦτα ὁ αὐτοκράτορας παρέμενε ἀμετάθετος στὰ ἀσεβὴ φρονήματά του καὶ ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν ἀντιτιθεμένων κληρικῶν. Ἔτσι, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ, κατ’ ἀρχὰς ἐξορίσθηκε στὸ φρούριο τῆς Ἀνατολῆς Εὐδοκιὰς, στὴ συνέχεια δὲ σὲ διάφορα μέρη, καταταλαιπωρούμενος καὶ στερούμενος τὰ πάντα, ἀλλὰ διατηρώντας ἀκμαῖο τὸ φρόνημα καὶ ἐξακολουθώντας, μὲ τοὺς ἐμπνευσμένους λόγους του, νὰ ὑπερασπίζεται τὴ Ὀρθόδοξη πίστη.
Κατὰ τὴν ὑπερδεκαετὴ αὐτὴ ἐξορία του ἐξ’ αἰτίας τῶν κακουχιῶν καὶ τῆς μεγάλης ἡλικίας, ἀφοῦ ἀσθένησε, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Γράφοντας ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης πρὸς τὸν Μητροπολίτη Νικαίας Πέτρο, ἱστορεῖ τὶς τελευταῖες στιγμὲς καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ, τοῦ ὁποίου τὶς ἀρετὲς ἐπαινεῖ: τὴν ἁγνεία, τὴ φιλοξενία, τὴν ταπείνωση, τὴ μετριοφροσύνη.
Ἡ ἁγία κάρα αὐτοῦ εἶναι ἀποθησαυρισμένη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀφοῦ δωρήθηκε ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς Βασίλειο καὶ Κωνσταντίνο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ ἀναθεμένος, τὴν σὴν ζωὴν ἐκ παιδὸς, ποιμὴν ἀνηγόρευσαι, καὶ Ἱεράρχης σεπτός, Χριστοῦ ἱερώτατε· ὅθεν τὴν τοῦ Δεσπότου, ὡς τιμήσας Εἰκόνα, θλίψεις ἐν ἐξορίαις, Μιχαὴλ καθυπέστης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις ἡμῖν, ῥεῖθρα ἰάσεων.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὥσπερ μέγας ἥλιος ἐξανατείλας, καταυγάζεις ἅπαντας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, καὶ τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, θαυματοφόρε Ἀγγέλων ὁμώνυμε.
Μεγαλυνάριον.
Κλῆσιν ἀγγελώνυμον ἐσχηκώς, ἰσάγγελος ὤφθης, ἐν τῷ κόσμῳ μετὰ σαρκός, ὡς ἱερομύστης, καὶ στῦλος Ἐκκλησίας· ἔνθεν ὦ Μιχαήλ σε, Χριστὸς ἐδόξασε.
Ὁ Ἅγιος Μανὴν ὁ Προφήτης
Ὁ Ἅγιος Μανὴν ἔζησε τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὡς προφήτης καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας: «Ἦσαν δὲ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναὴν τε Ἡρώδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δὴ μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὅ πρσκέκλημαι αὐτοὺς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Ὁ Προφήτης Μανὴν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μυροφόρος τοῦ Κλωπᾶ
Ἡ Ἁγία Μαρία ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ καὶ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ. Ἀκολούθησε τὸν Χριστό μέχρι τὸν Γολγοθᾶ καὶ μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα Αὐτοῦ καὶ τὴ Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ εἶδε τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφὴ Αὐτοῦ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Σαλωνᾶς ὁ Ρωμαῖος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαλωνᾶς τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σέλευκος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέλευκος τελειώθηκε διὰ πριονισμοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιτάκιος καὶ Βασίλειος ἔζησαν τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ. Ὁ Ἅγιος Ἐπιτάκιος θεωρεῖται ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούι τῆς Ἰσπανικῆς Γαλικίας, ὁ δὲ Ἅγιος Βασίλειος ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους ὡς δεύτερος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπράγα τῆς Πορτογαλίας τὸ 60 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς οἱ αὐτάδελφοι οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δονατιανὸς καὶ Ρογατιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ εὐγενὴ Ρωμαϊκὴ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ζοῦσε στὴν πόλη Νάντη τῆς Γαλλίας. Ὁ Δονατιανὸς βαπτίσθηκε Χριστιανὸς καὶ κήρυττε μὲ ζῆλο τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου.
Ὅμως συνελήφθη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Ρικτοβάρου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ὁ Μάρτυρας μὲ γενναιότητα ἀρνήθηκε καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ του παρακίνησε σὲ ὁμολογία πίστεως καὶ τὸν Ρογατιανὸ, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν πρόλαβε νὰ βαπτισθεῖ.
Ὁ ἄρχοντας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρὰ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας οἱ δύο ἀδελφοὶ Μάρτυρες προσευχήθηκαν θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Κύριό μας. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἄρχισαν καὶ πάλι τὰ βασανιστήρια. Διαπέρασαν τὶς κεφαλές τους μὲ λόγχες καὶ τελικὰ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ὁ Ρογατιανὸς βαπτίσθηκε στὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἔλαβαν τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου τους.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. οἱ Χριστιανοὶ ἀνήγειραν ναὸ στὸν τόπο τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν Μαρτύρων καὶ τὶ 1145 τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετεκομίσθηκαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Νάντης.
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Μερκουλιάλιος ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.
Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Φόρλι τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν σθεναρὸς ἀντίπαλος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 406 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Γένοβα τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο καὶ 5ο αἰώνα μ.Χ.
Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν πόλη Λανγκρὲ τῆς Γαλλίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 407 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ σὺν αὐτοὺς δέκα ἐννέα Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κουϊντιανὸς, Λούκιος καὶ Ἰουλιανὸς μαρτύρησαν μαζὶ μἐ ἄλλους δέκα ἐννέα Χριστιανοὺς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στὴν Ἀφρικὴ, τὸ 430 μ.Χ., ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανοὺς.
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Πατρίκιος ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη 4ος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βαϋὲξ στὴ Νορμανδία τῆς Γαλλίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 469 μ.Χ.
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος
Οἱ Ὅσιοι Εὐτύχιος καὶ Φλωρέντιος ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς περιοχῆς Βαλκαστορία, κοντὰ στὴ Νουρσία τῆς Ἰταλίας.
Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη τὸ 540 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐγκωμίασε σὲ λόγους του τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ θαύματά τους.
Ὁ Ἅγιος Δεσιδέριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δεσιδέριος ἔζησε τὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ἀουτοὺν τῆς Γαλλίας. Σπούδασε στὴ Βιέννη, ὁπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος αὐτῆς. Ἐργάσθηκε μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἔλεγξε τοὺς ἄρχοντες τῆς ἐποχῆς γιὰ τὸν ἔκλυτο τρόπο τοῦ βίου καὶ τὴν ἀδικία τους.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διέβαλαν στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο (τιμάται 12 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀναγνώρισε τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος ἔλεγξε, ἐπίσης, καὶ τὸν βασιλέα Τιέρρυ τὸν Β’ τῆς Βουργουνδίας, τοῦ ὁποίου ὁ βίος ἦταν ἀνήθικος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξορίσθηκε. Ἐπέστρεψε στὴν Ἐπισκοπή του μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια, ἀλλὰ δολοφονήθηκε τὸ 608 μ.Χ., μὲ διαταγὴ τοῦ βασιλέως.
Ὁ Ὅσιος Συάγριος
Ὁ Ὅσιος Συάγριος ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλλία. Ἔγινε μοναχὸς στὴ νῆσο τῶν Λερίνων καὶ ἀργότερα ἵδρυσε μονὴ στὴν περιοχὴ τῆς Προβηγκίας.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 787 μ.Χ., στὴν πόλη Νίκαια τῆς Γαλλίας.
Εὕρεση τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λεοντίου, Ἐπισκόπου Ροστὼβ
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Κιέβου. Σπούδασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ Πετσέρσκϊυ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου (τιμάται 10 Ἰουλίου). Ἀργότερα ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ροστώβ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν ἀρχιερατικὴ διακονία του μὲ ἔνθεο ζῆλο.
Ὁ Ἅγιος Λεόντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1073.
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Δαμιανὸς, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἦταν βασιλέας τῶν Γεωργιανῶν (1125) καὶ υἱὸς τοῦ βασιλέα Δαβίδ Β’ τοῦ Ἰσχυροῦ ἢ Ἐπανορθωτοῦ (1089-1124). Ἔζησε κατὰ τὸν 11ο καὶ 12ο αἰώνα μ.Χ. καὶ, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, ἔγινε μοναχὸς, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμιανὸς.
Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1156.
Ὁ Ἅγιος Σίμων ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Σίμων, Ἐπίσκοπος Σουζδαλίας, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη, κατὰ κόσμον Πρεντισλάβα, γεννήθηκε περὶ τὸ 1105 στὴ Ρωσία. Ἦταν θυγατέρα τοῦ πρίγκιπα τοῦ Πολὼκ Σβιατοσλάβου Γεωργίου Βσελόντοβιτς, ἀνιψιὰ τοῦ βασιλικοῦ πρίγκιπα Βσέσλαν Μπραγιασλάβιτς καὶ ἐξαδέλφη τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἐμμανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
Ζοῦσε μὲ τὸν πατέρα της στὴν αὐλὴ τοῦ πατρογονικοῦ της θείου Μπόρις Βσεσλάβιτς, στὸ Πολὼκ. Ἤδη ἀπὸ νηπιακὴ ἡλικία ἡ Πρεντισλάβα ἄκουσε τὴν κλήση τοῦ Κυρίου.
Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στὴν ἡλικία ποὺ οἱ πριγκίπισσες συνήθιζαν νὰ παντρεύονται (12 χρονῶν), ἄρχισε νὰ ἀρνεῖται ὅλους ὅσοι τῆς προτείνονταν καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει σ’ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ἡ θεία της, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μείνει στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Ἐπειδὴ ἦταν πολύ μορφωμένη, ἀφιερώθηκε στὴν ἀντιγραφὴ βιβλίων καὶ μὲ τὰ ἔσοδα βοηθοῦσε τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες καὶ τοὺς φτωχοὺς. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλίας τῆς ἐμπιστεύθηκε τὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος μαζὶ μὲ τὴν γειτονικὴ περιοχὴ, γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Σέλκο. Στὴν πράξη τῆς παραδόσεως ἦταν ἐπίσης παρὼν καὶ ὁ Μπόρις, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ πατέρα της, ποὺ πέθανε τὸ 1128.
Ἀμέσως ὁ Ὁσία ἄρχισε τὴν ἀνοικοδόμηση γυναικείας μονῆς στὴν ὁποία ἔμελλε νὰ μονάσουν καὶ ἡ ἀδελφή της Γκορισλάβα ἢ Γκραντισλάβα, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα Εὐδοξία καὶ μία ἐξαδέλφη της. Ὁ παλαιὸς βιογράφος διέδωσε τὴν πνευματική της συνομιλία μαζί τους καὶ μαζὶ μὲ ἄλλες ποὺ εἶχαν τὴ μοναχικὴ κλήση. Ἀργότερα, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν κατασκευὴ μιᾶς ἀνδρικῆς μονῆς ἀφιερωμένης στὴ Θεοτόκο.
Τὴν ἴδια περίοδο, ὅμως, ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μία δραματικὴ στιγμὴ. Ἀφοῦ δέχθηκε ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς Πολόφσκυ, φανατικοὺς ἐχθροὺς τῶν Ρώσων, ὁ μεγάλος πρίγκιπας Μστισλάβ ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Πολώκ, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, προτιμοῦσαν νὰ ἀσκήσουν μία πολιτικὴ παρελκυστικὴ.
Ἀφοῦ βγῆκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν σύγκρουση, ὁ Μστισλάβ τιμώρησε τὴν οἰκογένεια τῆς Εὐφροσύνης ἐξορίζοντάς την στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1130. Μία ἀδελφή της, ὅμως, νυμφεύθηκε τὸν υἱὸ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἔτσι οἱ Ρῶσοι πρίγκιπες ἔγιναν δεκτοὶ μὲ εὔνοια στὴν πρωτεύουσα.
Καὶ γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς φῆμες περὶ ἀνανδρίας ποὺ τοὺς ἀποδόθηκε ἀπὸ τὸν Μστισλάβ, συμμετεῖχαν μὲ ἀνδρεία σὲ ὁρισμένες μάχες κατὰ τῶν Ἀράβων. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μστισλάβ, ὁ ἀδελφὸς τῆς Εὐφροσύνης Δαβὶδ καὶ ὁ πατέρας της Σβιατοσλάβος ἐπέστρεψαν στὸ Πολὼκ φέρνοντας μάλιστα καὶ δῶρα ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορα Μανουὴλ τοῦ Κομνηνοῦ.
Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὴν πλευρά του, συνεισέφερε στὴν ὑλοποίηση τοῦ ὀνείρου του, νὰ μεταμορφώσει τὴν ξύλινη ἐκκλησία ποὺ ἡ Εὐφροσύνη εἶχε κτίσει γιὰ τὸ μοναστήρι της σὲ πέτρινη. Ὁ ναὸς ὀνομάστηκε Σπασγιούρεβιτς Μστισλάβ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Σωτήρα Χριστὸ. Οἱ ἐργασίες, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἰβάν, ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1160, ἔτος τὸ ὁποῖο ἀφιερώθηκε στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ τοποθετήθηκε σκόπιμα ἐκεῖ δήλωνε μὲ ἀρκετὰ λεπτομερειακὸ τρόπο τὰ ἔξοδα ποὺ χρειάστηκαν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο καθαγιάσθηκαν ἕνας Σταυρὸς μὲ ἕξι πλευρὲς, ἔργο τοῦ δασκάλου Λάζαρου Μπογκὸς.
Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἔφερε πάντα μαζί της αὐτὸ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε λείψανα Ἑλλήνων Ἁγίων, ὅπως ἐπίσης καὶ μία εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ ἀποδιδόταν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν μέρος τῶν δώρων τοῦ αὐτοκράτορα. Ἀργότερα ἐμπιστεύθηκε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς μονῆς στὴν ἀδελφή της Γκορισλάβα, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό της ἕνα προσκυνηματικὸ ταξίδι στοὺς Ἁγίους Τόπους, διερχόμενη ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Στὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπισκέφθηκε τὸ Ρωσικὸ μοναστήρι τῆς Θεοτόκου καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ ἐκπληρώσει τὸ τάμα της.
Εἶχε σκοπὸ νὰ πάει στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις της τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ εἴκοσι τέσσερις ἡμέρες ἔπρεπε νὰ παραμείνει κλινήρης στὸ Ρωσικὸ μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 1173. Εἶχε ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ ὑπενθύμισαν ὅτι ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸν Κανόνα τῆς μονῆς ἀπαγόρευε τὴν ταφὴ γυναικῶν στὴν ἐκκλησία τους. Γι’ αὐτὸ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στὴ Ἱερουσαλὴμ.
Σύμφωνα μὲ μία παράδοση ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὸ Πατερικὸν τοῦ Κιέβου, μὲ τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Σαλαντὶν τὸ 1187, οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ μετέφεραν τὸ ἱερὸ λείψανό της στὸ Κίεβο, στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ὅπου ἀναπτύχθηκε μία τοπικὴ τιμὴ πρὸς τὸ πρόσωπό της.
Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα μ.Χ. οἱ κάτοικοι τοῦ Πολὼκ ζήτησαν ἐπανειλημμένα τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων στὴν πόλη τους. Τὸ 1833, ὁ Γαβριὴλ, Ἐπίσκοπος τοῦ Βιτέμπσκ καὶ Μογκίλεβ, ἔκανε αἴτηση στὸν τσάρο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ.
Κάτι ἄρχισε νὰ συζητεῖται περὶ τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ τὸ 1871, ὅταν ὁ Μητροπολίτης τοῦ Κιέβου Ἀρσένιος συναίνεσε στὴν ἐπιστροφὴ τμήματος τῶν ἱερῶν λειψάνων. Τὸ 1893, ὡστόσο, ὄχι μόνο ἡ αἴτηση ἀπορρίφθηκε, ἀλλὰ ἀπαγορεύθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιμονὴ στὸ ζήτημα, τὸ ὁποῖο φαινόταν νὰ ἔχει φθάσει σὲ μηδενικὸ σημεῖο. Ἀντίθετα τὸ ζήτημα τέθηκε ἐκ νέου στὴν πανρωσικὴ ἱεραποστολικὴ διάσκεψη τοῦ Κιέβου (12 – 26 Ἰουλίου 1908). Ὀρίσθηκε μία ἐπιτροπὴ, ἡ ὁποία στὶς 29 Μαΐου 1909, ἐξέφρασε ἄποψη ὑπὲρ τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων.
Ἀφοῦ ἐλήφθη ἡ συγκατάθεση τόσο τῆς Ἁγίας Συνόδου, ὅσο καὶ τοῦ τσάρου Νικολάου Β’, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1910, τὰ ἑρὰ λείψανα μὲ κάθε ἐπισημότητα μετεκομίσθηκαν στὸ Πολὼκ καὶ τὸ πρωὶ τῆς 23ης Μαΐου τοποθετήθηκαν στὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς Ἁγίας Εὐφροσύνης.
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τῶν Σοβιὲτ τὰ ἱερὰ λείψανα ἀπομακρύνθηκαν ἐκ νέου καὶ τοποθετήθηκαν ἀρχικὰ στὸ μουσεῖο τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκκενώσεως τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1941 οἱ πιστοὶ τὰ ἀνέσυραν καὶ τὰ τοποθέτησαν στὴν ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου Προστάτιδος τοῦ Βιτέμπσκ.
Τελικὰ, στὶς 23 Ὀκτωβρίου 1943 ἐπιστράφηκαν στὸ μοναστήρι τοῦ Πολὼκ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Ἐφέσου, ποὺ φυλασσόταν στὸ καθολικὸ τῆς ἀνδρικῆς μονῆς, εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 1239 ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ τὴν πῆρε καὶ τὴν μετέφερε στὴν ἐκκλησία τοῦ Τοροπὲτς στὸ πριγκιπάτο τοῦ Πσκὼφ.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ μοναστήρι της, ἀνάμεσα στὸ 1579 καὶ τὸ 1580, παραχωρήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Στέφανο στοὺς Ἰησουΐτες. Ὅταν τὸ 1656 ἡ περιοχὴ τοῦ Πολὼκ ἀνακαταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ρώσους, ὁ ναὸς παραδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους.
Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐπεστράφη στοὺς Ἰησουΐτες, μέχρι ποὺ τὸ 1835, μὲ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἰησουϊτῶν ἀπὸ τὴν Ρωσία, ὁ τσάρος Νικόλαος Α’ τὸν παρέδωσε ὁριστικὰ στοὺς Ὀρθοδόξους. Πέντε χρόνια ὁ ναὸς μετὰ ξαναπῆρε ζωὴ μὲ μία γυναικεία μοναστικὴ κοινότητα.
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος
Ὁ Ὅσιος Ἀβράμιος τοῦ Γιαροσλάβλ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα μ.Χ. Μόνασε στὴν μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1219.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο καὶ 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ τὸ 1328 καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1336.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἐπίσκοπος
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1384.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔζησε τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἔφθασε στὴν πόλη Γκαλίτς τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὸ νότο περὶ τὸ 1385. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Γκαλίτς καὶ ἀμέσως ἄρχισε τὸν σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα.
Στὸ Βίο ἀναφέρεται ὅτι μία φορὰ ὁ Ὅσιος Παΐσιος βρισκόταν σὲ ἕνα κελλὶ μαζὶ μὲ τὸν ἐρημίτη Κασσιανὸ, τὸν ἐπονομαζόμενο «Ἕλληνα», στὸν ποταμὸ Οὔκμα καὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς Ἀδριανὸ καὶ Γεράσιμο.
Ἐνῶ ἔψελναν τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ξαφνικὰ ἐπάνω σὲ ὁλόκληρο τὸ μοναστήρι ἐμφανίσθηκε ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς καὶ οἱ μοναχοὶ ἄκουσαν μία φωνὴ ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὸ κελλὶ. Τρομαγμένοι, ἐξῆλθαν καὶ Ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἔδειξε ἕνα ὅραμα: τὴ Θεοτόκο, ποὺ καθόταν σὲ ἕναν θρόνο καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Βρέφος.
Οἱ μοναχοὶ ἔπεσαν στὴ γῆ, ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τοὺς εἶπε νὰ σηκωθοῦν καὶ τοὺς διαβίβασε τὴν ἐντολὴ τῆς Θεοτόκου νὰ οἰκοδομήσουν σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Προστάτιδος Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς οἰκοδομήθηκε τὸ 1482 καὶ ὁ Ἀδριανὸς συμμετεῖχε στὴν κατασκευὴ τῆς πέτρινης ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸ 1489 βοήθησε τὸν Ὅσιο Παΐσιο στὴν κατασκευὴ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸν μικρὸ ποταμὸ Γκρέκοφ, στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ τοῦ Βόλγα, ποὺ ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Προστάτιδος Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς περιοχῆς καὶ ἀντιστάθηκε στοὺς φεουδαρχικοὺς πολέμους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν Μόσχα.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ βίο καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὁ Ὅσιος προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἔτσι ἄρχισε νὰ ἐντείνει τοὺς πνευματικοὺς του ἀγῶνες καὶ νὰ προετοιμάζεται ἐσωτερικὰ, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1460 ἢ τὸ 1463 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Οὐσπένσκι.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς, τιμάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς καὶ Βογολέπιος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. Ὑπῆρξαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Οὔγκλιχ, ἱδρυτὴ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος στὸ Οὔρλικ καὶ τὰ ὀνόματά τους ἐμφανίζονται στὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ποὺ συντέθηκε κατὰ τὸν 16ο ἢ 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν διήγηση πληροφορούμεθα ὅτι ὁ Ὁσιος Ἀδριανὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους δέκα μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου καὶ ἀποθηκάριος τῆς μονῆς. Ἦταν πρωταγωνιστής, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Παΐσιο, σὲ μία θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὸ 1472.
Ὁ Ὅσιος Ἀδριανὸς ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου.
Ὁ ἄλλος μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου, ὁ Βογολέπιος, πρὶν νὰ ἐγκαταβιώσει στὸ μοναστήρι, ἐργαζόταν σὲ ἕνα φοῦρνο καὶ συνέχισε αὐτὸ τὸ διακόνημα καὶ μέσα στὸ μοναστήρι.
Καὶ μὲ τὸν Ὅσιο Βογολέπιο συνδέεται, ἐπίσης, μία διήγηση γιὰ μιὰ θαυμαστὴ ἐμφάνιση τῆς Παναγίας. Ἐνῶ ἀντλοῦσε νερὸ ἀπὸ τὸν ποτεμὸ Βόλγα, εἶδε νὰ ἐπιπλέει στὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ μία εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου λουσμένη σὲ οὐράνιο φῶς: ἦταν ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Προστάτιδος.
Ἀφήνοντας τὸ δοχεῖο στὸ νερὸ ὁ Ὅσιος Βογολέπιος ἔτρεξε βιαστικὰ στὸ μοναστήρι καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονὸς στὸν Ὅσιο Παΐσιο. Ὁ Ἅγιος μοναχός, μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀδριανό, τὸν Ὅσιο Βογολέπιο καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Βασσιανός, μετέφεραν μὲ εὐλάβεια τὴν εἰκόνα στὸ μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος Βογολέπιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ Ἰωαννίκιος
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καὶ ἰωαννίκιος τοῦ Ζαονικιέφ, ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψαν στὴν ἔρημο τοῦ Ζαονικιέφ, στὴν περιοχὴ τοῦ Βλαδιμίρ, κοντὰ στὴν πόλη Βολογκντά. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Δανιὴλ ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Δανιὴλ τοῦ Γκρεχοζαρούσκϊυ, μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα μοναχοὺς καὶ διακόσιους λαϊκοὺς τοῦ Οὔγκλιχ κατὰ τῆν διάρκεια τοῦ Ρωσοπολωνικοῦ πολέμου τὸ 1608.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ, ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, ὅπως ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Περεγιασλάβλ. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, γι’ αὐτὶ καὶ ἀποκαλεῖται «Θαυματουργός».
Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων
Οἱ Ὅσιοι Δωρόθεος καὶ Ἱλαρίων ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Νικούλσκϊυ κοντὰ στὸ Νίζνιθ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Πσκώφ. Ἀξιώθηκε νὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας, τὴν ὁποία πῆρε μαζί του καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 1622.
Περὶ τοῦ Ὁσίου Ἱλαρίωνος δὲν ἔχουμε ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες. Τὸ ὄνομά του συναντᾶμε σὲ χειρόγραφα τοῦ 17ου – 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεβς τῆς Θεοτόκου κοντὰ στὴν πόλη Γιούρεβετς Ποβόλζσκ καὶ ἀκολούθως στὴν ἔρημο.
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ ἐν Σαρτόμᾳ
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Σαρτόμα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Σύναξη πάντων τῶν ἐν Ροστώβ – Γιαροσλάβλ διαλαμψάντων Ἁγίων
Ἡ ἑορτὴ ὅλων τῶν Ἁγίων τοῦ Ροστώβ – Γιαροσλάβλ τῆς Ρωσίας καθιερώθηκε τὸ 1964, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἀλεξίου Β’ καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποίοι μνημονεύονται εἶναι:
ὁ Ἱερομάρτυς Λεόντιος, Ἐπίσκοπος τοῦ Ροστώβ, οἱ Ὅσιοι Ἀδριανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Δανιὴλ Γκρεχοζαρούσκϊυ καὶ τριάντα μοναχοὶ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν διακόσιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ἡ Ἁγία Ἀναστασία τοῦ Οὔγλιχ καὶ οἱ μαζὶ μὲ αὐτὴν τριάντα πέντε μοναχὲς Μάρτυρες, οἱ Ὁσιομάρτυρες Ἀντωνίνος Ποκρόφσκϊυ, Γεράσιμος, Εὐθύμιος, Βαρσανούφιος, Μακάριος, Ματθαῖος, Βασσιανός, Γουρίας, Ἰωήλ, Ἱλαρίων, Ἰωήλ, Ἀκάκιος, Ὀνούφριος, Ἰωσήφ, Γερόντιος, Λεόντιος, Τύχων, Φιλάρετος, Γελάσιος, Ἰωσήφ, Βασσιανός, Χριστόφορος, Σεραφείμ, Γερμανός, Μάρκελλος, Νικήτας, Ἀρσένιος, Θεοδόσιος, Ἰωνᾶς, Ἰούδας, Συμεών, Μιχαήλ, Ἰωάννης, Μακάριος, Μάμων, Γρηγόριος, Νικηφόρος, Ἱλαρίων, Ἀθανάσιος, Πολύευκτος, Κοσμᾶς καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν χίλιοι πιστοὶ Μάρτυρες τοῦ Οὔγκλιχ, ὁ Ἅγιος Βασίλειος τῆς Μανγκαζίας, οἱ Ἐπίσκοποι Θεόδωρος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἡσαΐας τοῦ Ροστώβ, Συμεών τοῦ Ροστώβ, Λουκᾶς τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Α’ τοῦ Ροστώβ, Ἰγνάτιος τοῦ Ροστώβ, Πρόχορος τοῦ Ροστώβ, Ἀντώνιος τοῦ Ροστώβ, Κύριλλος Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἰακὼβ τοῦ Ροστώβ, Θεόδωρος Β’ τοῦ Ροστώβ, Στέφανος τῆς Πέρμ, Γρηγόριος ὁ Σοφὸς τοῦ Ροστώβ, Διονύσιος τοῦ Ροστώβ, Ἐφραὶμ τοῦ Ροστώβ, Τρύφων τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Α’ τοῦ Ροστώβ, Βασσιανὸς Β’ τοῦ Ροστώβ, Ἀλέξανδρος τοῦ Περεγιασλάβλ καὶ Δημήτριος τοῦ Ροστώβ.
Οἱ μοναχοὶ Ἀβραὰμ τοῦ Ροστώβ, Νικήτας ὁ Στυλίτης τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἀβραὰμ τοῦ Περεγιασλάβλ, Πέτρος Ὀρντύνσκϊυ, Συλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, Σέργιος τοῦ Ραντονέζ, Κύριλλος καὶ Μαρία του Ραντονέζ, Στέφανος τῆς Μόσχας, Ὀνήσιμος ὁ Φύλακας καὶ Ἐλισαῖος, διάκονος τοῦ Ραντονέζ, Θεόδωρος καὶ Παῦλος τοῦ Ροστώβ, Ἐπιφάνιος ὁ Σοφός, Βαρλαὰμ Οὐλέγμνσκϊυ, Σεβαστιανὸς τοῦ Ποσεσόνε, Παΐσιος τοῦ Οὔγκλιχ, Ἀδριανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βογολέπιος τοῦ Οὔγκλιχ, Κασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Βασσιανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Ἰγνάτιος Πριλούσκϊυ, Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ, Λεωνίδας τῆς Ποσεσόνε, Κυπριανὸς Τρόπσκϊυ, Γεράσιμος Μπολντίνσκϊυ, Γεννάδιος τῆς Κοστρόμα καὶ τοῦ Λγιουμπιμογκράντ, Ἰγνάτιος τῆς Λόμα, Ἰσαὰκ τῆς Λόμα, Εἰρήναρχος ὁ Ἐρημίτης τοῦ Ροστώβ, Δωρόθεος Γιούγκσκϊυ, Νικόδημος Κοζεοζέρσκϊυ, Διονύσιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωακείμ τῆς Σαρτόμα, Κορνήλιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Κύριλλος Μπορισσογκλέμπσκϊυ, Ποιμὴν τοῦ Ροστώβ. Οἱ εὐσεβεῖς πρίγκιπες Βασίλειος τοῦ Ροστώβ, Βασίλειος καὶ Κωνσταντίνος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀλέξανδρος Νέφσκϊυ, Γκλὲμπ τοῦ Ροστώβ, Ρωμανὸς τοῦ Οὔγκλιχ, Θεόδωρος τοῦ Σμολένσκ, καὶ οἱ υἱοί του Δαβὶδ καὶ Κωνσταντίνος, Βασίλειος τοῦ Γιαροσλάβλ, Ἀνδρέας τοῦ Σμολένσκ, Ἀνδρέας τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος τοῦ Οὔγκλιχ, Δημήτριος Ζαρέβιτς τοῦ Οὔγκλιχ καὶ τῆς Μόσχας.
Οἱ «δίκαιοι» Θέκλα, Ἰωάννης ὁ Νέος τοῦ Οὔγκλιχ, οἱ «διὰ Χριστὸν σαλοὶ» Ἰσίδωρος τοῦ Ροστώβ, Σέργιος τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωάννης ὁ Τριχωτὸς τοῦ Ροστώβ, Ἰωάννης τῆς Μόσχας, Στέφανος τοῦ Ροστώβ, Ἠλίας τοῦ Ντανίλοβο, Ἀθανάσιος τοῦ Ροστώβ, Ὀνούφριος τοῦ Ρομανώφ.
Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰθακησίου, τιμάται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 2 Μαρτίου.
Δεν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸ γεγονός.












Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον πέφηνας, ἁγιωσύνης, τὸν πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ἠγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε, ὅθεν βλυστάνεις ἐκ θείας χρηστότητας, ἁγιασμὸν ἀληθῆ τοὶς βοώσι σοι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐν οἴκῳ Θεοῦ, ὡς φοῖνιξ σὺ ἐξήνθησας, καρποὺς τε αὐτῶ, ἀρετῶν προσενήνοχας, διὰ τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἀρίστης Πάτερ Θεόδωρε, ὅθεν καὶ μακαρίζῃ νῦν, ὡς τῶν Ἀσωμάτων ἰσοστάσιος.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἱερομάρτυρα, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία στὶς 12 Δεκεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος Ἐπίσκοπος Τέρνι
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τέρνι τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 138 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Περεγρίνος τῆς Ὠξέρρης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Περεγρίνος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε πιθανῶς τὸ 261 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Γαλλιηνοῦ ἢ τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανού.
Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς, Αὐδιησοὺς οἱ Ἐπίσκοποι, Βενιαμὶν ὁ διάκονος καὶ ἄλλοι τριάντα ὀκτὼ μάρτυρες
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου Βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309-379 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Αὐδιησοὺς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βηθχασχάρ. Ἀφοῦ κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἀνεψιό του στὸν βασιλέα ὅτι ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρονοῦσε τὰ εἴδωλα, συνελήφθη καί, μαζὶ μὲ δεκαέξι πρεσβυτέρους, ἐννέα διακόνους, ἕξι μοναχοὺς καὶ ἑπτὰ παρθένες, ὁδηγήθηκε ἐνώπιον αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ τοὺς λοιποὺς τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἀπεστάλη στὸ Μβεὴτ Λαβάτ, πρὸς τὸν ἀδελφὸ τοῦ βασιλέως Ἀρσήθ.
Αὐτός, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε καὶ πιστοποίησε τὴν ἐμμονὴ τους πρὸς τὴν Χριστιανικὴ πίστη, διέταξε νὰ θέσουν ξύλα περὶ τὰ σώματά τους, ἔπειτα δέ, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν, συνέτριψαν τὰ ὀστᾶ καὶ σὲ ἄθλια κατάσταση τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὡς τροφὴ τοὺς διδόταν μόνο εἰδωλόθυτα.
Αὐτοὶ ὅμως ἀρνοῦνταν νὰ φάγουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀρκοῦνταν σὲ λίγο ψωμὶ καὶ νερό, τὰ ὁποία κρυφὰ τοὺς ἔφερνε θεοσεβὴς Χριστιανή. Μετὰ ἀπὸ λίγο συνελήφθη καὶ ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Χασχὰρ Αὐδᾶς, ὅλοι δέ, ἐμμένοντας μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία στὴν ὁμολογία τους, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔτσι περιεβλήθησαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τὸ 375 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βαχθισόης, Ἰσαάκιος καὶ Συμεὼν τελειώθηκαν διὰ πυρός. Στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρεται ὅτι ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.) καὶ τοῦ Πέρσου βασιλέως Σαπὼρ Β’ (309-379 μ.Χ.), ἀφοῦ προσήχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ὁ Πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Καραντόκιος ἦταν Οὐαλλὸς πρίγκιπας καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Βοήθησε τὸν Ἅγιο Πατρίκιο, Φωτιστῆ τῆς Ἰρλανδίας, στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Δομνόλος
Ὁ Ἅγιος Δομνόλος ἦταν μοναχὸς στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου, κοντὰ στὸ Παρίσι τῆς Γαλλίας, καὶ τὸ 543 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λὲ Μᾶν. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 581 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Φιδωλὸς
Ὁ Ὅσιος Φιδωλὸς ἔζησε στὴν Γαλλία καὶ ἦταν υἱὸς ἀνωτέρου Ρωμαίου κρατικοῦ ἀξιωματούχου. Αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὸν βασιλέα Κλόβις καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Aumont, κοντὰ στὸ Troyes, Ἀβεντίνο. Ἐκεῖ ἐξελέγη ἀργότερα ἡγούμενος καὶ ἀσκήτεψε, ἀφοῦ διέπρεψε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτεία. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς ὁ Ἀναχωρητὴς
Ὁ Ὅσιος Βρενδανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία περὶ τὸ 489 μ.Χ. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴ χώρα του καὶ κοιμήθηκε στὴν πόλη Ἄνναγχνταουν μεταξὺ τῶν ἐτῶν 577 καὶ 583 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος
Ὁ Ὅσιος Καραντόκιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς περιοχῆς Λανγκράννογκ καὶ τὴν μονὴ τοῦ Κέρναχ στὴν ὁποία ἔγινε ἡγούμενος. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Ἰρλανδία καὶ τὴ Βρεττάνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος Ἐπίσκοπος Ἀμιένης
Ὁ Ἅγιος Ὀνωράτος γεννήθηκε στὸ Πὸρτ λὰ Γκρὰντ τῆς Γαλλίας κοντὰ στὴν Ἀμιένη. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμιένης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι ἀββάδες ἐν τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἀναιρεθέντες
Ἀγνοοῦμε, λόγω ἐλλείψεως ὑπομνήματος, ἂν πρόκειται περὶ τῆς σφαγῆς τῶν Σαββαϊτῶν Πατέρων ποὺ τελειώθηκαν μαρτυρικὰ ὑπὸ τῶν Βλεμμύων, Ἀράβων λῃστῶν, καὶ ἑορτάζονται στὶς 20 Μαρτίου ἢ περὶ ἄλλης σφαγῆς σὲ ἄλλη ἐποχή.
Ὁ Ἅγιος Παπυλίνος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παπυλίνος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Φήλικας καὶ Γεννάδιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φήλικας καὶ Γεννάδιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Πέτρος ἤθλησε ὑπὲρ τῶν Ἁγίων εἰκόνων τὸ 761 μ.Χ. Ὡς φαίνεται αὐτὸς εἶναι ὁ ἀοίδιμος στυλίτης ἀπὸ πέτρας, ποὺ ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης, ὅπου ἡ λέξη «πέτρα» ἀναφέρεται στὸ ναὸ τῆς Θεομήτορος ἢ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Πέτρα, ὅπου μόναζε ὁ Ὅσιος Πέτρος.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πλήρης ἀρετῶν καὶ κεκοσμημένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διακρινόταν γιὰ τὴν πραότητα καὶ τὴν καλοσύνη, τὴ φιλάνθρωπη διάθεση καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ὅσιος Νεάδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Α’ ὁ Μυστικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ εὔπορη καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ ἤκμασε περὶ τὸ τέλος τοῦ 9ου καὶ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Σὲ νεαρὴ σχετικὰ ἡλικία ἔλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ συγκλητικοῦ καὶ χρημάτισε σύμβουλος ἐξ ἀπορρήτων τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάσθηκε καὶ «Μυστικός». Ὅμως ὁ Νικόλαος, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο, ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Γαλακρηνῶν καὶ ἀργότερα, γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετὲς καὶ τὴ μόρφωσή του, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ χειροτονήθηκε τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 895 μ.Χ., διαδεχόμενος τὸν ἀποθανόντα Πατριάρχη Ἀντώνιο Β’ τὸν Καυλέα.
Πρῶτο μέλημά του μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο τὸν ἔφερε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα καὶ τοῦ στοίχισε προσωρινὰ τὸν πατριαρχικὸ Θρόνο. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι ὁ αὐτοκράτορας, παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἐκκλησίας, τέλεσε τέταρτο γάμο μετὰ τῆς Ζωῆς τῆς Καρβονοψίνας.
Μόλις ὁ Πατριάρχης Νικόλαος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, καθαίρεσε τὸν ἱερέα Θωμὰ ποὺ τέλεσε τὸ μυστήριο καὶ ἀφόρισε τὸν αὐτοκράτορα. Ὁ Λέων, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸν ἐκθρονίσει καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Εὐθύμιο τὸν Α’, ὁ ὁποῖος γιὰ «λόγους οἰκονομίας», ἀναγνώρισε τὸν γάμο τοῦ Λέοντος.
Τὸ γεγονὸς ἐπέφερε σάλο στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν κληρικῶν ἐξακολουθοῦσε νὰ θεωρεῖ τὸ Νικόλαο ὡς νόμιμο Πατριάρχη. Πρὸς κατάπαυση τοῦ σάλου καὶ γιὰ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Λέοντος, Ἀλέξανδρος, τὸ 911 μ.Χ., καθαίρεσε ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τὸν Εὐθύμιο καὶ ἀποκατέστησε σὲ αὐτὸν τὸ Νικόλαο.
Ἐπὶ τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἔγινε καὶ ἡ πρώτη διάταξη τοῦ Μηνολογίου τῶν Ἁγίων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπαγορεύθηκε ρητὰ ὁ τέταρτος γάμος διὰ τοῦ λεγομένου «Τόμου τῆς Ἑνώσεως».
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 925 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Γαλακρηνῶν.
Μνήμη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας πλησίον τοῦ Νεωρίου
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἑορταζόταν ἡ γενεθλιακὴ ἑορτὴ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, ποὺ ἔκειτο στὴ θέση Μπαγτζὲ – καπὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἐπισκόπου Μυτιλήνης, ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἴσως κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας, τιμάει ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Οἱ Ὅσιοι Κασσιανὸς καὶ Λαυρέντιος
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Κομὲλ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου τοῦ Κομὲλ (τιμᾶται 19 Μαΐου) καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Κομέλ. Καθημερινὰ μοχθοῦσε νὰ μιμηθεῖ τὸν πνευματικό του διδάσκαλο σὲ ὅλα καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸν μοναχικό του κανόνα.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς συμβούλευε τοὺς μοναχοὺς νὰ διάγουν τὸν βίο τους μὲ φόβο Θεοῦ, νὰ προσεύχονται ἀδιάλειπτα , νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου καὶ νὰ ἀποβάλλουν ὅλες τὶς κοσμικές τους σκέψεις, νὰ εἶναι νηφάλιοι στὴ σκέψη, ἄγρυπνοι στὴν ψυχὴ καὶ νὰ ζοῦν μὲ μετάνοια.
Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στὸ μοναστῆρι, ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς μὲ πνευματικὴ χαρὰ συνάντησε τὸν γέροντά του καὶ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς, θέλοντας νὰ εἶναι ὑποτακτικὸς στὸν γέροντά του, ὅπως πρίν.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος τοῦ Κομὲλ ἦταν καὶ αὐτὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου τοῦ Κομέλ. Τὸ 1538, μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου, ὁμοφώνως ἐξελέγη ἡγούμενος ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς καὶ πορεύθηκε μὲ βάση τὶς πνευματικὲς νουθεσίες καὶ ὁδηγίες τοῦ διδασκάλου του.
Παρ’ ὅλες τὶς μοναχικὲς ἀσχολίες του, ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος δὲν ἐγκατέλειψε τὴν προσφιλῆ σὲ αὐτὸν ἐργασία, ποὺ ἦταν ἡ ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1548.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Βρσὰκ
Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Θεόδωρο, Ἐπίσκοπος Βρσὰκ στὴν περιοχὴ τῆς βόρειας Σερβίας. Ἔζησε τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ τὸ 1593 ἀναφέρεται ὡς Ἐπίσκοπος καὶ πνευματικὸς ἡγέτης τοῦ λαοῦ του, ποὺ ἀγωνιζόταν κατὰ τῶν Τούρκων.
Γιὰ νὰ διασώσει τὸ ποίμνιό του ἀπὸ τὴν σφαγή, τὸ ὁδήγησε πρὸς τὴν Οὐγγαρία. Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ εἰρήνης μὲ τοὺς Τούρκους ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ Βρσάκ, ὅπου συνελήφθη, βασανίσθηκε ἀνηλεῶς καὶ τὸν ἔγδαραν ζωντανό. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος, μὲ τὸ μαρτύριό του, εἰσῆλθε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου του καὶ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Βουκασίνος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Βουκασίνος ἔζησε κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα καὶ γεννήθηκε σὲ ἕνα μικρὸ χωριό, τὸ Κλέπτσι, κοντὰ στὴν Ἐρζεγοβίνη. Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο του. Ἐπειδὴ ἦταν Ὀρθόδοξος μοναχὸς συνελήφθη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ἀπὸ τοὺς φιλοναζιστὲς Ρωμαιοκαθολικοὺς Κροάτες καὶ ὁδηγήθηκε στὸ φρικτὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς, ὅπου, ἀρνούμενος νὰ μεταστραφεῖ στὸ Ρωμαιοκαθολικισμό, θανατώθηκε μετὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 17 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸ χωριὸ Μύλοι τῆς νήσου Σάμου ἑορτάζεται πανηγυρικὰ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος διῆλθε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτὸ καὶ τὸν πλούτισε μὲ τὴν ἀσκητική του μορφὴ καὶ τὴν πλούσια θαυματουργική του χάρη.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς.

Ὁ Κύριος ἀπομακρύνει κάθε σωματικὴ ἔννοια τόπο καὶ προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν κατὰ Πνεῦμα καὶ ἀλήθεια». Ὡς πνεῦμα ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος, τὸ δὲ ἀσώματο δὲν εὑρίσκεται σὲ τόπο οὔτε περιγράφεται μὲ τοπικὰ ὅρια. Ὡς ἀσώματος ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πουθενά, ὡς Θεὸς δὲ εἶναι παντοῦ, ὡς συνέχων καὶ περιέχων τὸ πᾶν.Παντοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ ὑπεράνω τῆς γῆς, Πατὴρ ἀσώματος καὶ κατὰ τὸν χρόνο καὶ σὲ τόπο ἀόριστος.Βέβαια καὶ ἡ ψυχὴ καὶ ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δὲν εἶναι ὅμως σὲ τόπο, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ παντοῦ, γιατί δὲν συνέχουν τὸ σύμπαν ἀλλὰ αὐτὰ ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος.
Ἡ Σαμαρείτιδα καθὼς ἄκουσε ἀπὸ τὸ Χριστὸ αὐτὰ τὰ ἐξαίσια καὶ θεοπρεπὴ λόγια, ἀναπτερωμένη, μνημονεύει τὸν προσδοκώμενο καὶ ποθούμενο Μεσσία, τὸν λεγόμενο Χριστὸ ποὺ ὅταν ἔρθει θὰ μᾶς τὰ διδάξει ὅλα. Βλέπετε πῶς ἦταν ἐτοιμότατη γιὰ τὴν πίστη; Ἀπὸ ποῦ θὰ γνώριζε τοῦτο, ἂν δὲν εἶχε μελετήσει τὰ προφητικὰ βιβλία μὲ πολλὴ σύνεση; Ἔτσι προλαβαίνει περὶ τοῦ Χριστοῦ ὅτι θὰ διδάξει ὅλη τὴν ἀλήθεια.
Μόλις τὴν εἶδε ὁ Κύριος τόσο θερμή, τῆς λέγει ἀπροκάλυπτα: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ σοῦ μιλῶ. Ἐκείνη γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτὴ εὐαγγελίστρια καὶ ἀφήνοντας τὴ ὑδρία καὶ τὸ σπίτι της τρέχει καὶ παρασύρει ὅλους τους Σαμαρεῖτες πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἀργότερα μὲ τὸν ὑπόλοιπο φωτοειδὴ βίο της (ὡς Ἁγία Φωτεινή) σφραγίζει μὲ τὸ μαρτύριο τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τὸ φαιδρὸν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα, ἐκ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι, αἱ τοῦ Κυρίου Μαθήτριαι, καὶ τὴν προγονικὴν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι, τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον· Ἐσκύλευται ὀ θάνατος, ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ ὕδωρ ὡς ἤντλησας, τῆς αἰωνίου ζωῆς, εὑροῦσα καθήμενον, παρὰ τὸ φρέαρ σεμνή, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, λόγοις σου θεηγόροις, καὶ ἐν ἄθλοις ἀνδρείοις, ᾔσχυνας τὴν ἀπάτην, Ἰσαπόστολε Μάρτυς· διὸ σὲ Ἀθληφόρε Φωτεινή, ὕμνοις γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Πίστιν Χριστοῦ.
Πίστειν ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρεάτι, ἡ Σαμαρεῖτις ἐθεάσατο, τὸ τῆς σοφίας ὕδωρ σε, ᾧ ποτισθεῖσα δαψιλῶς, βασιλείαν τὴν ἄνωθεν ἐκληρώσατο αἰωνίως ἡ ἀοίδιμος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ἐκ Σαμαρείας, ἀνατείλασα ὡς ἀστήρ· χαῖροις ἡ τοῖς ῥείθροις, τοῦ νάματος τοῦ θείου, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, κόσμον εὐφράνασα.
Ἡ Ἁγία Γλυκερία ἡ Μάρτυρας (ἑορτὴ Γλυκερία)
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στὴν Τραϊανούπολη τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀντωνίνος ὁ Εὐσεβὴς (138-161 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Μακάριος καὶ εἶχε διατελέσει ὕπατος. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀνέπτυξε ἔντονη χριστιανικὴ καὶ κατηχητικὴ δράση. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ ἡγεμόνας Σαβίνος, τὴν κάλεσε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστά του. Μὲ μεγάλη προθυμία ἡ Ἁγία ἐμφανίσθηκε σὲ ἐκεῖνον, ἔχοντας σημειώσει στὸ μέτωπό της τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ δὲν δίστασε νὰ ὁμολογήσει μὲ παρρησία καὶ σθένος τὴν πίστη της στὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ Ἰησοῦ Χριστό.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἱερεῖς εἶδαν νὰ συντρίβεται τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ τους, γεμάτοι ἀπὸ ὀργή, ἔδωσαν τὴν ἐντολὴ νὰ πεθάνει ἡ Γλυκερία μὲ λιθοβολισμό. Ἀμέσως τὰ πλήθη τῶν εἰδωλολατρῶν ὅρμησαν μανιασμένα καὶ ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὴν Ἁγία. Οἱ πέτρες ὅμως ἔπεφταν δίπλα της χωρὶς καθόλου νὰ τὴν ἀγγίζουν. Οἱ εἰδωλολάτρες βλέποντας τὸ φαινόμενο καὶ μὴ ἀντιλαμβανόμενοι αὐτὴ τὴ δωρεὰ καὶ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ, νόμισαν ὅτι ἡ Ἁγία εἶναι μάγισσα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὴν ἄγγιζαν οἱ πέτρες. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τὴν βρίζουν.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ὁ ἡγεμόνας ᾖλθε στὸ δικαστήριο, γιὰ νὰ δικάσει καὶ τιμωρήσει παραδειγματικὰ τὴν Ἁγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπὸν νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ τὴν ρώτησε, ἐὰν θέλει νὰ θυσιάσει στὸν Δία. Τῆς ἐπέστησε δὲ τὴν προσοχὴ ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ δὲν ἐπείθετο καὶ δὲν ὑπάκουε θὰ ἔδινε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν σκοτώσουν. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε.Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ τῆς γδάρουν τὴν κεφαλή. Ἡ Ἁγία, καθὼς ἦταν κρεμασμένη, εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό.
Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ἡ ἡγεμόνας διέταξε νὰ προσαχθεῖ σὲ δίκη ἡ Ἁγία καὶ σὲ περίπτωση ποὺ καὶ πάλι θὰ ἀρνιόταν νὰ ὑπακούσει, νὰ τὴν ἔριχναν στὴ φωτιά.Ἡ Ἁγία καὶ πάλι ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ ρίξουν τὴν Ἁγία μέσα σὲ καμίνι. Ὅταν ἑτοιμάσθηκε ἡ φωτιὰ μέσα στὸ καμίνι, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὸ πλησιάσει ἄνθρωπος, ἡ Ἁγία κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σφράγισε τὸν ἑαυτό της καὶ προσευχήθηκε πρὸς τὸν Θεό. Μόλις τὴν ἔριξαν μέσα στὸ καμίνι, ᾖλθε οὐράνια δροσιὰ καὶ ἔσβησε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ὁ ἡγεμόνας θυμωμένος διέταξε νὰ τῆς γδάρουν τὸ κεφάλι μέχρι τὸ μέτωπο καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν οἱ ὑπηρέτες χειροπόδαρα τὴν Ἁγία, ἔπρατταν κατὰ τῆς διαταγὲς τοῦ ἡγεμόνος.Ὁ ἡγεμόνας, μὴ ὑποφέροντας τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀντοχὴ τῆς Ἁγίας, διέταξε νὰ τὴν κλείσουν πάλι στὴν φυλακή.
Ἐκεῖ διέταξε νὰ τὴν δέσουν χειροπόδαρα καὶ νὰ τὴν ξαπλώσουν πάνω σὲ κοφτερὲς πέτρες, γιὰ νὰ ὑποφέρει ἀφόρητα ὅταν ἤθελε νὰ μετακινηθεῖ δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὅτι τοὺς διέταξε ὁ ἡγεμόνας. Κατὰ τὸ μεσονύκτιο ὅμως Ἄγγελος Κυρίου ᾖλθε καὶ ἔλυσε τὴ Μάρτυρα ἀπὸ τὰ δεσμά της καὶ ἐπούλωσε τὰ τραύματα τοῦ προσώπου της, ὥστε νὰ καταστεῖ ἀπόλυτα ὑγιεῖς, χωρὶς κανένα σημάδι ἢ οὐλή, ὅπως δηλαδὴ τῆς τὸ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός.
Ἐπειδὴ ὁ χῶρος ποὺ παραχωρήθηκε σὲ αὐτοὺς ἦταν ἀνεπαρκής, ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀποφάσισε τὴν ἵδρυση ἀνεξάρτητης μονῆς ὑποκείμενης στὴν ἄμεση προστασία τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς αὐτῆς «τοῦ Κλήμεντος» ποὺ ὀνομάσθηκε μονὴ τῶν Ἰβήρων ἀπὸ τὸν τόπο καταγωγῆς τῶν κτητόρων, συνετέλεσε τὰ μέγιστα ὁ Ἴβηρας μοναχὸς Ἰωάννης Τορνίκιος, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἀπεκδύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐτέθη ἐπικεφαλῆς δώδεκα χιλιάδων ἀνδρῶν, συμπολέμησε μὲ τὸν Βάρδα Φωκὰ καὶ κατατρόπωσε τὸν στρατηγὸ Βάρδα Σκληρό, ποὺ στασίασε κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β’. Αὐτὸς μετὰ τὴν νίκη τῆς Παγκαλείας, ἀφοῦ ἐνδύθηκε καὶ πάλι τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μὲ αὐτοκρατορικὴ χορηγία καὶ χρυσόβουλο τοῦ 980 μ.Χ., μὲ τὴν βοήθεια δὲ καὶ τοῦ κτήτορα τῆς Λαύρας Ὁσίου Ἀθανασίου, συνέβαλε ὥστε κατὰ τὸ 985 μ.Χ. ἡ μονὴ νὰ εἶναι ἕτοιμη.
Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγος (1259-1282), γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν παρέμβαση τοῦ Πάπα Γρηγορίου Ι’ (1271-1276) καὶ ἀργότερα τοῦ Ἰωάννου Κ’ (1276-1277) πρὸς τὸν Κάρολο τὸν Ἀνδεγαβικὸ προκειμένου νὰ σταματήσει τὶς ἐπιθέσεις του κατὰ τοῦ Βυζαντίου, προσχώρησε στὴν ἕνωση τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν, ποὺ διακηρύχθηκε στὶς 6 Ἰουνίου τοῦ 1274 στὴ Σύνοδο τῆς Λυὼν τῆς Γαλλίας. Ἡ πράξη ὅμως αὐτὴ τοῦ αὐτοκράτορα ἐξήγειρε ἐσωτερικὸ πόλεμο ποὺ κράτησε μέχρι τὸ 1281, διότι τόσο ὁ κλῆρος, ὅσο καὶ ὁ λαός, ἀντετάχθησαν σθεναρὰ κατὰ τῆς ἑνωτικῆς αὐτῆς πολιτικῆς.Ὁ αὐτοκράτορας μεταχειρίσθηκε ἐναντίον τῶν ἀντιφρονούντων αὐστηρὰ μέτρα: βαριὲς φορολογίες καὶ κατασχέσεις, δημόσιες τιμωρίες καὶ περιυβρίσεις. Βοηθούμενος δὲ καὶ ἀπὸ τὸν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ’ Βέκκο (1275-1282), ἐπιχείρησε νὰ ἐπιβάλει τὴν ἕνωση βίαια. Θύματα τῆς βίας αὐτῆς ὑπῆρξαν οἱ Ἰβηρίτες μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, δὲν ὑπάκουσαν στὶς πατριαρχικὲς καὶ αὐτοκρατορικὲς διαταγὲς περὶ ἀποδοχῆς τῆς ἑνώσεως, ἀλλὰ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἔλεγξαν αὐτοὺς γιὰ τὴν ἀνορθόδοξη πολιτική τους, συνελήφθησαν καὶ ρίχθηκαν στὴ θάλασσα, ὅπου βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
12 Μαΐου Συναξαριστής. Ἐπιφανίου Ἀρχιεπισκόπου, Καλλιτρόπου Ὁσίας, Δομιτίλλης Μάρτυρος, Ἀχιλλέως καὶ Νερέου Μαρτύρων, Παγκρατίου Μάρτυρος, Δρακοντίου Ἐπισκόπου, Φιλίππου τοῦ Ἀργυρίου, Γερμανοῦ Πατριάρχου, Θεοδώρου Ὁσίου, Θεοφάνους Ἀρχιεπισκόπου, Ἰωάννου Νεομάρτυρα, Θεοφάνους Ἐπισκόπου, Εὐθυμίου Πατριάρχου, Νικήτα Σιναΐτου, τῶν ἁγίων εἰς τὸν λόφον τῶν ἱερέων μαρτυρησάντων, Ἐρμογένους Ἱερομάρτυρα, Διονυσίου Ραντονέζ, Ἰωάννου Νεομάρτυρα, Ἀντωνίου Ὁσίου, Νεκταρίου τῆς Ὄπτινα, τῶν Ἁγίων μαρτύρων εἰς Μπούτοβο Ρωσίας, εὕρεση ἱερῶν λειψάνων Ἁγίας Εἰρήνης Παρθενομάρτυρος.
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη τὸ 310 μ.Χ., κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ πάμφτωχη οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἀκόμη ἕνα παιδί, τὴν Καλλίτροπο.
Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ὁ Ἅγιος ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ ἔμεινε ὀρφανός.
Χάρη στὴ διδασκαλία δυὸ περίφημων γιὰ τὴν γραμματική τους κατάρτιση καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος μοναχῶν, τοῦ Λουκιανοῦ καὶ τοῦ Ἰλαρίωνος, προσελκύεται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐλευθερουπόλεως Λουκιανό.
Στὴν συνέχεια πηγαίνει στὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καὶ ζεῖ κοντὰ στοὺς ἐπιφανέστερους ἀσκητές, ἀσκούμενος στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, γενόμενος ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς συνασκητές του. Ἡ φήμη του καὶ οἱ ἀρετές του δὲν ἄργησαν νὰ διαδοθοῦν καὶ γρήγορα ἀναδείχθηκε, τὸ 367 μ.Χ., Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, στὴν ὁποία κατέφυγε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ ἐπέπλεε πρὸς τὴν Παλαιστίνη, λόγω τρικυμίας, ἔφθασε στὴν Κύπρο.
Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Ἐπισκόπου ὁ Ἅγιος ἄρχισε τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ θερμότατο ζῆλο γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, καταπολεμώντας ὅλες τὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ πλάνες τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰδιαίτερα ἐκεῖνες τοῦ Ὠριγένους.
Κάνοντας συνεχῆ χρήση τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ γράφοντας πλῆθος ἀντιαιρετικῶν συγγραμμάτων, ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ κρατήσει τοὺς πιστοὺς στὴν ἀνόθευτη χριστιανικὴ πίστη. Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς νήσου ὁλοκληρώνεται στὰ χρόνια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Ἐπιφανίου στὸ τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ.
Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἱεράρχης, μὲ τὴν δύναμη τοῦ χαρακτῆρα του, τὴν παιδεία καὶ τὴν δογματικὴ κατάρτισή του, ἀγωνίσθηκε σκληρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀλλοθρήσκων. Τόσο καθολικὴ ἦταν ἡ ἀναγνώριση καὶ ἡ βαθιὰ ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, ὥστε ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Α’ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κύπρου
ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας.
Μετὰ ἀπὸ τριάντα ἕξι ἔτη γόνιμης καὶ ἐποικοδομητικῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 403 μ.Χ. Τὸ τίμιο λείψανό του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφός. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸν ἁγιότατο οἶκο του, ποὺ ἦταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Φιλήμονος.
Ὁ Ἐπιφάνιος Κωνσταντίας ἔκτισε τὴν μεγάλη βασιλικὴ (δὲν τὴν ὁλοκλήρωσε μέχρι τὸν θάνατό του), τῆς ὁποίας τὰ ἐρείπια διασῴζονται μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀρχιεπίσκοπος, πολὺ σημαντικὸς διδάσκαλος καὶ πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε καὶ ἀξιόλογος συγγραφέας. Τὰ ἔργα του «Πανάριον», «Ἀγκυρωτός», «Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν», «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοὶς στολισμοὶς τοῦ Ἀαρῶν», ἀποτελοῦν πολύτιμα πετράδια στὸ μέγα ψηφιδωτὸ τῆς Πατερικῆς Γραμματείας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἄναρχου θεότητας, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανῶν ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιούντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος
Ἡ Ὁσία Καλλίτροπος ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ἐπισκόπου Κωνσταντίας τῆς Κύπρου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας.
Ἡ Ἁγία Δομιτίλλα ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Δομιτίλλα ἔζησε τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν σύζυγος τοῦ Ρωμαίου ἀξιωματούχου Τίτου Φλαβίου Κλήμεντος καὶ θυγατέρα τῆς ἀδελφῆς τοῦ αὐτοκράτορα Δομιτιανοῦ (81-96 μ.Χ.). Τελειώθηκε μαρτυρικά, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας καὶ Νερέος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀχιλλέας καὶ Νερέος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Δάμασο Α’ (366-384 μ.Χ.), ἤσαν στρατιῶτες στὴν πραιτωριανὴ φρουρὰ καὶ μαρτύρησαν τὸ 100 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοὺ (98-117 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Παγκράτιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία ἢ τὴ Φρυγία καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη τὸ 304 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος Ἐπίσκοπος Νικαίας
Ὁ Ἅγιος Δρακόντιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Νικαίας καὶ ἔζησε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀργύριος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Φίλιππος ὁ Ἀργύριος, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Ρωμαϊκὸ Μαρτυρολόγιο, ἦταν πρεσβύτερος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ στὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 647 καὶ στὸν Κώδικα Δ. α. Ι.Χ. τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης τῆς Ρώμης, ὅπου καὶ ἡ ἀκολουθία του.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 640 μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πατρικίου Ἰουστινιανοῦ. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός, ὅταν ὁ πατέρας του ἐκτελέσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Δ’ τὸν Πωγωνάτο (668-685 μ.Χ.), ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὅτι ἐνεχόταν στὴν δολοφονία τοῦ πατέρα του Κώνσταντος Β’.
Τὸν Γερμανό, ἀφοῦ τὸν εὐνούχισε, τὸν κατέταξε στὸν κλῆρο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν ἱερῶν γραμμάτων, ἔγινε βαθὺς γνώστης αὐτῶν καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἀρετή του. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε ἱερεύς. Τὸ 709 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κῦρο Ἐπίσκοπος Κυζίκου.
Ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ αὐτὴ θέση ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν. Ὅταν καθαιρέθηκε ὁ Πατριάρχης Κῦρος καὶ πέθανε ὁ διάδοχος αὐτοῦ Ἰωάννης ΣΤ’, ἐξελέγη στὶς 9 Αὐγούστου τοῦ 715 μ.Χ., μὲ τὴν ἐπίνευση τοῦ βασιλέως Ἀναστασίου, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔγινε Πατριάρχης, ἀφιέρωσε ὅλες τὶς πνευματικὲς καὶ ἠθικές του δυνάμεις στὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του, διδάσκοντας καὶ νουθετώντας αὐτὸ μὲ τὰ ἐμπνευσμένα κηρύγματά του.
Ὅταν ἀνῆλθε στὸ θρόνο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717-741 μ.Χ.), πιεζόμενος ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀπὸ αὐτόν, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ σκοπὸ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλὰ τὸν μὲν Λέοντα ἔλεγξε γιὰ τὶς ἀνίερες πράξεις του, τὸν δὲ λαὸ παρότρυνε σὲ ἀντίσταση κατὰ τῶν εἰκονομάχων.
Βλέποντας ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὅτι τίποτα δὲν κατόρθωνε, διὰ πραξικοπήματος ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο νὰ παραιτηθεῖ. Ἔτσι, στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 730 μ.Χ., ἀφοῦ κατέθεσε τὸ ὠμοφόριό του στὴν Ἁγία τράπεζα τοῦ παλατιοῦ, ἀποσύρθηκε στὴν πατρική του οἰκία στὸ Πλατάνι, ὅπου ἔζησε ἀσκητεύοντας καὶ συνθέτοντας ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κοιμήθηκε, μετὰ σύντομη ἀσθένεια, τὸ 740 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῆς Χώρας.
Ἐνῷ ἀρχικὰ καθαιρέθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ τὴ ψευδοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 μ.Χ., στὴν συνέχεια δικαιώθηκε καὶ ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἀναστήλωσε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὸ 718 μ.Χ. διασώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ βαρβαρικὴ ἐπιδρομή, συμπληρώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς κατέλιπε ἀξιόλογο ὑμνογραφικὸ καὶ συγγραφικὸ ἔργο, δυστυχῶς ὅμως τὰ περισσότερα ἔργα του κατακάηκαν μὲ διαταγὴ τοῦ Λέοντος. Περισώθηκαν δὲ ἀπὸ μὲν τοὺς ὕμνους, 104 Στιχηρὰ καὶ 22 Κανόνες, ἀπὸ δὲ τὰ συγγράμματά του τὰ ἑξῆς: α) «Περὶ αἱρέσεων καὶ Συνόδων», β) «Τρεῖς δογματικαὶ ἐπιστολαὶ ἐπὶ τῶν εἰκονομάχων» (πρὸς Ἰωάννην, Ἐπίσκοπον Συνάδων, πρὸς Κωνσταντῖνον, Ἐπίσκοπον Νακαλείας, καὶ πρὸς Θωμᾶν, Ἐπίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Ὀκτὼ λόγοι» (δυὸ στὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, δυὸ στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τρεῖς στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἕνας στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου), δ)»Ὁμιλία» (στὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὰ ἅγια σπάργανα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ).
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντα.
Ξυνωρίδα τῆς θείας Ἐκκλησίας τᾶς σάλπιγγας, Γερμανὸν σοφὸν Ἱεράρχην, καὶ κλεινὸν Ἐπιφάνιον, τιμήσωμεν προφρόνως οἱ πιστοί, τὸν μὲν ὡς ἐν φρονήματι στερρῶ ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ εἰκόνος, τὸν θεομάχον Λέοντα ἐλέγξαντα, ὡς μάστιγα δὲ αἱρέσεων δεινήν, τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιον, Οὗτοι γὰρ ἐκτενῶς ὑπὲρ ἠμῶν, ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Κοντάκιον κοινόν. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῶ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιoν, οὗτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τᾶς γλώσσας, δόγματα σοφώτατα, διαθέμενοι πάσι, τοὶς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριoν.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορώνῃ τῆς Πελοποννήσου καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Β’ (919-948 μ.Χ.). Ἀπὸ τὸν μεγάλο του ζῆλο πρὸς τὰ θεία καὶ τὴν ἀρετή του, χειροθετήθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Κορώνῃς ἀναγνώστης. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του μετέβη στὸ Ναύπλιο, ὅπου νυμφεύθηκε μὲ κάποια σεμνὴ καὶ ἐνάρετη νέα καὶ ἀπέκτησε δυὸ τέκνα.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἔγγαμου βίου του ἐξακολούθησε νὰ ζεῖ ἀσκητικὰ καὶ νὰ αὐξάνει πνευματικά, βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἐνάρετη σύζυγό του. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἄργους Θεόδωρος, ἐκτιμώντας τὶς μεγάλες ἀρετὲς τοῦ Θεοδώρου, τὸν χειροτόνησε διάκονο. Τὸν εὐτυχῆ καὶ θεοσεβῆ βίο του συντάραξε ὁ ξαφνικὸς θάνατος τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του.
Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε ἀκόμη πιὸ κοντὰ στὸν Θεό. Ἔτσι, ἀφοῦ μετέβη στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς τόπους ἀθλήσεως τῶν Μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, ἐπανῆλθε στὴν Πελοπόννησο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονεμβασιά. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, διαφωτίζοντας τὸν λαὸ καὶ στερεώνοντας τὴν πίστη του.
Ἀργότερα μετέβη στὴ νῆσο τῶν Κυθήρων καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἠμιερειπωμένο ναὸ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καὶ Βάκχου. Ἀμέσως ἐπιδόθηκε στὸ ἔργο τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἠθικοῦ τοῦ καταπτοημένου λαοῦ ἀπὸ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς καὶ τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ψυχικῆς του γαλήνης. Τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο συνέχισε μέχρι τὸ τέλος τοῦ βίου του.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας, ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦσαν μὲ εὐλάβεια τὸ τίμιο λείψανό του.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἀναφέρεται ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἂν καὶ τὸ ὄνομά του δὲν ἀναφέρεται στοὺς γνωστοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 12ου-13ου αἰῶνα μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρῶν
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης, ὁ Σερραῖος, ἦταν γόνος μιᾶς εὐκατάστατης οἰκογένειας Σερραίων. Στὴν ἀκμὴ τῆς νεότητός του, τὸ θάρρος του νὰ παρουσιάζεται σὲ δημόσιους χώρους ὡς ἴσος πρὸς τοὺς κατακτητὲς καὶ ἡ λαμπρότητα τῆς ἐμφανίσεώς του, προκάλεσαν τὸν φθόνο τῶν Τούρκων ποὺ τὸν διέβαλαν στὶς ἀρχές τους.
Οἱ κατήγοροί του ὑποστήριξαν πὼς ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης δημόσια ἐξύβρισε τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ, ἀρνούμενος, παρὰ τὴν ἀρχική του ὑπόσχεση, νὰ τὴν ἀκολουθήσει. Οἱ δικαστές του, ἐκτιμώντας τὰ δεδομένα, στὴν ἀρχὴ προσπάθησαν μὲ ὑποσχέσεις γιὰ ἀξιώματα νὰ τὸν δελεάσουν, ὥστε νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, καθὼς θὰ εἶχαν μεγάλο κέρδος, ἂν τὸ παράδειγμά του ἔβρισκε καὶ ἄλλους μιμητές.
Ὅταν οἱ προσπάθειές τους ἀπέτυχαν, κατέφυγαν στὰ βασανιστήρια. Ἔβγαλαν τὸν Μάρτυρα ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ἔσυραν χωρὶς ἔνδυση πάνω στὴν γῆ, ξεριζώνοντάς του τὴν πλούσια κόμη του καὶ ραβδίζοντας τον.
Ὁ Ἅγιος, παρὰ τὰ φοβερὰ αὐτὰ μαρτύρια, ἄντεχε καὶ συνέχιζε νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τότε, στὰ δεξιά του ἐμφανίσθηκε ἕνας ἔφιππος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἄνδρας ποὺ τὸ πρόσωπό του ἀκτινοβολοῦσε σὰν ἥλιος.
Ὁ Μάρτυρας Ἰωάννης εἶδε τὴν ὑπέρλαμπρη αὐτὴ παρουσία καὶ ἀντελήφθη πὼς μὲ νεῦμα ὁ ἔφιππος ἄνδρας τοῦ συνιστοῦσε νὰ μὴ φοβᾶται τίποτα καὶ νὰ μὴν χάσει τὸ θάρρος του.
Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν ἐπώδυνο τρόπο στάθηκε ἀδύνατο νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, τὸν ἔβγαλαν καὶ πάλι ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν σὲ χῶρο δημόσιο, ὅπου οἱ δήμιοί του, γιὰ νὰ κάνουν τὸ τέλος του πιὸ ἐπώδυνο, τὸν ἀνέβασαν πάνω σὲ σωρὸ ἀπὸ φρύγανα καὶ ξερὰ ξύλα καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἔβαλαν φωτιὰ στὸ εὔφλεκτο ὑπόστρωμα.
Ὁ Μάρτυς Ἰωάννης παρέμεινε ἤρεμος σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ φρικτοῦ μαρτυρίου καί, μάλιστα, σιγανὰ ὑμνολογοῦσε τὸν Θεό.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς βασανιστές του, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ σωπάσει, τοῦ ἔμπηξε ἕνα πάσσαλο στὸ στόμα καὶ ἐπέφερε ἔτσι τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου ἔγραψε ὁ Μεγάλος Ρήτορας τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας Μανουὴλ ὁ Πελοποννήσιος, πιθανότατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1451-1481.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης Ἐπίσκοπος Σολέα Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης καταγόταν ἀπὸ τὴν Λευκωσία καὶ ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἑνετικῆς κυριαρχίας Ἐπίσκοπος Σολέας. Ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ μετέβη στὸ ἐρημητήριο τοῦ Μέσα Ποταμοῦ στοὺς πρόποδες τοῦ Τροόδους ὄρους. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε θεοφιλῶς μὲ εἰρήνη τὸ 1550. Ὅταν μετὰ ἕξι χρόνια ἄνοιξαν τὸν τάφο του, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἀκέραιο μὲ ἔκδηλα τὰ σημεῖα τῆς ἁγιότητος.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀπαντᾷ στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριον. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 7 Νοεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου Νικήτα τοῦ Σιναΐτου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰς τὸν λόφον τῶν ἱερέων, ἐκ Γεωργίας
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Νεομάρτυρες ἤσαν Γεωργιανοὶ ἱερεῖς, 300 στρατιῶτες, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ Ντουντικβάτι (=ἀποκεφαλισμός) καὶ Παπάτι (=λόφος τῶν ἱερέων). Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση μαρτύρησαν συνολικὰ γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ 30.000 Λάζοι.
Ὁ Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐρμογένης, Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν, ἄρχισε νὰ τιμᾶται ὡς Ἅγιος, ἀπὸ τὶς 12 Μαΐου τοῦ 1913. Πιστοὶ ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Ρωσίας ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνονται στὴ Μόσχα, γιὰ νὰ δοξάσουν τὸν Ἱερομάρτυρα Ἐρμογένη καὶ νὰ προσκυνήσουν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη στὸν καθεδρικὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο, ὅπου Παννυχίδες τελοῦνταν σχεδὸν χωρὶς διακοπή. Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ἅγιος ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα καὶ θεραπεῖες ἀσθενῶν. Ἡ μνήμη του τιμᾶται 17 Φεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονὲζ
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Δαβὶδ Ζομπνινόβσκι, γεννήθηκε περὶ τὸ 1570 στὴν πόλη Ρζέβ. Ὑπῆρξε μοναχὸς καὶ μετὰ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ Οὐσπένσκι στὴ Στάριτσα. Τὴ λεγόμενη Σκοτεινὴ περίοδο ἦταν ὁ πιὸ πιστὸς βοηθὸς τοῦ Ἐπισκόπου Ἐρμογένους, Πατριάρχου Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1610 ὁ Ὅσιος Διονύσιος γίνεται Ἀρχιμανδρίτης τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας.
Μὲ τὴν φροντίδα του ἱδρύθηκαν στὸ μοναστῆρι νοσοκομεῖα γιὰ ἀρρώστους, τραυματισμένους καὶ ἄστεγους τοῦ πολέμου μετὰ ἀπὸ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Πωλονο – Λιθουανικοῦ στρατοῦ.
Σὲ περίοδο πείνας, κατόπιν ἐπιμονῆς του, ἡ ἀδελφότητα τῆς Λαύρας τρεφόταν μὲ ψωμὶ ἀπὸ βρώμη καὶ νερό, γιὰ νὰ διαθέσει τὸ ψωμὶ ἀπὸ σιτάρι καὶ σίκαλη στοὺς ἀρρώστους. Τὸ 1611-1612 μαζὶ μὲ τὸν μοναχὸ τῆς Τρόιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρας, τὸν Ἀβραὰμ Πολίτσιν (κοιμήθηκε τὸ 1625), ἔγραφε ἐπιστολὲς μὲ ἔκκληση νὰ ἀποσταλοῦν στρατιῶτες καὶ χρήματα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μόσχας ἀπὸ τοὺς Πολωνούς. Ἔγραψε ἐπίσης καὶ στὸν πρίγκιπα Δημήτριο Ποζάρσκι καὶ στοὺς στρατιῶτες του νὰ ἐπιταχύνουν τὴν ἐκστρατεία τους στὴ Μόσχα.
Οἱ συνεχεῖς προσευχές του καὶ τὰ καθημερινὰ πνευματικά του κατορθώματα, τοῦ πρόσφεραν, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ξεχωριστὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἡ συμμετοχή του στὴ διόρθωση τῶν θεολογικῶν βιβλίων. Ἀπὸ τὸ 1616 ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἡγεῖται τῆς ἐργασίας διορθώσεως τῆς Σύνοψης τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, ἡ ὁποία βασιζόταν στὴ σύγκριση τῶν ἀρχαίων Σλαβικῶν καὶ διαφόρων Ἑλληνικῶν ἐκδόσεων.
Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς ἐργασίας οἱ διορθωτὲς βρῆκαν πολλὲς καὶ σημαντικὲς διαφορὲς καὶ σὲ ἄλλα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἐκδόθηκαν τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1612 ἕως τὸ 1619. Ὃμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εὐθύνονται γιὰ τὰ λάθη αὐτά, στὴ Σύνοδο τοῦ 1618, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιο Διονύσιο γιὰ αἵρεση. Ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο ἀφαιρέθηκαν τὰ ἱερουργικά του δικαιώματα.
Τὸν ἀπέκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ μονὴ Νοβοσπάσκιι, ὅπου ὑπέφερε ἀπὸ ἀσιτία. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Θεοφάνους Δ’ (1608-1644) καὶ τοῦ Πατριάρχου Φιλαρέτου (1619-1633), ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Πολωνικὴ αἰχμαλωσία, διέκοψαν τὴν φυλάκισή του καὶ ἀθῳώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1633 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Τρόιιτσε – Σεργιέβσκαγια Λαύρα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Βλαχίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἰωάννης γεννήθηκε στὴ Βλαχὶα καὶ καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἐπὶ Σουλτάνου Μεχμὲτ καὶ σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι, ποὺ εἰσέβαλαν στὴ Βλαχία, γιὰ νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάσταση τοῦ ἄρχοντα Μιχαὴλ Βοεβόδα Τζιβᾶν Μπέτι. Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, ποὺ εἶδε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Ἁγίου, τὸν ἔδεσε σὲ ἕνα δένδρο μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀσελγήσει ἐπ’ αὐτοῦ.
Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀμυνόμενος τὸν φόνευσε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη ὅμως ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ παραδόθηκε στὴ σύζυγο τοῦ στρατιώτη ποὺ σκότωσε, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκείνη τὸν ὁδήγησε στὸ βεζίρη, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκριση τὸν παρέδωσε πάλι σὲ ἐκείνη, γιὰ νὰ τὸν μεταχειριστεῖ ὅπως ἤθελε. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπέτυχε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει, τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο.
Ὁ ἔπαρχος ἀπέτυχε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ διέταξε τὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατό του τὸ 1662, στὸ Παρμὰκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐξαγοράσθηκε μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονὲζ
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ, κατὰ κόσμον Ἀνδρέας Μεντβέντεφ, γεννήθηκε στὶς 6 Ὀκτωβρίου 1792 στὴν πόλη Λύσκοβο τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γεωργιανοῦ πρίγκιπα Γεωργίου.
Γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο ὁ Ἅγιος εἰσῆλθε τὸ 1818 στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σάρωφ καὶ τὸ 1822 στὴ μονὴ Βυσοκογκόρσκιυ τοῦ Ἀρζαμᾶς, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Τὸ 1831 καλεῖται ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, στὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὶς ἀρετές του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1877. Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἀλέξιο τὸ 1997.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Νικόλαος Τύχωνωφ, γεννήθηκε τὸ 1853 στὴν πόλη Γιελὲτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Ἑλένη. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν ἑπτὰ ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του.
Λίγο πρὶν τὸ θάνατό του, εὐλόγησε τὸν υἱό του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀναθέτοντας τὸ παιδί του στὴν κηδεμονία τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ μελλοντικὸς Στάρετς δὲν ἀποχωρίσθηκε τὴν εἰκόνα αὐτὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ζωή του. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Νικόλαο ἡ μητέρα του εἶχε καὶ ἄλλα μικρότερα τέκνα, τὰ ὁποῖα πέθαναν πρόωρα ἀπὸ πεῖνα καὶ ἀσθένειες.
Ὁ μικρὸς Νικόλαος εἶχε θερμὴ καρδιακὴ σχέση μὲ τὴν μητέρα του. Οἱ προσευχές της καὶ ἡ αὐστηρὴ ἀνατροφή, ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸν προστάτευαν ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ συμφορές. Σιγὰ – σιγὰ μεγάλωνε καὶ ἔγινε πρᾶος, ἥσυχος καὶ εὐλαβής, ἔξυπνος καὶ φιλομαθής.
Λόγω τῆς μεγάλης φτώχειας τῆς οἰκογένειάς του ἀναγκάσθηκε νὰ φοιτήσει ὄχι στὸ δημόσιο σχολεῖο, ἀλλὰ στὸ ἐνοριακὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του, ὅπου φοιτοῦσαν οἱ ἄποροι. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει, νὰ γράφει, νὰ μετράει καὶ νὰ μελετᾷ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἔγινε ἕνδεκα ἐτῶν, ἐργάσθηκε στὸ κατάστημα τοῦ πλούσιου ἐμπόρου Χάμωφ. Λίγο ἀργότερα, ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, ἡ μητέρα του πέθανε καὶ ἔτσι ἔμεινε πιὰ παντελῶς ὀρφανός. Ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια στὸ σπίτι τοῦ ἐμπόρου. Στὶς ἐλεύθερες ὧρες του μελετοῦσε πνευματικὰ βιβλία καὶ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Τὸν διέκρινε ἡ πραότητα, ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ζοῦσε στὴν Γιελὲτς μία σχεδὸν ἑκατοντάχρονη μοναχή, ἡ μάτιουσκα Θεοδώρα, πνευματικὴ θυγατέρα τοῦ Ὁσίου Τύχωνος τοῦ Ζαντὸνκ (τιμᾶται 13 Αὐγούστου). Οἱ κάτοικοι τῆς Γιελὲτς εἶχαν τὴν εὐλαβῆ συνήθεια νὰ τὴν συμβουλεύονται σὲ ὅλες τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τους. Ὁ ἐργοδότης, λοιπόν, τοῦ Νικολάου, ποὺ πληροφορήθηκε ὅτι τοῦ ἑτοίμαζαν ἕνα προξενιό, τὸν ἔστειλε σὲ αὐτὴν νὰ πάρει εὐλογία γιὰ τὸ γάμο. Ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, πήγαινε στὴν Ὄπτινα στὸν Στάρετς Ἰλαρίωνα καὶ αὐτὸς θὰ σοῦ πεῖ τί θὰ κάνεις».
Ἔτσι ὁ Νικόλαος πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν Ὄπτινα, ποὺ βρισκόταν σχετικὰ κοντὰ στὴ γενέτειρά του καὶ ἦταν τότε ἤδη ξακουστὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωσία.
Ὁ Στάρετς Ἰλαρίων τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Στάρετς Ἀμβρόσιο. Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε καὶ μίλησε μαζί του γιὰ δυὸ ὧρες. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνομιλία ἡ ζωὴ τοῦ Νικολάου ἄλλαξε ξαφνικά. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἀνακάλυψε τὴν πραγματική του κλίση.
Ὁ Νικόλαος ἐκτελοῦσε κάθε διακόνημα μὲ πολλὴ ὑπακοή, ταπείνωση καὶ ζῆλο. Ὅταν ἀργότερα ὁ Στάρετς, ἐπαναλάμβανε τὸ ἀποστολικὸ παράγγελμα: «Πείθεσθε τοὶς ἠγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνούσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες.
Ἶνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιώσι καὶ μὴ στενάζοντες. Ἁλυσιτελὲς γὰρ ὑμὶν τοῦτο. (Νὰ πειθαρχεῖτε καὶ νὰ ὑπακούετε στοὺς ἡγουμένους σας. Γιατί αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν χάριν τῶν ψυχῶν σας, ἐπειδὴ θὰ ἀποδώσουν λόγο στὸν Θεὸ γιὰ ἐσᾶς. Ὥστε αὐτὸ νὰ τὸ κάνουν μὲ χαρὰ καὶ ὄχι ἀναστενάζοντας. Διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἐπιζήμιο για ἐσᾶς)».
Στὶς 3 Ἀπριλίου 1876 ἐκάρη ρασοφόρος μοναχός. Μετὰ ἕνδεκα χρόνια, στὶς 14 Μαρτίου 1887, Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, ἐκάρη μικρόσχημος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεκτάριος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου (τιμᾶται 29 Νοεμβρίου).
Ἡ εἴσοδός του στὸ ἀγγελικὸ τάγμα τῶν μοναχῶν τοῦ ἔφερε μεγάλη χαρά. Σὲ προχωρημένη ἡλικία θυμόταν: «Ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔνοιωθα σὰ νὰ εἶχα φτερὰ στοὺς ὤμους μου».
Ὅσο περισσότερο ἀνέβαινε τὴν πνευματικὴ κλίμακα, τόσο κατώτερο ἀπὸ ταπεινοφροσύνη θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τόσο περισσότερο αἰσθανόταν τὴν ἀναξιότητά του.
Οἱ Γέροντες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν πνευματικὴ προκοπή του, ἀποφάσισαν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο, ποὺ ἔγινε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1894 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καὶ εἰς πρεσβύτερον στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1898 ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Μακάριο.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος δίδασκε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπομονή, περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές. Γιὰ τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου δίδασκε πὼς ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν προσευχή, ὅταν ἱκετεύεις τὸν Θεὸ λέγοντας «Πατέρα μου καὶ Κύριε τῆς ψυχῆς μου, ἐλέησον μέ», ὁ Θεὸς καθαρίζει τὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κάνει νύμφη Κυρίου καὶ ἀδελφὴ τοῦ Λόγου. Πράγματι ὁ Ὅσιος δίδασκε σὲ ὅλους τὴν προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
Μάλιστα, ὅταν πλησίαζε ἡ σοβιετικὴ λαίλαπα, τόνιζε στὰ πνευματικά του παιδιά: «σὲ αὐτὲς τὶς ἔσχατες ἡμέρες εἶναι καιρὸς γιὰ προσευχή. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας σας νὰ λέτε συνεχῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Στὴν ἀρχὴ μὲ τὰ χείλη, μετὰ μὲ τὸ νοῦ καὶ ὕστερα θὰ εἰσχωρήσει μέσα στὴν καρδιά σας».
Ἐπὶ ἀρκετὰ χρόνια, μετὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Ὄπτινα ὑπέμεινε μὲ γενναιότητα ὅλες τὶς δοκιμασίες, ἀλλὰ οἱ μέρες τῆς ἁγίας μονῆς ἦταν πιὰ μετρημένες. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1923 ἡ Ὄπτινα ἔκλεισε ὁριστικά.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος σνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ φυλακή. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁδηγήθηκε στὴν φυλακὴ τοῦ Κοζὲλκ καὶ καταδικάσθηκε χωρὶς δίκη σὲ θάνατο διὰ τουφεκισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ διαμαρτυρίες ὁ Ὅσιος ἀπελευθερώθηκε στὶς 17 Ἀπριλίου καὶ ἔζησε ὡς ἐξόριστος σὲ ἀγρόκτημα τοῦ Πλόχινο.
Ἀργότερα, μὲ διαταγὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ καθεστῶτος, ἐξορίζεται πιὸ μακριά, στὸ χωριὸ Χόλμισι τῆς ἐπαρχίας Μπριάνκ. Ἐκεῖ δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν ἀπὸ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μεγάλους ἱεράρχες. Ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων τὸν συμβουλευόταν διὰ μέσου ἔμπιστων ἀνθρώπων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς εἶχε δωρίσει στὸν Ὅσιο τὸ διορατικὸ χάρισμα. Ἔτσι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν λόγο του.
Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος κοιμήθηκε, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, τὸ 1928. Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του διαδόθηκε ἀστραπιαία. Χιλιάδες πιστοὶ ἄρχισαν νὰ συρρέουν συνεχῶς ἀπὸ διάφορες πόλεις στὸ Χόλμισι.
Τὸ 1935, κλέφτες ἔσκαψαν τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ψάχνοντας γιὰ πολύτιμα ἀντικείμενα.
Ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο τὸ φέρετρο, ἔσπασαν τὸ κάλυμμα καὶ ἀφοῦ ἔψαξαν καὶ δὲν βρῆκαν τίποτε, παράτησαν τὸ ἀνοιχτὸ φέρετρο μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου στηριγμένο σὲ ἕνα δένδρο. Μία ὁμάδα ἀπὸ ἐργάτες, ποὺ δούλευαν δίπλα στὰ ἀγροκτήματα, ἔτρεξαν στὸ κοιμητήριο καὶ εἶδαν ἔκπληκτοι πὼς ὁ Ὅσιος ἦταν ἐκεῖ ἄφθαρτος, ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴν ταφή του.
Τὸ δέρμα του εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ κεριοῦ καὶ τὰ χέρια του ἦταν εὐλύγιστα καὶ μαλακά. Μία γυναῖκα ἔφερε λευκὸ μεταξωτὸ ὕφασμα καὶ κάλυψε τὸ πρόσωπό του. Ἔπειτα ἔκλεισαν τὸ φέρετρο καὶ ἐνταφίασαν τὸν Ὅσιο ψάλλοντας Τρισάγιο. Στὶς 16 Ἰουλίου 1989 πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου λειψάνου τοῦ Ὁσίου καὶ ἡ ἐπιστροφή του στὴν Ὄπτινα.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰς Μπούτοβο τῆς Ρωσίας
Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Μόσχα, ἔγινε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούκοβο καὶ ἀνέρχονται σὲ χιλιάδες, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες.
Εὕρεση τιμίων λειψάνων τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος.
Τὰ τίμια λείψανα τῆς Ἁγίας Εἰρήνης τῆς Παρθενομάρτυρος βρέθηκαν στὸ χωριὸ Καρυὲς τῆς Λέσβου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς Θρᾴκης.
Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο του εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ διασκόρπισε τὰ θυμιάματα.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά. Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής.
Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ 288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.
Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπῆ
ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Στὸ ναό, ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψῶν τοῦ Ξενοδόχου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προαενήνοχας, ὅθεν Μώκιε, διπλῶ στεφάνω σὲ στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθεῖς σοῦ τοὶς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος.
Ὁ Ἅγιος Ἐβέλλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐβέλλιος μαρτύρησε στὴν πόλη Πίζα τῆς Ἰταλίας, ἐπὶ αὐτοκράτορα Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἄνθιμος καὶ Σισίνιος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶ Διόκλητος καὶ Φλωρέντιος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἦταν πρεσβύτερος καὶ μαρτύρησε στὴ Ρώμη. Ἐνῷ οἱ διῶκτες του ἀρχικὰ τὸν ἔριξαν στὸν Τίβερη ποταμό, ἐκεῖνος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ διασώθηκε καὶ μετὰ τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ἦταν διάκονος καὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Ἀνθίμου, Διόκλητο καὶ Φλωρέντιο, στὴν πόλη Ὄσιμο, κοντὰ στὴν Ἀγκόνα, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μάξιμος, Βάσσος καὶ Φάβιος μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ. τῆς μονῆς Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἢ Διοσκορίδης ὁ Νέος καταγόταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Ἀφοῦ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς πόλεως καὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκηρύξει τὸν Χριστό, ρίχθηκε στὴ φυλακή. Ἐμμένοντας στὴν πίστη του, ἀποκεφαλίσθηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Μνήμη τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τᾶς πόλεις μετὰ τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε Ἁγία Σοφία.
Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.
Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τὴ Θεοτόκη προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν ἐν αὕτῃ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισῴζεται καὶ κραταιούται, βοώσα πρὸς αὐτὴν χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Ἰσαπόστολοι καὶ Φωτιστὲς τῶν Σλάβων
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα.
Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.
Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς Σλάβους.
Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δυὸ ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλες ψυχές.
Ὁ 9ος αἰῶνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ.
Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δυὸ παράλληλους κόσμους, τὸ Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δυὸ Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.
Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντῖνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαῖρι τοῦ 862 μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος τῶν Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη.
Ὁ Ραστισλάβος ζητᾷ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλῶσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά, δηλαδὴ σὲ μία γλῶσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.
Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντῖνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς.
Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντῖνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.
Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ, ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ Ραστισλάβου.
Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις, εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία. Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ πραγματικοὶ φωτιστές του.
Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ στὴ μητρική του γλῶσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ γλῶσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλῶσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλῶσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.
Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.
Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων. Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δυὸ ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ προσεταιρισθεῖ.
Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό.
Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δυὸ Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον, νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλῶσσα. Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.
Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δυὸ ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς Σλάβους μαθητὲς τῶν δυὸ Ἁγίων ἀδελφῶν.
Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου. Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία.
Εἶχε συμβολικὸ χαρακτῆρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου. Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως.
Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ μάλιστα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας, ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλῶσσα. Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.
Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντῖνος ἀρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾷ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός. Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869 μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.
Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σὲ μοναστῆρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾷ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται. Τὸ 885 μ.Χ., στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀντιδράσεων καὶ ρᾳδιουργιῶν. Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δυὸ Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.
Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους, γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.
Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρᾶ, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δυὸ παλαιοσλαβονικὲς βιογραφίες.
Οἱ δυὸ Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Καταρχᾶς ἐντάσσονται μέσα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθήναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθείν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο). Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς λῃστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Τῶν Ἀποστόλων εἰσδεξάμενοι τὴν ἔλλαμψιν, τῶν Σλάβων ὤφθητε φωστῆρες καὶ διδάσκαλοι, τὸν τῆς χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Ἀλλ’ ὦ Κύριλλε παμμάκαρ καὶ Μεθόδιε πάσης βλάβης ἐκλυτρώσασθε καὶ θλίψεως τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ζεῦγος μακάριον.
Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ οἱ Θαυματουργοὶ Ἰσαπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Κλήμης, Σάββας, Ἀγγελάριος, Γοράσδος καὶ Ναοὺμ ἦταν συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου. Ἔζησαν καὶ ἔδρασαν κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελάριος, Ναοὺμ καὶ Κλήμης ᾖλθαν στὴ Βουλγαρία, ὅπου καὶ κοιμήθηκαν ὀσιακὰ μετὰ ἀπὸ τὶς μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.
Τὸν Ἅγιο Γοράσδο, ποὺ συνέχισε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, τὸν βλέπουμε νὰ ἀγωνίζεται μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κλήμη ἐναντίον τῶν Φράγκων ὑποστηρικτῶν τοῦ filioque ἢ τῆς «υἱοπατρικῆς αἱρέσεως». Τὴ μετέπειτα ἱεραποστολική του δράση δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἐλέγξουμε ἀπόλυτα. Οἱ ὑποθέσεις εἶναι δυό: ἡ μὲν πρώτη ποὺ τὸν θέλει νὰ ἐργάζεται στὴ νότια Πολωνία, ὅπου τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 17 Ἰουλίου. Ἡ δεύτερη θεωρεῖ ὅτι ἐργάζεται στὸ Βεράτι τῆς Ἀλβανίας, ὅπου κατὰ τὸν Ρῶσο ἱστορικὸ Γολθβίνσκιυ στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μονὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γοράσδου. Στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Παναγίας στὴν πόλη αὐτὴ ὑπάρχει μία λειψανοθήκη, ποὺ μαρτυρεῖ τὴ φύλαξη τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων, πρωτίστως δὲ τῶν Ἁγίων Γοράσδου καὶ Ἀγγελαρίου.
Τὸ 1742 μ.Χ. ἐκδόθηκε στὴ Μοσχόπολη τῆς Μακεδονίας «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων ἐπταρίθμων, ποιηθεῖσα παρὰ τοῦ ἐν ἱερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στὴν ὁποία βέβαια ἀναγράφεται ὅτι ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου καὶ τῶν σὺν αὐτοὶς ἑορτάζεται στὶς 17 Ἰουλίου. Ἐπίσης, στὸ χειρόγραφο 201 τῆς μονῆς Παντελεήμονος τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἱ Ἅγιοι μνημονεύονται στὶς 26 Νοεμβρίου, ὡς ἀκολούθως: «ἐν μηνὶ Νοεμβρίου 26 μνήμη τῶν ἁγίων καὶ δικαίων ἰσαποστόλων, θεοφόρων πατέρων, Κυρίλλου, Μεθοδίου, Γοράσδονος, Κλήμεντος, Ναοὺμ καὶ Σάββα».
Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ὁσίες Ὀλυμπία ἢ Ὀλυμπιὰς καὶ Εὐφροσύνη ἔζησαν τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. Ἡ Ἁγία Ὀλυμπία γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ πατέρας της ἦταν ἱερέας καὶ ἡ μητέρα της θυγατέρα ἱερέως.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ἁγίας ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατοίκησε στὴν Πελοπόννησο. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἡ Ὀλυμπία ἔχασε τοὺς γονεῖς της καὶ οἱ οἰκεῖοι της τὴν ἔστειλαν στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν τῆς Θέρμης Λέσβου, τὴ σημερινὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, στὴν ὁποία ἦταν ἡγούμενη ἡ θεία της, μοναχὴ Δωροθέα. Ἐκεῖ, σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν ἡ Ἁγία ἐκάρη μοναχὴ καὶ σὲ ἡλικία εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ὅταν ἡ θεία της πέθανε, ἔγινε ἡγούμενη.
Μετὰ παρέλευση δέκα ἐτῶν, τὸ 1235, πειρατὲς ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς μονῆς. Οἱ μοναχὲς διασκορπίσθηκαν καὶ ὅσες δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, τὶς κακοποίησαν. Ἡ ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ μοναχὴ Εὐφροσύνη βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς. Τὴν Εὐφροσύνη, ἀφοῦ τὴν κρέμασαν σὲ δένδρο, τὴν ἔκαψαν. Τὴν Ὀλυμπία τὴν ἔκαψαν σὲ ὅλο τὸ σῶμα μὲ λαμπάδες, διαπέρασαν τὰ αὐτιά της μὲ πυρωμένη σιδερόβεργα καὶ τέλος, τὴν κάρφωσαν σὲ ξύλο μὲ εἴκοσι καρφιά.
Ἔτσι οἱ δυὸ Ἁγίες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τοῦ οὐράνιου Νυμφίου τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ 1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ Σλαβονικὴ γλῶσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δυὸ ἐτῶν.
Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν.
Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δυὸ αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.
Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλῆσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918.
Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Ἐπανομίτης ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος γεννήθηκε τὸ 1788 στὴν Ἐπανωμὴ τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν Ἀστέριο καὶ τὴ Βασιλική, τὸ γένος Ντουγιούδη. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ᾖλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου προσλήφθηκε ἀπὸ κάποιον ράπτῃ ὡς ὑπηρέτης.
Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴ Σοχὸ βρισκόταν κλεισμένος στὴ φυλακὴ τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ κάποιο ἔγκλημα ποὺ εἶχε κάνει. Μὴν ἔχοντας νὰ πληρώσει τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ζητοῦσε ὁ πασάς, τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν κρεμάσει. Μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου ὁ φυλακισμένος ἀποφάσισε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ χαροποίησε τοὺς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀμέσως τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν πῆγαν σὲ ἕνα καφενεῖο στὴν τοποθεσία Ταχτάκαλα μὲ σκοπὸ νὰ τὸν μυήσουν στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία.
Ὁ Ἀργύριος, ποὺ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ γεγονός, εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς στὸ καφενεῖο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐλέγχει γιὰ τὸ παράπτωμά του καὶ ταυτοχρόνως νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ στάση του αὐτὴ προκάλεσε τόσο πολὺ τοὺς Γενίτσαρους, ποὺ ὅρμησαν ἐπάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν τόσο ἄγρια, ὥστε θὰ τὸν σκότωναν, ἐὰν δὲν ἀνέστελλε τὴν ὀργή τους ἡ ἐλπίδα μήπως καὶ μπορέσουν νὰ τὸν προσελκύσουν στὴν δική τους πίστη.
Προσπάθησαν, λοιπόν, ἀπειλώντας τὸν ὅτι θὰ τὸν σκοτώσουν, νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Σὰ βροντὴ ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Νεομάρτυρα: «Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ἀρνιέμαι τὴν πίστη μου. Δόξα καὶ τιμή μου ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ἀποθάνω γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».
Οἱ Ἀγαρηνοὶ τότε ὁδήγησαν τὸν Ἀργύριο στὸν κριτή, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου προσπάθησαν καὶ πάλι νὰ τὸν μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε ἀπειλὲς καὶ πότε κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις γιὰ δῶρα καὶ ἀξιώματα. Μετὰ ἀπὸ δυὸ ἡμέρες, οἱ Γενίτσαροι, ἐπανέλαβαν καὶ πάλι τὶς προσπάθειές τους, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.
Ζήτησαν λοιπὸν ἀπὸ τὸν κριτὴ νὰ διατάξει τὴν ἐκτέλεσή του. Αὐτὸς ὅμως, βλέποντας ὅτι ὁ Ἀργύριος δὲν εἶχε διαπράξει κάποιο ἀδίκημα ἄξιο θανάτου, προσπάθησε νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων καὶ νὰ τοὺς πείσει πὼς δὲν εἶναι δίκαιο νὰ σκοτώσουν ἕναν ἀθῷο ἄνθρωπο. Ἐκεῖνοι ταράχθηκαν καὶ ἐξαγριώθηκαν ἐναντίον του καὶ ἔτσι ὁ κριτὴς διέταξε τὴν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θανάτωσή του.
Ἔτσι, σὲ ἡλικία μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 1806 καὶ ἡμέρα Παρασκευή, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀργύριος ὁδηγήθηκε σὲ ἕνα τόπο λεγόμενο Καμπᾶν (σημερινὸ Καπάνι), στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς πόλεως, ὅπου καὶ ἀπαγχονίσθηκε καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ μὲ τὴ θυσία τοῦ αἵματός του.
Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.
Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος, κατὰ κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκιυ, γεννήθηκε στὴν πόλη Λοὺκ τῆς περιοχῆς τῆς Βολυνίας τὸ 1851. Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὸ τμῆμα Νομικῆς, μετὰ τὸν θάνατο τῆς μητέρας του παραδόθηκε σὲ μία ζωὴ ἔκλυτη. Μία ἡμέρα τοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο ἡ νεκρή του μητέρα, ποὺ ὁ νέος τὴν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἀλλάξει ζωὴ καὶ νὰ μπεῖ σὲ μοναστῆρι. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπάκουσε στὴν αἴτησή της, ἄφησε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός.
Μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1917 ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερωμένους τῶν ὁποίων οἱ ἐκκλησίες εἶχαν κλείσει, βρῆκε καταφύγιο στὴ γυναικεία μονὴ τοῦ Κοζέλσκινσκιυ, στὴν ἐπαρχία τῆς Πολτάβα. Ἐξαιτίας τῶν διωγμῶν πενήντα μοναχὲς ἐγκατέλειψαν τὸ μοναστῆρι καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Πσέλ, ὅπου ἵδρυσαν μία σκήτη.
Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ὁ ἐξομολόγος τους. Μὲ τὸ κλείσιμο ὅλων τῶν μοναστηριῶν καὶ τὶς ἐκκλησίες ἐκείνης τῆς περιοχῆς, ἡ σκήτη παρέμεινε τὸ μοναδικὸ κέντρο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, προσελκύοντας ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν διαφόρων τελετῶν. Τὸ 1932 ἡ σκήτη λεηλατήθηκε ἀπὸ τὶς σοβιετικὲς ἀρχές. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφὴ ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀλέξανδρος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐμὰνκ καὶ συνενώθηκε μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία τῆς ὁποίας ἠγεῖτο ὁ Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκιυ. Τὸ 1933 μεταφέρθηκε στὴ θέση τῆς Βινίτσα καὶ τὸ 1937 στὴν ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος γρήγορα κέρδισε τὴν στοργὴ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου του. Ἡ κοινωνικότητα, ἡ ζωντάνια καὶ τὸ μειλίχιο ὕφος του συνοδεύονταν ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιλύει μὲ ἁπλότητα καὶ σοφία τὶς διαμάχες καὶ νὰ παρακινεῖ τοὺς ἐνορῖτες στὴν πίστη καὶ στὴ χριστιανικὴ ζωὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διώξεων.
Κατὰ τὸ 1930 οἱ ἐκκλησίες τοῦ Χαρκώβ, ποὺ εἶχαν ἐναπομείνει, ἦταν σὲ μεγάλο βαθμὸ στὰ χέρια τῶν ἱερέων ποὺ καθοδηγοῦνταν ἀπὸ τὴν «Ἀναδιοργάνωση» (Obnovlency) ἢ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Μονάχα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴ Λυσάγια Γκόρα, ἕνα μακρινὸ προάστιο τῆς πόλεως, ἀνῆκε στὴν κοινότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ, χάρη στὸν ποιμαντικὸ ζῆλο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, ἐξελισσόταν μία ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα. Κάθε ἑβδομάδα οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ἀνθρώπων καὶ κάθε Κυριακὴ ἡ Θεία Κοινωνία διαρκοῦσε ἀρκετὲς ὧρες. Ἐπίσης, πάντοτε τὴν Κυριακή, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ἀνθρώπων (μερικὲς φορὲς μέχρι καὶ ἑκατὸν εἴκοσι).
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τοῦ Χάρκωβ καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προκάλεσαν τὴν ἀποδοκιμασία τῶν ἀρχῶν. Στὶς 28 Ἰουλίου 1938 ὁ Ἅγιος συνελήφθη καὶ στὶς 17 Ἰουνίου 1939 καταδικάσθηκε ἀπὸ τὸ στρατοδικεῖο σὲ δεκαετῆ φυλάκιση μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀντιεπαναστατικῆς προπαγάνδας».
Στὶς 5 Ἰανουαρίου 1940 αὐτὴ ἡ καταδίκη ἀποσύρθηκε καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Ἀλεξάνδρου τέθηκε σὲ συμπληρωματικὴ ἔρευνα. Ἀλλὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἄντεξε τὴν διάρκεια τῆς προφυλακίσεώς του καὶ πέθανε στὶς 24 Μαΐου τοῦ 1940 στὸ ἀναρρωτήριο τῆς φυλακῆς. Μέσα ἀπὸ μεγάλες δυσκολίες καὶ κινδύνους, οἱ πιστοὶ κατόρθωσαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν μυστικὰ στὸ κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκιυ τοῦ Χάρκωβ.
Ἔκτοτε ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἔγινε τόπος ἱεροῦ προσκυνήματος καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ πιστοὶ τοῦ Χάρκωβ συνέχισαν νὰ ἐναποθέτουν στὸν τάφο του λουλούδια.
Τὸ 1993, ἡ Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας (Πατριαρχεῖο Μόσχας) ἐπεκύρωσε τὴν τοπικὴ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Οὐκρανίας. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου τελεῖται, ἐπίσης, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀφιερώθηκε στὴ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας, τὴν 9η Μαΐου.



Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώρα μεταξὺ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράση τοῦ Κυρίου.
«Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37 – 38). Καὶ σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής. «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα.
Ποιητικὴ ἀδεία μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή.Ταίριαζαν ἐξ’ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς.Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποῦ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές. «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα» (Ἰω. 4, 14).
Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημό τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτεμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ’ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ’ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς
ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ,
καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι
σωτηρίας τά νάματα·
τόν γάρ θεῖον νόμον σου
δεχόμενος ἄνθρωπος,
ἐν αὐτῷ σβεννύει
τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας.
Ὅθεν εἰς αἰῶνας
οὐ διψήσει, οὐ λήξει
τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε.
Διά τοῦτο δοξάζομεν
τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι
καταπέμψαι πλουσίως
τοῖς δούλοις σου».
Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ’ καὶ τὸ δεύτερό του δ’ ἤχου:
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς
διψῶσάν μου τήν ψυχήν
εὐσεβείας πότισον νάματα·
ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας·
Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.
Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι».
«Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης
ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης
πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός·
Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας.
Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν·
Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν,
σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς:
«Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων
τῶν ἀκενώτων δωρεῶν,
δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν·
ὅτι συνέχομαι δίψῃ,
εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον».
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλὴ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περίφημους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμους σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις, πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας
Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμῶς, γεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἠσαΐας, ἐβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σῴζει».
Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μαννασή. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενῆ καταγωγὴ τοῦ Ἠσαΐου. Ὁ Ἠσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δυὸ παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του.
Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χᾶς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.
Ὁ Ἠσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας.
Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ». Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἠσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ.
Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἠσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».
Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσή, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.
Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἠσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.
Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.
Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἠσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ «Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἠσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ (408-450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνω φθογγή, τῷ κόσμῳ προήγγειλας, τὴν παρουσίαν Χριστοῦ, Προφῆτα θεσπέσιε, σὺ γὰρ τοῦ Παρακλήτου, ἑλλαμφθεῖς τὴ δυνάμει, κάλαμος ὀξυγράφος, τῶν μελλόντων ἐδείχθης, διὸ σὲ Ἠσαΐα, ὕμνοις γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον.
Τῆς Προφητείας τὸ χάρισμα δεδεγμένος, προφητομάρτυς Ἠσαΐα θεοκήρυξ, πάσιν ἐτράνωσας τοὶς ὑφ’ ἥλιον, τὴν τοῦ Θεοῦ φωνήσας μεγαλοφώνως σάρκωσιν, ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρι λήψεται.
Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ Μεγαλομάρτυρας (ἑορτὴ Χριστόφορος)
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ ἠμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος, κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας (τιμᾶται 4 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».
Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου.
Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατειχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό. Μία μέρα παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη.
Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς.
Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς, διότι δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν. Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε.
Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστόφορο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.
Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ’ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία «ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.
Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του.
Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστόφορο νὰ τοὺς δώσει νὰ φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστόφορο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ.
Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστόφορο προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δυὸ διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν.
Οἱ δυὸ γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251 μ.Χ.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τῶν Ὀλυβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολαὶς ταὶς ἐξ αἵματος, ὠραϊζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστόφορε ἀοίδιμε, ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ἄδεις τὴ τρισαγίω, καὶ φρικτὴ μελῳδία, διὸ τοὶς ἰκεσίαις ταὶς σαίς, σῷζε τοὺς δούλους σου.
Οἱ Ἁγίες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Ἀκυλίνα καὶ Καλλινίκη πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου καί, ἀφοῦ βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς μὲ σιδερένιες ράβδους ποὺ διαπέρασαν τὸ σῶμα τους, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.)
Οἱ Ἅγιοι Ἐπίμαχος ὁ Ρωμαῖος καὶ Γορδιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐπίμαχος καὶ Γορδιανὸς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ρώμη καὶ ἄθλησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Κατηγορήθηκαν ὡς Χριστιανοί, συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος. Ἀφοῦ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, βασανίσθηκαν ἀνηλεῶς καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους ἐνταφιάσθηκαν στὸν ἴδιο τάφο καὶ σημαντικὸ μέρος αὐτῶν φυλάσσεται στὸ Ἀββαεῖο τῶν Βενεδεκτίνων στὸ Κέμπτον τῆς Βαυαρίας στὴ Γερμανία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔγινε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων τὸ 333 μ.Χ. καὶ διαδέχθηκε στὸν θρόνο τὸν Πατριάρχη Μακάριο (314-333 μ.Χ.). Τὰ προηγούμενα χρόνια, ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ἐδιώκοντο, εἶχε καταδικασθεῖ στὰ μεταλλεῖα, ὅπου τοῦ ἔβγαλαν τὸν δεξιὸ ὀφθαλμὸ καὶ τοῦ ἀκρωτηρίασαν τὸ ἀριστερὸ πόδι.
Τὸ 335 μ.Χ. συμμετεῖχε στὴ Σύνοδο τῆς Τύρου, ἀλλὰ δὲν ὑπέγραψε τὴν καταδίκη τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τὸ δὲ 349 μ.Χ. ὑποδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 350 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Σίος
Ὁ Ὅσιος Σίος γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλα παιδιά. Ὁ Σίος ἦταν μοναδικὸς κληρονόμος τῆς τεράστιας περιουσίας τους καὶ ἡ μοναδικὴ παρηγοριὰ τῶν γηρατειῶν τους.
Τὸν ἀνέθρεψαν, λοιπόν, μὲ περισσὴ στοργὴ καὶ ἐπιμέλεια, καλλιεργώντας στὴν ψυχή του τοὺς σπόρους τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσέβειας. Ἐκεῖνος, πάλι, πρόθυμα ἄκουγε τὶς ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ τὶς θεῖες διδαχές τους. «Πνεύματος Ἁγίου πεπλησμένος ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ», ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ἀφ’ ὅτου ἔμαθε ἀνάγνωση, μελετοῦσε ἀκατάπαυστα τὶς ἱερὲς Γραφές, ἔχοντας πάντοτε μαζί του τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ Ψαλτήριο.
Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἄκουσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη Ζενταζνέλι, ὅπου ζοῦσε σὲ μία ἔρημο, κοντὰ στὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε πολλοὺς μαθητές.
Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ βρεῖ τὸν Ὅσιο Γέροντα. Ὁ προορατικὸς Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρικὴ οἰκία καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του, ποὺ θὰ γίνονταν καὶ αὐτοὶ μοναχοί. Ἔτσι κι ἔγινε.
Ἐλεύθερος πλέον ὁ Ὅσιος Σίος φρόντισε πρῶτα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ βάρος τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἕνα μέρος τὸ μοίρασε στὰ μοναστήρια, ὅπου ἐγκαταβίωσαν οἱ γονεῖς του καὶ τὸ ὑπόλοιπο στοὺς φτωχούς. Ὁ ἴδιος κράτησε μόνο τὴν Ἁγία Γραφή.
Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸν Ὅσιο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος γεμάτος χαρὰ τὸν μακάρισε, διότι ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ ἀλέτρι καὶ δὲν κοίταζε πίσω στὸν κόσμο.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Σίος ἔγινε μοναχός, ἡ καρδιά του φλογίσθηκε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα. Χάρη στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, τὴν βαθιὰ ταπείνωση, τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὶς ἄλλες θεῖες ἀρετές του, ἀξιώθηκε νὰ λάβει πολὺ νωρὶς οὐράνια χαρίσματα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μὲ ἔκπληξη καὶ δέος παρατηροῦσε τὸν ἁγιοπνευματικὸ πλουτισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ποὺ στὸ Ὄνομα καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου, ἄρχισε νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ ἀποδιώχνει τὰ δαιμόνια.
Εἴκοσι χρόνια ἔζησε κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος, μὲ θεία ἀποκάλυψη, ἔφυγε γιὰ τὴ Γεωργία, πῆρε μαζί του τὸν Ὅσιο Σίο καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές του.
Τρία χρόνια ἔμειναν στὴ Μτσχέτα κηρύσσοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα ἀνέβηκαν γιὰ ἄσκηση στὸ ὄρος Ζαντένι.
Δυὸ χρόνια ἀργότερα, μία νύχτα, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ ἡ Ἁγία Νίνα ἐμφανίσθηκαν στὸν Ὅσιο Ἰωάννη καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ στείλει τοὺς ὑποτακτικούς του σὲ ὅλη τὴ Γεωργία γιὰ ἱεραποστολή. Οἱ δώδεκα Πατέρες κίνησαν γιὰ διάφορες περιοχὲς τῆς χώρας, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός τους καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Εὐλογίου.
Ὕστερα ἀπὸ σχετικὴ συμβουλὴ τοῦ τελευταίου, ὁ καθένας πῆρε μαζί του, ὡς βοηθὸ καὶ συμπαραστάτη, ἀπὸ ἕνα Γεωργιανὸ μοναχό. Ὁ Ὅσιος Σίος ὅμως, ὡς ἐραστὴς τῆς ἐρημιτικῆς ζωῆς, προτίμησε νὰ φύγει μόνος. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης δὲν εἶχε ἀντίρρηση.
Ὁ Ὅσιος Σίος κίνησε γιὰ τὰ ὄρη Σαρκινέτι τῆς Κάρτλης. Ἀφοῦ πέρασε ἐρημικὲς περιοχές, πυκνὰ δάση καὶ δυσκολοδιάβατα βουνά, ᾖλθε στὸ Μγιβὲ (σπήλαιο), σὲ μία βαθιὰ χαράδρα, ἀπ’ ὅπου περνοῦσε ὁ ποταμὸς Κῦρος. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε, παραδίδοντας τὸν ἑαυτό του μὲ πίστη στὴν πρόνοια καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ σκληρὴ ἄσκηση.
Προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Κοιμόταν ἐλάχιστα. Τρεφόταν μόνο μὲ ἄφρια χόρτα καὶ νερό. Ἔγινε ἔτσι ἕνας ἐπίγειος ἄγγελος.
Οἱ φθονεροὶ δαίμονες, βέβαια, κατέφευγαν σὲ κάθε πανουργία, γιὰ νὰ τὸν ἐκφοβίσουν καὶ νὰ τὸν πλανέψουν. Συχνά, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἐμφανίζονταν μπροστά του μὲ μορφὲς εἴτε φοβερῶν θηρίων εἴτε ἑρπετῶν. Ὁ Ἅγιος τοὺς νικοῦσε στὸ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάποια νύχτα ὁ Ὅσιος εἶδε ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς καὶ ὀσφράνθηκε μίαν ἄρρητη εὐωδία. Ἡ ψυχή του πλημμύρισε ἀπὸ χαρά. Στὸ ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου ἐμφανίσθηκε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος μὲ ραβδὶ στὸ χέρι. Δίπλα της στεκόταν ἕνας ἐπιβλητικὸς ἄνδρας μὲ ἀσκητικὴ μορφή. Ἦταν ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἔντρομος ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν ἀπροσδόκητη οὐράνια ἐπίσκεψη, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Ἡ Παναγία τὸν πλησίασε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὸ ραβδί της. «Σήκω» τοῦ εἶπε. Μόλις σηκώθηκε, ἐκείνη τοῦ ἔβαλε στὸ χέρι κάτι λευκὸ σὰν τὸ χιόνι. «Ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης καὶ ἐγώ, βλέποντας τὴν ἀγάπη σου στὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ᾔλθαμε νὰ σὲ παρηγορήσουμε.
Φᾶγε αὐτὸ ποὺ ἔχεις στὸ χέρι σου. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα, ὥσπου νὰ ἀποκτήσεις ὑποτακτικούς, θὰ παίρνεις τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὅσο γιὰ τοὺς δαίμονες, μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Υἱοῦ μου θὰ τοὺς κατανικήσεις. Καὶ τούτη ἐδῶ ἡ ἔρημος θὰ γεμίσει θεοφόρους ἄνδρες, ποὺ θὰ μιμηθοῦν τὴ ζωή σου καὶ θὰ δοξάσουν τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Ὅσιος, μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ δέος καὶ τὴν ἔκπληξη, γεύθηκε τὴν οὐράνια τροφὴ ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ Θεομητορικὸ χέρι. Τὸ στόμα του γέμισε μὲ μία ἀνείπωτη γλυκύτητα. Εὐχαρίστησε τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴ Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τότε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ἡ Παναγία, ἕνα θεόσταλτο περιστέρι τοῦ ἔφερνε καθημερινὰ φρέσκο ψωμί.
Πρῶτος ὑποτακτικός του ἦταν ὁ Εὐάγριος, ἄρχοντας νέος καὶ εὐσεβής, συνεργάτης τοῦ βασιλέως Παρσμᾶν ΣΤ’ (541-553 μ.Χ.). Σὲ λίγο πολλοὶ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ μονάσουν ἐκεῖ. Κάθε νέος ἀδελφός, μὲ ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου, ἔσκαβε μία μικρὴ σπηλιὰ καὶ κατοικοῦσε ἐκεῖ, ζωντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ἐργόχειρο. Ὁ Ὅσιος Σίος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δικό του σπήλαιο παρὰ μόνο τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς ἑορτές, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει καὶ νὰ τοὺς καθοδηγήσει στὸν ἀσκητικὸ βίο.
Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Ὅσιος Σίος, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἔζησε ἔγκλειστος στὸ σπήλαιό του μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ὅρισε ὡς διάδοχό του τὸν Ὅσιο Εὐάγριο.
Ὁ Ὅσιος Σίος, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὕψωσε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου στὶς 4 Ἰανουαρίου, στὶς 4 Φεβρουαρίου καὶ τὴν Πέμπτη τῆς Τυρινῆς ἑβδομάδος.
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μάρτυρας, βασιλέας τῶν Σκώτων
Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. Λέγεται ὅτι ἦταν Βρετανὸς βασιλέας, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δαβίδ, προστάτη τῆς Οὐαλίας. Συνεργάσθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Κολούμπα (τιμᾶται 9 Ἰουνίου) γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς Πίκτες τῆς Σκωτίας, ἵδρυσε μονὴ καὶ μαρτύρησε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ 576 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐν Βουνένοις
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Νικόλαος ὁ Νέος γεννήθηκε πιθανῶς στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν θερμὴ πίστη, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβειά του. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ Νικολάου δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφθοῦν.
Ἡ φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τὰ στενὰ ὅρια τῆς πατρίδος του καὶ ἁπλώθηκε μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (886-912 μ.Χ.) ζήτησε καὶ γνώρισε τὸ Νικόλαο. Ἐκτίμησε ἀμέσως, μὲ τὴν πρώτη ἐπαφὴ μαζί του, τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ τὸν διόρισε ἀρχηγὸ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἀποσπάσματος τῆς Λαρίσης, ποὺ εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ φρουρεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν πόλη αὐτὴ τῆς Θεσσαλίας.
Ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του μὲ ζῆλο. Τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου αὔξανε τὴν πνευματικότητα τοῦ Νικολάου καὶ τὴν ἀγάπη τῶν στρατιωτῶν καὶ τοῦ λαοῦ στὸ πρόσωπό του.
Ὅταν οἱ Ἄβαροι ἔφθασαν μέχρι τὴ Θεσσαλία, ἔκαναν βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ καὶ σκορποῦσαν παντοῦ τὴν ἐρήμωση καὶ τὸ θάνατο. Ὁ Νικόλαος μὲ τὶς λιγοστὲς δυνάμεις του προσπάθησε νὰ ἀναχαιτίσει τὸν ἐχθρό. Οἱ παμπληθεῖς ὅμως δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων εὔκολα ἐπικράτησαν καὶ ἐπιδόθηκαν σὲ γενικὲς σφαγὲς καὶ λεηλασίες.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἐγκατέλειψαν τὴν πόλη καὶ τὴν περιοχὴ καὶ κατέφυγαν σὲ ὀρεινὰ μέρη. Τελικὰ καὶ ὁ Νικόλαος μὲ ὅσους στρατιῶτες εἶχαν ἀπομείνει πορεύθηκε στὸ δάσος ποὺ βρισκόταν στὸ ὄρος τῆς Βουνένης, ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀσκητὲς μὲ τὰ ἀσκητήριά τους στὰ ἀπόκρημνα ὑψώματα.
Ἐγκαταστάθηκε κοντά τους συναγωνιζόμενος αὐτοὺς στὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Μαζί του εἶχε καὶ τοὺς στρατιῶτες του, ποὺ ζοῦσαν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν.
Κάποιο βράδυ, ἐνῷ ὁ Ὅσιος προσευχόταν, Ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε καὶ προανήγγειλε τὸν μαρτυρικό τους θάνατο: «Δεῦρο, ἀθληταὶ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὸ μαρτυρῆσαι ἑαυτοὺς εὐτρεπίσατε». Πράγματι οἱ ἐχθροὶ τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ὑπέβαλαν σὲ πλῆθος βασανιστήρια.
Τοὺς προέτρεψαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἐκεῖνοι ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πατρῴα εὐσέβεια καὶ τελειώθηκαν μαρτυρικά. Τὰ ὀνόματά τους γράφηκαν στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὰ μᾶς εἶναι γνωστὰ τὰ ἀκόλουθα: Ἀκίνδυνος, Ἁρμόδιος, Γρηγόριος, Δημήτριος, Εὐώδιος, Θεόδωρος, Ἰωάννης, Μιχαήλ, Παγκράτιος, Παντολέων, Χριστόφορος καὶ Αἰμιλιανός.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Νικολάου μαζὶ μὲ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν Μαρτύρων ἀναφέρει καὶ τὰ ὀνόματα δυὸ γυναικῶν μαρτύρων, Εἰρήνης καὶ Πελαγίας. Προφανῶς θὰ πρόκειται γιὰ δυὸ ἡρωίδες Χριστιανὲς γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἀνῆκαν στὸν ἄμαχο πληθυσμὸ τῆς πόλεως Λαρίσης, ποὺ εἶχε καταφύγει στὰ ὀρεινὰ τοῦ Τυρνάβου.
Ὁ μακάριος Νικόλαος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἀνδρεία του, κατόρθωσε νὰ διαφύγει τὴ μανία τοῦ ἐχθροῦ. Φεύγοντας ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Λαρίσης καὶ τοῦ Τυρνάβου, ἔφθασε στὰ ἐνδότερα τῆς Θεσσαλίας, στὰ μέρη τῆς Καρδίτσας, ὅπου τὸ χωριὸ Βούνενα. Ἐκεῖ βρῆκε κατάλληλο τόπο γιὰ ἄσκηση. Ὁ Ὅσιος διάλεξε γιὰ κατάλυμα μία σπηλιά, ποὺ τὴν σκέπαζε μία βελανιδιά. Ἐκεῖ συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ εἶχε ἀρχίσει κοντὰ στοὺς ἀσκητὲς τοῦ Τυρνάβου. Ὑπέταξε κάθε σωματικὴ ἐπιθυμία καὶ δαιμονικὴ παρεμβολή. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει.
Ὅμως οἱ βάρβαροι ἐπιδρομεῖς ἀνακάλυψαν τὸν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ Νικόλαο. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἐκεῖνος ἀντιστεκόταν γενναία. Τὸν βασάνιζαν καὶ ἐκεῖνος εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπομείνει γιὰ χάρη Του βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ὁ Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ἔλαβε τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ εἰσῆλθε στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Λαρίσης Φίλιππος μετέφερε μὲ πομπὴ στὴν πόλη τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τοῦ Τυρνάβου. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε ἀπὸ τὸν δοῦκα Εὐφημιανὸ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ Εὐφημιανὸς ἀρρώστησε κάποτε βαριὰ ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια τῆς λέπρας. Ἀναζήτησε τὴν θεραπεία του σὲ ὅλους τοὺς ἰατρούς, ἀλλὰ μάταια.
Ἄρχισε τότε νὰ ἐπικαλεῖται τοὺς διαφόρους Ἁγίους καὶ νὰ κάνει ἀγαθοεργίες ἐλπίζοντας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Προσέφερε τὰ χρήματά του σὲ χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν πολυπόθητη ὑγεία του. Κατέφυγε στὸν πολιοῦχο τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιο Δημήτριο καὶ τὸν πολιοῦχο τῆς Λαρίσης Ἅγιο Ἀχίλλιο, ποὺ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὰ θαύματά τους.
Ἐνῷ ὅμως βρισκόταν στὴ Λάρισα καὶ προσευχόταν μπροστὰ στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου, τοῦ ὑποδείχθηκε νὰ μεταβεῖ στὰ ὄρη τῶν Βουνένων. Τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ ἔλεγε νὰ φροντίσει νὰ βρεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρα Νικολάου, νὰ λουσθεῖ σὲ πηγὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν τόπο τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ εὕρισκε τὴν θεραπεία του.
Χαρούμενος ἀπὸ τὸ ἐλπιδοφόρο τοῦτο ἄγγελμα ὁ Εὐφημιανὸς ξεκίνησε γιὰ τὰ Βούνενα, ὅπου βρῆκε τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ τὴν δική του θεραπεία. Γεμάτος χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ θεραπεία ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ καὶ ἐνταφίασε ἐκεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος πρίγκιπας τῆς Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ντονσκόι) γεννήθηκε τὸ 1350 στὴ Μόσχα καὶ ἦταν μέγας πρίγκιπας. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1380 πολέμησε τοὺς Ταρτάρους καὶ ἀπήλλαξε τὴ Ρωσία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της. Ὁ Ρωσικὸς λαὸς ἀποκαλοῦσε τὸν ἡγεμόνα του «Ντονσκόι» ἀπὸ τὸν ποταμὸ Δόν, κοντὰ στὸν ὁποῖο διεξήχθη ἡ ἱστορικὴ μάχη κατὰ τῶν βαρβάρων.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ, τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Ἰβᾶν Εὐθύμοβιτς Λιτόφκιν, γεννήθηκε στὶς 2 Νοεμβρίου 1837 στὸ χωριὸ Γκοροντίστσα τῆς περιοχῆς Στάρομπελκ τῆς ἐπαρχίας Καρκώφ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Εὐθύμιο Αἰμιλιάνοβιτς καὶ τὴν Μαρία Βασίλιεβνα Λιτόφκιν.
Εἶχαν ἕξι παιδιά, τρεῖς υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρες, τὸν Ἰβᾶν, τὸν Πέτρο, τὸν Συμεών, τὴν Ἀλεξάνδρα, τὴν Ἄννα καὶ ἀκόμη μία θυγατέρα. Ἡ ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ποὺ ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Λεωνίδα, διηγεῖτο πὼς ὁ μικρὸς Ἰβᾶν ἦταν πολὺ στοργικὸ καὶ εὐαίσθητο παιδί.
Μὲ τὴν τρυφερὴ ψυχή του συμμετεῖχε στὶς θλίψεις τῶν ἄλλων, ἂν καὶ ἡ ἔμφυτη μετριοφροσύνη καὶ συστολή του συχνὰ δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ὁμιλεῖ. Ὅταν ὁ Ἰβᾶν ἦταν τεσσάρων ἐτῶν, ἔχασε τὸν πατέρα του καὶ λίγο ἀργότερα, τὸ ἔτος 1814, τὴν μητέρα του ἀπὸ τὴν ἐπιδημία χολέρας ποὺ ἐνέσκηψε στὸ χωριό.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν Ὄπτινα. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, στὶς 15 Ἀπριλίου 1872, χειροθετήθηκε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάννης καὶ στὶς 16 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἰωσήφ.
Τὸ 1877 χειροτονήθηκε διάκονος. Αὐτὸ ἔγινε τελείως ἀπροσδόκητα καὶ μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἔδειχνε καθαρὰ πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν καθοδηγοῦσε στὸν δρόμο του. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1884 ἔλαβε τὴ χάρη τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Καλούγκα Βλαδίμηρο.
Ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς χειροτονίας του λειτουργοῦσε μὲ προθυμία, μὲ εὐλάβεια, χωρὶς βιασύνη καὶ αἰσθανόταν μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Οἱ ἄλλοι πατέρες τὸν εὐλαβοῦνταν καὶ τὸν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιατί τὸν θεωροῦσαν ἀληθινὸ μοναχό. Ὁ Γέροντας τῆς μονῆς Ἀμβρόσιος διέβλεπε σὲ αὐτὸν τὸν μελλοντικὸ διάδοχό του καὶ τοῦ ἔδινε τὴν εὐλογία νὰ ἐξομολογεῖ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς μονῆς. Τὸν προετοίμαζε σιγὰ – σιγά, γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ. Τὸν δίδασκε τόσο μὲ τὸν λόγο, ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του.
Ὅταν ὁ Γέροντας Ἀμβρόσιος κοιμήθηκε, ὅλοι στράφηκαν πρὸς τὸν Ὅσιος Ἰωσήφ. Καὶ ἐκεῖνος μὲ προσευχὴ καὶ ταπείνωση ἀνέλαβε τὸ ἔργο τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως τῶν ἀδελφῶν. Ἡ προσευχή του εἶχε μεγάλη δύναμη καὶ εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος.
Ὁ Ὅσιος δὲν ἐπέτρεπε ποτὲ στοὺς μοναχοὺς νὰ ἀρνηθοῦν κάποιο διακόνημα.
Ἔλεγε πὼς ἐκεῖνος ποὺ φέρει σὲ πέρας τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει, ἀξιώνεται νὰ ἔχει εὐλογημένο τέλος.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐξέφραζαν τὸ παράπονο πὼς ἡ ὑπακοὴ ἦταν δύσκολη καὶ προκαλοῦσε πολλὴ λύπη, τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φωτιζόταν μὲ χαρά, τὰ μάτια του γέμιζαν μὲ τρυφερὴ πατρικὴ ἀγάπη καὶ ἔλεγε μὲ ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικὸ τόνο: «Λοιπόν, καὶ τί μ’ αὐτό; Λόγω αὐτῆς τῆς ὑπακοῆς θὰ γίνετε μάρτυρες». Σὲ κάποια μοναχὴ ὁ Ὅσιος εἶπε τὰ ἀκόλουθα: «Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου σὲ ἐνοχλοῦν καὶ δὲν μπορεῖς νὰ εὕρεις τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου, θυμήσου τὰ ἑξῆς:
· Ἂν οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀδελφοῦ σου ποὺ θέλεις νὰ διορθώσεις σὲ ἐνοχλοῦν, σὲ ἐκνευρίζουν καὶ χάνεις τὴν εἰρήνη σου, τότε ἁμαρτάνει καὶ ἐσύ. Ἡ ἁμαρτία δὲν διορθώνεται μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωση.
· Ὁ ζῆλος ποὺ θέλει νὰ καταστρέψει ὅλα τὰ κακὰ εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακό.
· Μέσα στὸ μάτι σου ὑπάρχει ἕνα μεγάλο δοκάρι καὶ ἐσὺ προσέχεις τὸ κάρφος στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.
· Ὑπάρχουν ἀτέλειες ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτες καὶ ἄλλες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐεργετικές. Τὸ καλὸ δοκιμάζεται ἀπὸ τὸ κακό.
· Τὸ παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ χαλιναγωγήσει τὴν ἀνυπομονησία μας, ποὺ μᾶς στερεῖ τὴν εἰρήνη.
· Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς φανερώνει μὲ πόση ταπείνωση καὶ καρτερία πρέπει νὰ ὑπομένουμε τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Ἂν δὲν ἔχουμε κάποια θέση εὐθύνης ἔναντι τῶν ἄλλων, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἁμαρτία τους μὲ ἐμπάθεια.
· Κάθε ἄνθρωπος καταδικάζει ἐκεῖνες τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, γιὰ τὶς ὁποῖες κατηγορεῖται ὁ ἴδιος.
· Γιὰ τὶς πράξεις τῶν ἄλλων δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ποὺ νὰ μᾶς ἠρεμεῖ περισσότερο ὅσο ἡ σιωπή, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη».
Θιασώτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐνθαρρύνει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ ἀσκοῦν τὸ θεῖο αὐτὸ ἔργο. Δίδασκε τὴν προσευχὴ πολὺ καλὰ καὶ πίστευε πὼς ἦταν ἡ σπουδαιότερη ἀπασχόληση γιὰ ὅλους. Ἐμπόδιζε δὲ ἐπιτακτικὰ καὶ αὐστηρὰ τοὺς ἄπειρους καὶ τοὺς δόκιμους ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Τοὺς δίδασκε νὰ πορεύονται προοδευτικά, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, κάνοντας μερικὰ κομποσχοίνια. «Αὐτὸ προστατεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια», ἔλεγε ὁ Ὅσιος. Κάθε ἡμέρα ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου μαζεύονταν οἱ φτωχοὶ καὶ ὁ μοναχὸς ποὺ ἦταν σὲ ὑπηρεσία ἔδιδε ἐλεημοσύνη σὲ ὅλους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ λειτουργοῦσε γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1905. Ἀπὸ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἀσθένησε καὶ ὅλοι περίμεναν τὸ ἀναπόφευκτο. Ὁ Θεὸς ὅμως παρέτεινε τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου, ποὺ ἦταν πολύτιμη γιὰ ὅλους, μέχρι τὸ 1911.
Λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρεκάλεσε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ ἐλευθερώσει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα του. Ζήτησε νὰ βάλουν κοντά του μία εἰκόνα. Οἱ μοναχοὶ ἔφεραν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, μὲ τὴν ὁποία τὸν εὐλόγησε ὁ μοναχὸς Ἰσαάκιος, τὴν τοποθέτησαν ἀπέναντί του στὸ τραπεζάκι κοντὰ στὸ μαξιλάρι του καὶ ἄναψαν μπροστά της ἕνα καντῆλι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα μικρὸ ἄσπρο ξύλινο σταυρὸ καὶ στὸ στῆθος του εἶχαν ἀκουμπήσει τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Ἔτσι κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τῆς Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρεις γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν Μαρτύρων.
synaxarion.gr
Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ δεύτερη καὶ ἔγινε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 346 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου (337-361 μ.Χ.) καὶ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου (τιμᾶται 18 Μαρτίου). Τὴν τρίτη ὥρα τῆς 7ης Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., κατὰ μία τῶν ἡμερῶν τῆς Πεντηκοστῆς, φάνηκε Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρὸς ἄνωθεν τοῦ Γολγοθά, σχηματισμένος ἀπὸ ὑπερφυσικὸ φῶς καὶ ἐκτεινόμενος πρὸς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Τὸ ὅραμα τοῦτο προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅλοι δὲ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως πρὸ τοῦ ὑπερφυοὺς τούτου θεάματος κατελήφθησαν ἀπὸ ἔκσταση. Ἐπωφελούμενος τῆς περιστάσεως ὁ Πατριάρχης Κύριλλος, περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν ἱερὸ κλῆρο, συγκάλεσε τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν στὸ ναὸ καὶ δοξολόγησαν τὸν Θεό.
Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στὶς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 312 μ.Χ. πρὸς τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, μὲ τὸ νικητήριο ἔμβλημα «ἐν τούτῳ νίκα», τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου.
Περὶ τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ φανερώθηκε ὑπεράνω τοῦ Γολγοθὰ μαρτυροῦν, πλὴν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (397 μ.Χ.), τὸ Πασχάλιον Χρονικὸν καὶ ἄλλοι Βυζαντινοὶ χρονογράφοι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος, νῦν ὑπὲρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅνπερ ἐξ ὄρους ἁγίου, τόπω Κρανίου ἐφήπλωσας, καὶ τὴν ἐν αὐτῷ Σῶτερ ἰσχὺν ἐτράνωσας, διὰ τούτου κρατύνας, καὶ τοὺς πιστοὺς βασιλεῖς ἠμῶν οὖς καὶ περίσῳζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἠμᾶς.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ὢ τρισμακάριστε Σταυρὲ καὶ Πανσεβάσμιε, σὲ ἀνυμνῶν καὶ προσκυνῶν νῦν ἁγιάζομαι, ἐν ὦ Χριστὸς ἀνυψούμενος κόσμον ἔσωσεν, ἀλλὰ πρόφθασον καὶ σῶσον τὴ δυνάμει σου, καὶ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἶνα κράζω σοί, Χαῖρε Ξύλον μακάριον.
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ ἀθλήσαντες ἐν Νικομήδειᾳ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κοδράτος καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Οὐαλεριανοῦ (251-259 μ.Χ.). Ἀφοῦ συνελήφθη μὲ πολλοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς στὸν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα τότε διωγμό, παραδόθηκε στὸν ἀνθύπατο Περίνιο ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς Ἀληθινός.
Κατόπιν τούτου τὸν ἅπλωσαν κατὰ γῆς καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν σκληρά, τὸν ἔριξαν στὴν φυλακή.
Ἀπὸ τὴ Νικομήδεια, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἀνθύπατου μεταφέρθηκε στὴ Νίκαια, ὅπου διὰ αὐτοῦ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ τελειώθηκαν ἄλλοι διὰ πυρὸς καὶ ἄλλοι διὰ μαχαίρας. Τοῦτο ἐξαγρίωσε τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο, νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τοῦ καταξεσκίσουν τὶς σάρκες.
Στὴν συνέχεια ἀπεστάλη στὴν Ἀπάμεια, ὅπου ὑπέστη ποικίλα μαρτύρια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁδηγήθηκε δέσμιος στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους, θαυμάζοντας τὴν ὑπομονὴ καὶ προσκαρτερία τοῦ Μάρτυρα στὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ἀπὸ αὐτοὺς δὲ ὁ Ρουφίνος καὶ ὁ Σατορνίνος, ἀφοῦ κρεμάσθηκαν καὶ καταξεσκίσθηκαν οἱ σάρκες τους, ἀποκεφαλίσθηκαν στὴν Ἀπολλωνιάδα.
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁδηγήθηκε, τέλος, στὴν Ἐρμούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ξαπλώθηκε ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, λαμβάνοντας ἔτσι τὸν ἁμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ρουφίνος καὶ Σατορνίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος καὶ Σατορνίνος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου καὶ ἄθλησαν. Βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ προσκαρτερία τοῦ Ἁγίου Κοδράτου στὰ ποικίλα βασανιστήρια καὶ θαυμάζοντας τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Χριστό, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου Περινίου ὁμολόγησαν καὶ αὐτοὶ τὸν Χριστό. Κατόπιν τούτου συνελήφθηκαν καὶ ἀφοῦ καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες τους μὲ σιδερένια νύχια, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητας.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Μάρτυρας
Εἶναι ἄγνωστη ἡ καταγωγὴ καὶ ὁ χρόνος ἄθλησης τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαξίμου. Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος τὴν πίστη του στὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καί, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε, τελειώθηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἰουβενάλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουβενάλιος μαρτύρησε τὸ 132 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Μάρτυρας ὁ κεντυρίων
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκάκιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία τὸ 270 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες Χριστιανοὺς καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἀφοῦ κατετάγη στὸ στράτευμα, στὴν τάξη τῶν Μαρτησίων, ἀναδείχθηκε γρήγορα, λόγω τῆς γενναιότητας καὶ τῆς τιμιότητάς του καὶ προάχθηκε σὲ κεντυρίωνα. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, ὁ διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας καὶ ἑκατόνταρχος Φίρμος, ἐξετάζοντας τοὺς στρατιῶτες ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὶς διαταγές του μὲ σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσει τὶς θρησκευτικὲς τους πεποιθήσεις, ρώτησε καὶ τὸν Ἀκάκιο.
Ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ Φίρμος, ποὺ ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια πρὸς αὐτόν, λόγω τῶν πολλῶν ἀρετῶν του, προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, πλὴν ὅμως κάθε προσπάθεια προσέκρουσε στὴ σθεναρὴ ἀντίδραση τοῦ Ἀκακίου. Κατόπιν τούτου τὸν ἀπέστειλε σιδηροδέσμιο στὴν Ἡράκλεια τῆς Θρᾴκης, πρὸς τὸν ἀνθύπατο Βιβιανό, μόνο ἁρμόδιο νὰ λάβει ὁριστικὲς ἀποφάσεις.
Ἀφοῦ προσήχθη ὁ Ἀκάκιος μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἐνώπιον τοῦ Βιβιανοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ διατάξει στὰ εἴδωλα, ἀρνήθηκε. Ἕνεκα τούτου τὸν προσέδεσαν σὲ στῦλο καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Βλέποντας τὴν ἐπιμονή του, τοῦ ἔθραυσαν τὴ σιαγόνα.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος Βιβιανὸς παρέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς τοὺς μετέφερε στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ὁ Ἀκάκιος ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρὰ βασανιστήρια, χωρὶς ὅμως νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του. Τότε ἀπεστάλη στὸν ἀνώτερο δικαστή, ἀνθύπατο Θρᾴκης Φλακκίνο ἢ Φαλκιλιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Ἀκάκιος, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε μὲ τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου ὑπὲρ Αὐτοῦ, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὴ θέση Σταυρίον, ὅπου καὶ τελειώθηκε τὸ 306 μ.Χ.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια καὶ τιμές. Λίγο δὲ ἀργότερα κτίσθηκε ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ ὁ πρῶτος ναὸς ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἐπτασκάλου, ὅπου εἶχε ἀνεγερθεῖ ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ναὸς ποὺ ἀναφέρεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ., στὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ (τιμᾶται 28 Μαΐου).
Ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησε αὐτὸν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών. Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μετεκόμισε ὁ κακόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Στὸ ναὸ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ρῶσος μυθογράφος Ἀντώνιος, εἶδε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνα μ.Χ. σῳζόμενα λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.
Ὁ Ἅγιος Φλάβιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ τῶν σὺν αὐτῶ Ἁγίων Μαρτύρων Αὐγούστου καὶ Αὐγουστίνου τῶν αὐταδέλφων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φλάβιος ἦταν Ἐπίσκοπος Νικομηδείας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.) μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Αὐγοῦστο καὶ Αὐγουστίνο.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Σπούδασε τὴν κατὰ κόσμο σοφία στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ πνευματική του πρόοδος συμβάδιζε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχός.
Ἡ ταπείνωσή του ἦταν τόσο βαθιά, ὥστε θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του σκώληκα καὶ ὄχι ἄνθρωπο.
Ἡμέρα καὶ νύχτα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν εὐλογεῖ, γιὰ νὰ πολεμᾷ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ τοῦ χάρισε τὴν ἀπάθεια καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται σὲ ὅλη τὴ Συρία.
Ὁ κόσμος ποὺ συνέρρεε στὸν Ἅγιο Γέροντα ἦταν πολὺς καὶ αὐτὸ διατάρασσε τὴ μοναχική του ἡσυχία. Γι’ αὐτὸ φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε καὶ κρύβεται βαθιὰ στὴν ἔρημο.
Ὁ Θεός, ὅμως, ἀλλιῶς οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Βλέπει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος σὲ ὄνειρο τὴν Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐπιλέξει δώδεκα μαθητές του καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν Ἰβηρία, γιὰ νὰ ἑδραιώσουν τὴν χριστιανικὴ πίστη τοῦ λαού της. Ὁ Ἅγιος κάλεσε τοὺς ὑποτακτικούς του καὶ τοὺς ἀνέφερε τὸ γεγονός. Ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Τότε ἐκεῖνος ἔγραψε τὰ ὀνόματα ὅλως σὲ ξεχωριστὰ χαρτιὰ καὶ τὰ ἔβαλε ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ὅλοι τὴ νύχτα οἱ Πατέρες προσεύχονταν. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Ὅσιος τοὺς εἶπε νὰ ὑψώσουν τὰ χέρια τους στὸν οὐρανὸ λέγοντας «Κύριε, ἐλέησον». Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχὴς Ἄγγελος Κυρίου πῆρε ἐνώπιον ὅλων δώδεκα χαρτιὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Ὁσίου.
Οἱ ἐκλεγέντες μαθητὲς ἦταν οἱ Σίω, Δαβίδ, Ἀντώνιος, Θαδδαῖος, Στέφανος, Ἰσήδωρος, Μιχαήλ, Πύρρος, Ζήνων, Ἰσέ, Ἰωσὴφ καὶ Ἄβιβος. Στὴ συνέχεια ἐξέλεξε γιὰ ἡγούμενο τῆς σκήτης κάποιο μοναχὸ Εὐθύμιο καὶ ξεκίνησε μὲ τοὺς μαθητές του τὸ ταξίδι.
Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πρωτεύουσας τῆς Γεωργίας Εὐλόγιο καὶ τοῦ εἶπε γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰωάννου καὶ τῶν μαθητῶν του. Τότε ὁ μακάριος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, γιὰ νά τοὺς ὑποδεχθεῖ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἐπίσκοπο καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Καὶ τότε συνέβη τὸ θαῦμα ποὺ μοιάζει μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ὅσιος μιλοῦσε τὴ γεωργιανὴ γλῶσσα.
Ὁ Ὅσιος καὶ οἱ μαθητές του κήρυξαν σὲ ὅλη τὴν Γεωργία καὶ προσκύνησαν ὅλους τοὺς εὐλογημένους τόπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶχε περάσει ἡ Ἁγία Νίνα.
Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἱεραποστολικοῦ τους ἔργου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ὑποδείξει μόνιμο τόπο ἀσκήσεως καὶ διαμονῆς. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τὸ ὄρος Ζάντεν. Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ ἄρχισε νὰ μιμεῖται τὴν ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
Ἀπὸ ἐκεῖ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἀφοῦ στερεώθηκαν στὴν πίστη καὶ στὴν ἀνδρεία, ξεκίνησαν νὰ κηρύξουν τὸν Χριστὸ σὲ ὅλη τὴν χώρα. Ὁ Ὅσιος εἶχε μαζί του καὶ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων, τὰ ὁποία τοὺς προσέφερε ὡς εὐλογία, γιὰ νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά τους. Ἐκεῖνος συνέχισε τῆς ἄσκηση καὶ τὸ μονήρη ἡσυχαστικὸ βίο. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τοῦ ὄρους ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν Ὅσιο.
Ἔφθασε, ὅμως, ὁ καιρὸς γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Κάλεσε τοὺς μαθητές του, τοὺς νουθέτησε πατρικά, τοὺς εὐλόγησε, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης
Εἶναι ἄγνωστη ἡ καταγωγὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Ψυχαΐτου, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813-820 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε ἀσκητὴς καὶ κατεμάρανε τὰ φρονήματα τῆς σαρκὸς μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ σκληραγωγίες. Ὑπῆρξε σθεναρὸς ὑπερασπιστὴς τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων.
Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγμὸ ἐπανερχόταν ὀρμητικότερος καὶ μαχητικότερος καὶ νικοῦσε τὸ θράσος τῶν λεόντων, ποὺ ἀθετοῦσαν τὸ σεπτὸ χαρακτῆρα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως καὶ τιμόταν ἀπὸ ὅλους. Τοῦτο δὲ ἐπηύξανε ἡ θαυματουργὸς Χάρη διὰ τῆς ὁποίας εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς καὶ ἀγωνίσθηκε κραταιὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ ἐν Λυκαονίᾳ, ὁ Ἐρημίτης καὶ Θαυματουργός, εἶναι ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ Μηναῖα. Μνημονεύεται στὸ Συναξαριστὴ τοῦ Ἰππόλυτου Delehaye κατὰ τὴν 8η Μαΐου ἀλλὰ ἄνευ ὑπομνήματος, ἐνῷ στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 φ. 217β ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὶς 7 Μαΐου ἀναφέρεται μὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόμνημα: «Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἠμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγία, νηστεία, προσευχή, δάκρυσι χαμευνία ἐαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάση κακουχία καὶ ταλαιπωρία, καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ δαίμονας ἀποσοβείν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἰώμενος.
Καὶ ἐν τούτοις τοὶς ἀγαθοὶς πάσιν ἐπαγωνιζόμενος μετὰ μικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκῶς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν πρὸς Κύριον ἀπῆλθε χαριεντιζόμενος μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιμία ψυχήν».
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε σὲ μία μονὴ κοντὰ στὸ ἀκρωτῆρι τοῦ Χυλένδρου.
Μετάθεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ Σόρκιυ καταγόταν ἀπὸ τὴν εὐγενῆ οἰκογένεια τῶν Μάικωφ καὶ γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1433 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργάσθηκε ὡς ταχυγράφος στὴν ὑπηρεσία τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μόσχας.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ μονὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ἀσκητὴς Κύριλλος.
Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸ συμμοναστή του μοναχὸ Ἰννοκέντιο καὶ ἀσκητεύει στὴ «Σκήτη τοῦ Ξυλουργοῦ». Ὑπάρχει βέβαια ἡ πληροφορία ὅτι ἔμεινε γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καὶ ὁ μοναχὸς Ἰννοκέντιος ἐπιστρέφουν στὴ Ρωσία περὶ τὸ 1480 μ.Χ. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡσυχίας τὸν κάνει νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἕνα μικρὸ ἐρημικὸ μέρος, λίγο μακρύτερα ἀπὸ τὴ μονὴ Λευκῆς Λίμνης, στὸν ποταμὸ Σόρα. Ἐκεῖ κτίζει καὶ ἕνα μικρὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καὶ ἐπιδίδεται στὸ θεωρητικὸ βίο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ Ὅσιος Νεῖλος συνιστᾷ προσοχὴ καὶ διάκριση.
Γνωρίζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μπεῖ κάποιος πρόωρα σὲ ἀνώτερες πνευματικὰ περιοχές. Γνωρίζει ὅτι κάθε μύηση στὴν πνευματικὴ ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι προσεγμένη καὶ νὰ γίνεται προοδευτικά. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητας τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι τὸ «μέτρο» στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ διάκριση στὴ συμπεριφορὰ καὶ στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Εἶναι ὁ κὰτ ἐξοχὴν Ὅσιος τῆς κενώσεως, δηλαδὴ τῆς ταπεινῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ στάσεως.
Ἕνα ἄλλο χάρισμά του ἦταν ἡ ἀγάπη. Γιὰ νὰ εἶναι χρήσιμος στοὺς ἀδελφοὺς δεχόταν νὰ γίνει σαλός, ἀποκαλύπτοντας σὲ αὐτοὺς τὰ μυστικὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὅμως ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ Ὁσίου Νείλου ἑλκύουν τὴν προσοχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν κρατικῶν παραγόντων. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὴν πόλη Νόβγκοροντ ξεσπᾷ ἡ αἵρεση τῶν Ἰουδαϊζόντων, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγαν ὅτι τὸ 7000 ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὸ 1492 μ.Χ., θὰ γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁ Ὅσιος βοήθησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πολιτεία νὰ μορφώσουν ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν αἵρεση καὶ νὰ τὴν καταδικάσουν.
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ Ὅσιος ἦταν αὐτὸ τῆς περιουσίας τῶν μονῶν. Ὁ Ἅγιος γνώριζε καλὰ τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὴ συσσώρευση πλούτου στὶς μονές, ἔστω καὶ ἂν ὁ πλοῦτος αὐτὸς δὲν ἀνῆκε στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ στὴ μονή. Τὸ θέμα συζητήθηκε σὲ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε τὸ 1503 στὴ Μόσχα, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους ἡ Σύνοδος δὲν υἱοθέτησε τὸ πνεῦμα τοῦ Ὁσίου Νείλου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ Ὁσίου ἐπηρέασε θετικὰ τὸ Ρωσικὸ μοναχικὸ βίο.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι πολὺ πλούσιο. Τὰ κυριότερα ἔργα του εἶναι ἀσκητικὰ καὶ ἀφοροῦν τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τοῦ 1508.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ ἐν τὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καταγόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πέτρο Κυνουρίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία παρελήφθη ἀπὸ τὸν θεῖο του, ἱερομόναχο Μακάριο, στὴν ἐκεῖ ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν καλουμένη τοῦ Μαλεβῆ, ὅπου καὶ ἀφοῦ ἐκπαιδεύθηκε μὲ θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. Ποθώντας ὅμως καὶ οἱ δυὸ ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὸ βίο, μετέβησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου, ἀφοῦ γιὰ λίγο χρόνο ἀσκήτεψαν στὸ σπήλαιο ποὺ εἶχε ἀσκητέψει ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Ἀθωνίτης (τιμᾶται 12 Ἰουνίου), στὴ συνέχεια μετέβησαν σὲ ἔρημη ἔκταση κοντὰ στὴ Λαύρα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἔκτισαν ναὸ τιμώμενο στὸ ὄνομα τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ παρέμειναν ἐκεῖ ἀσκητεύοντας μὲ αὐστηρότητα.
Ἀργότερα ὁ Ὅσιος Νεῖλος, γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, κατέφυγε σὲ σπήλαιο ποὺ βρισκόταν σὲ πολὺ ἀπόκρημνο βράχο, ὅπου, ἀφοῦ ἀνήγειρε μικρὸ ναό, παρέμεινε ἀσκούμενος καὶ νυχθημερὸν προσευχόμενος καθ’ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο βίο αὐτοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 12 Νοεμβρίου τοῦ 1651 καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ σπηλαίου του. Μετὰ τὴν ὁσία ταφή του, μύρο εὐῶδες ἀνέβλυσε ἀπὸ τὸν τάφο του, ποὺ παρεῖχε τὴν ἴαση σὲ ὅσους ἀσθενεῖς προσέφευγαν ἐκεῖ μὲ πίστη.
Ἀργότερα, λόγω ἐδαφικῶν μεταβολῶν, ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου ἐξαφανίσθηκε καὶ παρέμεινε ἄγνωστος γιὰ πολλὰ χρόνια. Τὸ 1815, ὁ Ὅσιος Νεῖλος παρουσιάσθηκε σὲ κάποιον μοναχό, ποὺ ὀνομαζόταν Αἰχμάλωτος καὶ ἀφοῦ τοῦ προεῖπε πολλὰ μέλλοντα, στὴν συνέχεια τὸν πρόσταξε νὰ καταστήσει βατὴ τὸν ὁδὸ πρὸς τὸ σπήλαιό του, γιὰ νὰ μεταβαίνουν οἱ μοναχοὶ νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λειτουργοῦν τὸ ναὸ ποὺ εἶχε ἱδρύσει.
Ἀμέσως ὁ μοναχὸς Αἰχμάλωτος ἀνακοίνωσε στοὺς ὑπόλοιπους πατέρες ὅσα προστάχθηκαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο, αὐτοὶ δὲ ἔσπευσαν μὲ προθυμία ὄχι μόνο νὰ διανοίξουν τὴν ὁδό, ἀλλὰ καὶ νὰ οἰκοδομήσουν νέο ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου. Κατὰ τὴν ἐκσκαφὴ τῶν θεμελίων τοῦ ναοῦ, ἀνευρέθη ὁ τάφος του καὶ τὰ σεπτὰ λείψανά του, τὰ ὁποία ἀνέδιδαν ἄρρητη εὐωδία.
Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου καὶ Μυροβλύτου
Τοὺ ἐν’ τὼ Ἁγίω Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, πρὸ 600 ἐτῶν, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντίχριστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων.
Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρυται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Όταν πλησίαση ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντίχριστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία. Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζονται αἳ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζονται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τᾶς γυναίκας διὰ τῆς ἀναίσχυντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντίχριστου.
Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψει οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἳ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Η σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτία.
Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἳ πορνείαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνω καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, ὁ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῆ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως.
Αἳ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανοὺς οἱ ὅποιοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεων των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας.
Καὶ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυρίευση τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώση πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἰς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν τῆς γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες.
Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντίχριστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ.
Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώση τᾶς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθη ἡ δύστομος ρομφαῖα καὶ θὰ θανάτωση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄνθη πανεύοσμα, τῆς αἰδίου ζωῆς, τὰ θεία σου λείψανα, ἐκ τῶν ταμείων τῆς γῆς, ἠμὶν ἀνεφάνησαν. Ὅθεν μνείαν τελοῦντες, τῆς εὑρέσεως τούτων, μέλπομεν Πάτερ Νεῖλε, τὴν δοθείσαν σοι χάριν, δι’ ἧς πάσι προστάτης, εὑρίσκῃ θερμότατος.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, γεννήθηκε στὴν Αὐστροουγγαρία στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 1854 ἀπὸ μία φτωχὴ οἰκογένεια Καρπαθορώσων. Ὅπως πολλὲς ἄλλες οἰκογένειες στὴν Αὐστροουγγρικὴ αὐτοκρατορία, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξίου Τὸθ ἦταν ἀρχικὰ συνδεδεμένη μὲ τοὺς Οὐνῖτες. Ὁ πατέρας καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀλεξίου ἦταν «ἱερεῖς» καὶ ὁ θεῖος του ἦταν «Ἐπίσκοπος» τῶν Οὐνιτῶν.
Ἔλαβε ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ ἔμαθε πολλὲς γλῶσσες (καρπαθορωσικά, οὐγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικὰ καὶ ἑλληνικὰ μόνο γιὰ ἀνάγνωση). Νυμφεύθηκε τὴ Ροζαλὶ Μιχάλιτς, τὴν θυγατέρα ἐνὸς «ἱερέως» καὶ χειροτονήθηκε «πρεσβύτερος» στὶς 18 Ἀπριλίου 1878. Ἡ γυναῖκα του πέθανε σύντομα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ τὸ μονάκριβο παιδί του. Ὁ Ἀλέξιος ἄντεξε τὶς δοκιμασίες αὐτὲς μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰώβ.
Τὸν Μάιο τοῦ 1897 ὁ Ἀλέξιος ἀνεδείχθη γραμματέας τοῦ Ἐπισκόπου Πρέσωβ καὶ ὑπεύθυνος τοῦ διοικητικοῦ τομέα τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπίσης, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διεύθυνση ἐνὸς ὀρφανοτροφείου. Στὸ σεμινάριο τοῦ Πρέσωβ ὁ Ἀλέξιος Τὸθ δίδαξε ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ κανονικὸ δίκαιο, γνώσεις ποὺ τὸν βοήθησαν πάρα πολὺ στὴν μετέπειτα ζωή του στὴν Ἀμερική.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1889 ἀνέλαβε ἱερατικὰ καθήκοντα σὲ μία οὐνιτικὴ ἐνορία στὴ Μινεάπολη τῆς Μινεσότας.
Ὅμως, μέσα ἀπὸ διάφορες ἐκκλησιαστικὲς περιπέτειες, ἀποφάσισε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν Ρῶσο Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βλαδίμηρο. Στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1891, ὁ ἱερέας Ἀλέξιος Τὸθ καὶ 3.614 ἐνορῖτες του προσῆλθαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη τῶν προγόνων τους. Οἱ ἐνορῖτες, θεωρώντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς ἕνα νέο θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφώνησαν μὲ χαρά: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός, γιὰ τὸ μεγάλο Του ἔλεος».
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ τῆς ἐνορίας του, ποὺ ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθοδοξία, ἦταν ἐνθαρρυντικὸ γιὰ ἑκατοντάδες ἄλλους Οὐνῖτες. Ὁ πατὴρ Ἀλέξιος ἦταν φῶς ἐπὶ τὴ λυχνία καὶ ἀποτελοῦσε φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς πιστούς. Μὲ τὸ τολμηρὸ κήρυγμά του ἐξέθεσε τὴν κακόπιστη διδασκαλία ποὺ εἶχε παραπλανήσει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἦταν πολὺ διακριτικός, γιὰ νὰ μὴν καλλιεργήσει στὸ ποίμνιό του τὴ μισαλλοδοξία.
Ἀναδείχθηκε κήρυκας τῆς θεοσεβοῦς θεολογίας καὶ τοῦ ὀρθοῦ δόγματος καὶ συνέγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὸν ὀρθόδοξο βίο.
Ὁ ἐνάρετος ἱερέας, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες, ἦταν ἀναγκασμένος νὰ ἐργάζεται σὲ ἕνα φοῦρνο. Ἂν καὶ τὰ χρήματά του ἦταν λίγα, δὲν παράλειπε νὰ δίνει ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Μοιραζόταν τὰ χρήματα μὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ ἦταν σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτὸν καὶ συνέφερε στὴν ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καὶ στὴν ἐκπαίδευση τῶν φοιτητῶν Θεολογίας.
Δὲν ἦταν ἀνήσυχος σχετικὰ μὲ τὴν ζωή του, γιὰ τὸ τί θὰ ἔτρωγε καὶ τί θὰ ἐνδυόταν.
Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο ἀκολουθοῦσε τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐαγγελίου: «ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν». Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπέφερε τὴ θλίψη, τὴ συκοφαντία καὶ τὶς φυσικὲς ἐπιθέσεις μὲ ὑπομονὴ καὶ πνευματικὴ χαρά, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι «παντὸς δυνατοτέρα ἐστὶν ἡ εὐσέβεια» καὶ ὅπως καὶ ὁ Ἰωσίας «κατευθυνόταν ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος συνέβαλε στὴ δημιουργία καὶ στὴν ἐπιστροφὴ πολλῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὸ 1909, τὴν περίοδο τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του, χιλιάδες Καρπαθορώσοι καὶ Γαλισιανοὶ Οὐνῖτες εἶχαν ἐπιστρέψει στὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς ἱεραποστολῆς στὴν Ἀμερικῆς, τὸ ὁποῖο συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν ἐκεῖ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ 1907 ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε τὴν ὑποψηφιότητά του γιὰ τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ προτείνοντας κάποιον νεότερο γιὰ τὴ θέση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Παρασκευὴ 7 Μαΐου 1909. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴ νότια Καναᾶν τῆς Πενσυλβανίας.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Λιοῦμπεχ Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Λιοῦμπεχ ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. Τὰ θαύματα αὐτὰ αὐτῆς γράφηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δημήτριο, Ἐπίσκοπο Ροστὼβ (τιμᾶται 21 Σεπτεμβρίου). Τὸ 1653, ὅταν οἱ Πολωνοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Λιοῦμπεχ, οἱ Χριστιανοὶ φοβούμενοι ἔστειλαν τὴν εἰκόνα στὸ Κίεβο. Τὸ 1701, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ καὶ τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφό της ἔμεινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου.
Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Ζίροβιτς Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ζίροβιτς βρέθηκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο τὸ 1470 στὴν περιοχὴ Ζίροβιτς, στὰ σύνορα τοῦ Γκροῦνεγκ.
Μέσα στὸ δάσος, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὸν Ὀρθόδοξο Λιθουανὸ τιτλοῦχο Ἀλέξανδρο Σόλτον, οἱ βοσκοὶ ἀντίκρισαν ἕνα ὑπερφυσικὸ λαμπρὸ φῶς καὶ ὅταν πλησίασαν εἶδαν τὴν ἀκτινοβόλο εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπάνω σὲ ἕνα δένδρο.
Μὲ σεβασμὸ οἱ βοσκοὶ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὸν Ἀλέξανδρο Σόλτον, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ δώσει ἰδιαίτερη σημασία, τὴν τοποθέτησε σὲ ἕνα προσκυνητάρι.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Σόλτον εἶχε ἐπισκέπτες καὶ ἤθελε νὰ τοὺς δείξει τί εἶχε βρεθεῖ. Πρὸς μεγάλη ἔκπληξή του δὲν βρῆκε τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι, ἂν καὶ τὴν εἶχε δεῖ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα οἱ βοσκοὶ πάλι βρῆκαν τὴν εἰκόνα στὸ ἴδιο μέρος καὶ τὴν πῆγαν πάλι στὸν Ἀλέξανδρο Σόλτον.
Αὐτὴ τὴ φορά, ὅμως, παρέλαβε τὴν εἰκόνα μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ χτίσει μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ μέρος ποὺ βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Γύρω ἀπὸ τὴν ξύλινη ἐκκλησία, σύντομα δημιουργήθηκε ἕνας οἰκισμὸς καὶ ἀργότερα δημιουργήθηκε μία ἐνορία.
Περὶ τὸ 1520 ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπὸ φωτιά, παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν κατοίκων νὰ σβήσουν τὴν πυρκαγιὰ καὶ νὰ σώσουν τὴν εἰκόνα.
Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ἡ εἰκόνα εἶχε καταστραφεῖ. Ὅμως, μερικὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ χωριό, γυρνώντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο, εἶδαν ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἐξαιρετικὰ ὄμορφη καὶ ἀκτινοβόλος, καθόταν πάνω σὲ μία πέτρα στὴν καμένη ἐκκλησία καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὴν εἰκόνα της. Τὰ παιδιὰ δὲν τόλμησαν νὰ τὴν πλησιάσουν, ἀλλὰ ἔτρεξαν γιὰ νὰ ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους.
Ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα πῆγαν στὸ λόφο καὶ βρῆκαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τελείως ἀνέπαφη ἀπὸ τὴ φωτιά, τοποθετημένη ἐπάνω σὲ μία πέτρα μὲ ἕνα ἀναμμένο καντῆλι μπροστά της. Ἒκτισαν μία πέτρινη ἐκκλησία καὶ τοποθέτησαν ἐντὸς αὐτῆς τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα.
Ἀργότερα, ἐκεῖ, ἀναπτύχθηκε ἕνα ἀνδρικὸ μοναστῆρι ποὺ κατηύθυνε τὸν ἀγῶνα τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ τῶν Λατίνων. Τὸ 1609 ἡ μονὴ κατελήφθη ἀπὸ Οὐνῖτες καὶ παρέμεινε ὑπὸ τὴν κατοχὴ τους μέχρι τὸ 1839. Τὸ ἴδιο ἔτος ἡ μονὴ περιῆλθε καὶ πάλι στοὺς Ὀρθοδόξους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ζίροβιτς μεταφέρθηκε, πρὸς πνευματικὴ ἐνίσχυση τοῦ λαοῦ, στὴν Μόσχα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1920 ἐπεστράφη στὴ μονή.
Κυριακή του Παραλύτου Ἡ Κυριακή του Παραλύτου ἀντλεῖ τὸ θέμα της ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπῆ, ποὺ ἀναγινώσκεται στὴν θεία λειτουργία. Αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν διήγηση τῆς ἰάσεως τοῦ παραλυτικοῦ στὴν Προβατικὴ κολυμβήθρα, τὴν Βηθεσδά, στὰ Ἱεροσόλυμα (Ἰω. 5, 1-15).
Τὸ δράμα τοῦ ἐπὶ 38 ἔτη παραλύτου συγκινεῖ τὸν Κύριο καὶ τὸν θεραπεύει. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται σὰν ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων. Τὸν παράλυτο δὲν τὸν θεραπεύει ἡ κολυμβήθρα, ἀλλὰ ὁ πανσθενουργὸς λόγος τοῦ Κυρίου.
Κατὰ Ἰωάννην Ε’, 1 – 15
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει τὸν ἀσθενῆ τῆς δεξαμενῆς Βηθεσδά
1 Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.
2 Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.
3 Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.
4 Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.
5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.
6 τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;
7 Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.
8 Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.
9 Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.
10 Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.
11 Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.
12 Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;
13 Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.
14 Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.
15 Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
Ἀπόδοση στὴ Νεοελληνική
1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἦτο ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
2 Ὑπάρχει δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κοντὰ εἰς τὴν πύλην τῶν Προβάτων μία δεξαμενή, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑβραϊστὶ Βηθεσδὰ καὶ ἡ ὁποία ἔχει πέντε στοές.
3 [Σ’ αὐτὲς ἤτανε ξαπλωμένος μεγάλος ἀριθμὸς ἀσθενῶν, τυφλῶν, χωλῶν, παραλυτικῶν, οἱ ὁποῖοι περίμεναν νὰ κινηθῇ τὸ νερό.
4 Διότι ἕνας ἄγγελος κατέβαινε πότε – πότε εἰς τὴν δεξαμενὴν καὶ ἐτάρασσε τὸ νερό. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔμπαινε πρῶτος, μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ νεροῦ, ἐθεραπεύετο ἀπὸ οἱονδήποτε νόσημα καὶ ἂν ὑπέφερε.]
5 Ὑπῆρχε ἐκεῖ ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἤτανε ἄρρωστος.
6 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε κατάκοιτον καὶ κατάλαβε ὅτι εἶχε ἤδη πολὺν χρόνον ἐκεῖ, τοῦ λέγει, «Θέλεις νὰ γίνῃς ὑγιής;».
7 Ἐπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ ἀσθενής, «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπον νὰ μὲ βάλῃ εἰς τὴν δεξαμενήν. Ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῇ, καὶ ἐνῶ ἔρχομαι κατεβαίνει ἄλλος πρὶν ἀπὸ ἐμέ».
8 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Σήκω ἐπάνω, σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».
9 Καὶ ἀμέσως ἔγινε ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι του καὶ περπατοῦσε. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη ἦτο Σάββατον.
10 Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν θεραπευθέντα, «Εἶναι Σάββατον, δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώσῃς τὸ κρεββάτι σου».
11 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Εκεῖνος ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε».
12 Τότε τὸν ρώτησαν, «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε, «Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε;»
13 Αλλ’ ὁ θεραπευθεὶς δὲν ἤξερε ποιός εἶναι, διότι ὑπῆρχε πολὺς κόσμος εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐξέφυγε.
14 Ὕστερα τὸν εὑρῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἰδές, ἔγινες ὑγιής, μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον, διὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ κάτι χειρότερον».
15 Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπε εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν ἔκανε ὑγιῆ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος ἐν βραχιόνι αὐτοῦ ὁ Κύριος· ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον· πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας ᾍδου ἐρρύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίας, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον, τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ, καὶ τὸν παράλυτον ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσωσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.
Μεγαλυνάριον.
Λόγῳ σου Σωτήρ μου ζωοποιῷ, ἤγειρας ἐκ κλίνης, τὸν Παράλυτον ὡς Θεός, κείμενον χρονίως παρὰ τὴν κολυμβήθραν, τοῦ Σιλωὰμ ὃς ἄρας, τὴν κλίνην ᾤχετο.
Ὁ Ἅγιος Ἰὼβ ὁ Δίκαιος ὁ Προφήτης
Ὁ Δίκαιος Ἰὼβ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα Αὐσίτιδα ποὺ βρισκόταν μεταξὺ τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Ἀραβίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ζαρὲθ καὶ τῆς Βασώρας. Προφήτης ἐπὶ σαράντα χρόνια, ἄκμασε περὶ τὸ 1900 π.Χ. (κατ’ ἄλλους τὸ 1400 π.Χ.). Παρὰ τὰ μυθώδη πλούτη του ἦταν θεοσεβής, δίκαιος, εὐθὺς καὶ ἄμεμπτος.
Κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσει, πειράχθηκε ἀπὸ τὸν σατανᾶ καὶ ἀπώλεσε πλοῦτο καὶ κάθε ἀγαπημένο του πρόσωπο, πλὴν τῆς συζύγου του, αὐτὸς δὲ ὁ ἴδιος προσβλήθηκε ἀπὸ βαρύτατη μορφὴ λέπρας. Λόγω αὐτοῦ ἐξῆλθε τῆς πόλεως καὶ διερχόταν τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μέσα σὲ σπήλαιο, προσευχόμενος καὶ ξύνοντας τὶς πληγές του γιὰ
ἀνακούφιση.
Οὔτε οἱ παροτρύνσεις τῆς συζύγου καὶ τῶν φίλων του στάθηκαν ἱκανὲς νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό. Ὅταν δὲ τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ σύζυγός του καὶ πλήρης θυμοῦ τοῦ εἶπε: «Μέχρι πότε θὰ ὑπομένεις λέγοντας: ἰδού, θὰ περιμένω λίγο ἀκόμη χρόνο καὶ ἐλπίζω, ὅτι θὰ ἀπαλλαγῶ τῆς καταστάσεώς μου;
Ἰδοὺ ἡ μνήμη σου ἐξέλιπε ἀπὸ τὴ γῆ, διότι οἱ υἱοὶ καὶ οἱ θυγατέρες σου, οἱ ἐπώδυνοι αὐτοὶ καρποὶ τῆς κοιλίας μου, ἐξαφανίσθηκαν. Μάταια κόπιασα, γιὰ νὰ τοὺς μεγαλώσω. Ἐσὺ δὲ ὁ ἴδιος κάθεσαι ἐπάνω σὲ σάπια ἀπορρίμματα σκωληκοβριθῆ διερχόμενος ὄχι μόνο τὶς ἡμέρες ἀλλὰ καὶ τὶς νύχτες στὸ ὕπαιθρο.
Ἐγὼ δὲ περιπλανιέμαι ὡς μία ὑπηρέτρια μεταβαίνουσα ἀπὸ τὸν ἕνα τόπο στὸν ἄλλον καὶ ἀπὸ τὴ μία οἰκία στὴν ἄλλη καὶ περιμένω πότε νὰ δύσει ὁ ἥλιος, γιὰ νὰ ἀναπαυθῶ ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς κόπους καὶ ψυχικὲς ὀδύνες, οἱ ὁποῖες σήμερα μὲ περισφίγγουν.
Πές, λοιπόν, λόγο κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ πέθανε», αὐτός, ἀφοῦ ἄκουσε μὲ τὴ συνήθη πραότητα τοὺς πικροὺς αὐτοὺς λόγους τῆς συζύγου του, μὲ μεγάλη θλίψη ἀπάντησε πρὸς αὐτήν: «Διατὶ ὁμίλησες ἔτσι ὡς μία ἀπὸ τὶς ἄφρονες γυναῖκες;
Ἀφοῦ δέχθηκες τὶς τόσες καλὲς δωρεὲς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ ὑπομείνουμε καὶ τὶς συμφορές;», παραμένοντας ἔτσι καὶ πάλι θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος. Μόνο πρὸς στιγμήν, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ τρεῖς φίλοι του Ἐλιφάζ, βασιλέας τῶν Θαιμανῶν, Βαλδάδ, τύραννος τῶν Σαυχέων καὶ Σαφάρ, βασιλέας τῶν Μιναίων, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σιωπηλοί, ἀφοῦ τὸν συντρόφευαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, τὸ ἠθικὸ τοῦ Ἰὼβ κλονίσθηκε, ἀλλὰ ἀμέσως, διαμέσου τῆς βαθιᾶς πίστεώς του, ἀνέκτησε καὶ πάλι αὐτό.
Μετὰ ἑπταετῆ ὑπομονὴ τῆς ὑπεράνθρωπης αὐτῆς δοκιμασίας, ὁ Θεὸς ἀνταμείβοντας τὸν Ἰώβ, ἔδωσε σὲ αὐτὸν πάλι ὅλα τὰ ἀπολεσθέντα ἀγαθὰ καὶ τὰ προσφιλῆ του πρόσωπα. Ἔζησε, μετὰ τὴ δοκιμασία του, ἐπὶ ἑκατὸν σαράντα ἔτη καὶ σὲ ἡλικία διακοσίων σαράντα ἐτῶν, περὶ τὸ 1650 π.Χ., κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη ἀποτελώντας ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καὶ προσκαρτερίας. Οἱ ἆθλοι του περιγράφονται ἐκτενῶς στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας ἀκαθαίρετος πύργος, τᾶς τοῦ Βελίαρ ἀπεκρούσω ἑφόδους, καὶ ἀκλινὴς διέμεινας σοφὲ ἐν πειρασμοίς, ὅθεν χαρακτῆρα σε, ἀρραγοῦς καρτερίας, καὶ λαμπρὸν ὑπόδειγμα, ἀρετῶν οὐρανίων, ἡ Ἐκκλησία μέλπει σε Ἰώβ, λαμπρυνομένη, τοὶς σοὶς προτερήμασι.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς τῆς φύσεως.
Ὡς ἀληθὴς καὶ δίκαιος, θεοσεβὴς καὶ ἄμεμπτος, ἠγιασμένος τε ὤφθης πανένδοξε, Θεοῦ θεράπον γνήσιε, καὶ ἐδίδαξας κόσμον, ἐν τὴ σὴ καρτερία Ἰὼβ πολύαθλε, ὅθεν πάντες τιμῶντες, ὑμνοῦμέν σου τὸ μνημόσυνον.
Ὁ Ἅγιος Βάρβαρος ὁ Μάρτυρας
Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Βάρβαρος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὅμως στὶς 14 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη ἐνὸς ἄλλου ὁμώνυμου Ἁγίου Βαρβάρου, ποὺ ἀναφέρεται μὲ τοὺς Μάρτυρες Ἀλέξανδρο καὶ Ἀκόλουθο.
Εἶναι ἄλλος Ἅγιος ἢ πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο; Ἡ πιὸ ἐνημερωμένη Ὀρθόδοξη ἁγιολογία ἀξιώνει ἀνοικτά, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, τὴν ὕπαρξη δυὸ ὁμώνυμων Ἁγίων, ποὺ ἔζησαν σὲ διαφορετικοὺς τόπους καὶ χρόνους.
Παρὰ ταῦτα μερικὲς ἐνδείξεις ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι, κάτω ἀπὸ δυὸ διαφορετικὰ πρότυπα ἁγιότητος καὶ μία διαφορετικὴ ἐξέλιξη τῆς λατρείας, κρύβεται ἡ ἴδια μορφή.
Αὐτὸ μᾶς κάνει νὰ τὸ σκεφθοῦμε ὄχι μόνο ἡ γειτνίαση τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τῶν δυὸ Ἁγίων (6 καὶ 14 Μαΐου), ἀλλὰ κυρίως τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ γιὰ τοὺς δυό, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐμφανίζονται στὴ σκηνὴ ὡς στρατιῶτες, τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα Βάρβαρος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀπρόσωπη σημασία τῆς λέξεώς του: καὶ τὶς δυὸ φορές, πράγματι, εἶναι «βάρβαρος» στὸ ὄνομα, γιατί εἶναι καὶ στὴν πράξη.
Οἱ Ἅγιοι Δάναξ, Μέσιρος καὶ Θερίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δάναξ, Μέσιρος καὶ Θερίνος τελειώθηκαν διὰ ξίφους. Ἡ μνήμη τοὺς ἐτελεῖτο στὸ μαρτύριο αὐτῶν «ἐν τῷ Δευτέρῳ».
Ὁ Ἅγιος Δημητρίων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δημητρίων τελειώθηκε διὰ τόξου.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δονάτος τελειώθηκε διὰ τόξου.
Οἱ Ἅγιοι Ἠλιόδωρος καὶ Βενοῦστος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἠλιόδωρος καὶ Βενοῦστος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους ἑβδομήντα πέντε Χριστιανοὺς στὴν Ἀφρική, ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ).
Ἡ Ὁσία Βενεδίκτη ἡ Ρωμαία
Ἡ Ὁσία Βενεδίκτη ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γάλλου (τιμᾶται 6 Νοεμβρίου) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἐαντβέρτος ἐκ Σκωτίας
Περὶ τοῦ Ἁγίου Ἐαντβέρτου ἀναφέρει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία ὁ Ἅγιος Βεδέας. Ὁ Ἅγιος Ἐαντβέρτος διακρινόταν γιὰ τὴν ἄριστη γνώση τῶν Γραφῶν καὶ τὴ φιλανθρωπία του, ἀφοῦ διένειμε τὸ δέκατο τῶν ἐσόδων τῆς Ἐπισκοπῆς του.
Ὁρίσθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγίου Κουθβέρτου (τιμᾶται 20 Μαρτίου) στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Λινστισφέιρν τὸ 687 μ.Χ. καὶ κυβέρνησε τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ ἕνδεκα ἔτη. Συνήθιζε κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Χριστουγέννων νὰ ἀποσύρεται σὲ ἔρημο τόπο, κατὰ μόνας, πενθώντας, νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος.
Εἶχε τὸ χάρισμα τῶν δακρύων. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἔλαβε χώρα ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ προκατόχου του, Ἁγίου Κουθβέρτου, ὁ ὁποῖος εὑρέθη ἄφθορος.
Ὁ Ἅγιος Ἐαντβέρτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 698 μ.Χ.
Οἱ Ὅσιοι Ἰλαρίων, Μάμας καὶ Παχώμιος
Οἱ Ὅσιοι Ἰλαρίων, Μάμας καὶ Παχώμιος ἀσκήτεψαν σὲ τόπο ἐρημικό, ὅπου διῆλθαν τὸ μοναχικὸ βίο τους μὲ νηστεία, ἀγρυπνίες, ἀγαθοεργίες. Ἀφοῦ ἔζησαν σὲ ὁμόνοια ψυχῆς καὶ ἀγαθοπρεπῆ συνείδηση, κοιμήθηκαν ὀσιακῶς μὲ εἰρήνη.
Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο «ἐν Ὀχείαις».
Ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ἐν τὴ μονὴ τοῦ Ψαμαθία
Ὁ ναὸς αὐτὸς σῳζόταν πρὶν τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἑόρταζε τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴ μνήμη τῶν ἐγκαινίων του.
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ὑπῆρξε σπουδαῖος ἀνάμεσα στοὺς ἀσκητὲς καὶ διέλαμψε μέσῳ τῶν θαυμάτων του. Πατρίδα του εἶχε τὸ ἀποκαλούμενο σήμερα Ζέλι, χωριὸ μικρό, ὑποκείμενο στὴ χώρα τοῦ Ταλάντου τῆς Βοιωτίας.
Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι. Ἐνῷ ἀκόμη ἦταν βρέφος καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διακρίνει τὶς ἡμέρες, ὅμως τὸ Πανάγιο Πνεῦμα γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν τὴ μελλοντικὴ πνευματικὴ προκοπή του τὸ φώτιζε καὶ τὸ δίδασκε ὅτι ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ εἶναι ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἔμενε νηστικό, ὅπως ἡ ἴδια ἡ μητέρα του ἔλεγε στοὺς γείτονες. Μόνο κατὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ἀντέξει περισσότερο νὰ νηστεύει, θήλαζε λίγο καὶ κοιμόταν.
Ὅταν ἔφθασε στὴν παιδικὴ ἡλικία, τότε οἱ γονεῖς του τὸν παρέδωσαν στὸν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὁ νέος ἔνιωσε μέγα ἔρωτα πρὸς τὰ ἱερὰ γράμματα, μελετοῦσε μὲ πολὺ ζῆλο καὶ μάθαινε ὅσα τοῦ ὑπεδείκνυε ὁ δάσκαλος.
Τὸν χαρακτήριζαν στοιχεῖα ὅπως ἡ προσοχὴ στὸ σχολεῖο, ἡ ταπεινοφροσύνη πρὸς τοὺς μαθητές, ἡ ἄκρα ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ πρὸς τοὺς γονεῖς, ἡ σεμνότητα καὶ ἡ ὑποδειγματικὴ διαγωγὴ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅσο μεγάλωνε ὁ Ὅσιος, αὔξανε περισσότερο ὁ ζῆλος του καὶ μέσα στὴν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν εὕρισκε μεγάλη πνευματικὴ εὐφροσύνη. Γι’ αὐτό, ἂν καὶ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καμία ἄλλη εὐχαρίστηση δὲν αἰσθανόταν παρὰ μόνο πῶς θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἀνενόχλητα τὸν Δημιουργό μας καὶ τὸν Πλάστη, μιμούμενος τὰ Σεραφὶμ καὶ τὶς χορεῖες τῶν Ὁσίων.
Αὐτὰ λοιπὸν σκεπτόμενος, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει γονεῖς, πατρίδα, συγγενεῖς καὶ φίλους, νὰ πάει στὸ μοναστῆρι καὶ ἐκεῖ νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ, ψυχὴ τε καὶ σώματι, στὸν Θεὸ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ κορέσει τὴν πνευματικὴ δίψα ποὺ αἰσθανόταν.
Μία λοιπὸν ἡμέρα ζητεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν εὐλογία τους καὶ τοὺς παρακαλεῖ μὲ δάκρυα νὰ συγκατατεθοῦν καὶ νὰ τὸν συνοδεύσουν μὲ τὴν εὐχὴ τους στὸ νέο αὐτὸ στάδιο, τὸ μοναχικό, ποὺ ἀγάπησε ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία.
Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι γονεῖς χάρηκαν μὲν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν τέλεια ἀφοσίωση τοῦ παιδιοῦ, λυπήθηκαν ὅμως πολύ, γιατί ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀγαπημένου τους παιδιοῦ θὰ προξενοῦσε τόσο σὲ αὐτοὺς ὅσο καὶ στὸ χωριὸ μεγάλη κατήφεια.
Προσπαθοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν ἀποτρέψουν μὲ συγκινητικὰ λόγια ζητώντας του νὰ τοὺς γηροκομήσει πρῶτα καὶ μετὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν κλίση του.
Ὁ νεαρὸς Σωτήριος, γιατί ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος, παρόλη τὴν συντριβὴ ποὺ αἰσθάνθηκε ἔμεινε ἀμετάβλητος στὴν ἀπόφασή του. Ρίχνεται λοιπὸν στὴν ἀγκαλιά τους, ἀσπάζεται τὴν δεξιά τους καὶ ἀποχωρεῖ γιὰ κάποιο μονύδριο, στὸ ὁποῖο τιμόταν ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ ἀπέχει μία ὥρα ἀπὸ τὸ χωριὸ Ζέλι στὸ ὄρος Κάρκαρα.
Ἐκεῖ κάπου κοντὰ στὸ ὄρος ἀναγείρει μικρὸ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μέσα σὲ κάποιο σπήλαιο, τοῦ ὁποίου ἴχνη φαίνονται μέχρι σήμερα καὶ οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν ὀνομάζουν ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ, ἐνῷ στὰ πέριξ αὐτοῦ ὑπάρχει ἄλλος ναὸς πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ κάποια κελλιά, τὰ ὁποία, ὅπως λένε οἱ Γέροντες, ἀνήγειραν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐλάτειας σὲ καιρὸ λοιμικῆς νόσου.
Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἀρκετὸ χρόνο ἀγωνιζόμενος μὲ ἀγρυπνίες καὶ δεήσεις ὡς καλὸς ἐργάτης τοῦ μυστικοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου. Ἐπειδὴ ὅμως τὴν πνευματική του ἡσυχία τάραζαν οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις τῶν γονέων, τῶν φίλων καὶ τῶν συγγενῶν, ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ γειτονικὸ ἱερὸ μοναστῆρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
Μετὰ τὶς συνεχιζόμενες ἐνοχλήσεις ἀναχωρεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὸ Σαγμάτιο ὄρος, στὴν κορυφὴ τοῦ ὁποίου ὑπάρχει μοναστῆρι ἀφιερωμένο στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Τὸ μοναστῆρι αὐτὸ βρίσκεται μεταξὺ τῶν Θηβῶν καὶ τῆς Εὔβοιας καὶ κατέχει ἱερὸ τεμάχιο τοῦ Τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ, ποὺ δώρισε στὸ μοναστῆρι ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς μὲ χρυσόβουλλο γράμμα.
Στὸ μοναστῆρι αὐτὸ ὁ Ὅσιος κατετάγη στὴν ἀγγελικὴ χορεία τῶν ἐνάρετων ἀσκητῶν καὶ ἀγωνιζόταν νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ δάκρυα, ὑπακοὴ καὶ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ ὁλοκληρωτική, ἐν τέλει, ἀφοσίωση στὰ πνευματικά.
Μέσα σὲ λίγο χρονικὸ διάστημα ὑπερέβη ὅλους τοὺς συνασκητές του στὴν ἀρετὴ καὶ στὰ κατορθώματα τῆς ἀσκήσεως. Βλέποντας τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πρόοδο τοῦ Ὁσίου, ὁ ἡγούμενος τὸν ἔκειρε μοναχὸ μετονομάζοντας τὸν Σεραφεὶμ καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τὸν προβίβασε στὰ ἀνώτερα ἀξιώματα, πρῶτα σὲ αὐτὸ τοῦ διακόνου καὶ στὴ συνέχεια σὲ αὐτὸ τοῦ πρεσβυτέρου. Τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τῆς ἱεροσύνης ἀποδέχθηκε ὁ Σεραφείμ, ἐνδίδοντας στὶς θερμὲς παρακλήσεις τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν.
Ἔμεινε στὸ μοναστῆρι γιὰ δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Καθὼς ἡ φήμη τῶν κατορθωμάτων διαδόθηκε πολὺ γρήγορα, ζητᾷ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἄδεια καὶ ἀποχαιρετώντας τοὺς συνασκητές του καὶ τὸν πνευματοφόρο Γερμανό, συνασκητὴ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ποὺ ἄσκησε καὶ τελειώθηκε στὸ ὄρος Σαγματά, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι γιὰ νὰ εὕρει τὴν ποθούμενη πνευματικὴ ἡσυχία.
Διανύοντας μεγάλες ἀποστάσεις καὶ περνώντας πολλὰ βουνά, ἔφθασε τελικὰ στὸν λόφο ποὺ βρίσκεται δυτικὰ τοῦ Ἑλικῶνος, μία ὥρα πάνω ἀπὸ τὴν ἀρχαία Βουλίδα, στὴν τοποθεσία Δομπού. Ἐκεῖ ἵδρυσε μικρὸ ναΐσκο στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος καὶ ἀνήγειρε κάποια κελλιά, συγκέντρωσε λίγους μοναχοὺς καὶ μαζί τους ἔμεινε δέκα χρόνια, ἀσκώντας τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς καὶ διδάσκοντας τοὺς μαθητές του τὰ σωτήρια διδάγματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Ὅσο βρισκόταν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ὁδήγησε πολλὲς ψυχὲς ἀπολωλότων ἀνθρώπων στὴ σωτηρία. Κοντὰ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου, στὴν θέση ποὺ βρίσκεται σήμερα τὸ μοναστῆρι, ὑπῆρχαν λίγες οἰκογένειες ἀλβανικῆς καταγωγῆς μὲ ἦθος σκληρὸ καὶ ἄγριο, τῶν ὁποίων ὁ βίος ἦταν λῃστρικὸς καὶ ἐπικίνδυνος γιὰ τοὺς γείτονές τους. Αὐτοὺς τοὺς κατοίκους πλησίασε ὁ Ἅγιος καὶ μὲ λόγια κατηχήσεως μετέβαλε τὸν σκληρὸ καὶ ἄγριο τρόπο ζωῆς τους. Σταμάτησαν νὰ κλέβουν καὶ νὰ ἐκβιάζουν, ἔριξαν τὰ ὅπλα καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ εἰρηνικὲς ἐργασίες.
Πολλοὶ Χριστιανοί, ἀκούγοντας γιὰ τὴν φήμη του, προσέρχονταν ἀπὸ πολλὰ μέρη ζητώντας καὶ παίρνοντας βοήθεια, καθὼς τοὺς θεράπευε σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες. Ἡ μεγάλη συρροὴ ὅμως ἔγινε ἡ ἀφορμὴ νὰ ἐγκαταλείψει τοὺς μαθητές του καὶ τὸ μονύδριο μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια περίπου καὶ κατέλαβε τὴν κορυφὴ βορειοδυτικὰ τοῦ Ἑλικῶνος ποὺ ἀπεῖχε δυὸ ὧρες ἀπὸ τὸ μονύδριο καὶ σήμερα ἀποκαλεῖται κελλὶ τοῦ Ὁσίου.
Στὴ μεμονωμένη αὐτὴ κορυφὴ ἄκουσε ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστὸ φωνή, ἡ ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ ἀφήσει τὴν κορυφὴ ἐκείνη καὶ νὰ κατέβει σὲ μέρος ἐπίπεδο, γιὰ νὰ κτίσει ἐκεῖ μοναστῆρι, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βρίσκουν πνευματικὸ καταφύγιο καὶ παρηγοριὰ ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη.
Ὁ Ὅσιος ἄκουσε ἀμέσως τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου, κατέβηκε ἀπὸ τὴν κορυφή, συγκέντρωσε τοὺς λίγους μαθητές του, ποὺ εἶχε κάποτε ἀφήσει, ὅταν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτούς, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν πνευματική του ἡσυχία, καὶ ἄρχισε νὰ κτίζει μοναστῆρι.
Λόγω ὅμως τῆς τραχύτητας τοῦ ἐδάφους καὶ τῆς ἀνήλιαγης θέσεως ποὺ ἐπέλεξε ὁ Ὅσιος γιὰ νὰ τὸ κτίσει, ἐμφανίζεται σὲ αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ τὸν διατάζει νὰ ἀφήσει αὐτὴ τὴν οἰκοδομὴ ὡς ἀκατάλληλη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν μεταγενέστερων καὶ νὰ κτίσει ἄλλο στὴν θέση ἐκείνη ποὺ ὑπάρχει τὸ χωριὸ Δομπός.
Ὁ Ὅσιος ἐκπληρώνοντας τὴν διαταγὴ τῆς Θεοτόκου, ἔρχεται στὸ χωριὸ καὶ πείθει τοὺς κατοίκους νὰ ἀφήσουν τὶς καλύβες τους καὶ τὸν τόπο τους καὶ νὰ ἀποικήσουν σὲ ἄλλο μέρος, ἀφοῦ λάβουν τὸ ἀντίτιμο τῆς ἰδιοκτησίας τους.
Μετὰ τὴν ἀγορὰ τῆς τοποθεσίας αὐτῆς τῶν Δομποϊτῶν, μετέβη ὁ Ὅσιος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πατριάρχη, ἡ ὁποία σῴζεται μέχρι σήμερα, ἄρχισε νὰ ἀνεγείρει ναὸ σταυροπηγιακὸ στὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μοναστῆρι, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Θεοτόκο.
Ἀλλὰ ὁ μισόκαλος διάβολος θέλοντας νὰ ματαιώσει τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο, σπείρει ζιζάνια στὶς καρδιὲς κάποιων ἀνθρώπων καὶ τοὺς ὁδηγεῖ νά τὸν διαβάλουν ὡς ἄνθρωπο ραδιοῦργο καὶ ἀπατεῶνα στὸν ἀλλόθρησκο ἄρχοντα τῆς Λιβαδειᾶς, λέγοντας ὅτι κάποιος ραδιοῦργος καλόγηρος ἔπεισε μὲ πονηρὸ τρόπο καὶ ἀπομάκρυνε τοὺς κατοίκους ἀπὸ τὴν ἰδιοκτησία τους ἀντὶ εὐτελέστατης χρηματικῆς ἀποζημιώσεως.
Μόλις ἄκουσε ὁ ἄρχοντας ἐξεμάνη κατὰ τοῦ Ὁσίου καὶ ἔστειλε τρεῖς Τούρκους στρατιῶτες νὰ ὁδηγήσουν αὐτὸν δεμένο στὴ Λιβαδειά, γιὰ νὰ λάβει τὴν πρέπουσα τιμωρία. Ἀφοῦ ἔφθασαν λοιπὸν οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες ἀπὸ τὴ Λιβαδειὰ στὸ μέρος στὸ ὁποῖο ἐργαζόταν ὁ Ὅσιος, τὸν ἔβρισαν χυδαία καὶ τοῦ κατάφεραν στὸ κεφάλι μεγάλο κτύπημα, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἔμεινε ἡμιθανής.
Μὲ τὸ κτύπημα σχίσθηκε τὸ κεφάλι του σὲ μεγάλο μέρος, ὅπως φαίνεται τὸ σημεῖο σήμερα ἐπάνω στὴν ἁγία Κάρα. Ἀφοῦ ὁ Ὅσιος συνῆλθε λίγο τὸν ἔδεσαν καὶ ἀναχώρησαν μαζί του γιὰ τὴ Λιβαδειά, ἐκπληρώνοντας τὴν διαταγὴ τοῦ ἀρχηγοῦ τους.
Καθ’ ὁδόν, ἐπειδὴ ἡ τοποθεσία ἦταν ἄνυδρη, οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ δίψασαν καὶ δὲν βρῆκαν νερό, ἐπιτέθηκαν πάλι ἐναντίον του καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὸν φονεύσουν, γιατί ἐξαιτίας αὐτοῦ ὑπέφεραν δίψα καὶ κόπους καὶ κινδύνευαν νὰ πεθάνουν στὴν ἄνυδρο αὐτὴ ἔρημο.
Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, ἂν καὶ ἦταν καταβεβλημένος ἀπὸ τὸν δριμὺ πόνο καὶ τὶς κακώσεις καὶ ὑπέφερε ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν πληγή, τὴν ὁποία τοῦ δημιούργησαν οἱ ἄσπλαχνοι αὐτοὶ στρατιῶτες, δὲν ἀγανάκτησε ἐναντίον αὐτῶν, δὲν μνησικάκησε γιὰ τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπανθρωπιά. Ζήτησε λοιπὸν ἄδεια ἀπὸ τοὺς Τούρκους νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό, ἔλαβε τὴν ἄδεια, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο, γιὰ νὰ ἐξάγει νερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ σκληρὸ τόπο.
Μετὰ τὴν προσευχή, κτύπησε τὴν ράβδο του στὸν τόπο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο ἔχυσε πηγὲς δακρύων, καὶ ὢ τοῦ θαύματος! ἐξῆλθε νερὸ γλυκὸ καὶ διαυγές, τὸ ὁποῖο ἀναβλύζει μέχρι σήμερα καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ διαβάτες πίνοντας δοξάζουν τὸν Θεό, ἐνθυμούμενοι τὸ ἐξαίσιο θαῦμα.
Ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι ἤπιαν ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ καὶ κατέσβησαν τὴ δίψα τους, ξεκίνησαν πάλι τὴν ὁδοιπορία τους, δείχνοντας σεβασμὸ στὸν Ὅσιο καὶ μετάνοια γιὰ ὅσα κακὰ προξένησαν σὲ αὐτόν, γιατί ἀπὸ τὸ θαῦμα πείσθηκαν ὅτι ὁ συνοδός τους δὲν ἦταν τέτοιος ποὺ κατηγοροῦσαν.
Τὴν πεποίθηση αὐτὴ τὴν ἐπιβεβαίωσε καὶ ἄλλο θαῦμα τοῦ Ἁγίου: κατὰ τὴν διαδρομὴ πετοῦσαν ἄγρια περιστέρια, τὰ ὁποία οἱ Τοῦρκοι ἤθελαν νὰ σκοτώσουν πυροβολώντας τα. Ἀλλά, ἂν καὶ πολλὰ ὅπλα ἄδειασαν ἐναντίον τους, δὲν σκότωσαν κανένα περιστέρι.
Τότε ὁ Ὅσιος εἶπε σὲ αὐτοὺς νὰ σταματήσουν νὰ πυροβολοῦν καὶ αὐτὸς θὰ μπορέσει νὰ δώσει σὲ αὐτοὺς ζωντανὰ τὰ περιστέρια. Πράγματι, προσευχήθηκε, ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ ἔπιασε τρία περιστέρια, δίνοντας ἕνα σὲ κάθε Τοῦρκο.
Οἱ Τοῦρκοι βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα ἐξεπλάγησαν καὶ ἄφησαν τὸν Ὅσιο ἐλεύθερο νὰ πάει στὸ ἔργο του καὶ νὰ κάνει ὅτι θέλει καὶ ὅτι τὸν διατάξει ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ πῆγε στὴ μονὴ καὶ βρῆκε τοὺς μαθητές του νὰ εἶναι ἀπαρηγόρητοι ἐξαιτίας τὴν ἀπώλειας τοῦ διδασκάλου καὶ προστάτη τους.
Τοὺς ἐνθάρρυνε λέγοντας ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο ποὺ ξεκίνησαν καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ δοξάσουν τὸν Θεό.
Σὲ σύντομο λοιπὸν χρονικὸ διάστημα τὸ ἔργο τελείωσε, ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ἐξαπλώθηκε ταχύτατα στὴν περιοχή, ὥστε ἡ ἄγονη καὶ τραχεία ἔρημος τοῦ Δομποῦ ἔγινε πόλη μουσόφιλη καὶ εὔανδρη, καθὼς συνέρρευσαν ἄνδρες ἀρετῆς καὶ παιδείας.
Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ συρροὴ στὸ μοναστῆρι τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ ὅσων ποθοῦσαν τὴ μοναδικὴ πολιτεία καὶ τὴν ἄσκηση τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ὥστε τὸ μοναστῆρι ἦταν ἀνεπαρκὲς γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν καὶ τῶν πνευματικὰ ἀνήσυχων.
Ἀποχωροῦσαν λοιπὸν ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ ἔμεναν στὴν ἔρημο συγγράφοντας καὶ ἐξασκώντας τοὺς κανόνες τῆς μοναδικῆς πολιτείας.
Μετὰ τὴν παρέλευση τριῶν ἐτῶν, ἔφθασε ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἔμελλε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ νὰ ἀποχωρήσει γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα, μὲ σκοπὸ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἀμοιβὴ τῶν διηνεκῶν κόπων του, τοὺς ὁποίους κατέβαλε στὴν γῆ γιὰ δοξολογία τοῦ θείου Αὐτοῦ Ὀνόματος.
Ὅταν προεῖδε τὸν χρόνο τῆς τελειώσεως τοῦ βίου του, κάλεσε τοὺς ἀγαπημένους του μαθητὲς καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τούς ἔδωσε συμβουλὲς νὰ μὴν ξεχνοῦν τὰ διδάγματά του, νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, τὴν προσευχὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὀλιγάρκεια, μιμούμενοι τὸν Σωτῆρα Χριστὸ ποὺ ταπεινώθηκε ἐπάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Τοὺς ζήτησε μάλιστα νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸ παλαιὸ μοναστῆρι ποὺ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιὰ νὰ μείνει ἄγνωστη ἡ τοποθεσία τῆς ταφῆς καὶ νὰ μὴν συρρέει κόσμος. Μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορὰ στὸν Θεό, εὐλόγησε τοὺς πολλοὺς μαθητές του καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ Πλάστη, τὸν Ὁποῖο πόθησε ἀπὸ τὴν βρεφικὴ ἡλικία καὶ ἀκολούθησε μὲ αὐταπάρνηση.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου παρέλαβαν μὲ εὐλάβεια οἱ μαθητές του τὸ καταπονημένο ἀπὸ τὴν ἄσκηση σῶμα καὶ τὸ μετέφεραν στὸν τόπο, ποὺ ὑπέδειξε ὁ Ὅσιος, ὅσο ζοῦσε. Ἐκεῖ κάποιος μοναχὸς ταγμένος ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα φύλαγε γιὰ δυὸ ὁλόκληρα χρόνια τὸν θεῖο αὐτὸ θησαυρό, γιὰ νὰ μὴν συληθεῖ ἀπὸ κανέναν ἱερόσυλο, φόβος ποὺ ὁδήγησε στὴν ταχεῖα ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του. Γιατί καὶ κάτω ἀπὸ τὴν γῆ ὁ Κύριος δὲν ἄφησε τὸν Ὅσιος χωρὶς μαρτυρία, καθὼς θεῖο φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φώτιζε τὸν τάφο του καὶ ὁδηγοῦσε πολλοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔπεφταν στὸν τάφο καὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Ὁσίου.
Μετὰ τὴν συμπλήρωση δυὸ χρόνων, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ ποὺ ἀνέβλυζαν εὐωδία καὶ μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὸ παλαιὸ μοναστῆρι στὸ διατηρούμενο τώρα μοναστῆρι καὶ κατατέθηκαν μέσα στὸν ἱερὸ ναὸ ὡς κειμήλιο ἱερὸ καὶ θησαυρὸς ἀδάπανος τοῦ μοναστηριοῦ, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ Ὅσιος μὲ πολλοὺς κόπους καὶ μόχθους πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ ψυχικὴ ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν τὸ 1602, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεσοπεντηκοστῆς καὶ ὥρα 6η τῆς μεσημβρίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Βοιωτίας, ἔμπνουν ὄργανον, τῆς ἐγκράτειας, ἀνεδείχθης Σεραφεὶμ ἀξιάγαστε, σὺ γὰρ Ὅσιων βαδίσας τοὶς ἴχνεσιν, ἀρτιφανῶς ἐν τῷ κόσμῳ ἐξέλαμψας, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Ἰὼβ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἰὼβ τοῦ Ποτσάεφ, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Τσέλεζο, γεννήθηκε περὶ τὸ 1550 στὸ Γκαλισὶν τῆς Ρωσίας. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν μόνασε στὴ Λαύρα τοῦ Ποτσάεφ, στὴν Οὐκρανία, τῆς ὁποία ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τὸ 1597.
Διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν κρίσιμη περίοδο μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Βρέστης (1596) μὲ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε ἡ Οὐνία. Μὲ τὸ τεράστιο γιὰ τὴν ἐποχή του ἔργο στήριξε τὴν Ὀρθοδοξία στὴν Βολυνία.
Ὁ Ὅσιος Ἰὼβ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1651. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 28 Αὐγούστου καὶ στὶς 28 Ὀκτωβρίου.



