Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν

Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ
αὐτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας.
Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ
πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν.

Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν
μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν, τὸ ἔτος 326 μ.Χ.
πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν
κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν
ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ
λίθου.

Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας
Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις,
σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι’ ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας,
Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Μελιτινὴς

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μελιτινῆς, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους
τοῦ βασιλέως Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ἐπειδὴ κήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ
Χριστοῦ καταγγέλθηκε στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ συνελήφθη ἀπὸ αὐτούς. Ἀφοῦ
δέθηκε, ὁδηγήθηκε στὸν Μαρκιανό, τὸν ὕπατο τῆς χώρας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου
ὁμολόγησε τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε διεξοδικὴ ἀναφορὰ στὴν Θεότητα
καὶ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Στηλίτευσε δὲ καὶ χλεύασε τοὺς
θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν καὶ τὴν πλάνη τους.

Ἐξαιτίας αὐτῆς του τῆς στάσης, ἀφοῦ βασανίσθηκε, κλείσθηκε στὴν φυλακή.

Ὁ Μαρκιανὸς ἀνήγγειλε στὸν βασιλέα Δέκιο τὰ γενόμενα. Αὐτὸς διέταξε νὰ
ἀπολύσουν τὸν Ἅγιο ἀτιμώρητο καὶ ἀνύβριστο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκε ὁ
Ἅγιος, περιέφερε στὴν σάρκα του τὰ σημάδια τοῦ Χριστοῦ, φωτίζοντας καὶ
ὀδηγώντας πολλοὺς στὴν ποίμνη τοῦ Κυρίου, μὲ θαύματα καὶ διδάγματα.

Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ μαρτυρήσαντες ἐν Κρήτῃ

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος μαρτύρησε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν Κρήτη. Στὸ α’
στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ ὑπάρχει πληροφορία περὶ τοῦ μαρτυρίου τῆς συζύγου
του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ
βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…». Στὸ α’ τροπάριο τῆς γ’ Ὠδῆς
τοῦ Κανόνος γίνεται λόγος περὶ μαρτυρίου καὶ τῶν τέκνων του. Προφανῶς
ἔχουμε περίπτωση οἰκογενειακοῦ μαρτυρίου ἀνάλογο πρὸς ἐκείνου τοῦ Ἁγίου
Μεγαλομάρτυρος Εὐσταθίου (τιμᾶται 20 Σεπτεμβρίου) καὶ τοῦ Ἁγίου Ἑσπέρου
(τιμᾶται 2 Μαΐου). Πιθανότατα οἱ Ἅγιοι μαρτύρησαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν
διωγμῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.

Οἱ Ἅγιοι Μένανδρος καὶ Σαβίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶν τριάντα ὀκτῶ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μένανδρος καὶ Σαβίνος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη τῆς
Αἰγύπτου καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τριάντα ὀκτὼ Μάρτυρες Χριστιανούς,
ἦταν στρατιῶτες στὴν χώρα τῶν Καππαδόκων, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ
αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Ὅταν πληροφορήθηκαν
γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (τιμοῦνται 9 Μαρτίου)
καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἀγωνίσθηκαν, ἔνιωσαν ζῆλο καὶ οἱ ἴδιοι καί, ἀφοῦ
ἔριξαν τὰ ὅπλα μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, μὲ μεγάλη φωνὴ ὁμολόγησαν τὸν
Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἑαυτοὺς τους ἀληθινοὺς δούλους Αὐτοῦ.

Τότε συνελήφθησαν καὶ γυμνώθηκαν. Τόσο δὲ πολὺ τοὺς κατέγδαραν τὶς
σάρκες ἀπὸ τὰ χτυπήματα τῶν ραβδιῶν, ὥστε μόλις καὶ μετὰ βίας νὰ μποροῦν
νὰ θεωροῦνται ὡς ἰδέα ἀνθρώπων. Στὴν συνέχεια τοὺς ἔριξαν στὴν φυλακὴ
χωρὶς φροντίδα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀφοῦ τοὺς ἔσυραν ἔξω μὲ δεμένα τὰ
χέρια καὶ τὰ κεφάλια μὲ σιδερένιες θηλιές, παρουσιάσθηκαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ
ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ὅπως καὶ οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα, τῶν ὁποίων
τὸ μαρτύριο ζήλεψαν, εἰσῆλθαν στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου τους καὶ ἔλαβαν τὸν
ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Ὁ Ὅσιος Βλάσιος ὁ ἐξ Ἀμορίου

Ὁ Ὅσιος Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 909 ἢ 912 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς ἦταν ἀσκητής. Μὲ τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα
εὐαρέστησε τὸν Θεὸ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἕνα ἀπὸ τὰ στιχηρὰ τοῦ
Ἑσπερινοῦ λέγει γιὰ τὸν Ὅσιο: «Ἰδρώσι τῆς ἀσκήσεως παθῶν πυρκαϊᾶν,
ἱερέ, ἀποσβέσας καθαρώτατον Χριστοῦ σκεῦος, πάτερ, ἐδείχθηκε. Δι’ ὁ καὶ
Ἀγγέλοις τῷ θείῳ θρόνω παρίσταται».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ πρίγκιπας

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ
Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας (τιμᾶται 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ
τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ
Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296-1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς
ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας
νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη.
Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ
καὶ ἐπιστρέφει στὴν Μόσχα.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε
ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε
ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς
πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς
διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ
καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.

Μὲ μὶα πρώτη νίκη ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν
καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ
ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320-1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν
θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ,
Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.

Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση,
καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ
ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνῃ Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ
καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντῖνο
Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης
ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίων τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος
ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα
Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ
ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.

Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾷ ἀπὸ τὸ χάνῃ τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου
πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος
τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνῃ Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο.
Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο
πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνῃ. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός
του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ
νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν
καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο
χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας
πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ
πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος
τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν
συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει
τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ
αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης
πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς
Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.

Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ
ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς
του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή,
ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ
Μητροπολίτου Πέτρου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ
ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του
ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.

Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια
γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς
Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ
μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση
τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν
μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν
τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν


Ἅγιος Ἰωνὰς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σολιγκαλὶτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς
Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ φρόντισε γιὰ τὴν Χριστιανικὴ
ἀνατροφὴ καὶ διαπαιδαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καὶ τὸν ἔστειλε στὴ μονὴ τοῦ
Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν στάρετς
Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καὶ Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου.

Τὸ ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καὶ Ριαζᾶν καὶ ἄρχισε νὰ
ἐργάζεται γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Μετὰ τὸν
θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433-1435), ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς
προεβλήθηκε ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς ὡς
διάδοχός του.

Ἐξελέγη Μητροπολίτης Ρωσίας ὑπὸ τοπικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε
ἐσπευσμένα, δὲν μετέβη ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβει τὴν
Πατριαρχικὴ εὐλογία κατὰ τὸ κανονικὸ ἔθος. Μετὰ τὸ πέρας τῆς διαμάχης
τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καὶ Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ
1436, ὁ Ἅγιος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ἡ προγενέστερη
καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πελοποννήσιου Ἰσιδώρου,
ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας.

Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στὴ Ρωσία μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἰωνά. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε
κάθε λόγο νὰ εἶναι δυσαρεστημένος μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἐκτίμησε τὸν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο
γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν πολυμάθειά του.

Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει
νὰ ἦταν σχετικοὶ εἴτε πρὸς τὴν γενικότερη προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση
τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σὲ αὐτὸ Μητροπόλεων, εἴτε γιατί
ἀποσκοποῦσαν στὴν τοποθέτηση Ἕλληνα Ἱεράρχη σὲ τέτοια ἐπίκαιρη θέση,
ὅπως ἦταν ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.

Λίγο μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Μόσχα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τὸν
Ρῶσο ἡγεμόνα γιὰ τὴν συμμετοχὴ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σύνοδο τῆς
Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας πείσθηκε μὲ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι καὶ ἡ
ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θὰ ἐπιτυγχανόταν καὶ ἡ αὐτοκρατορία θὰ διασῳζόταν,
διατηρούμενης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας δέχθηκε, χορήγησε δὲ
ἀξιόλογο χρηματικὸ ποσὸ καὶ πολυπρόσωπη ἀκολουθία.

Ὁ Ἰσίδωρος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καὶ ἔφθασε
στὴ Φερράρα στὶς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἂν καὶ οἱ Βυζαντινοὶ
εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὸν μῆνα Μάρτιο, δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τὶς ἐργασίες
της. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἰσιδώρου στὶς συζητήσεις δὲν ἦταν μεγάλη, ἂν καὶ ὁ
ρόλος αὐτοῦ στὴν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός.
Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τὶς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ζυμώσεις καὶ ὑπὸ ἀπειλὴ πάντοτε τοῦ τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ
ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτὸς στὶς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δὲ Ἰσίδωρος ἦταν
ἀπὸ τοὺς πρώτους, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὴν ἕνωση. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν
ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ
Ἰσιδώρου ἀπὸ Σύνοδο καὶ ὁ ἐγκλεισμός του στὴ μονὴ Τσουντώφ. Στὶς 15
Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καὶ ἔφθασε στὸ Νόβγκοροντ. Ἀπὸ ἐκεῖ
κατέφυγε στὸν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο στὴν
Ρώμη.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς ἀπεστάλη πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἡγεμόνας
ἔμαθε ὅτι καὶ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τὴν ἕνωση,
διέταξε τὴν ἀποστολὴ νὰ ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς καταστάθηκε
Μητροπολίτης ὑπὸ Συνόδου τὸ ἔτος 1448 καὶ ἀπέστειλε στὸν Πατριάρχη
ἐπιστολή, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του.

Ὁ Ἅγιος Ἰωνὰς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα. Ἦταν πνευματικὸς πατέρας,
θαυματουργὸς καὶ προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοὶ περικύκλωσαν τὴν Μόσχα, ὁ
Ἅγιος τοὺς ἀπώθησε μὲ τὴν προσευχή του.

Στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του εὐχόταν νὰ βασανισθεῖ ἀπὸ κάποια
ἀσθένεια, γιὰ νὰ λιώσει σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτῆρι. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν
προσευχή του καὶ ἐπέτρεψε τὴ δοκιμασία. Τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου γέμισαν
πληγές. Ἔτσι, δοξολογώντας τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, κοιμήθηκε
τὸ ἔτος 1461.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας


Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε
τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ιρκουτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς,
τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης,
πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ
Νηστευτοῦ (τιμᾶται 2 Σεπτεμβρίου).

Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ

Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται
στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς
25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη
πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου,
κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα
Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ.

Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα
δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ
κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του.
Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα
νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ
κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».

Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας,
ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς
κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα
στὸ Γιακουτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του
δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ
παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστῆρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ
κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα.

Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.

Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του
στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ
ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr

30 Μαρτίου Συναξαριστής. Ἰωάννου Κλίμακος, Ἰωὴλ Προφήτου, Ἰωάννου Ὁσίου, Ἰωάννου Πατριάρχου, Εὐβούλης Ὁσίας, Ζαχαρίου Ἱερομάρτυρος, Σωφρονίου ἘπισκόπουὉ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 525 μ.Χ. καὶ ἦταν
υἱὸς εὐσεβοῦς καὶ εὔπορης οἰκογένειας. Ἔλαβε πλούσια μόρφωση, γι’ αὐτὸ
καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σχολαστικό», ἀλλὰ σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν, ἀφοῦ
ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, παραδόθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ
Γέροντος Μαρτυρίου, στὸ ὄρος Σινά, ὅπου ἔμεινε μέχρι τὸ θάνατό του.Στὴν
συνέχεια ἐπισκέφθηκε μοναχικὲς κοινότητες στὴ Σκήτη καὶ Ταβέννιση τῆς
Αἰγύπτου, ἀργότερα δὲ ἐγκαταστάθηκε σὲ κελὶ τῆς ἐρήμου τοῦ Σινᾶ, ποὺ
ἀπεῖχε δυὸ ὧρες ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης.Ὁ βιογράφος τοῦ
Ὁσίου Ἰωάννου, Δανιὴλ ὁ Ραϊθηνός, μᾶς δίνει μερικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν
βίο του, κυρίως ὅμως μᾶς παρουσιάζει τὸ πῶς ἀναδείχθηκε δεύτερος Μωυσῆς
καθοδηγώντας τοὺς νέους Ἰσραηλῖτες ἀπὸ τὴν γῆ τῆς δουλείας στὴν γῆ τῆς
ἐπαγγελίας. Μὲ τὴν λίγη τροφὴ νίκησε τὸ κέρας τοῦ τύφου τῆς οἰήσεως καὶ
τῆς κενοδοξίας, πάθη πολὺ λεπτὰ καὶ δυσδιάκριτα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ
ἐμπλέκονται στὶς κοσμικὲς ἐνασχολήσεις. Μὲ τὴν ἡσυχία, νοερὰ καὶ
σωματική, ἔσβησε τὴν φλόγα τῆς καμίνου τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας.Μὲ
τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δικό του ἀγῶνα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν δουλεία
στὰ εἴδωλα. Ἀνέστησε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὸν θάνατο ποὺ τὴν ἀπειλοῦσε. Μὲ
τὴν ἀπονέκρωση τῆς προσπάθειας καὶ μὲ τὴν αἴσθηση τῶν ἀΰλων καὶ οὐρανίων
ἔκοψε τὰ δεσμὰ τῆς λύπης. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔγινε ὁ κατεξοχὴν ἄνθρωπος, ὁ
ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πλασμένος καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
ἀνακαινισμένος.Καὶ μὲ ὅσα ἔγραψε δὲν μετέφερε σὲ ἐμᾶς μόνο τὶς
ἀνθρώπινες γνώσεις ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ὕπαρξη, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος του
εἶναι ἀφοπλιστικὸς καὶ θεραπευτικός.Μετὰ ἀπὸ σαράντα χρόνια ἄσκηση
στὴν ἔρημο, σὲ προχωρημένη πλέον ἡλικία, ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς
Σινᾶ, ἐνῷ πρὸς τὸ τέλος τοῦ βίου του ἀποσύρθηκε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου
κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἐτῶν, κατὰ τὸ ἔτος 600
μ.Χ.Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.Ὁ
Ὅσιος Ἰωάννης ἔγραψε δυὸ περίφημα συγγράμματα: τὴν «Κλίμακα» καὶ τὸ
«Λόγο πρὸς τὸν Ποιμένα». Ἡ «Κλίμακα» εἶναι συνέχεια τῶν ἡσυχαστικῶν
κειμένων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης παρουσιάζει τὰ στάδια τῆς
τελειώσεως σὲ τριάντα κεφάλαια. Τὴν ἰδέα τῆς κλίμακος ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ
ὅραμα τοῦ Ἰακώβ, τὸν δὲ ἀριθμὸ τριάντα ἀπὸ τὴν ἡλικία τῆς ὡριμότητας
κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἄρχισε τὴν δημόσια δράση Του.

Κατ’
ἀρχὰς περιγράφει τὸ πρῶτο στάδιο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ποὺ συνιστᾶται στὴν
ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπενθυμίζει τὸν κόσμο, τὴν
ξενιτεία. Ἔπειτα ἔρχεται ἡ περιγραφὴ τοῦ ἀγῶνος τοῦ ἀσκητοῦ, μεταξὺ τῶν
ἀρετῶν καὶ κακιῶν, οἱ ὁποῖες περιγράφονται ἀνάμεικτες: λύπη, ὑπακοή,
μετάνοια, μνήμη θανάτου, κατὰ Θεὸν πένθος, ἀοργησία, μνησικακία,
καταλαλιά, σιωπή. Τὰ τελευταία κεφάλαια ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐν ἀγάπῃ
τελείωση, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ προσευχή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θεῖον
κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν
ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων
τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ
μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Χορὸς ἀγγελικὸς.

Καρποὺς
ἀειθαλεῖς, ἐκ σὴς βίβλου προσφέρων, διδάγματα Σοφέ, καθηδύνεις καρδίας,
τῶν τουτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε, κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχᾶς
ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει
τιμώντων σε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωὴλ ὁ Προφήτης


Προφήτης Ἰωὴλ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Τὸ ὄνομα Ἰωὴλ προῆλθε ἀπὸ τὴν σύντμηση τοῦ Γιχβὲλ (=ὁ Γιεχωβὰ εἶναι
Θεός). Ἦταν ὁ υἱὸς τοῦ Βαθουήλ.

Ἀπὸ τὴν συχνὴ καὶ ἀποκλειστικὴ
ἀναφορά του στὸν Ἰούδα καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴ Σιῶν καὶ τὸ ναό, φαίνεται
ὅτι προφήτευσε στὴν Ἰουδαία καὶ μάλιστα στὴν Ἱερουσαλήμ.

Ὁρισμένοι
ἐρευνητὲς ἀναβιβάζουν χρονικὰ τὸν Προφήτη Ἰωὴλ σὲ πολὺ παλιὰ ἐποχή, πρὶς
ἀπὸ τὸν Προφήτη Ἀμῶς καὶ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς
βασιλείας τοῦ Ἰωᾶς (836-797 π.Χ.), ἐνῷ ἄλλοι τάσσουν τὸ βιβλίο του μετὰ
τὴ βαβυλώνιο αἰχμαλωσία (500-400 π.Χ.).

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες
προφητεῖες, ὁ Προφήτης Ἰωὴλ προφήτευσε περὶ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Κατὰ τὴν περίφημη ἐκείνη
ἡμέρα στὰ ὄρη θὰ τρέχει τὸ γλυκὸ μέλι καὶ στοὺς λόφους θὰ ρέει ἄφθονο τὸ
γάλα καὶ ὅλες οἱ πηγὲς θὰ ἀναβλύζουν ὕδατα. Κυρία πηγὴ θὰ πηγάζει ἀπὸ
τὸ ναὸ τοῦ Κυρίου καὶ θὰ φθάνει τὸ πότισμά της μέχρι τοῦ μακρινοῦ
χειμάρρου τῶν σχοίνων».

Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 19 Ὀκτωβρίου.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἀσκητὴς


Ὅσιος Ἰωάννης, λόγω τῶν διωγμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, κατέφυγε στὴν
Αἰγυπτιακὴ ἔρημο, μέσα σὲ ἕνα ξερὸ πηγάδι, ὅπου τρεφόταν ἀπὸ τοὺς
ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ διῆλθε τὸν βίο του μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Ἱεροσολύμων


Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων.
Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο ἐκεῖνο, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ ὁποίου κτίσθηκε
στὴν Κύπρο, κατὰ τὸ ἔτος 1901, ἡ μονὴ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Φαίνεται
ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος αὐτὸς Πατριάρχης ἔφερε τὸ ἴδιο ἐπίθετο μὲ τὸν
προγενέστερο Ἅγιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Χρυσόστομο καὶ ἦταν στὴν
καταγωγὴ Κύπριος.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κορίνθου


Ἅγιος Ζαχαρίας ἦταν Ἐπίσκοπος Κορίνθου. Συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους
ὅτι συνεργαζόταν μὲ τοὺς Ἐνετοὺς κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μοροζίνη στὴν
Ἑλλάδα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη
καί, ἀφοῦ βασανίσθηκε σκληρά, ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος τὸν
προέτρεψε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὴν μουσουλμανικὴ
θρησκεία.

Ὁ Ζαχαρίας μὲ ἀποστροφὴ ἀρνήθηκε καὶ καταδικάσθηκε νὰ καεῖ
ζωντανὸς στὴ φωτιά. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου κατόρθωσαν, διὰ
χρημάτων, νὰ μεταβάλουν τὸ φρικτὸ αὐτὸ τρόπο τῆς θανατικῆς καταδίκης.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος ἀποκεφαλίσθηκε στὴν Κόρινθο τὴν Κυριακὴ τῆς
Σταυροπροσκυνήσεως τοῦ ἔτους 1684 καὶ δέχθηκε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἐπίσκοπος Ιρκουτσκ καὶ πάσης Σιβηρίας


Ἅγιος Σωφρόνιος, κατὰ κόσμος Στέφανος Κρισταλέφσκιυ, γεννήθηκε στὶς 25
Δεκεμβρίου 1703 στὴν Οὐκρανία, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀπὸ
εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ
μοναχικὸ βίο. Ἀνέπτυξε σπουδαία ἱεραποστολικὴ δράση καὶ ἐξελέγη
Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἰρκούτσκ.

Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη
τὸ ἔτος 1771, κατὰ τὴν Δευτέρα ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ἐνῷ ἀναμενόταν ἡ ἀπόφαση
τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, ἡ σορός του
παρέμεινε ἄταφη ἐπὶ ἕξι μῆνες, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ τὴν παραμικρὴ ἀλλοίωση.

Τὸ
γεγονὸς αὐτό, καθὼς καὶ ἡ φήμη τοῦ αὐστηροῦ ἀσκητικοῦ του βίου,
προσείλκυσαν πλήθη πιστῶν, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ὡς
σκήνωμα Ἁγίου τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου διασώθηκαν
θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν πυρκαγιὰ ποὺ κατέστρεψε ὁλοσχερῶς τὸν καθεδρικὸ
ναὸ τοῦ Ἰρκούτσκ

Ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὶς 23 Ἀπριλίου 1918.

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr

25 Μαρτίου Συναξαριστής. Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελίστριας, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Κηπουρέων, Σεννουφίου τοῦ Σημειοφόρου, Θεοδοσίας καὶ Πελαγίας Μαρτύρων, δημίου Μάρτυρος, Τίμωνος τοῦ Ἐρημίτου, Παρθενίου Ὁσίου, Τύχωνος Πατριάρχου,  Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου.
Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (ἑορτὴ Εὐάγγελος, Εὐαγγελία)


λειτουργικὴ παράδοση καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σὲ
ἰδιαίτερη θέση τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Καὶ
εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς πλουτίζουν τὴν λειτουργική μας
ζωή, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀτενίζει μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ
σεβασμὸ τὴν μεσίτρια τοῦ οὐρανοῦ.

Οἱ θεολογικοὶ λόγοι καὶ ὕμνοι στὴν
Κυρία Θεοτόκο εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση δοξολογία στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.

Τὸ μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο
τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς
ὡς ἡ κὰτ ἐξοχὴν μάρτυς τοῦ γεγονότος, πὼς ὁ Θεὸς προσέλαβε πραγματικὰ
τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Σωτηρία ποὺ ἀποβαίνει πραγματικότητα καὶ γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἔλευση
τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας
σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος ἐστὶ τε καὶ λέγεται.

Ἄρα τὶς ἐστι
ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσης;… ὡς γὰρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεὶν τε καὶ
φράζειν Θεόν, μᾶλλον δὲ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τὸ μέγα τῆς Θεοτόκου
μυστήριον, καὶ διανοίας καὶ γλώττης ἐστὶν ἀνώτερον. Ἐπεῖ οὒν Θεὸν
σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται».

Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ
Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιὴς καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ καλύτερη
προσφορὰ τῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστό. Στὴν προσφορὰ ὅλης τῆς κτίσεως
συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν Παναγία. Ὁ ἁγιογράφος , ὅταν ἁγιογραφεῖ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τὴν
Πλατυτέρα, δὲν θέλει νὰ εἰκονίσει μόνο τὴν Παναγία, ἀλλὰ ὅλη τὴν
Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κέντρο της τὸν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καὶ
γέννησε τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος
«ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ
Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνδέει τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια
τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ λέγει: «ὑμνοῦμεν τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν,
δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».

Ἡ ἀναφορά, λοιπόν, στὴν Παρθένο Μαρία ὑπενθυμίζει τὴν χαρὰ τῆς λυτρώσεως
τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστὰ τὸ μυστήριο
τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη Παρθένος, ἡ πιστὴ καὶ ταπεινὴ κόρη
τῆς Βηθλεέμ, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εὑρέθηκε ὡς «ἡ μόνη ἐν γυναιξὶ
εὐλογημένη καὶ καλή». Αὐτὴν διάλεξε ὁ Οὐράνιος ὅταν ᾖλθε τὸ πλήρωμα τοῦ
χρόνου καὶ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».

Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός μας, ποὺ πάντοτε φροντίζει τὸ γένος τῶν
ἀνθρώπων, ἐπειδὴ εἶδε τὸ ἔργο ποὺ ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του νὰ εἶναι
ὑπόδουλο στὸν διάβολο, θέλησε νὰ ἀποστείλει τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενῆ,
τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ
διαβόλου.

Ἐπειδὴ ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ
ἴδιες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους, στὸν ἔνδοξο
Γαβριὴλ ἐκμυστηρεύτηκε τὸ μυστήριο. Προοικονομεῖ δὲ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος
θὰ γεννήσει ἁγνὴ καὶ καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.

Ὅταν ὁ Θεὸς Πατέρας εὐδόκησε νὰ πραγματοποιήσει «τὸ χρόνοις αἰωνίοις
σεσιγημένον μυστήριον», «τὸ μυστήριον τὸ κεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ
τῶν γενεῶν», τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιὰ τὴν λύτρωση τοῦ
ἀνθρώπινου γένους, μόνο αὐτὴ δέχθηκε τὴν θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου
καὶ κρίθηκε ἱκανὴ νὰ ὑπηρετήσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.

Μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πίστη καὶ τὴ δογματική της
διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι τῆς «σωτηρίας ἠμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ
ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καὶ
εὐαγγελίζεται τὴν θεία βουλή. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος δὲν σιωπᾷ. Ἀνταποκρίνεται
στὴν θεία κλήση μὲ ταπείνωση καὶ πίστη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου,
γένοιτο μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».

Ἡ θεία βουλὴ γίνεται δεκτὴ καὶ βρίσκει ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη
ἀνταπόκριση εἶναι ὅτι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ ὑπακοὴ
τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τὴν ἀνυπακοὴ τῆς Εὕας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ
Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὕα καὶ ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὕα
ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὸν λόγο ἐνὸς ἀγγέλου, γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ
παραβαίνοντας τὸν λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀπὸ
τὸν λόγο ἐνὸς Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νὰ φέρει τὸν Θεὸ μέσα της, ὑπακούοντας
στὸν λόγο Του.

«Διὰ τῆς Εὕας ὁ θάνατος, διὰ τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος
Ἱερώνυμος. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ χαρούμενη ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ
τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας. Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καὶ ὄχι
πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καὶ λατρείας, ταπεινώσεως καὶ
ἐμπιστοσύνης.

Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐξέφερε τὸν
ζωντανὸ καὶ παντοδύναμο λόγο Του «γεννηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ
παρήγαγε ἐντὸς τοῦ κόσμου τὰ ὄντα. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν
ἔχει τὴν ὅμοιά της ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία
προσέφερε τὸ σεμνὸ καὶ ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος
κατέβασε στὸν κόσμο τὸν Δημιουργό.

Ἐδῶ ὁ Θεὸς καὶ πάλι προσφέρει τὸν λόγο Του: «Θὰ συλλάβεις, θὰ γεννήσεις
υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ
Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σὲ αὐτὸν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαυίδ,
τοῦ προπάτορά Του. Θὰ βασιλεύσει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ
καὶ ἡ βασιλεία Του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι τόσο θαυμαστό.

Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη, εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ τέλεια
ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στὸν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς
της, τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καὶ ὅλων τῶν δυνάμεών της,
ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καὶ τῶν προσδοκιῶν της.

Οἱ ἀρχὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τὸ
γεγονὸς ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στὴ Ναζαρὲτ βασιλική, στὴν ὁποία
περιλαμβανόταν κατὰ παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, ὅπου αὐτὴ δέχθηκε τὸν
Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στὴ σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.

Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περὶ αὐτῆς εὑρίσκονται στὸν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, τὸ 430 μ.Χ. καὶ στὸ Πασχάλιον Χρονικὸν (624 μ.Χ.),
ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συσταθεῖσα στὶς 25 Μαρτίου ἀπὸ τοὺς θεοφόρους
δασκάλους.

Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς
στὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων, ὅπου παρίσταντο καὶ οἱ αὐτοκράτορες. Κατὰ τὸν
15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Πανυχίδα ἐτελεῖτο στὸ παλάτι.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.

Σήμερον τῆς σωτηρίας ἠμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ
φανέρωσις, ὁ Υἷός του Θεοῦ, υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν
χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἠμεῖς σὺν αὐτῶ, τὴ Θεοτόκω βοήσωμεν Χαῖρε
Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Κοντάκιον  Ἦχος πλ. δ’.

Τὴ ὑπερμάχω στρατηγῶ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν
εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοὶ ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος
ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἶνα κράζω σοί, Χαῖρε
νύμφη ἀνύμφευτε.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εὐαγγελίστριας

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελίστριας, φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τοῦ Ἁλιάρτου Βοιωτίας.

Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Κηπουραίων

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Κηπουραίων, φυλάσσεται στὴν ὁμώνυμη μονὴ τῆς νήσου Κεφαλληνίας.

Ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ὁ Σημειοφόρος

Ἴσως ὁ Ὅσιος Σεννούφιος νὰ εἶναι ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος τῆς Νιτρίας, ὁ ὁποῖος
εἶδε τὴν ὀπτασία ἐκείνη τῆς εἰκόνος τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου
μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ
Ἀκαπνίου τῆς Θεσσαλονίκης Ἰγνάτιος.

Κατὰ τὴν διήγηση αὐτή, ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ὀπτασία καὶ νὰ
ἀκούσει φωνή, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἔξελθε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοῦ κελλίου
σου καὶ πήγαινε στὸ μοναστῆρι τῆς μονῆς τῶν Λατόμων, στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἐκεῖ θὰ σὲ δῶ». Μετέβη ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ρώτησε τοὺς μοναχοὺς τῶν Λατόμων,
ἀλλὰ τέτοια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ.

Ἔτσι ἐπέστρεψε στὴ Νιτρία.

Καὶ πάλι, ὅμως, ἡ φωνὴ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταβεῖ στὴ Θεσσαλονίκη,
ὅπου θὰ ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου καὶ θὰ πέθαινε ἐκεῖ. Ὁ Ὅσιος
ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ξαναπῆγε στὴ μονή, ὅταν ξαφνικά, κάποια
ἡμέρα, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἔπεσαν τὰ ἀσβεστώματα. Τότε ἀναφάνηκε ἡ
θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ Κυρίου.

Οἱ Ἁγίες Θεοδοσία καὶ Πελαγία οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Θεοδοσία καὶ Πελαγία, μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης τὸ ἔτος 361 μ.Χ. καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος ἐκ δημίων Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς Μάρτυς, ποὺ ἦταν στὸ πρότερό του βίο δήμιος, γνώρισε τὸν Χριστό, ὁμολόγησε τὸ Ὄνομά Του καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.

Ὁ Ὅσιος Τίμων ὁ Ἐρημίτης

Ὁ Ὅσιος Τίμων ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Παρθένιος τοῦ Κιέβου

Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, κατὰ κόσμο Πέτρος Ἰβάνοβιτς Κρασνοπέβκεφ, γεννήθηκε
στὶς 24 Αὐγούστου 1790 στὸ χωριὸ Σόμοβο, ποὺ ὑπαγόταν στὸ κυβερνεῖο τῆς
Τούλα. Ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος
μοναχὸς τὸ ἔτος 1838. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1855.

Ὁ Ἅγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας

Ὁ Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 στὴν πόλη Τοροπιὲτς τῆς
ἐπαρχίας Πσκώβ. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς
Μπελλάβιν. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολουθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ
σεμινάριο τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐγγράφεται στὴν θεολογικὴ
ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε
τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γίνεται μοναχός.

Ἡ κουρά του ἔγινε στὸ παρεκκλῆσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ,
ὅπου ἦταν καθηγητής. Ὡς μοναχὸς ἀπέκτησε τὸ ὄνομα Τύχων, πρὸς τιμὴν τοῦ
Ἁγίου τῆς Ρωσίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ
Ζαντόσκ (τιμᾶται 13 Αὐγούστου). Τὸ 1898 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς
Μητροπόλεως τοῦ Χὸμκ καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν
Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τὸ 1905 προάγεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως
Ἱεροσλάβ.

Τὸ 1914 ξεσπᾷ ὁ Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων στάθηκε στὸ πλευρὸ
τῆς πατρίδος του καὶ τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη. Γι’
αὐτό, δυὸ χρόνια ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας
Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ὁ λαὸς ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ
τὸν νέο ποιμενάρχη του.

Τὸ ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους. Τὰ
πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ Σύνοδο, γιὰ νὰ μελετήσει τὴν
κατάσταση καὶ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους. Στὶς 28
Ὀκτωβρίου 1917, μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ
Βλαντιμὶρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ὁ
κλῆρος, τὸν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στὸν Ἅγιο
Τύχωνα.

Ὁ διωγμὸς ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει.

Ὁ Ἅγιος Τύχων βίωνε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὶς ἀντίξοες
περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώνια καὶ
ἀτελεύτητη. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσεῖο, διότι δὲν πεθαίνει. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προφήτεψε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ
Κυρίου «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως καὶ ὁ
Ἱδρυτής της, ζωὴ καὶ ἀνάσταση.

Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει, ὅτι
«Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρά. Τείχη, βάρβαροι
καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίγνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος
τὰ ρήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἱ
πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Τὸ ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καὶ πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυσορρήμονος Πατρὸς
ποὺ λέγει: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε… Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ
ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ
πολεμήσαντες; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσα τὰ ταύτης
ἀθάνατα».

Τὸ καθεστὼς ἐπέφερε χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, κατήργησε ὅλα τὰ
ἐκκλησιαστικὰ προνόμια, ἐπέβαλε τὸν πολιτικὸ γάμο, ὀργάνωσε τὴν
ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα, δήμευσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, ἐξόρισε
καὶ δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανῶν, ἔκλεισε τοὺς ναούς, ἐξαφάνισε ἱερὰ
λείψανα Ἁγίων. Στὸ σφοδρὸ διωγμὸ φονεύθηκαν πάνω ἀπὸ 3.500 Ἐπίσκοποι καὶ
ἱερεῖς, περὶ τὶς 2.000 μοναχοὶ καὶ περὶ τὶς 3.000 μοναχές.

Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Μόσχα, γίνεται τόπος
μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία.
Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούτοβο, ἦταν καὶ δέκα
Ἕλληνες Μάρτυρες. Τὸ Μπούτοβο, ὅπως καὶ ἡ Σιβηρία, τὸ Χαρκὼβ καὶ τόσα
ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τὸν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τὸν
ἀπεριόριστο χῶρο. Τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ τόσο καλὰ περιγράφεται στὴ νουβέλα
τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετὰ τὸν θάνατό τους , οἱ Μάρτυρες τῆς
πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τὶς γήινες
ἰδιότητές τους καὶ καθετὶ ποὺ τοὺς περιορίζει, δεσμεύει καὶ ἐπιβαρύνει,
ξαναγίνονται νέοι καὶ χαρούμενοι, διασχίζουν τὴν κοιλάδα τῆς ζωῆς καὶ
ἀναπνέουν βαθιά, μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπεριόριστο.

Κάτω ἀπὸ τὸ πρῖσμα αὐτὸ κατανοοῦμε τὴν εἰρηνικὴ ἀντίσταση τοῦ Ἁγίου
Πατριάρχη Τύχωνος σὲ κάθε διοικητικὸ μέτρο τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἦταν πάντα
ξένο πρὸς τὴν ψυχή, θέλοντας νὰ τὴν περιορίσει καὶ νὰ μειώσει τὶς
ἐλευθερίες της.

Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾷ τὸ καθεστώς. Γι’ αὐτὸ καταδικάζεται σὲ θάνατο. Τὸ
Μάιο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο
ἐλευθερώνεται, ἀλλὰ καὶ πάλι περιορίζεται στὴ μονὴ Ντονσκόι ὅπου ζοῦσε
ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθένειά του τὸν καταβάλλει. Στὶς 25
Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος πλησιάζει. Ἔκανε
εὐλαβικὰ τὸν σταυρό του, εἶπε «Δόξα σοί, Κύριε» καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία
ψυχή του στὸν Θεό.
 Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου, ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ

Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Βάτου τιμᾶται στὴ μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ.

Ἡ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, ἀποτελεῖ
ὑπόθεση ποὺ ὑπερβαίνει τὰ λεκτικὰ σχήματα, γι’ αὐτὸ τὸ «σημεῖον» εἶναι
ἀληθινὰ παράδοξο καὶ ὑπερμεγέθες. Τὸ μυστήριο τῆς ἄφθορης γεννήσεως τοῦ
Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο δὲν νοεῖται ὡς μεμονωμένη καὶ
ἀποκομμένη πραγματικότητα τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἀντίθετα, ἀποτελεῖ
ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας τοῦ τύπου, στὸν ὁποῖο πίστεψαν καὶ πάνω στὸν
ὁποῖο στηρίχθηκαν οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰ
προδιατυπώσουν τὴν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Θεοῦ Λόγου στὴν ἱστορία.

Ὁ Μωϋσῆς, ὅταν εἶδε τὴν βάτο νὰ φλέγεται, ἀλλὰ νὰ μὴν καίγεται, εἶπε:
«Διαβὰς ὄψομαι, τὸ μέγα ὅραμα τοῦτο». Ἡ διάβαση, σύμφωνα μὲ τὴν
διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, δὲν εἶναι τοπικὴ
ἀλλὰ χρονική, ἀφοῦ δηλώνει κίνηση καὶ παροδικὴ διάβαση τοῦ χρόνου καὶ
σημαίνει τὴν κίνηση ἀπὸ τὸν χρόνο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὸν χρόνο τῆς
Καινῆς Διαθήκης.

Ὅπως ἡ φλεγόμενη καὶ μὴ κατακαιόμενη βάτος ἔτσι καὶ ἡ Παρθένος Μαρία, ἂν
καὶ γεννᾶ τὸ «Φῶς», ἐν τούτοις παραδόξως δὲν «φθείρεται».

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr

24 Μαρτίου Συναξαριστής. Προεόρτια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, Ἀρτέμονος Ἐπισκόπου Σελευκείας, Ρωμύλου καὶ Σεκούνδου αὐταδέλφων Μαρτύρων, Ἀρτέμονος Ἱερομάρτυρα, Τιμολάου Μάρτυρα καὶ τῶν σὺν αὐτῶ ἑπτὰ Μαρτύρων, Ζαχαρίου Ὁσίου ἐν Χαρσικίῳ, Μαρτίνου Θηβαίου, Ἀβραὰμ Ὁσίου, Ζαχαρίου Ὁσίου, Πέτρου καὶ Στεφάνου Μαρτύρων, Παρθενίου Ἱερομάρτυρα, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὄρους τοῦ Συννέφου, Ἀνάμνηση Θαύματος ἐν τὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Προεόρτια τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου

Παραμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἀπολυτίκιον Προεόρτιον. Ἦχος δ’.

Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τὰ προοίμια, τὴν προεόρτιον ἄσαι
προτρέπεται, ἰδοὺ γὰρ Γαβριὴλ παραγίνεται, καὶ πρὸς αὐτὴν ἐκβοήσεται,
Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.

Κοντάκιον Προεόρτιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἐπελεύσει Πνεύματος τοῦ Παναγίου, τοῦ Πατρὸς τὸν σύνθρονον, καὶ
ὁμοούσιον φωνή, τοῦ Ἀρχαγγέλου συνέλαβες, Θεοκυῆτορ, Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις.

A’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (τῆς Ὀρθοδοξίας)

Λέγεται
Κυριακή της Ορθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε την αναστήλωση των αγίων
Εικόνων και τον θρίαμβο της Ορθοδόξου Πίστεως κατά της φοβερής αιρέσεως
των Εικονομάχων, των αιρετικών δηλαδή εκείνων που δεν εδέχοντο να τιμούν
τις άγιες Εικόνες. Το «Ωρολόγιο» της Εκκλησίας γράφει: Για εκατό και
πλέον χρόνια διαταράχθηκε η Εκκλησία με διωγμούς από κακοδόξους
εικονομάχους. Πρώτος υπήρξε ο αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος και τελευταίος
ο Θεόφιλος, άνδρας της Αγίας Θεοδώρας, η οποία μετά το θάνατο του
συζύγου της ανέλαβε την εξουσία και στερέωσε πάλι την Ορθοδοξία μαζί με
τον Πατριάρχη Μεθόδιο.

Η Βασίλισσα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ότι ασπαζόμεθα τις Εικόνες, όχι
λατρευτικά, ούτε ως Θεούς, αλλά ως εικόνες των αρχετύπων. Την πρώτη
Κυριακή των νηστειών το έτος 843, η Θεοδώρα μαζί με το γιό της
αυτοκράτορα Μιχαήλ, λιτάνευσαν και ανεστήλωσαν τις άγιες εικόνες μαζί με
τον κλήρο και το λαό.

Από τότε εορτάζουμε κάθε χρόνο την ανάμνηση αυτού του γεγονότος γιατί
καθορίσθηκε οριστικά ότι δεν λατρεύουμε τις Εικόνες, αλλά τιμούμε και
δοξάζουμε όλους τους Αγίους που εικονίζουν και λατρεύουμε μόνο τον εν
Τριάδι Θεό. Τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και κανένα άλλο είτε
Άγιο είτε Άγγελο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.

Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν
πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκί, ἀνελθεῖν
ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν
εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν,
παραγενόμενος εἰ τὸ σῶσαι τὸν κόσμον.

Θεοτόκιον.

Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ
ἐσφραγισμένη, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένη, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν
τεκοῦσα ἀληθινόν. Αὐτὸν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.

Ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός, ἐκ σοῦ Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος,
καὶ τὴν ῥυπωθεῖσαν εἰκόνα, εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀναμορφώσας, τῷ θείῳ κάλλει
συγκατέμιξεν. Ἀλλ’ ὁμολογοῦντες τὴν σωτηρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ ταύτην
ἀνιστοροῦμεν.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων Ἐπίσκοπος Σελευκείας τῆς Πισιδίας


Ἅγιος Ἀρτέμων γεννήθηκε στὴ Σελευκεία τῆς Πισιδίας. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος ᾖλθε σὲ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ἔγινε μαθητής του, ἐνῷ
στὴν συνέχεια ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἴδιας πόλεως, διδάσκαλος τοῦ
λαοῦ καὶ κήρυκας τῆς ἀλήθειας.

Διενέργησε πολλὰ θαύματα καὶ ὁδήγησε
πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες πρὸς τὸν Κύριο, κάνοντάς τους Χριστιανούς.

Διοικώντας μὲ εὐσέβεια καὶ θεάρεστο τρόπο τὸ ποίμνιο, ποὺ τοῦ εἶχε
ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεὸς καὶ διακυβερνώντας μὲ ἀρετὴ καὶ σοφία τὴν Ἐκκλησία,
ἦταν σωτήριο λιμάνι γιὰ ὅλους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, προστάτης τῶν χηρῶν,
ὑπερασπιστὴς τῶν ὀρφανῶν, χορηγὸς πτωχῶν καὶ πενήτων.

Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων, ἀφοῦ πολιτεύθηκε κατὰ Θεὸν καὶ ὑπηρέτησε σὲ ὅλα τὸν
Κύριο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας, ἀπολαμβάνοντας τὴν αἰώνια ζωή.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.

Σήμερον τῆς παγκοσμίου χαρᾶς τὰ προοίμια, μετὰ χαρμόσυνης προερτάσωμεν
ἰδοὺ γὰρ Γαβριὴλ παραγίνεται, τὴ Παρθένω κομίζων τὰ εὐαγγέλια, καὶ φόβω
ἅμα καὶ θαύματι, χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.


Οἱ Ἅγιοι Ρωμύλος καὶ Σεκοῦνδος οἱ αὐτάδελφοι Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρωμύλος καὶ Σεκοῦνδος μαρτύρησαν στὴ Μαυριτανία τῆς
Ἀφρικῆς. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ
μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος Λαοδικείας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀρτέμων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα
Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καὶ ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Λαοδικείας. Μπαίνοντας μετὰ τοῦ Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Σισιννίου στὸν
εἰδωλολατρικὸ ναό, κατέστρεψε τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδώλων τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ
τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ μαρτύρια. Ἔτσι
ἄθλησε ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων καὶ στεφανώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας.
Ὁ Ἅγιος Τιμόλαος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ ἑπτὰ Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Τιμόλαος καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο. Μαρτύρησε περὶ τὸ 305
μ.Χ. στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης μαζὶ μὲ ἄλλους ἑπτὰ Χριστιανούς. Στὰ
Μηναῖα καὶ στὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου ἀναφέρονται ὡς
Μάρτυρες ὀκτῶ ἐν Καισαρείᾳ, ποὺ ἑορτάζουν σήμερα, χωρὶς νὰ σημειώνεται
τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τιμολάου.

Σὲ ἄλλα Μηνολόγια ἀναφέρονται τριάντα πέντε
Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου
(360-363 μ.Χ.), ἐνῷ σὲ ἄλλα Μαρτυρολόγια ἀναφέρονται πενῆντα Μάρτυρες. Ἡ
ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμοῦσε ἀρχικὰ τὴν μνήμη τους στὶς 15 Μαρτίου.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ὅταν ἀπεστάλη ἀπόφαση ἀπὸ τὸν ἀσεβῆ καὶ
παράνομο βασιλέα Ἰουλιανὸ (361-363 μ.Χ.), ποῦ διέταζε τοὺς πιστοὺς νὰ
ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνοῦν τοὺς θεοὺς τῶν Ἐθνικῶν, ὄχι μόνο
δὲν ὑπάκουσαν νὰ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγάλο θάρρος περιέρχονταν ὅλη
τὴν πόλη καὶ ἔλεγαν μὲ μεγάλη φωνή: «Νὰ τιμᾶτε καὶ νὰ λατρεύετε τὸν
Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Καὶ οἱ θεοὶ ποὺ δὲν δημιούργησαν τὸν
οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἂς καταστραφοῦν μαζὶ μὲ ὅσους τοὺς λατρεύουν».

Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἐνέργειάς τους συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ
παραδόθηκαν στὴν φυλακή. Κατηγορούμενοι ἀπὸ τὸν Ἰουλιανὸ καὶ μὲ διαταγὴ
ἐκείνου πρόθυμα ἀποδέχθηκαν τὸ μαρτύριο. Ἀποκεφαλίσθηκαν, ἀνεβαίνοντας
πρὸς τὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο εἶχαν ποθήσει ἀπὸ τὴν βρεφική τους ἡλικία καὶ
χωρὶς νὰ Τὸν ἀρνηθοῦν ἔλαβαν βραβεῖο ἀθανασίας.

Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ὁ ἐν Χαρσικίῳ

 

Εἶναι ἄγνωστο πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἀσκητικὸ
ἔγκλειστο βίο. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θεωρεῖ ὅτι ὁ Ὅσιος
Ζαχαρίας εἶναι ὁ πνευματικὸς υἱὸς τοῦ Ὁσίου Καρίωνος (τιμᾶται 24
Νοεμβρίου), περὶ τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στὸ Γεροντικόν, ἀλλὰ ὁ
προσδιορισμὸς «ὁ ἐν Χαρσικίῳ» ἀποκλείει τὸν Ἐρημίτη τῆς Αἰγύπτου
Ζαχαρία. Ἴσως τὸ Χαρσίκιον πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν μονὴ «τὴν ἐν
Χαρσιανῷ», στὴν Καππαδοκία, τὴν ὁποία ἔκτισε ὁ Ὅσιος Νικηφόρος (τιμᾶται
23 Ὀκτωβρίου).

Ὁ Ὅσιος Μαρτίνος ὁ Θηβαῖος

Ὁ Ὅσιος Μαρτίνος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ὁ ἐν τῷ ὄρει Λάτρω ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἀγγελικὴ καὶ μοναχικὴ
πολιτεία καὶ ἀφοῦ διένειμε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς, ἔγινε
μοναχός. Ἦταν τύπος καὶ παράδειγμα ὀσιακὴς βιοτὴς καὶ πολιτείας καὶ
πολλοὶ προσέτρεχαν σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ λάβουν
τὴν εὐχή του.

Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Ὅσιος ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία, ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ
ἀσκήτευε καὶ ᾖλθε στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὅπου διῆλθε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου
του μὲ νηστεία, προσευχή, δάκρυα καὶ ἐγκράτεια. Ἔτσι ἀφοῦ ὑπερέβαλε στὴν
ἀρετὴ ὅλους ὅσοι βρέθηκαν κοντά του καὶ ἀφοῦ τοὺς νουθέτησε σχετικὰ μὲ
τὴν σωτηρία τους, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ὁ ἐν τὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου ἀσκήσας

Ὁ Ὅσιος Ζαχαρίας ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 11ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Στέφανος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος καὶ Στέφανος μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1552 στὴν περιοχὴ Καζᾶν, ἀπὸ τοὺς Μογγόλους.
Ὁ Ἅγιος Παρθένιος ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παρθένιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ γεννήθηκε
ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους, οἱ ὁποῖοι φρόντισαν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν
ἀνατροφή του. Ὁ Παρθένιος ἀφοσιώθηκε στὶς μελέτες καὶ ἔγινε ἕνας ἀπὸ
τοὺς λόγιους τῆς ἐποχῆς του. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ λίγο ἀργότερα
ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Χίου. Μετὰ παρέλευση ἀρκετοῦ χρόνου
κλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ
ἔτους 1656.

Ὡς Πατριάρχης ἀναδείχθηκε ἄνδρας εὐλαβής, χρηστὸς στὸν τρόπο, λόγιος καὶ
ζηλωτὴς ὅλων τῶν ἔργων τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ὑποστηρικτὴς
τῆς ἑλληνικῆς παιδείας.

Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν παιδεία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ νὰ μὴν σβήσει τὸ
καντῆλι τοῦ φωτὸς καὶ τῆς γνώσεως, τὸν ὁδήγησαν στὸ νὰ ἀπευθύνει
ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μητροπολίτη πρώην Νικαίας, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ πλούσιος
καὶ διέμενε στὴν Ταυρίδα, πλησίον τοῦ βασιλέως τῶν Κοζάκων, διὰ τῆς
ὁποίας παρακαλοῦσε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἔργο τῆς ἀναπτύξεως τῆς ἑλληνικῆς
παιδείας.

Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ περιέπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ἔτσι ὁ Σουλτάνος Ἰμπραὴμ ὁ Α’ διέταξε τὴν θανάτωση τοῦ Ἁγίου Παρθενίου.

Ὁ Ἱερομάρτυς Παρθένιος συνελήφθη τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, τοῦ ἔτους 1657
καὶ πιεζόμενος νὰ δεχθεῖ τὸν Ἰσλαμισμὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο,
στάθηκε σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν Χριστιανικὴ πίστη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ
τὸν κρέμασαν στὴν καγκελωτὴ πύλη, τὴν λεγόμενη Παρμὰκ – Καποῦ. Τὸ ἱερὸ
λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες καὶ μετὰ ρίχθηκε στὴν
θάλασσα. Ἀργότερα τὸ περισυνέλεξαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ
εὐλάβεια στὴν λεγόμενη νῆσο «τῶν Πριγκίπων».

Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὅρους τοῦ Συννέφου, ἐν Τβὲρ τῆς Ρωσίας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

Ἀνάμνηση Θαύματος ἐν τὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου

Δυὸ Χριστιανοὶ φίλοι, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Σέργιος, ἔταξαν νὰ υἱοθετήσουν ὁ
ἕνας τὸν ἄλλο σὰν σαρκικοὶ ἀδελφοί, μπροστὰ στὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς
Παναγίας στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ὁ Ἰωάννης ἦταν
πλούσιος καὶ εἶχε ἕναν ἑπτάχρονο υἱό, τὸν Ζαχαρία. Ὅμως ὁ Ἰωάννης
ἀρρώστησε πολύ.

Πρὶν τὸν θάνατό του ἀνέθεσε τὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν φροντίδα τοῦ υἱοῦ του
Ζαχαρία, στὸν φίλο του Σέργιο, στὸν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε καὶ μία μεγάλη
ποσότητα χρυσοῦ, ὥστε νὰ τὴν δώσει στὸν υἱό του Ζαχαρία, ὅταν αὐτὸς θὰ
ἔφθανε σὲ ὥριμη ἡλικία.

Ὅταν ὁ Ζαχαρίας μεγάλωσε, ζήτησε τὸ χρυσάφι ἀπὸ τὸν Σέργιο. Ἐκεῖνος,
ὅμως, ἀρνήθηκε ὅτι εἶχε παραλάβει κάτι τέτοιο ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ
Ζαχαρία. Τότε ὁ Ζαχαρίας εἶπε: «Ἀφήσατε τὸν νὰ ὁρκισθεῖ μπροστὰ στὴν
εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἔγινε σαρκικὸς ἀδελφὸς μὲ τὸν
πατέρα μου. Καὶ ἂν ὁρκισθεῖ ὅτι δὲν πῆρε τίποτε ἀπὸ τὸν πατέρα μου
Ἰωάννη, ἐγὼ δὲν θὰ ζητήσω τίποτε ἀπὸ αὐτόν».

Ὅταν ὁ Σέργιος ὁρκίσθηκε αὐτὸ ποὺ ἰσχυριζόταν, ἤθελε νὰ πλησιάσει γιὰ νὰ
ἀσπαστεῖ τὴν εἰκόνα, ἀλλὰ μία δύναμη τὸν κρατοῦσε καὶ δὲν τὸν ἄφησε.
Ἄρχισε τότε νὰ κλαίει καὶ νὰ φωνάζει πρὸς τοὺς Ὅσιους Πατέρες Ἀντώνιο
καὶ Θεοδόσιο: «Μὴν ἀφήνετε αὐτὸν τὸν ἀνελέητο δαίμονα νὰ μὲ
καταστρέψει!». Ἦταν δαίμονας ποὺ τοῦ ἐπιτέθηκε κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.

Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Σέργιος ἀποφάσισε νὰ παραδώσει τὸν χρυσὸ στὸν Ζαχαρία.
Ὅταν ἄνοιξαν τὸ κιβώτιο διαπίστωσαν ὅτι ἡ ποσότητα εἶχε διπλασιασθεῖ. Ὁ
Ζαχαρίας, ἀφοῦ παρέλαβε τὸν χρυσό, τὸν πρόσφερε στὸ μοναστῆρι καὶ ἔγινε
μοναχός. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἔγινε
πλούσιος σὲ οὐράνια χαρίσματα.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

anavaseis.blogspot.gr

23 Μαρτίου Συναξαριστής.    Νίκωνος Ἱερομάρτυρος καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Μνήμη Θαύματος Κολύβων Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τύρωνος, Δομετίου Μάρτυρος, Ἐφραὶμ Ὁσίου, Θεοδοσίου Θαυματουργοῦ, Νίκωνος Ὁσίου, Παχωμίου Ὁσίου, Βασσιανοῦ Ἐπισκόπου, Λουκᾶ Ὁσιομάρτυρος
Ὁ Ἅγιος Νίκων ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήντα μαθητές του

Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Νίκων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἡγεμόνος
Κουιντιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ἡ μητέρα του ἦταν
Χριστιανὴ καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ ὁ πατέρας του
εἰδωλολάτρης.Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ πολὺ γρήγορα
διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν πειθαρχία του. Ἡ ψυχή του ὅμως
ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς κατὰ Θεοῦ βιοτῆς.Ἔτσι ξεκίνησε
τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔκανε ὅμως μία πρώτη στάση στὴν
Χῖο, ὅπου πέρασε ἑπτὰ ἡμέρες προσευχόμενος. Στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ
ἐμφάνιση Ἀγγέλου, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ ἔφθασε στὸ ὄρος Γάνου. Ἐκεῖ
βαπτίσθηκε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο ἀπὸ κάποιον Ἐπίσκοπο καὶ ζοῦσε μὲ
προσευχὴ καὶ νηστεία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ
ἔγινε ἡγούμενος τῶν μοναχῶν ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτόν.Ἐκεῖ
πληροφορήθηκε διὰ θείας ἀποκαλύψεως ὅτι πρόκειται τὸ ὄρος νὰ καταστραφεῖ
ἀπὸ τὰ ἔθνη. Ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ
Νεάπολη, ὅπου εἶδε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ κήδευσε τὴ μητέρα του.Στὴν
συνέχεια ᾖλθε στὴ νῆσο τῆς Σικελίας καὶ ἀσκήτευε μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς
συνοδείας του στὸ ὄρος τοῦ Ταυρομενίου. Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίθεση τοῦ
ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς μὲν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς
καρατόμησε, τὸν δὲ Ἱερομάρτυρα Νίκωνα, ἀφοῦ τὸν βασάνισε, τοῦ ἀπέκοψε
τὴν κεφαλή.Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων καὶ οἱ ἑκατὸν
ἐνενήντα ἐννέα μαθητὲς αὐτοῦ εἰσῆλθαν, τὸ ἔτος 250 μ.Χ., στὴ μακαρία ζωὴ
τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν ὑπάρχει θλίψη ἢ στεναχώρια ἢ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ
ἀτελεύτητος.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Νικήσας
τὸν δόλιον, ἄσκητικαις ἀγωγαίς, κανὼν ἐχρημάτισας, τῶν σῶν κλεινῶν
φοιτητῶν, ἀκρότητι βίου σου, ὅθεν σὺν τούτοις ἅμα, γεγονῶς ἐν τὴ Δύσει,
ἔδυσας ἐν ἀθλήσει, σὺν αὐτοὶς Πάτερ Νίκων, μεθ’ ὧν καὶ κατεφοίτησας
αἴγλη τὴ ἄνωθεν.

Μνήμη Θαύματος Κολύβων Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τύρωνος

Ο
Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη
νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής – γι’ αυτό την λέμε
καθαρά εβδομάδα – θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι
τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.

Όμως
με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα.
Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου
τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν
σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Ετσι
και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το
Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά
εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.

Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την
ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου
Θεοδώρου του Τήρωνος.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Τύρων, τὴν 17η Φεβρουαρίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.

Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! Ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος
ἀναπαύσεως, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρὶ γὰρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς
ἄρτος ἡδὺς τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός,
σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Θεοτόκιον.

Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ
ἐσφραγισμένη, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένη, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν
τεκοῦσα ἀληθινόν. Αὐτὸν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.

Πίστιν Χριστοῦ ὡσεὶ θώρακα, ἔνδον λαβὼν ἐν καρδίᾳ σου, τὰς ἐναντίας
δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καὶ στέφει οὐρανίῳ, ἐστέφθης αἰωνίως ὡς
ἀήττητος.

Μεγαλυνάριον.

Ὥφθης ἐπιπνεύσει τῇ θεϊκῇ, Θεόδωρε Μάρτυς, καὶ ἐρρύσω τὸν σὸν λαόν,
ψυχικοῦ κινδύνου, ἡμῖν καθυποδείξας, τροφῇ τῇ τῶν κολλύβων, τραφῆναι
Ἅγιε.

Ὁ Ἅγιος Δομέτιος ὁ Μάρτυρας


Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δομέτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ
Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Φρυγίας.
Βλέποντας ὅμως ὅτι πολλοὶ ἀρνοῦνταν τὸν Χριστὸ καὶ προσκυνοῦσαν τὰ
εἴδωλα, δυσφοροῦσε καὶ ἀγανακτοῦσε. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἐνῷ γινόταν
ἱπποδρομία καὶ προσφερόταν θυσία στὰ εἴδωλα, δὲν μπόρεσε νὰ ὑπομείνει
ἄλλο.

Ποθώντας μὲ Θεϊκὸ ζῆλο νὰ μαρτυρήσει τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
στάθηκε στὸ μέσο τοῦ θεάτρου καὶ μὲ μεγάλη φωνὴ καταράστηκε τὸν ἀποστάτη
Ἰουλιανό, ἔπτυσε ὅλους ὅσους λάτρευαν τὰ εἴδωλα καὶ χλεύασε τοὺς
ψεύτικους θεούς. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Στὸ
τέλος, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστό, τοῦ ἀπέκοψαν διὰ ξίφους τὴν ἱερὰ
κεφαλή του.

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ., καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Θαυματουργὸς ἐκ Ρωσίας

Δομήτωρ καὶ ἀρχηγὸς τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν Τοτίμη τῆς Ρωσίας. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Νίκων καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου


Ὅσιος Νίκων ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς
τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου (τιμᾶται 10 Ἰουλίου). Ἦταν μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ
Κιέβου καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα.

Μὲ τὴν
εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔκειρε μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία καὶ
κατάλληλη πνευματικὴ προετοιμασία ὅσους ζητοῦσαν μὲ πόθο τὸ ἀγγελικὸ
σχῆμα.

Ἀξιώθηκε μάλιστα τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ κείρει μὲ τὰ χέρια του
τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο (τιμᾶται 3 Μαΐου), τὸν μεγάλο θεμελιωτὴ τῆς μοναχικῆς
ζωῆς στὴ Ρωσία. Ἔκειρε ἀκόμη, περὶ τὸ ἔτος 1062, δυὸ μεγάλες μορφὲς τῆς
Λαύρας, τὸν ἐπιφανῆ βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο ἡγεμόνα Ἐφραίμ.

Γι’
αὐτὲς ὅμως τὶς μοναχικὲς κουρὲς ὑπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ὁ ἡγεμόνας
Ἰζιασλάβος ὀργίσθηκε πολύ, ἐπειδὴ ἔχασε ἀπὸ κοντά του δυὸ σπουδαῖα
πρόσωπα, δυὸ χρήσιμους συνεργάτες καὶ θύμωσε μὲ τοὺς Ὁσίους. Διέταξε νὰ
φέρουν μπροστά του ἐκεῖνον ποὺ τόλμησε νὰ τοὺς κείρει μοναχούς. Ὁ Ὅσιος
Νίκων ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε μὲ περισσὴ ὀργὴ καὶ
φώναξε:

Ἐσὺ καλόγερε, τόλμησες νὰ κάνεις σὰν κι ἐσένα, τὸν βογιάρο καὶ τὸν εὐνοῦχο μου;

Ναί,
ἐγώ, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου πατέρα μου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐράνιου
Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς κάλεσε σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως,
ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος ἤρεμα καὶ θαρρετά.

Ὁ ἡγεμόνας μὲ μανία τοῦ ἔδωσε
ἐντολὴ οἱ νέοι μοναχοὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πρότερή τους κατάσταση. Σὲ
ἀντίθεση περίπτωση θὰ κατέστρεφε τὸ σπήλαιο.

Μετὰ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο
αὐτό, οἱ ἀδελφοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ φύγουν
μακριά, σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ἡ ἡγεμονικὴ ὀργή. Τότε ὁ Ὅσιος
Νίκων πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν καὶ ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πολίχνη, βρῆκε ἕναν
ἔρημο τόπο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ἐπιδόθηκε ἀμέσως σὲ σκληροὺς ἀσκητικοὺς
ἀγῶνες, ζωντας μὲ σιωπή, «μόνος μόνω τῷ Θεῷ προσευχόμενος». Ἡ παρουσία
του δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὴ καὶ ἡ φήμη του νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν
περιοχή.

Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶχε ἀκόμη στερεωθεῖ ἐκεῖ
καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν τελείως ἄγνωστη. Σιγὰ – σιγὰ οἱ κάτοικοι ἄρχισαν
νὰ πλησιάζουν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν παράξενη γι’
αὐτοὺς ζωή του.

Ἐκεῖνος τότε, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἔλυνε τὴν σιωπή
του καὶ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη. Ὅλοι σαγηνεύονταν ἀπὸ τὴ σοφία, τὴν γνώση καὶ τὴν ἁγιότητά του,
μετανοοῦσαν καὶ δόξαζαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους.

Ἀργότερα,
ὁρισμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς κάνει μοναχούς. Καί ἐκεῖνος,
ἀφοῦ τοὺς δοκίμαζε καὶ τοὺς νουθετοῦσε, τοὺς ἔκειρε. Ἔτσι τέθηκαν τὰ
θεμέλια γιὰ τὴν κατοπινὴ ἀνέγερση τῆς μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ
ἔγινε σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο, ἰσάξιο τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων.

Μετὰ
τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Τμουταρακᾶν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οἱ
κάτοικοι τῆς χώρας παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο Νίκωνα, στὸν ὁποῖο ἔτρεφαν
ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση, νὰ πάει στὸν ἡγεμόνα τοῦ
Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καὶ νὰ ζητήσει τὸν υἱό του Γκλὲμπ
γιὰ τὴν ἡγεμονία τοῦ Τμουταρακᾶν.

Ὁ Ὅσιος ἐκτέλεσε μὲ ἐπιτυχία τὴν
δακονία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ποίμνιό του. Ἐπιστρέφοντας μαζὶ μὲ τὸν
πρίγκιπα Γκλὲμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε ἀπὸ τὸ Κίεβο καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ
μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ὁ μακάριος ἡγούμενος Θεοδόσιος ἀντίκρισε, μετὰ
ἀπὸ τόσα χρόνια, τὸν παλαιὸ συνασκητή του, σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἔπεσαν καὶ
οἱ δυὸ στὴν γῆ καὶ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλο.

Ὕστερα ἀγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση καὶ κάθισαν νὰ συζητήσουν.

Ὅταν
ὁ Ὅσιος Νίκων, μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει, ὁ μακάριος
Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σὲ λυγμοὺς καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνει στὰ
Σπήλαια, γιὰ νὰ συνεχίσουν μαζὶ τὴν ἐπίγεια ἀσκητικὴ ὁδοιπορία τους.

Πρέπει νὰ πάω, εἶπε ὁ Νίκων, νὰ ρυθμίσω ὅτι ἀφορᾷ στὸ μοναστῆρι μου. Ἔπειτα, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ ἐπιστρέψω.

Πράγματι
ὁ Ὅσιος, πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλέμπ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε
καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς χώρας. Ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ τακτοποιήσει μὲ
ἐπιμέλεια τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς του καὶ κατόπιν, σύμφωνα μὲ τὴν
ὑπόσχεσή του, γύρισε στὴ Λαύρα, κοντὰ στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο.

Ὑποτάχθηκε
μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο ἡγούμενο καὶ ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλες του τὶς
ἐντολές, νεκρώνοντας τὸ δικό του θέλημα. Καὶ ὁ μακάριος Θεοδόσιος, ὅταν
χρειαζόταν νὰ λείψει ἀπὸ τὴ μονή, ἄφηνε ὡς ἀντικαταστάτη του, στὴ
διαποίμανση τῆς ἀδελφότητας, τὸν Νίκωνα.

Πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος Νίκων,
ποὺ γνώριζε τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, ἕραβε καὶ ἔδενε βιβλία. Τότε ὁ
Θεοδόσιος καθόταν ταπεινὰ δίπλα του, ἂν καὶ ἦταν ἡγούμενος καὶ τοῦ
ἑτοίμαζε τοὺς σπόγγους ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ ἐργόχειρό του. Τὴν ὥρα
ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐκαιρίες, οἱ δυὸ Ὅσιοι μάζευαν γύρω τους τοὺς
ἀδελφοὺς καὶ τοὺς νουθετοῦσαν μὲ πνευματικὲς διδαχὲς καὶ ἀσκητικοὺς
λόγους.

Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ξέσπασε ἡ γνωστὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς
τρεῖς ἀδελφοὺς ἡγεμόνες, τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβο, τοῦ Τσερνιγκὼφ
Σβιατοσλάβο καὶ τοῦ Περεγιασλὰβ Βσέβολοντ, ὁ Ὅσιος Νίκων ἐπέστρεψε στὸ
Τμουταρακᾶν, ὅπου ἔζησε μερικὰ χρόνια μὲ τὸν ἴδιο ἀσκητικὸ ζῆλο.

Ὅταν
ἔμαθε ὅτι εἰρήνευσε ὁ τόπος τοῦ Κιέβου, ὁ Ὅσιος πῆρε πάλι τὸν δρόμο γιὰ
τὴν Λαύρα. Φθάνοντας ὅμως ἐκεῖ, διαπίστωσε πὼς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος δὲν
ἦταν πιὰ στὴν ζωή. Ἡγούμενος τώρα ἦταν ὁ φιλόθεος Στέφανος. Ὁ Ὅσιος
Νίκων ἀποφάσισε νὰ τελειώσει τὸν ἐπίγειο βίο του στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς
του. Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου
Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορὰ μὲ δάκρυα χαρμολύπης.

Ὅταν μὲ τὴ
συνεργία τοῦ πονηροῦ, ὁρισμένοι ἀδελφοὶ δημιούργησαν ἀναταραχὴ στὴν
ἀδελφότητα καὶ ἀπομάκρυναν τὸν μακάριο Στέφανο ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τῆς
μονῆς, ἡγούμενος ἀναδείχθηκε ὁ Ὅσιος Νίκων. Μὲ διάκριση καὶ σοφία
ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴν ἀδελφότητα.
Καὶ τὸ κατόρθωσε μὲ μεγάλο κόπο, πολὺ ὑπομονὴ καὶ περισσότερη προσευχή.
Οἱ ἀδελφοί, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀκεραιότητα, τὴν σύνεση καὶ τὴν ἁγιότητά
του, ἡσύχασαν καὶ ὑποτάχθηκαν σὲ αὐτόν, ὡς σὲ φωτισμένο πατέρα,
διδάσκαλο καὶ πνευματικὸ ὁδηγό.

Πολλὲς φορὲς ὁ μοχθηρὸς διάβολος
προσπάθησε νὰ δημιουργήσει νέα σκάνδαλα καὶ νὰ βάλει ἐμπόδια στὴν
ἀνύσταχτη φροντίδα τοῦ Ὁσίου νὰ καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τὶς
ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Οἱ σκοτεινοὶ σκοποί του ὅμως δὲν
μποροῦσαν νὰ σβήσουν τὸ φῶς τῶν ἀρετῶν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.

Στὰ
χρόνια τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἡ
ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῶν Σπηλαίων ἀπὸ Ἕλληνες ἁγιογράφους, σταλμένους
ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο.

Ὁ Ὅσιος Νίκων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος
1088. Ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου μέχρι σήμερα τὸ τίμιο
λείψανό του ἀναπαύεται ἄφθορο καὶ ἀκέραιο, τιμημένο μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ
Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐκ Ρωσίας


Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Νερέχτα, κατὰ κόσμον Ἰωακείμ, γεννήθηκε κοντὰ στὴν
πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ στὴ Ρωσία τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν κτήτορας τῆς μονῆς
τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1384.

Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Ροστὼβ τῆς Ρωσίας


Ἅγιος Βασσιανὸς ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. Ἐξελέγη
Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1481.
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐξ Ἀνδριανουπόλεως


Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀνδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ οἱ
γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος καὶ Δομνίτσα. Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν
ὀρφάνεψε ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα του σὲ κάποιο
Ζαγοραῖο, μετὰ τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Σὲ
ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ κάποιο ἄτυχο περιστατικὸ φιλονικίας μὲ
κάποιον τουρκόπαιδα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ γίνει
Μωαμεθανός. Ἐπειδὴ ἔνιωθε τύψεις συνειδήσεως, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι
τοῦ Τούρκου ἀφέντη του καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ περιπλάνηση, ἀφοῦ ᾖλθε στὴ
Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ παρέμεινε
ἀρκετὸ καιρὸ διερχόμενος μονὲς καὶ σκῆτες. Στὸ τέλος ἐκάρη μοναχὸς στὴ
μονὴ Σταυρονικήτα.

Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Λουκᾶς ἀναχώρησε τὸν μῆνα Μάρτιο τοῦ 1802, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετέβη στὴ Μυτιλήνη.

Παρουσιάσθηκε
στὸν κριτὴ τῆς πόλης, ἔλεγξε μὲ θάρρος τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ
κήρυξε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς
ἀπειλές, ὁ Μάρτυς παρέμεινε στερεωμένος στὴν πατρῴα εὐσέβεια.

Ὁδηγούμενος
πρὸς τὴν οἰκία τοῦ Ναζήρη, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ
ὁδηγοῦνταν καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ κριτήριο. Ὁ Ἅγιος ἔσκυψε τὴν κεφαλή του καὶ
ζήτησε τὴν εὐλογία καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἀρχιερέως. Οἱ Τοῦρκοι, μόλις
τὸ εἶδαν αὐτό, ἐξεμάνησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Παρὰ τὸν ἐπικείμενο
φόβο καὶ τὴν ἀπειλούμενη γενικὴ σφαγὴ ὁ Ἐπίσκοπος διέταξε νὰ γίνει δέηση
σὲ ὅλους τούς ναοὺς ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, Λουκᾶ.

Ὁ Ἅγιος, μόλις
παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Ναζήρη καὶ ἐνώπιον πλήθους Τούρκων, ὁμολόγησε
καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοῦ δόθηκε
τριήμερη προθεσμία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει. Ὅταν πέρασαν οἱ
τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐξέπνευσε ἡ προθεσμία, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς συνέχισε νὰ
παραμένει ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καταδικάσθηκε στὸν
διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο.

Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ ταῦτα τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

anavaseis.blogspot.gr

22 Μαρτίου Συναξαριστής. Α’ Χαιρετισμοί, Βασιλείου Ἱερομάρτυρα, Δροσίδος καὶ τῶν σὺν αὐτὴ πέντε Κανονικῶν, Βασιλίσσης καὶ Καλλινίκης Μαρτύρων, Βασιλείου Θαυματουργοῦ, Εὐθυμίου Ὁσιομάρτυρα, Δημητρίου Ἱερομάρτυρα, Σοφίας Ὁσιομάρτυρος.
Α’ Χαιρετισμοί 
Ἀκάθιστος Ὕμνος – Α’ Στάσις

 

Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,

ἐξίστατο καὶ ἵστατο,

κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.


Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας Πρεσβύτερος Ἀγκύρας


Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ
αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καὶ ἐπὶ ἡγεμόνος
Ἀγκύρας Σατορνίνου ἢ Σατορνίλου. Οἱ εἰδωλολάτρες τὸν διέβαλαν στὸν
ἔπαρχο ὅτι εἰρωνευόταν καὶ κατηγοροῦσε τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ
τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καί, ἀφοῦ δὲν πείσθηκε νὰ
ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, βασανίσθηκε.

Ὅταν, λίγες ἡμέρες ἀργότερα, ἔφθασε στὴν Ἄγκυρα ὁ Ἰουλιανός, ὁδήγησαν
τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἐνώπιόν του. Ὁ αὐτοκράτορας τὸν ρώτησε ἂν ἀρνεῖται τὸν
Χριστό. Ὁ Ἅγιος μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ ἀπάντησε ὅτι πιστεύει μόνο
στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ λατρεύει τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Μετὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ βασιλέας ἔδωσε ἐντολὴ στὸν κόμητα Φλαβέντιο νὰ ἀποκόψει λουρίδες δέρματος ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ἅγιος ἅρπαξε μὲ δύναμη μία λουρίδα τοῦ δέρματός του, τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ
τὸ σῶμα του καὶ τὴν ἔριξε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἐκεῖνος ἐξοργίσθηκε
καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κατακάψουν μὲ πυρακτωμένα σουβλιὰ καὶ νὰ τὸν
τρυπήσουν παντοῦ.

Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἔτος 362 μ.Χ. καὶ ἔλαβε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου Πνεύματος, τὴ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω
Βασίλειε, ὅθεν ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς
ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ
μέγα ἔλεος.

Ἡ Ἁγία Δροσὶς καὶ οἱ σὺν αὐτὴ πέντε Κανονικὲς


Ἁγία Μάρτυς Δροσὶς ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98-117 μ.Χ.)
καὶ συμπαθοῦσε τοὺς Χριστιανούς, ποὺ τόσο ὑπέφεραν ἀπὸ τὸν διωγμό. Κάθε
βράδυ ἡ Ἁγία ἐξερχόταν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ μαζὶ μὲ πέντε Κανονικές,
δηλαδὴ πέντε μοναχές, περισυνέλεγε καὶ ἐνταφίαζε τὰ λείψανα τῶν ἄταφων
Χριστιανῶν, ποὺ εἶχαν μαρτυρήσει.

Ὅμως ἕνας σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ ἦταν καὶ μνηστῆρας τῆς
Δροσίδος, ὁ Ἀδριανός, πληροφόρησε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ ἔργο τῶν γυναικῶν.
Τότε ὁ Τραϊανὸς τὶς συνέλαβε καὶ τὴν μὲν Ἁγία Δροσίδα τὴν περιόρισε στὸ
παλάτι, τὶς δὲ μοναχὲς τὶς ἔριξε μέσα σὲ χωνευτῆρι μὲ λιωμένο χαλκό.

Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι μὲ τὸν χαλκὸ αὐτό, μέσα στὸν ὁποῖο
χωνεύθηκαν οἱ πέντε Ἁγίες, ὁ Τραϊανὸς διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν οἱ
βάσεις τῶν χάλκινων ἀγγείων τοῦ δημόσιου λουτροῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε
ἀνεγείρει καὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ δοθεῖ σὲ δημόσια λειτουργία κατὰ τὴν
ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπολλωνίων.

Ὅταν ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ λουτροῦ, ὁ πρῶτος ποὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθει
μέσα, μόλις πλησίασε, ἔπεσε κάτω νεκρός. Τὸ ἴδιος συνέβη καὶ μὲ ὅσους
ἄλλους, μετὰ ἀπὸ αὐτόν, πλησίασαν τὴν θύρα.

Μόλις ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα, ρώτησε τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων μήπως οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν κάνει καμία μαγεία.

Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκαναν τὰ χάλκινα ἀγγεῖα, ποὺ
κατασκευάστηκαν ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν πέντε μοναχῶν. Τότε ὁ Τραϊανὸς
διέταξε νὰ κατασκευασθοῦν ἄλλα χάλκινα ἀγγεῖα, ὥστε νὰ σταματήσουν οἱ
θάνατοι καὶ νὰ ξαναλιώσουν τὰ ἀγγεῖα μέσα στὰ ὁποῖα μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες,
γιὰ νὰ κατασκευαστοῦν χάλκινα ὁμοιώματα τῶν πέντε ἐκείνων Μαρτύρων πρὸς
ἀτίμωση καὶ ὄνειδός τους.

Ἔτσι κι ἔγινε.

Τὰ γυμνὰ ἀγάλματα στήθηκαν. Ὁ Τραϊανός, ὅμως, εἶδε στὸν ὕπνο του τὶς
πέντε μοναχὲς νὰ τὸν ἐπιτιμοῦν καὶ νὰ τοῦ προαναγγέλουν τὴν κοίμηση τῆς
θυγατέρας του. Ὁ ἀσεβὴς αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε, διότι ὁ Θεὸς
ἐξευτέλισε τὶς ἀνόητες βουλές του καὶ τὶς γεμάτες παράνοια πράξεις του.
Ἔδωσε, λοιπόν, ἐντολὴ νὰ ἀναφθοῦν δυὸ κλίβανοι σὲ καθένα ἀπὸ τὰ δυὸ ἄκρα
τῆς πόλεως καὶ νὰ πυρακτώνονται συνεχῶς.

Μὲ διαταγή του τοποθέτησε στοὺς κλιβάνους καὶ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ἔγραφε:
«Χριστιανοί, ποὺ προσκυνᾶτε τὸν Ἐσταυρωμένο, λυτρώσατε τοὺς ἑαυτούς σας
ἀπὸ τὰ πολλὰ βασανιστήρια καὶ ἀπαλλάξατε ἐμᾶς ἀπὸ τὸν κόπο τῶν βασάνων.
Ρίψατε ἑαυτοὺς στὸν κλίβανο».

Ἡ Ἁγία Δροσὶς ἀπέβαλε τὰ βασιλικὰ ἐνδύματα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα
χωρὶς νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ κανείς. Προχωροῦσε πρὸς τὸν κλίβανο, γιὰ νὰ
μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὶς Ἁγίες, ποὺ
ἀναπαύονταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δὲν εἶχε βαπτισθεῖ.
Ἔβγαλε τότε ἀπὸ τὸ θηλάκιο τοῦ χιτῶνα της τὸ μύρο, μπῆκε μέσα σὲ ἕνα
λάκκο μὲ νερὸ καὶ βαπτίσθηκε στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν συνέχεια κρύφθηκε κάπου γιὰ λίγες ἡμέρες καὶ ἐκεῖ
κοιμήθηκε προσευχόμενη.
Οἱ Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Καλλινίκη οἱ Μάρτυρες

Οἱ
Ἁγίες Βασίλισσα καὶ Καλλινίκη κατάγονταν ἀπὸ τὴ Γαλατία. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία
Μάρτυς Βασίλισσα ἦταν πλούσια, ἔδινε χρήματα στὴν Ἁγία Καλλινίκη γιὰ νὰ
πηγαίνει στὶς φυλακὲς καὶ νὰ τὰ παρέχει στοὺς ἐγκλείστους Χριστιανοὺς
γιὰ τὴ διατροφή τους, μὲ σκοπὸ νὰ προσεύχονται ὑπὲρ αὐτῆς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ
τοὺς κάνει πρόθυμους γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ νὰ τοὺς παρασταθεῖ, ὥστε νὰ
μὴν χάνουν τὸ θάρρος στὶς θλίψεις τους. Κάποια, λοιπόν, μέρα, ἀφοῦ
συνελήφθη ἡ Καλλινίκη καὶ ρωτήθηκε τίνος εἶναι τὰ χρήματα, ἐπειδὴ δὲν
γνώριζε νὰ λέει ψέματα, ὁμολόγησε. Γι’ αὐτὸ τὴν ἔδεσαν καὶ τὴν παρέδωσαν
στὸν ἄρχοντα.

Καὶ ἀφοῦ συνελήφθη καὶ ἡ Ἁγία Βασίλισσα, παρουσιάσθηκε ἐνώπιόν του στὸ
δικαστήριο. Καὶ οἱ δυὸ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὸν Χριστὸ καὶ ὑποβλήθηκαν
σὲ διάφορα βασανιστήρια, ἐξαναγκαζόμενες νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ
νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν πείσθηκαν, μὲ ξίφος τοὺς
ἀπέκοψαν τὶς ἱερὲς κεφαλές. Νίκησαν ἔτσι τὸν διάβολο καὶ ἀπόλαυσαν τὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βασιλίσσης καὶ Καλλινίκης ἔγινε τὸ ἔτος 252 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Γάλλου (251-253 μ.Χ.)

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Μανγκαζίας Σιβηρίας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασίλειος γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Γιαροσλὰβ τῆς
Ρωσίας τὸ ἔτος 1583. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μανγκαζίας τῆς Σιβηρίας καὶ
μαρτύρησε τὸ ἔτος 1602. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει στὶς 6 Ἰουνίου τὴν ἀνακομιδὴ
τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ καὶ στὶς 10 Μαΐου τὴ μετακομιδὴ αὐτῶν ἀπὸ τὴ
Μανγκαζία στὸ Τουρουχάνκ.

 

Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Δημητσάνης

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Εὐθύμιος, κατὰ κόσμον Ἐλευθέριος, καταγόταν ἀπὸ
πλούσια οἰκογένεια τῆς Δημητσάνας. Ἐκπαιδεύτηκε στὴ σχολὴ τῆς πόλεως
αὐτῆς καὶ συνέχισε τὶς σπουδές του, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη, στὴν
Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν συνέχεια μετέβη στὸ
Ἰάσιο τῆς Ρουμανίας, ὅπου βρισκόταν ὁ πατέρας του μὲ τὰ μεγαλύτερα
ἀδέλφια του Γεώργιο καὶ Χρῆστο.

Ὁ Ἐλευθέριος ἀποφάσισε νὰ ἔλθει στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ καρεῖ μοναχός.
Μὴν μπορώντας ὅμως νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του, λόγω τῶν
συνθηκῶν ποὺ ἐπικρατοῦσαν, μετέβη στὸ Βουκουρέστι, ὅπου παρέμεινε κοντὰ
στὸ Γάλλο πρόξενο, ἔπειτα δὲ σὲ Ρῶσο ἀνώτερο ἀξιωματοῦχο.

Ἀργότερα προσκολλήθηκε σὲ κάποιους Τούρκους καὶ κατὰ τὴν διάρκεια
ταξιδῖου του πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη ἀρνήθηκε τὸν Χριστό,
ἐξισλαμίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Ρεσίτης.

Ἀμέσως μετὰ τὴν περιτομή του, αἰσθανόμενος τύψεις συνειδήσεως, ζητοῦσε
νὰ ἐπανέλθει στὴν πατρῴα πίστη. Ἦλθε, λοιπόν, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ διευκολύνθηκε ἀπὸ τὴν Ρωσικὴ Πρεσβεία, ἔφθασε στὸν Ἅγιον
Ὄρος, ὅπου συνάντησε στὴ Λαύρα τὸν Πατριάρχη Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ε’, πρὸς
τὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ἔτυχε ἀπὸ αὐτὸν προστασίας
καὶ παρηγοριᾶς.

Ἀφοῦ περιῆλθε πολλὲς σκῆτες καὶ μονὲς ἐξομολογούμενος τὴν ἐξωμοσία του
καὶ ζωντας μὲ προσευχή, ἄσκηση καὶ νηστεία, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα
Εὐθύμιος.

Προπεμφθεῖς ἀπὸ πολλοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔφθασε στὸν Γαλατὰ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως στὶς 19 Μαρτίου τοῦ 1814, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕναν
μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Γρηγόριος. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κατὰ
τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἔβγαλε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα, ντύθηκε μὲ τούρκικα
ἐνδύματα, ἔβαλε μετάνοια στὸ συνοδίτη μοναχὸ Γρηγόριο καὶ ξεκίνησε τὴν
πορεία του πρὸς τὸ μαρτύριο.

Ὁ Εὐθύμιος κρατοῦσε στὰ χέρια βάγια καὶ σταυρό. Παρουσιάσθηκε ἐνώπιον
τοῦ βεζίρη Ρουσοὺτ πασᾶ καί, ἀφοῦ καταπάτησε ἐνώπιον αὐτοῦ τὸ τουρκικὸ
φέσι, ὁμολόγησε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ Θεὸ ἀληθινὸ καὶ δήλωσε ὅτι ἀρνεῖται τὴν
θρησκεία τοῦ Μωάμεθ.

Κατὰ διαταγὴ τοῦ βεζίρη ὁ Μάρτυς ρίχθηκε στὴν φυλακή, ὅπου βασανίσθηκε
σκληρά. Καὶ ὅταν πάλι προσήχθη γιὰ δεύτερη φορὰ ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντος,
οὔτε καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν ἐνέδωσε στὶς κολακεῖες καὶ στὶς ἀπειλές. Μὲ
σταθερὸ φρόνημα καὶ γενναία ψυχὴ ὁ Ὁσιομάρτυρας Εὐθύμιος ὁμολογοῦσε τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 1814.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσιομάρτυρα Εὐθυμίου καὶ τὴν 1η Μαΐου, μαζὶ μὲ τοὺς συναθλητές του Ἰγνάτιο καὶ Ἀκάκιο.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Δημήτριος (Ἰβανώφ) ἦταν πατέρας τῆς Ὁσιομάρτυρος
Σοφίας, ἡγουμένης ἐν Κιέβῳ. Μαρτύρησε τὸ 1934, χωρὶς νὰ ἔχουμε
παρισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Ὁσιομάρτυς

Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Σοφία ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Ἰβανώφ) καὶ
ἡγούμενη σὲ μονὴ τοῦ Κιέβου. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1941. Δὲν ἔχουμε
περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

anavaseis.blogspot.gr

 

21 Μαρτίου Συναξαριστής. Ἰακώβου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Θωμὰ Πατριάρχου, Βηρύλλου Ἐπισκόπου, Δομνίνου καὶ Φιλήμονος Μαρτύρων, Μαρίας Μάρτυρος, Σεραπίωνος Ὁσίου, Μιχαὴλ Νεομάρτυρος, Θεοδώρου Ἱερομάρτυρος, Σεραφεὶμ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς


Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπὸ πολὺ μικρὴ
ἡλικία. Ἔγινε μοναχός, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἤδη προετοιμάσει τὸν ἑαυτό
του μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν καὶ
μετέπειτα ἀξιώθηκε νὰ ἀνέλθει στὸ Ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.

Στὰ χρόνια τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων, ἐπειδὴ ἐξαναγκάστηκε ἀπὸ ἐκείνους νὰ
ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων καὶ ἐπειδὴ δὲν
πρόδωσε τὴν πατρῴα εὐσέβεια, ὑπέμεινε πολλοὺς πειρασμούς, ἐξορίες καὶ
ἄλλες κακουχίες, ποὺ ἐπινόησαν ἐναντίων του οἱ ἀσεβεῖς.

Στὴν συνέχεια
παράδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο
ἀγωνίσθηκε μέχρι τὸν θάνατο μὲ προθυμία καὶ ἱερὸ ζῆλο.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Ὁμολογητής.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀναφέρει κάποιον Ὁμολογητὴ Ἰάκωβο, ὁ
ὁποῖος πέθανε τὸ ἔτος 818 μ.Χ., ἀλλὰ δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦταν Ἐπίσκοπος.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐγκράτειας ἐκλάμψας Πάτερ Ἰάκωβε, ὡς Ἱεράρχης τοῦ Λόγου καὶ ἀληθὴς
λειτουργός, ὠρθοτόμησας πιστῶς λόγον τὸν ἔνθεον οὗπερ τὴν χάριν βέβαιων,
δι’ ἀγώνων εὐαγῶν, ἐδίδαξας προσκυνεῖσθε, τὴν τοῦ Σωτῆρος Εἰκόνα, ὦ καὶ
πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.


Ὁ Ἅγιος Θωμὰς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Θωμὰς ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στὶς 23 Ἰανουαρίου
τοῦ ἔτους 607 μ.Χ., μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Κυριακοῦ (595-606
μ.Χ.). Ἦταν ἀρχικὰ διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ σακελλάριος τοῦ
Πατριάρχη Κυριακοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θωμὰς χειροτονήθηκε διάκονος καὶ προβιβάσθηκε σὲ σακελλάριο ἀπὸ
τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Δ’ τὸν Νηστευτὴ (585-595 μ.Χ.). Διακρίθηκε πολὺ
νωρὶς γιὰ τὴν εὐλάβεια, τὴ σύνεση, τὴν ἀρετή, τὴ σωφροσύνη, τὴ θεολογική
του κατάρτιση, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν
στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὡς Πατριάρχης ἔκτισε τὸν πατριαρχικὸ οἶκο κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸ μέγα
τρίκλινο, στὸ κάτω μέρος τοῦ ὁποίου ἔκειτο ἡ πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη καὶ
ποὺ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ἐκλήθη «Θωμαΐτης».

Ὁ Ἅγιος Θωμάς, ἀφοῦ ποίμανε τὸ ποίμνιο καλὰ καὶ θεάρεστα καὶ δίδαξε μὲ
σωστὸ τρόπο τοὺς εὐσεβεῖς βασιλεῖς καὶ τὴν σύγκλητο καὶ καταδείχθηκε
σεβάσμιος σὲ ὅλο τὸ ἱερατικὸ τάγμα, κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια τὸ ἔτος
610 μ.Χ.

Ἀρχαιότερα χειρόγραφα ὁρίζουν τὴν μνήμη του στὶς 18 καὶ 22 Φεβρουαρίου
καὶ στὶς 19,20,22 Μαρτίου. Ὁ Παρισινὸς Κώδικας 1587 καὶ ὁ Κώδικας τῆς
Πετρουπόλεως 227 κατὰ τὶς 19 καὶ 20 Μαρτίου ἀναφέρουν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς
ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θωμά.

Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος Βήρυλλος Ἐπίσκοπος Κατάνης


Ἅγιος Βήρυλλος ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ
Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτὸν Ἐπίσκοπος Κατάνης στὴ
Σικελία. Ποίμανε καλῶς καὶ θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ τὸ ὁδήγησε στὸν
δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ χειραγώγησε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἄπιστους στὴν πίστη
τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελεῖ μεγάλα θαύματα.

Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ θυμηθοῦμε: Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο μία
πηγή, ποὺ εἶχε πικρὸ νερό. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Θεό, τὸ
μετέβαλε σὲ γλυκό. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ κάποιος Ἕλληνας, φανατικὸς
εἰδωλολάτρης, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ μαζί του καὶ ἄλλοι πολλοί.

Καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα ἀφοῦ ἐπιτέλεσε καὶ ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας,
κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἀπόλαυσε τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ τίμιο λείψανό του
κατατέθηκε μὲ τιμὲς στὸ νησί, προσφέροντας μέχρι σήμερα θεραπεῖες σὲ
ὅλους ποὺ προσέρχονται σὲ αὐτὸν μὲ πίστη.

Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Βήρυλλο συνέγραψαν ὁ Θεοφάνης καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος.
Οἱ Ἅγιοι Δομνίνος καὶ Φιλήμων οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δομνίνος ἢ Δόμνος καὶ Φιλήμων, καταγόμενοι πιθανῶς ἀπὸ
τὴν Θεσσαλονίκη, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Ἰταλία, ὅπου κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο
καὶ βάπτιζαν Χριστιανούς. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ ἐξόργισαν τοὺς
εἰδωλολάτρες, συνελήφθησαν, δέθηκαν μὲ ἁλυσίδες καὶ παραδόθηκαν στὸν
ἄρχοντα τῆς χώρας.

Ὁ ἄρχοντας, ὅταν οἱ Μάρτυρες παρουσιάσθηκαν μπροστά τους, ἐπιχείρησε
ἀρχικὰ μέσῳ τῆς κολακείας νὰ τοὺς μετακινήσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ,
ὑποσχόμενος σὲ αὐτοὺς τιμὲς καὶ δῶρα μεγάλης ἀξίας. Στὴν συνέχεια ὅμως,
ὅταν τοὺς εἶδε νὰ μὴν σκέπτονται καθόλου ὅλα αὐτά, μόνο δὲ τὸν Χριστὸ
νὰ ἐπικαλοῦνται, ἀφοῦ τοὺς γύμνωσε καὶ τοὺς τέντωσε στὴν γῆ ἀπὸ τέσσερις
μεριές, τοὺς χτύπησε ἀνηλεῶς, γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσουν στὰ
εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τοὺς ἔπεισε, τοὺς ἔκλεισε στὴν φυλακὴ καὶ τοὺς
ἀποκεφάλισε.

Ἡ μνήμη τοὺς ἀναφέρεται καὶ στὶς 26 Μαρτίου.

Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μάρτυρας ἐν Πέργῃ

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Μαρία εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της
ἀναφέρεται στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα καὶ ἡ ἀσματικὴ Ἀκολουθία, στὴν ὁποία ἡ
Μάρτυς ἐξυμνεῖται ὡς καλλίνικος, μᾶλλον εἶναι ποιῆμα τοῦ ὑμνογράφου
Θεοφάνους.
Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Σιδώνιος


Ὅσιος Σεραπίων καταγόταν ἀπὸ τὴ Σιδῶνα καὶ ἀσκήτεψε στὴν Αἴγυπτο τὸν 4ο
αἰῶνα μ.Χ. Ἔζησε κυρίως στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀπῆλθε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔζησε
μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κάλυπτε τὸ σῶμα του μόνο μὲ μία σινδόνη,
γι’ αὐτὸ καὶ ἐπονομάζεται Σινδόνιος καὶ διαρκῶς ἔκλαιε μὲ δάκρυα
μετανοίας.

Ὅταν κάποτε ἔπεσε θῦμα λῃστῶν, μὲ τὴν πειθὼ ποὺ τὸν διέκρινε, κατόρθωσε
νὰ μεταστρέψει τὰ γεγονότα καὶ νὰ κάνει τοὺς λῃστὲς δούλους τοῦ Θεοῦ.
Κατόρθωσε ἐπίσης, νὰ ἐπαναφέρει στὴν Ὀρθόδοξη πίστη τὸν αἱρετικὸ
Μανιχαῖο πρόκριτο Λακεδαιμόνιο, στὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος πουλήθηκε ὡς δοῦλος.

Ὁ Ὅσιος Σεραπίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Μιχαὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γρανίτσα τῶν Ἀγράφων ἀπὸ
εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Στατῆρα, οἱ ὁποῖοι τοῦ μετέδωσαν
ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς
τὶς ἐντολές του. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, νυμφεύθηκε καὶ μετανάστευσε στὴν
Θεσσαλονίκη, πόλη ποὺ ἐπισκεπτόταν συχνὰ καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ ἄρχισε
νὰ ἐξασκεῖ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἀρτοπώλη.

Ὁ Μιχαὴλ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐλεήμονα φύση του καὶ ἦταν φιλακόλουθος.
Εἶχε δὲ ἐπιπλέον ἐκδηλώσει καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ μονάσει, ὡστόσο πολλοὶ
γνωστοί του τὸν ἀπέτρεπαν, προβάλλοντάς του ὡς ἐπιχείρημα πὼς δὲν
ἐπιτρεπόταν νὰ πράξει κάτι τέτοιο ἐὰν δὲν συνηγοροῦσε καὶ ἡ σύζυγός του.

Ὡστόσο, στὶς 17 Μαρτίου, Δευτέρα μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς
Σταυροπροσκυνήσεως, ὁ Μιχαὴλ ἔλαβε ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα τὴν
εὐλογία νὰ ὑλοποιήσει τὴν ἀπόφασή του.

Μετὰ τὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ
Ἑσπερινοῦ ἔφυγε βιαστικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ κατευθύνθηκε  πρὸς τὸ
ἀρτοπωλεῖο του, ὅπου λίγο ἀργότερα πῆγε καὶ ἕνας γνώριμός του νεαρὸς
Μωαμεθανὸς γιὰ νὰ ἀγοράσει ψωμί.

Ὁ Μιχαήλ, συζητώντας μαζί του, ἄρχισε νὰ καταφέρεται μὲ δριμύτητα
ἐναντίων τῆς μωαμεθανικῆς θρησκείας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταγγελθεῖ ἀπὸ
τὸν Μωαμεθανὸ νομοδιδάσκαλο, ποὺ κατὰ τὴν συγκυρία περνοῦσε  ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ
Μιχαὴλ ἐξακολούθησε νὰ κατηγορεῖ τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία ὡς ψεύτικη, μὲ
ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ λίγο ἀργότερα ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων ποὺ
εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω του καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸν δικαστὴ τῆς πόλεως,
ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.

Ὁ κριτὴς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ραβδίσουν τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν
φυλακή. Ἐκεῖ λίγο ἀργότερα τὸν ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ Χριστιανοί, ποὺ
εἶχαν παρακολουθήσει τὴν ὁμολογία του καὶ εἶχαν μεταφέρει τὴν εἴδηση
στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ
πνευματικὸς πατέρας του Μιχαήλ. Ὁ Μητροφάνης τοὺς ἀπέστειλε στὸν δέσμιο
Μιχαήλ, γιά νὰ τὸν ἐμψυχώσουν, ἔκπληκτοι ὅμως ἐκεῖνοι διαπίστωσαν τὴν
ἠρεμία καὶ τὴν χαρὰ ποὺ τὸν διέκρινε, καθὼς καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά του
γιὰ τὸ μαρτύριο.

Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα οἱ ἴδιοι Χριστιανοὶ ἐπισκέφθηκαν καὶ πάλι τὸν Μιχαήλ, ὁ
ὁποῖος τοὺς ἀποκάλυψε ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προηγούμενης νύχτας τοῦ
εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός, ἐνθαρρύνοντας τον στὴν ἀπόφασή του καὶ
εὐλογώντας τον.

Στὴν συνέχεια, ὁ Μάρτυς Μιχαήλ, ὁδηγήθηκε σὲ ἀνώτερο δικαστή, ὁ ὁποῖος
ἀφοῦ τοῦ ἀνέγνωσε  τὸ πρακτικὸ τῆς ὁμολογίας του καὶ τὸν πληροφόρησε ὅτι
ἀντιμετώπιζε τὸν κίνδυνο νὰ καταδικασθεῖ στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο,
προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του, χωρὶς
ὅμως ἀποτέλεσμα. Ἡ πνευματικὴ ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου συγκλόνισε ἀκόμη καὶ τὸν
δικαστή, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἐξέδωσε καταδικαστικὴ ἀπόφαση, σύμφωνα μὲ τὴν
ὁποία ὁ Μιχαὴλ καταδικάσθηκε νὰ ριφθεῖ στὴν φωτιὰ στὶς 21 Μαρτίου τοῦ
ἔτους 1544.

Ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως ὁδήγησε τὸν Μιχαὴλ στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, λίγα
μέτρα βορείως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅπου σήμερα ἔχει
ἀνεγερθεῖ μικρὸ προκυνητάριο σφιερωμένο στὴν μνήμη του. Ἐκεῖ εἶχε
συγκεντρωθεῖ πλῆθος κόσμου. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν περιστοιχίσει τὸν Μάρτυρα
χλευάζοντας τον, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ βρίσκονταν σὲ ἀπόσταση, διότι οἱ
Τοῦρκοι δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ πλησιάσουν. Ἀφοῦ τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν
ὁδήγησαν μπροστὰ στὴν πυρά, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως προσπάθησε καὶ πάλι νὰ
κάμψει τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα τοῦ Μιχαὴλ μπροστὰ στὴν θέα τῆς φωτιᾶς,
χωρὶς ἀποτέλεσμα ὅμως. Ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε μὲ καρτερία τὸ μαρτύριό του,
ἐπισφραγίζοντας μὲ τὸ αἷμα του τὴν ἀκλόνητη ὁμολογία τῆς πίστεώς του.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ποζδέγιεβ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδωρος, μαρτύρησε τὸ ἔτος 1938. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.

Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ


Ὅσιος Σεραφείμ, κατὰ κόσμο Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε
στὶς 31 Μαρτίου 1866 στὸ χωριὸ Βαχρομέεβο τῆς ἐπαρχίας Ἀρεφίνσκαγια, τῆς
περιφέρειας τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ. Τὴν 1η Ἀπριλίου 1866 βαπτίσθηκε καὶ
ἔλαβε τὸ ὄνομα Βασίλειος πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Βασιλείου τοῦ Νέου.

Οἱ
γονεῖς τοῦ Βασιλείου, Νικολάι Ἰβάνοβιτς καὶ Χιονὶα Ὀλύμπιεβνα Μουραβιέφ,
ἦταν θεοσεβούμενοι καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Βασίλειος
διδασκόταν μαθήματα ἀρετῆς καὶ παρουσίαζε τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς
Χριστιανικῆς ψυχῆς, τὰ ὁποία καὶ ἀποκαλύφθηκαν πλήρως, στὰ χρόνια τῆς
ὡριμότητάς του.

Ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τοῦ πρόσφερε τὴν ἐξυπνάδα, τὸν ἀσυνήθιστο ζῆλο καὶ
τὴν προθυμία, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονὴ στὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του,
καθὼς καὶ στὴν ἐξαιρετικὴ μνήμη. Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία, σχεδὸν μόνος του
ἔμαθε τὴν γραμματικὴ καὶ στὴν συνέχεια τὶς ἀρχὲς τῆς μαθηματικῆς
ἐπιστήμης. Τὰ πρῶτα του βιβλία ἦταν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Ψαλτῆρι.

Στὸν ἔφηβο Βασίλειο ἄρεσε πολὺ ἡ μελέτη ἐκκλησιαστικῶν καὶ θεολογικῶν
βιβλίων καὶ συγκεκριμένα αὐτῶν ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὸν βίο τῶν Ἁγίων. Οἱ
Ἅγιοι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁ Θηβαῖος, οἱ μεγάλοι Ἀσκητὲς Ἀντώνιος, Μακάριος
καὶ Παχώμιος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία, καλλιεργοῦσαν ἐντός του ρῖγος σεβασμοῦ
καὶ πνευματικῆς χαρᾶς.

Ἤδη τότε μπροστά του ἁπλώθηκε ἕνας κόσμος, ποὺ
θάμπωσε ὅλα τὰ γήινα πράγματα. Στὰ βάθη τῆς ἁγνῆς ἐφηβικῆς ψυχῆς του
γεννήθηκε ἡ σκέψη τῆς μοναχικῆς ἀγγελικῆς μορφῆς. Γιὰ τοὺς γύρω του
αὐτὸς ὁ σκοπὸς ἀποτελοῦσε ἀκόμα μυστικό.

Ὅταν ὑπῆρχε ἐλεύθερος χρόνος ἡ οἰκογένεια Μουράβιεφ πήγαινε γιὰ
προσκύνημα σὲ ναοὺς καὶ μοναστήρια. Μὲ μεγάλη χαρὰ ἐπισκεπτόταν τὴ Λαύρα
τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὴν Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου ζοῦσε ὁ γνωστὸς
γέροντας Βαρνάβας (Μερκούλωφ). Ὁ γέροντας ὑπῆρξε σοφὸς δάσκαλος καὶ
χαρισματοῦχος. «Χωρὶς τὸν Θεό, οὔτε στὸ κατῶφλι!», ἦταν ἡ ἀγαπημένη
παραίνεση τοῦ γέροντος Βαρνάβα, μὲ τὴν ὁποία δεχόταν τοὺς ἐπισκέπτες.
Αὐτὰ τὰ λόγια χαράχθηκαν στὴν ψυχὴ τοῦ νεαροῦ Βασιλείου καὶ τὰ ἔκανε
νόμο γιὰ τὴν ζωή του.

Ἔτσι, μὲ τρόπο σχεδὸν ἀπαρατήρητο, ἔβαλε ὁ Πανάγαθος Κύριος στὴν καρδιὰ
τοῦ Βασιλείου, ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, τοὺς σπόρους τοῦ ἤθους καὶ τῆς
ἁγιότητας. Καὶ οἱ σπόροι αὐτοὶ ἔπεσαν σὲ γόνιμο ἔδαφος.

Ξαφνικὰ ᾖλθε θλίψη. Ὁ Κύριος κάλεσε κοντά του τὸν Νικολάι Ἰβάνοβιτς
Μουραβιέφ. Ἦταν μόνο τριάντα ἐννέα ἐτῶν. Ἡ οἰκογένεια περνοῦσε μεγάλη
δοκιμασία. Ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου ἦταν φιλάσθενη καὶ μετὰ τὸ συμβὰν ἡ
κατάστασή της ἐπιδεινώθηκε. Ὁ Βασίλειος ἔπρεπε νὰ ἀναλάβει τὸ χρέος νὰ
συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του.

Ὅμως ἡ Θεία Πρόνοια προσέφερε τὴν βοήθειά Της στὴν πτωχὴ οἰκογένεια.
Ἕνας συγχωριανός τους, δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἄνθρωπος, ποὺ ἐργαζόταν στὴν
Ἁγία Πετρούπολη, κάλεσε τὸν Βασίλειο στὴν πόλη μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βοηθήσει
νὰ βρεῖ δουλειά. Ἡ μητέρα του τὸν εὐλόγησε μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου
καὶ ὁ δεκάχρονος Βασίλειος ἔφυγε γιὰ τὴν Ἁγία Πετρούπολη.

Ἐκεῖ ὁ Βασίλειος δυσκολεύθηκε πολὺ στὸ νὰ προσαρμοστεῖ στὴν ἔντονη ζωὴ
τῆς πρωτεύουσας. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ προστάτη του πῆρε τὴν θέση τοῦ
διανομέα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ καταστήματα τοῦ Γκοστίνι Ντβόρ, δηλαδὴ τοῦ
ἐμπορικοῦ κέντρου τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες, λόγω
ζήλου γιὰ τὴν καλὴ ἐκτέλεση τῆς ἐργασίας καὶ τῆς προθυμίας του, ὁ
Βασίλειος κέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ ἐργοδότη του. Στὴν συνέχεια
ἀναλαμβάνει τὶς πιὸ δύσκολες δουλειές, τὶς ὁποῖες μὲ τὴν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ ἐκτελεῖ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Σχεδὸν ὅλο του τὸν μισθὸ τὸν
ἀποστέλλει στὴν μητέρα του, κρατώντας μόνο ἕνα μικρὸ μέρος γιὰ τὶς
βασικές του ἀνάγκες.

Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τάση τοῦ Βασιλείου πρὸς τὸν μοναχισμὸ γίνεται
πιὸ ἔντονη. Ἦταν περίπου δεκατεσσάρων ἐτῶν, ὅταν κάποια ἡμέρα
ἐπισκέφθηκε τὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυϊ καὶ ζήτησε συνάντηση
μὲ τὸν ἡγούμενο.

Ὅμως ὁ ἡγούμενος ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔλειπε. Ἐκείνη τὴν
περίοδο στὴ Λαύρα βρίσκονταν γέροντες, ποὺ ἦταν γνωστοὶ σὲ ὅλη τὴν
Ρωσία. Τοῦ πρότειναν, λοιπόν, νὰ συναντήσει ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
γέροντες. Γονατιστός, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, διηγήθηκε τότε ὁ Βασίλειος σὲ
κάποιον γέροντα τὴν μεγάλη του ἐπιθυμία.

Σὲ ἀπάντηση ἄκουσε ἀπὸ τὸν γέροντα μία συμβουλή, ἡ ὁποία ἀποδείχθηκε
προφητική: νὰ παραμείνει στὸν κόσμο, νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ καλὲς καὶ δεκτὲς
ἀπὸ τὸν Θεὸ πράξεις, νὰ δημιουργήσει καλὴ καὶ εὐσεβῆ οἰκογένεια, νὰ
δώσει σωστὴ ἀνατροφὴ στὰ παιδιά του καὶ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του, ὅλη τὴν
ὑπόλοιπη ζωή τους νὰ τὴν ἀφιερώσουν στὸν μοναχισμό. Καὶ στὸ τέλος ὁ
γέροντας εἶπε: «Βασίλειε! Σὲ περιμένει ἕνας δύσκολος δρόμος μὲ πολὺ
θλίψη. Ἀκολούθησε τὸν μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ στὴ συνείδησή σου.θὰ φθάσει ἡ
στιγμὴ καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἀνταμείψει…».

Ἔτσι παρουσιάστηκε στὸν Βασίλειο ἡ
βούληση τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του ἀποτελοῦσε μία
προετοιμασία γιὰ τὴν μοναστικὴ ζωή. Ἦταν ἕνα κατόρθωμα ὑπακοῆς ποὺ
κράτησε περισσότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια.

Τὶς ἐλεύθερες ὧρες του τὶς περνοῦσε στὸ ναό, ὅπου προσευχόταν ἢ
μελετοῦσε. Προσπαθοῦσε συνέχεια νὰ διδάσκει τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ σὲ κάθε
εὐκαιρία πήγαινε στὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέρα του. Τὴν ἀγαποῦσε
πολὺ καὶ συνέχεια προσευχόταν γι’ αὐτήν.

Ὁ ἐργοδότης τοῦ Βασιλείου μὲ ὅλα τὰ μέσα ἐνθάρρυνε τὸν θεοσεβούμενο
τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἐκτιμοῦσε πολὺ τὸ ἦθος, τὴν πρακτικότητα, τὴν
ἐξαίρετη ἐργατικότητα καὶ τὸ ἀναμφισβήτητο ἐμπορικὸ ταλέντο τοῦ
ὑπαλλήλου του. Ὅταν δὲ ὁ Βασίλειος ἔκλεισε τὰ δέκα ἑπτά του χρόνια, τὸν
ἔκανε προϊστάμενο τοῦ γραφείου τῆς ἐπιχείρησης.

Στὸ μέλλον ἤλπιζε νὰ τὸν
ἔχει συνέταιρο.

Λόγω τῶν ὑποχρεώσεών του, ὁ νεαρὸς προϊστάμενος ἔπρεπε νὰ ἐπισκέπτεται
τὴν Μόσχα, τὸ Νιζνίυ – Νόβγκοροντ καὶ ἄλλες πόλεις τῆς Ρωσίας, τότε μὲ
τὴν συγκατάθεση τοῦ ἐργοδότη του ἐπισκέπτεται τοὺς εὐλογημένους τόπους
ποὺ βρίσκονται κοντά. Πηγαίνει πάντα στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ
Ροντονέζ, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴ Λαύρα,
προσπαθοῦσαν πάντα νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴ Σκήτη τῆς Γεθσημανῆ, γιὰ νὰ
προσκυνήσουν τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ νὰ πάρουν
τὴν εὐλογία καὶ τὴ συμβουλὴ τοῦ γέροντος Βαρνάβα. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔφερε
ξανὰ τὸ νεαρὸ Βασίλειο κοντὰ στὸν γέροντα καί, μετὰ τὴν μεγάλη συζήτηση
ποὺ εἶχαν, ὁ Βασίλειος ἔγινε πνευματικὸς υἱὸς τοῦ γέροντος Βαρνάβα.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος προσπαθοῦσε συνέχεια νὰ
ἀσκεῖται στὴν προσευχή, νὰ ἔχει καθαρὴ τὴν σκέψη του καὶ νὰ
ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμούς.

Ἔφθασε ἡ στιγμή, ὁ Βασίλειος νὰ διαλέξει τὴν σύντροφο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι
τὸ ἔτος 1890, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του, νυμφεύεται τὴν Ὄλγα
Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα.

Τὸ ἔτος 1892 ὁ Βασίλειος ἀνοίγει δική του ἐπιχείρηση. Ἔχοντας τὴν
ἀπαραίτητη πεῖρα καὶ τὶς σταθερὲς ἐμπορικὲς διασυνδέσεις, ἀσχολεῖται μὲ
τὴν παραγωγὴ καὶ ἐμπορία γουναρικῶν. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐμπορευμάτων,
ἐξαγόταν στὸ ἐξωτερικό: Γερμανία, Αὐστρο-Οὐγγαρία, Ἀγγλία, Γαλλία καὶ
ἄλλες χῶρες.

Τὸ ἔτος 1895 γεννήθηκε ὁ υἱός τους, ὁ Νικόλαος καὶ μετὰ ἡ κόρη τους, ἡ
Ὄλγα. Ὅμως τὸ κορίτσι πέθανε σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ μετὰ τὸν θάνατό
της, ὕστερα ἀπὸ κοινὴ συμφωνία, καὶ εὐλογία τοῦ γέροντα Βαρνάβα, οἱ
σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν τὴν κοινή τους ζωὴ ὡς ἀδέλφια. Οἱ προσευχὲς
τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα τοὺς βοήθησαν νὰ κρατηθοῦν στέρεοι στὴν
ἀπόφασή τους.

Ἡ οἰκογένεια τῶν Μουραβιέφ, μετὰ ἀπὸ κάθε Θεία Λειτουργία σὲ μεγάλη
ἑορτὴ καὶ πανήγυρη, προσέφερε φαγητὸ σὲ πτωχοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ τὸ
«Πάτερ ἠμῶν» ὁ Βασίλειος τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν σημασία τῆς ἑορτῆς καὶ γιὰ
τὸν βίο τοῦ Ἁγίου ποὺ ἑόρταζαν, τοὺς εὐχαριστοῦσε καὶ εὐχόταν σὲ ὅλους,
ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸ σπίτι του.

Ὅταν τελείωνε τὸ γεῦμα, προσέφερε στοὺς
καλεσμένους του δῶρα καὶ χρήματα καὶ τοὺς καλοῦσε στὴν ἑπόμενη ἑορτή. Ὡς
πιστὸς μαθητὴς τοῦ γέροντος Βαρνάβα, ὁ Βασίλειος ἔλεγε: «Ὅλο τὸ κακὸ
πρέπει νὰ σκεπασθεῖ  μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Ὅσο πιὸ χαμηλὴ εἶναι ἡ θέση σου,
τόσο πιὸ πολύτιμος εἶσαι γιὰ μένα». Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσοι πτωχοὶ
καὶ ἀσθενεῖς μνημόνευαν στὴν προσευχὴ τοὺς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τους, τὰ
ὀνόματα Βασίλειος καὶ Ὄλγα, ζητώντας ὑγεία καὶ σωτηρία γιὰ τοὺς
εὐεργέτες τους.

Ὁ Βασίλειος βοηθοῦσε ναοὺς καὶ μονὲς καὶ ὡς εὔσπλαχνος Σαμαρείτης
πρόσφερε δωρεὲς γιὰ τὴν συντήρηση τῶν γηροκομείων, τὸ μεγαλύτερο ἐκ τῶν
ὁποίων βρισκόταν στὴ διεθνῆ λεωφόρο (σήμερα λεωφόρο Μοσκόβσκι) τοῦ
μοναστηριοῦ Νοβοντέβιτσι. Μὲ κάθε εὐκαιρία οἱ ἀγαπημένοι σύζυγοι
ἐπισκέπτονταν τὰ γηροκομεῖα, προσφέροντας τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ζεστασιά
τους στοὺς ἀδύναμους καὶ μόνους.

Οἱ Μουραβιὲφ πολλὲς φορὲς ἔπαιρναν σπίτι τους, τοὺς ἀσθενεῖς ἀπὸ τὰ
κρατικὰ νοσοκομεῖα. Οἱ ἄρρωστοι ἀνάρρωναν καλύτερα σὲ συνθῆκες ἐνὸς
φιλόξενου σπιτιοῦ. Ἡ ἐγκάρδια συμπόνια καὶ ἡ εἰλικρινὴς ἀγάπη, ἔκαναν
θαύματα.

Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἦταν θέλημα
Θεοῦ νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ, στὴ μονὴ τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μὲ τὸν Βασίλειο. Ὁ
Βασίλειος ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθιὰ τὸν Ὅσιο Σεραφείμ.
Θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς
Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1906 ὁ πατέρας Βαρνάβας ἀρρώστησε βαριά. Γιὰ τελευταία
φορὰ ἐπισκέπτεται τὴν γυναικεία μονὴ Ἰβήρων – Βίκσουν, τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ
ἴδιος καὶ τὴν Ἁγία Πετρούπολη. Ἐδῶ πέρασε δυὸ ἡμέρες, συναντήθηκε μὲ τὰ
ἀγαπημένα πνευματικά του τέκνα, τοὺς εὐχαρίστησε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς
τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν εὐεργεσία τοὺς πρὸς τὴ μονὴ Ἰβήρων, παρακαλώντας
νὰ τὴν βοηθήσουν καὶ στὸ μέλλον. Στὶς 17 Φεβρουαρίου ὁ γέροντας
Βαρνάβας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Πραγματικὸς φίλος γιὰ τὸν Βασίλειο ἔγινε ὁ ἀρχιμανδρίτης Θεοφάνης
(Μπιστρόε), ὁ πνευματικὸς τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ μελλοντικὸς
Ἀρχιεπίσκοπος Πολτάβσκι, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν περίοδο διατελοῦσε
ἐπιθεωρητὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.

Ὁ μελλοντικὸς Ἐπίσκοπος διέκρινε ἀμέσως στὸν Βασίλειο, τὸν πραγματικὰ
εὐσεβῆ καὶ ταπεινὸ ἀσκητή. Τοὺς συνέδεσε, ἐπίσης, ἡ ἀγάπη στὶς
ἐπιστῆμες. Στὸν Βασίλειο πάντα ἄρεσε ἡ ἱστορία καί, ὁ Ἀρχιμανδρίτης
Θεοφάνης, ὡς καθηγητὴς τῆς βιβλικῆς ἱστορίας, ἀποτελοῦσε γι’ αὐτὸν
ἀσύγκριτο συνομιλητὴ καὶ διδάσκαλο.

Τὸ ἔτος 1905 ὁ Βασίλειος γίνεται τακτικὸ μέλος τοῦ Φιλανθρωπικοῦ
Ὀργανισμοῦ τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ, τοῦ μεγαλύτερου στὴ Ρωσία. Πολλοὶ
γνωστοὶ Ἱεράρχες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ παράγοντες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ὑπῆρξαν μέλη τοῦ Ὀργανισμοῦ. Τὸ ἔτος
1908 γίνεται μέλος τοῦ Ὀργανισμοῦ ὁ Θεοφιλέστατος Τύχων, μελλοντικὸς
Πατριάρχης τῆς Ρωσίας, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε τὴν καθέδρα τοῦ
Γιαροσλάβλ.

Ἀπὸ τὸ ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τῆς δοκιμασίας γιὰ τὴν Ρωσία. Κατὰ τὰ
πρῶτα τρία χρόνια μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση, ἡ οἰκογένεια Μουραβιὲφ
μένει ἐκτὸς πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία κρατικοποίησε τὴν ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση
τῆς οἰκογένειας Μουραβιὲφ καὶ ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπὸ τὶς
κοσμικές του ὑποχρεώσεις, βυθίζεται στὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων
Πατέρων.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν,
καταφεύγει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυϊ, καὶ στὶς 13
Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στὴ γεροντία τῆς Λαύρας,
μὲ παράκληση νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν ἀδελφότητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τὸ
πρῶτο διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε ἦταν αὐτὸ τοῦ νεωκόρου. Τὴν ἴδια
περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καὶ ἡ σύζυγος τοῦ
Βασιλείου, ἡ Ὄλγα.

Ἤδη στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμὶν εὐλογεῖ τὴ χειροθεσία
τῶν δόκιμων Βασιλείου καὶ Ὄλγας, ποὺ ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καὶ
Χριστίνα. Σὲ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καὶ τοῦ
ζητεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτὴ ἡ θέση ἦταν ἡ πιὸ
δύσκολη στὴ μονή. Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ κόκκινος
στρατὸς πολεμοῦσε τὸν λευκὸ στρατό. Στὰ νεκροταφεῖα τῶν περιοχῶν
Νικόλσκι, Τίχβινσκι καὶ Λαζαρέβσκι τὸ κλάμα δὲν σταματοῦσε.

Ὁ πατέρας Βαρνάβας συμμετεῖχε ἐνεργὰ στὸ πιὸ μαζικὸ ἐκκλησιαστικὸ –
κοινωνικὸ κίνημα ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, ποὺ ὀργάνωσε ἡ ἀδελφότητα τοῦ
Ἁγίου Ἀλεξάνδρου στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1920.

Αὐτὴ ἡ περίοδος ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὴν Λαύρα. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς
ἐξουσίας συνέχεια ἐπενέβαιναν στὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς, δημιουργώντας
κάθε φορὰ διάφορα διοικητικὰ προβλήματα.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ μοναστικὴ ζωὴ στὴ Λαύρα ὄχι μόνο δὲν ἔσβηνε, ἀλλὰ
βρισκόταν σὲ κατάσταση πρωτοφανοῦς ἀνόδου. Ἡ μονὴ ἀποτελοῦσε πραγματικὸ
κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἐκεῖ
δημιουργήθηκε ὁ σταθμὸς συλλογῆς χρημάτων γιὰ τοὺς πεινασμένους,
παραχωρήθηκαν χῶροι τῆς Λαύρας στοὺς ἄστεγους ἀναπήρους πολέμου,
εὕρισκαν καταφύγιο τὰ ὀρφανὰ καὶ καθημερινὰ προσφερόταν φαγητὸ στοὺς
πτωχούς. Τὸ ἔργο τῆς σιτίσεως ἀνατέθηκε στὸν πατέρα Βαρνάβα.

Στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμὶν χειροτόνησε τὸν πατέρα
Βαρνάβα σὲ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος γνώριζε καλὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ
διαφορετικὰ στρώματα, ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ ἐργάτη μέχρι τὸν διανοούμενο καὶ
κατανοοῦσε τὶς πνευματικές τους ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους. Ἐκείνη
τὴν ἐποχὴ οἱ ψυχὲς πολλῶν πιστῶν στρέφοντας στὸν ἁπλὸ καὶ πρᾶο πατέρα
Βαρνάβα. Ὅλο καὶ περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στὸ κελί του γιὰ πνευματικὴ
καθοδήγηση καὶ παρηγοριά.

Μεγάλη θλίψη προκάλεσαν στὸν πατέρα Βαρνάβα οἱ συλλήψεις τῶν ἀγαπημένων
του φίλων καὶ συναγωνιστῶν: τοῦ ἀρχιμανδρίτη Βενιαμίν, τοῦ Ἐπισκόπου
Λάντοζσκι Ἰννοκεντίου, τοῦ Ἐπισκόπου Γιάμπουρσκι Νικολάου
(Γιαρουσέβιτς), τῶν ἀρχιμανδριτῶν Γουρίου καὶ Λέοντος, τοῦ ἱερομονάχου
Ἐμμανουὴλ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας.

Μαζὶ μὲ τὶς συλλήψεις ᾖλθαν καὶ οἱ καινούργιες συμφορές. Στὶς 17 Ἰουλίου
ὁ νέος Ἐπίσκοπος Νικόλαος (Σόμπολεφ) δηλώνει ὅτι ἔχει ὅλα τὰ
δικαιώματα  ἐπὶ τῆς Λαύρας καὶ ἀπαγορεύει τὴ μνημόνευση τοῦ Πατριάρχη
Τύχωνος. Ἡ ἐξουσία στήριζε φανερὰ μία μερίδα τοῦ κλήρου ποὺ τὴν
ἀκολούθησε.

Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ ἱερομόναχος Βαρνάβας (Μουραβιέφ), ὁ πνευματικὸς τῆς
μονῆς ἀρχιμανδρίτης Σέργιος (Μπιριουκόφ) καὶ ὁ ἱερομόναχος Βαρλαὰμ
(Σατσερντότσκι), τὸ πνευματικὸ κῦρος τῶν ὁποίων ἦταν πολὺ μεγάλο,
συμβ