Ὁ χριστιανός ὀφείλει νά δοξάζει τό Θεό καί μέ τό σῶμα του καί μέ τό πνεῦμα του. Ἄλλωστε, καί τά δύο ἀνήκουν στό Θεό καί, ἑπομένως, δέν ἔχει ἐξουσία νά τά ἀτιμάζει ἤ νά τά διαφθείρει, ἀλλά ὡς ἅγια καί ἱερά πρέπει νά τά χρησιμοποιεῖ μέ πολλή εὐχαριστία.

Ὅποιος θυμᾶται ὅτι τό σῶμα του καί τό πνεῦμα του ἀνήκουν στό Θεό, ἔχει μιά εὐλάβεια κι ἕνα μυστικό φόβο γι᾿ αὐτά, καί τοῦτο συντελεῖ στό νά τά διατηρεῖ ἁγνά καί καθαρά ἀπό κάθε ρύπο, σέ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μ᾿ Ἐκεῖνον, ἀπό τόν ὁποῖο ἁγιάζονται καί ἐνισχύονται.

Ὁ ἄνθρωπος δοξάζει τό Θεό μέ τό σῶμα του καί μέ τό πνεῦμα του, πρῶτα, ὅταν θυμᾶται ὅτι ἁγιάστηκε ἀπό τό Θεό καί ἑνώθηκε μαζί του, καί ὕστερα, ὅταν ἑνώνει τή θέλησή του μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἐκτελεῖ πάντοτε τό ἀγαθό καί εὐάρεστο καί τέλειο θέλημά Του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά τό Θεό. Ἐργάζεται γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Δοξάζει σέ ὅλα τό Θεό, μέ λόγια καί μέ ἔργα.

Οἱ πράξεις του, πού γίνονται γιά τό καλό τῶν συνανθρώπων του, δίνουν ἀφορμή δοξολογίας τοῦ θείου ὀνόματος. Ἡ ζωή του, καταυγαζόμενη ἀπό τό θεῖο φῶς, λάμπει σάν φῶς δυνατό. Ἔτσι ἡ πολιτεία του γίνεται ὁδηγός πρός τό Θεό γιά ὅσους ἀκόμα δέν Τόν γνώρισαν.

Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων

ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ

τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

Ἀπό φυλλάδιο τῆς

“Ἱ. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς”