Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΙΡΜΟΥΣ ΤΩΝ ΩΔΩΝ
ΤΟΥ ΙΑΜΒΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
Ειρμός ωδής α΄
«Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης,
ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι·
ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατήν,
πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ οὐσίαν,
ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖς δοξάζομεν».
«Παλαιά», λέει, «ο Δεσπότης Θεός Λόγος, θαυματουργώντας διαμέσου του Προφήτη Μωυσή, έσωσε τον λαό του Ισραήλ από την τυραννία του Φαραώ». Με ποιον τρόπο; «Κάνοντας χέρσο και ξηρό το υγρό κύμα της Ερυθράς Θάλασσας και αποδεικνύοντάς το περιπατητό. Τώρα, όμως, ο ίδιος Θεός Λόγος, αφού γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία θεληματικά και με παντεξούσια βούληση, δεν έκανε περιπατητή, όπως τότε, την θάλασσα – ή, για να πούμε καλύτερα, λίγο μέρος της θάλασσας-· ούτε έκανε για ένα λαό, τον Ισραηλιτικό, την ευεργεσία αυτή, αλλά ανοίγοντας τον πλατύτατο δρόμο του Ουρανού με την κατά σάρκα Γέννησή Του, τον έκανε περιπατητό σε όλους μαζί τους ανθρώπους». Ώστε το θαύμα αυτό είναι πολύ περισσότερο παράδοξο από το θαύμα εκείνο.
Και πολύ σωστά έτσι έγινε· διότι εκείνο το θαύμα έλαβε τέλος με τον δούλο και υπηρέτη Μωυσή· ενώ αυτό έγινε με τον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού, τον Δεσπότη και Κύριο όντα του Μωυσή. «Αυτόν, λοιπόν, τον Θεό Λόγο, που ενανθρώπησε και έκανε τέτοια θαυμάσια πράγματα, εμείς που πιστεύουμε σε Αυτόν, Τον δοξάζουμε· επειδή είναι ίσος και ο ίδιος με τον Πατέρα και με εμάς τους ανθρώπους· με τον Πατέρα ως προς την ουσία και φύση της Θεότητας, ενώ με εμάς τους ανθρώπους ως προς την ουσία και φύση της ανθρωπότητας». «Δοξάζομεν», είπε, και όχι «ὑμνοῦμεν» ή «μεγαλύνομεν», για να κάνει φανερό με την λέξη αυτή το χαρακτηριστικό λόγιο του ειρμού της πρώτης ωδής, το οποίο είναι το «Ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται».
Ειρμός ωδής γ΄
«Νεῦσον πρὸς ὕμνους οἰκετῶν Εὐεργέτα,
ἐχθροῦ ταπεινῶν τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν,
φέρων τε Παντεπόπτα τῆς ἁμαρτίας,
ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους,
Μάκαρ, μελῳδοὺς τῇ βάσει τῆς πίστεως».
Τον παρόντα ειρμό αναφέρει στον Γεννηθέντα Χριστό ο θεσπέσιος Μελωδός, παρακαλώντας Αυτόν και για τον εαυτό του, ο οποίος μελοποίησε τον παρόντα Κανόνα και για τους Χριστιανούς, που τον ψάλλουν. Λέει, λοιπόν, προς τον Κύριο· «Ω Θεέ ευεργέτα, ο Οποίος είσαι δικός μας ευεργέτης, παντεπόπτα και αυτού του βάθους των καρδιών εξεταστά κα μόνε μακάριε, Σε παρακαλούμε και Σε ικετεύουμε: πρόσεξε τους ύμνους αυτούς, τους οποίους Σου προσφέρουμε εμείς, οι ικέτες και δούλοι Σου, και με την συνηθισμένη Σου ιλαρότητα επάκουσέ τους. Πώς, όμως, θα τους προσέξεις και θα τους επακούσεις; Αν ταπεινώσεις το υπερήφανο φρύδι του Διαβόλου, ο οποίος κινείται εναντίον μας· διότι αυτός, Κύριε, είναι που φοβερίζει από την υπερηφάνειά του να κρατήσει την οικουμένη σαν μία μικρή φωλιά, ενώ εμάς, που κατοικούμε σε αυτήν, να σηκώσει τόσο εύκολα, όπως σηκώνει κανείς τα αυγά, που μένουν στη φωλιά ενός πουλιού, και από του οποίου τα χέρια κανένας δεν μπορεί να γλυτώσει ή να του εναντιωθεί· διότι καυχώμενος λέει τα εξής: «Σείσω πόλεις κατοικουμένας καὶ τὴν οἰκουμένην ὅλην καταλήψομαι τῇ χειρὶ ὡς νοσσιὰν καὶ ὡς καταλελειμμένα ὠὰ ἀρῶ, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς διαφεύξεταί με ἢ ἀντείπῃ μοι(:Θα σείσω πόλεις κατοικημένες και θα καταλάβω δια της χειρός μου όλη την οικουμένη σαν φωλιά πτηνών και σαν αυγά εγκαταλελειμμένα θα την πάρω, και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα μου διαφύγει ή θα μου φέρει αντίρρηση»[Ησ. 10,14].
Και επιπλέον θα προσέξεις τους ύμνους μας, αν εμάς, τους δικούς σου μελωδούς, φέρεις επάνω από την αμαρτία». Με ποιον τρόπο; «Στηρίζοντας εμάς ακλόνητα, σταθερά, επάνω στην βάση και αρραγή πέτρα της δικής σου Πίστεως· διότι έτσι εμείς με την πίστη θα φανούμε της αμαρτίας νικητές και ανώτεροι και η αμαρτία θα μείνει νικημένη από εμάς». Διότι όπως εκείνοι που θέλουν να νικήσουν κάποιον εχθρό τους, γίγαντα όντα μεγαλόσωμο, ανεβαίνουν επάνω σε κάποια πέτρα σταθερή και υψηλή και από εκεί κτυπούν και θανατώνουν τον εχθρό τους· έτσι και όποιος Χριστιανός νικήσει την αμαρτία και τον εχθρό του, Διάβολο, πρέπει να ανεβαίνει νοερά επάνω στην υψηλή και σταθερή Πέτρα, τον Χριστό, και από εκεί να κτυπά τον εχθρό του και να τον καταβάλει με την χάρη και την δύναμη του Χριστού. Πρόσεξε ότι δεν χρησιμοποίησε άλλες λέξεις ο Μελωδός, παρά τις «ἀκλόνητον ἐστηριγμένους» για να φανερώσει τα χαρακτηριστικά λόγια της τρίτης ωδής· δηλαδή το «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ»· διότι οι παραπάνω λέξεις είναι σύμφωνες και συνώνυμες με το «ἐστερεώθη».
Ειρμός ωδής δ΄
«Γένους βροτείου τὴν ἀνάπλασιν πάλαι,
ᾂδων Προφήτης Ἀββακούμ, προμηνύει,
ἰδεῖν ἀφράστως ἀξιωθεὶς τὸν τύπον.
Νέον βρέφος γάρ, ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου,
ἐξῆλθε λαῶν, εἰς ἀνάπλασιν Λόγος».
«Ο προφήτης», λέει, «και θεοπτικός Αββακούμ, άδοντας αυτήν την δική του τέταρτη ωδή, προμηνύει και προφητεύει με αυτήν, την ανάπλαση του ανθρώπινου γένους, επειδή ως Προφήτης Θεού αξιώθηκε να προθεωρήσει αφράστως, δηλαδή με τρόπο άρρητο και με νοερούς οφθαλμούς και προφητικούς, τον τύπο του Μυστηρίου της αναπλάσεως αυτής». Και ποιος ήταν ο τύπος αυτός; Ποιος άλλος παρά το όρος το δασύ και κατάσκιο, και αυτός ο οποίος εξήλθε από το όρος εκείνο; Και όντως, σύμφωνα με την πρόρρηση του προφήτη αυτού, όρος μεν δασύ και κατάσκιο από τις αρετές και τις χάριτες του Θεού ήταν η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία και Εκείνος που εξήλθε από το όρος αυτό ήταν ο ενυπόστατος και ομοούσιος Λόγος του Θεού, ο Οποίος ως βρέφος νέο γεννήθηκε από το κατάσκιο, αυτό, όρος της Θεομήτορος. Για ποιον σκοπό; Για να αναπλάσει και να σώσει εμάς που πιστεύουμε σε Αυτόν.
Εξήλθε, λοιπόν, σύμφωνα με τον Προφήτη Δανιήλ, από όρος ο Κύριος και κόπηκε ως λίθος από αυτό, χωρίς κανένα χέρι ανθρώπου, αλλά για να συντρίψει και να εξαφανίσει τις βασιλείες, οι οποίες φάνηκαν κατ’ όναρ στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορ· λέει: «Ὃν τρόπον εἶδες ὅτι ἀπὸ ὄρους ἐτμήθη λίθος ἄνευ χειρῶν καὶ ἐλέπτυνε τὸ ὄστρακον, τὸν σίδηρον, τὸν χαλκόν, τὸν ἄργυρον, τὸν χρυσόν(: Όπως ακριβώς είδες, βασιλιά, ότι από όρος απεκόπη λίθος χωρίς την επέμβαση ανθρωπίνων χεριών και συνέτριψε και θρυμμάτισε τον πηλό, τον σίδηρο, τον άργυρο και τον χρυσό)» [Δαν.2,45]. Εξήλθε και σύμφωνα με τον Αββακούμ από το όρος το δασύ και κατάσκιο ο ίδιος Κύριος: «Ὁ Θεὸς», λέει, «ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος»[Αβ.3,3]· όχι, όμως, για συντριβή και αφανισμό, αλλά για την ανάπλαση και σωτηρία μας, δηλαδή για να αναπλάσει για δεύτερη φορά με την Γέννησή Του από την Παρθένο εμάς, οι οποίοι συντριβήκαμε και φθαρήκαμε από την παράβαση και την αμαρτία του Αδάμ.
[[Σημειώνουμε εδώ ότι κυρίως μεν η «πλάσις» λέγεται για το ανθρώπινο σώμα, ενώ η «ποίησις» για τον Δαβίδ, ο οποίος λέει: «Αἱ χεῖρες Σου ἐποίησαν με (κατά τὴν ψυχὴ) καὶ ἔπλασαν μὲ(κατά τὸ σώμα)»· έτσι ο Νύσσης Γρηγόριος το ίδιο ερμηνεύοντας είπε: «Ἐποίησε τὸν ἔσω ἄνθρωπο, ἔπλασε τὸν ἔξω · διότι αρμόζει η μεν «πλάσις» για τον πηλό, ενώ η «ποίησις» στο κατ΄εικόνα, ώστε πλάστηκε μεν η σάρκα, δημιουργήθηκε όμως η ψυχή»[Τόμος α΄, λόγος β΄περί της του ανθρώπου κατασκευής]. Καταχρηστικά «πλάσις» λέγεται και για την ψυχή, γι’αυτό είπε ο Ζαχαρίας: «Λέγει Κύριος… ο πλάσσων Πνεύμα ανθρώπου εν αυτώ»[12,9].
«Πλάση» ο προφήτης εννοεί την ανάπλαση της ψυχής, σύμφωνα με την ερμηνεία του Αλεξανδρείας Κυρίλλου, ο οποίος ερμηνεύει το ίδιο ρητό: «Δημιουργείται πνεύμα ανθρώπου σε αυτόν, χωρίς να ονομάζεται στις αρχές της υπάρξεως, αλλά είναι σαν να μεταβάλλεται από αδυναμία σε δύναμη, από ανανδρία σε υπομονή, και γενικά, νοητά μεταβαλλόμενο από τα χειρότερα στο καλύτερο». Ώστε και η ανάπλαση, την οποία αναφέρει ο Μελωδός στον παρόντα Ειρμό και στην του σώματος, αναφέρεται και στην ανάπλαση της ψυχής· διότι και τα δύο ο Κύριος τα ανέπλασε και τα ανακαίνισε με την ενανθρώπησή Του]].
Ειρμός ωδής ε΄
«Ἐκ νυκτὸς ἔργων, ἐσκοτισμένης πλάνης
ἱλασμὸν ἡμῖν Χριστὲ τοῖς ἐγρηγόρως,
νῦν σοι τελοῦσιν ὕμνον, ὡς εὐεργέτῃ,
ἒλθοις πορίζων εὐχερῆ τε τὴν τρίβον,
καθ’ ἣν ἀνατρέχοντες, εὕροιμεν κλέος».
«Ω Χριστέ», λέει, «εύχομαι Εσύ να έλθεις προς εμάς, οι οποίοι παλαιά, πριν από την δική Σου ενανθρώπηση ,ήμασταν σκοτισμένοι από τα έργα της πλάνης, της ειδωλολατρίας, του διαβόλου, διότι πλάνος είναι ο διάβολος, επειδή μας πλανά, όταν δεν προσέχουμε και μας πείθει να γκρεμιζόμαστε στο κακό, όπως σε καλό, προβάλλοντας το γλυκό δόλωμα της ηδονής. Και τον παλαιό καιρό βέβαια», λέει, «εμείς τόσο σκοτισμένοι ήμασταν, τώρα όμως μετά την ένσαρκη Οικονομία Σου, προσφέρουμε σε Εσένα με αγρυπνία και εγρήγορση του νου, ύμνο ευχαριστήριο, σαν σε δικό μας ευεργέτη.
Και γιατί Σε παρακαλούμε να έρθεις; Για να μας χαρίσεις λύτρωση και συγχώρηση των αμαρτιών μας και επιπλέον, να μας κάνεις εύκολη την οδό της αρετής και του Ουρανού, η οποία φαίνεται ανηφορική και δύσκολη εξαιτίας της αμέλειάς μας· διότι εάν βαδίζουμε αυτήν την οδό, σίγουρα θα ανεβούμε από τα κάτω και γήινα στα ύψη της αρετής και θα βρούμε την αιώνια δόξα στους Ουρανούς».
[[ Σημείωσε ότι , σύμφωνα με τους νεότερους ηθικούς φιλοσόφους, ευεργεσία είναι κάθε αγαθό αποτέλεσμα στον άλλο και γίνεται αυτή με λόγο και έργο για την διατήρηση των σωμάτων και για την βελτίωση ψυχών. Γι’ αυτό οι Αιγύπτιοι, σύμφωνα με τον Σικελιώτη Διόδωρο, όριζαν κεφαλική τιμωρία σε εκείνον, ο οποίος μπορούσε να γλυτώσει κάποιον, που τον έγδυναν οι κλέπτες, αλλά δεν τον έκανε· και μαστίγωναν όποιον μπορούσε να τον ελευθερώσει και δεν παράδιδε τους κλέπτες στο Κριτήριο. Και οι Αθηναίοι είχαν νόμο, σύμφωνα με τον Κικέρωνα, ο οποίος υπέβαλε σε δημόσιες κατάρες εκείνον που δεν ήθελε να δείξει τον δρόμο σε εκείνον, ο οποίος τον έχασε, και σε εκείνον που δεν έδινε προσωρινή στέγη στον οδοιπόρο, τον οποίον πρόλαβε η τροφή, ή σε εκείνον, ο οποίος δεν έδινε φωτιά σε εκείνον, που ζητούσε ή χέρι βοηθείας σε όποιον έπεφτε στη γη, ή συμβουλή για το τι έπρεπε να κάνει· γι’ αυτό η Πυθία καταδίκασε ως φονιά εκείνον, ο οποίος δεν φόνευσε μεν, αλλά δεν βοήθησε εκείνον που φονεύθηκε σύμφωνα με τον Αιλιανό.
Ο ευεργετών πρέπει να ευεργετεί μόνο για το ευεργετείν, όχι για κενοδοξία, ή θυμό, ή ύβρη, ή απολύτρωση ενοχλήσεως, ή βία, ή καύχηση, ή καταισχύνη εκείνου που ευεργετήθηκε· διότι διαφορετικά θα είναι τύραννος εκείνου που ευεργετήθηκε. Γι’αυτό το μέγεθος της ευεργεσίας είναι το να μικρύνει το μέγεθός της· γι’αυτό οι Λακεδαιμόνιοι όταν έστειλαν στους Σμυρναίους σίτο, επειδή εκείνοι θαύμαζαν την χάρη αυτή, είπαν αυτοί, ότι δεν έκαναν κάποιοι μεγάλο πράγμα, διότι μία ημέρα αφαίρεσαν μέρος από την δική τους τροφή και από τα φορτηγά ζώα και έκαναν την αποστολή του σίτου]].
Ειρμός ωδής στ΄
«Ναίων Ἰωνᾶς, ἐν μυχοῖς θαλαττίοις,
ἐλθεῖν ἐδεῖτο, καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι.
Νυγεὶς ἐγὼ δέ, τῷ τυραννοῦντος βέλει,
Χριστὲ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην,
θᾶττον μολεῖν σε τῆς ἐμῆς ῥαθυμίας».
Ο προφήτης Ιωνάς, λέγει, «ναίων», δηλαδή «κατοικώντας» μέσα στους μυχούς της θάλασσας· «μυχός» είναι ο εσώτατος και κρυφιώτατος τόπος, σύμφωνα με τον Όμηρο, ο οποίος λέει: «Ἔστι πόλις Ἐφύρη μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο(:Υπάρχει μια πόλη, η Εφύρη, στο βάθος, στα ενδότερα του αργίτικου κάμπου, του, πλούσιου σε άλογα, Άργους)»· «μυχούς θαλασσινούς» εννοεί ο Μελωδός ή τους απόκρυφους τόπους και τα σπήλαια, τα οποία βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα, διότι μέσα σε αυτούς βρισκόταν το κήτος, που τον κατάπιε, και μαζί με αυτόν και ο Ιωνάς, διότι έτσι έλεγε ο ίδιος: «Ἒδυ ἡ κεφαλή μου εἰς σχισμὰς ὀρέων. Κατέβην εἰς γῆν, ἧς οἱ μοχλοὶ αὐτῆς κάτοχοι αἰώνιοι(: Θάλασσα βαθιά με κύκλωσε μέχρι του βυθού της· η κεφαλή μου βυθίστηκε σε σχισμές βουνών. Κατέβηκα σε αυτά τα συνορεύοντα προς τον άδη άκρα της γης, που κατέχονται από μοχλούς ισχυρούς και αιώνια αμετακίνητους)» [Ιωνά 2,6-7], όπως ερμήνευσε ο ιερός Θεοφύλακτος· ή «μυχούς» εννοεί τα σπλάχνα και την κοιλιά του κήτους, μέσα στα οποία ο Προφήτης βρισκόταν, σύμφωνα με τον Πτωχό Πρόδρομο και τον ανώνυμο ερμηνευτή. Ο Ιωνάς, λοιπόν, βρισκόμενος στους «μυχούς(:στα βαθύτατα μέρη)» της θάλασσας, παρακαλούσε να έλθει σε Εσένα, Κύριε, και από αυτό να «απαρκέσει»· δηλαδή να αποβάλει την ζάλη που τον συνέχει και τον κίνδυνο του θανάτου· λέει: «Ἄναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου, πρὸς σὲ Κύριε ὁ Θεός μου(: Αλλά Σε παρακαλώ, Κύριε, ο Θεός μου, ας απαλλαγεί τώρα από αυτόν τον κίνδυνο της φθοράς η ζωή μου και ας επανέλθω ενώπιόν Σου ευπειθής και υπάκουος)»[Ιω.2,7]. Και πάλι: «Καὶ ἔλθοι πρὸς σὲ ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν τὸν ἅγιόν σου(:Και είθε να φτάσει σε Εσένα η προσευχή μου στον ναό τον άγιό Σου)» [Ιω. 2,8].
«Εγώ, όμως», λέει ο Μελουργός, «επειδή πληγώθηκα από το βέλος του τυράννου διαβόλου, που είναι η προσβολή της αμαρτίας, γι’αυτό πάσχω όλο το ενάντιο, διότι δεν προσαυδώ, δηλαδή δεν παρακαλώ να έλθω εγώ προς εσένα· δεν μπορώ να έλθω, επειδή υποφέρω από την πληγή της αμαρτίας, αλλά παρακαλώ να κατέβεις Εσύ, Χριστέ, και να έλθεις προς εμένα, για να γίνεις αναιρέτης και εξολοθρευτής των κακών, που με βασανίζουν· παρακαλώ όμως να έλθεις πιο γρήγορα από τη δική μου ραθυμία, δηλαδή να προφθάσεις την δική μου αμέλεια και να με προλάβεις, πριν η αμέλεια με κατακυριεύσει, επειδή τότε δεν με αφήνει αυτή ούτε καν να Σε παρακαλέσω να με βοηθήσεις».
Έτσι και ο Δαβίδ παρακαλούσε τον Θεό λέγοντας: «Ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ. Ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεος αὐτοῦ προφθάσει με(:Συ, ο Θεός, είσαι ο προστάτης και ο υπερασπιστής μου. Ω Θεέ μου, είμαι βέβαιος ότι θα αποστείλεις εγκαίρως το έλεός Σου, για να με προφτάσει, ώστε να μην πάθω τίποτε από τους εχθρούς μου)»[Ψαλ.58,10]. Ώστε η δική μου παράκλησις είναι, όχι το να ανέβει από τη φθορά η ζωή μου, όπως παρακαλούσε ο Ιωνάς, αλλά μάλλον να κατέβεις Εσύ, η ζωή μου, Κύριε, στη δική μου φθορά, για να με ελευθερώσεις από αυτήν· επειδή Εσύ γενόμενος άνθρωπος από άρρητη φιλανθρωπία, συγκατέβηκες μέχρι θανάτου και φθοράς, αλλά όχι και διαφθοράς ή καταφθοράς».[[«Φθορά», σύμφωνα με τον Μέγα Αθανάσιο, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ο οποίος χωρισμός φθείρει τις δυνάμεις του σώματος και τις κάνει ακίνητες· «διαφθορά» είναι η διάλυση του σώματος στα στοιχεία εκείνα από τα οποία δημιουργήθηκε και «καταφθορά» είναι η διάλυση και αυτών ακόμη των οστών]].
Ειρμός ωδής ζ΄
«Τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ,
ἂπλητα θυμαίνοντος ἠγκιστρωμένοι,
παῖδες τυράννου δύσθεον γλωσσαλγίαν,
οἷς εἴκαθε πῦρ ἄσπετον, τῷ Δεσπότῃ,
λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας εὐλογητὸς εἶ».
Τους μεν μικρόψυχους και άνανδρους ανθρώπους, όταν προσβάλει κανένας φόβος, αμέσως τους νικά και γίνεται ανώτερος από τον θείο πόθο, ο οποίος σπάρθηκε στην καρδιά τους, ενώ στους ανδρείους και μεγαλόψυχους δεν συμβαίνει έτσι, αλλά αντίστροφα ο θείος πόθος με «όλο πήχυ βασιλικό», σύμφωνα με την κοινή παροιμία, υπενικά τον φόβο. Γι’αυτό οι τρεις θεολόγοι Παίδες, ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, όντας ολοκληρωτικά αγκιστρωμένοι από τον πόθο και την αγάπη του Παμβασιλέως Θεού, «ἐξεφαύλισαν(:καταφρόνησαν)» και δεν υπολόγισαν καθόλου την κακόθεη και βλάσφημη γλωσσαλγία του τυράννου Ναβουχοδονόσορ, ο οποίος θύμωνε και οργιζόταν εναντίον τους «ἀπλέτως(:υπερβολικά)», διότι ήθελε ο ανόητος να προσκυνηθεί με την εικόνα του ως θεός, γι’αυτό και βλάσφημα έλεγε: «Καὶ τίς ἐστι Θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου;(: Και τότε ποιος Θεός θα υπάρξει ο οποίος θα σας γλυτώσει από τα χέρια μου;)»[Δαν.3,15]. Γι’αυτό επειδή οι τρεις Παίδες καταφρόνησαν τα βλάσφημα αυτά λόγια του τυράννου, γι’αυτό τους παρέδωσε στο αμέτρητο εκείνο πυρ της καμίνου και καθόλου δεν τους έκαυσε. Γι’αυτό και αυτοί έλεγαν ευχαριστώντας στον Δεσπότη Θεό: «Εσύ, Κύριε, είσαι ευλογητός και δοξασμένος στους αιώνες»· αυτός δε ο λόγος είναι χαρακτηριστικός της εβδόμης ωδής.
Πρέπει, όμως, εδώ να θαυμάσει κανείς τον ιερό Μελωδό, διότι, επειδή δύο ονόματα είναι των μεγάλων μοναρχιών του κόσμου, «βασιλεία» και «τυραννία»· και ο μεν βασιλιάς κάνει τους υπηκόους του να τον υπηρετούν με πόθο και αγάπη, ο δε τύραννος τους βιάζει να τον δουλεύουν με αγριότητα και φοβερισμούς· γι’αυτό ο θεσπέσιος Μελωδός το μεν όνομα «Παντάναξ(:Παμβασιλέας)» προσάρμοσε στον Θεό στο παρόν τροπάριο, το δε «τύραννος» προσάρμοσε στον Ναβουχοδονόσορ· γι’αυτό στη συνέχεια είπε, ότι οι τρεις άγιοι Παίδες δεν ήταν αγκιστρωμένοι από τον φόβο του Θεού, αλλά από τον πόθο και την αγάπη Του, επειδή η τέλεια αγάπη του Θεού «εκβάλλει τον φόβον», όπως είπε ο αγαπημένος μαθητής Ιωάννης[Α΄ Ιω. 4, 18: «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον(:Όποιος αγαπά δεν φοβάται τον Κριτή νιώθοντας ένοχος για τις αμαρτίες του, για τις οποίες θα δώσει λόγο. Αντιθέτως η αγάπη, όταν είναι τέλεια, απομακρύνει και βγάζει έξω από την ψυχή τον φόβο)»].
Ειρμός ωδής η΄
«Μήτραν ἀφλέκτως εἰκονίζουσι Κόρης,
οἱ τῆς παλαιᾶς πυρπολούμενοι νέοι,
ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην.
Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ,
λαοὺς πρὸς ὕμνον ἐξανίστησι χάρις».
Οι τρεις Παίδες που αναφέρονται στην παλαιά Γραφή, οι οποίοι δεν κατακαίγονταν στην κάμινο, αυτοί εξεικόνιζαν τη μήτρα της Αειπαρθένου και Θεομήτορος, η οποία και αφού γέννησε τον Χριστό εκτός των όρων της φύσεως, πάλι έμεινε σφραγισμένη και κλεισμένη, σύμφωνα με την προφητεία του Ιεζεκιήλ, η οποία λέει: «Ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καὶ οὐδεὶς μὴ διέλθῃ δι’ αὐτῆς, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ εἰσελεύσεται δι’ αὐτῆς, καὶ ἔσται κεκλεισμένη(:Η πύλη αυτή θα παραμένει κλειστή· δεν πρόκειται να ανοιχθεί, και κανένας δεν θα περάσει άλλοτε μέσα από αυτήν, διότι θα διέλθει δι ‘αυτής ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, και θα μένει πλέον κλειστή)»[Ιεζ. 44, 2]. Και για να φανερώσει ο προφήτης ότι η Θεοτόκος, όπως ήταν Παρθένος πριν από τον τοκετό, έτσι παρέμεινε Παρθένος και μετά τον τοκετό, διπλασιάζει το «ἔσται κεκλεισμένη».
Αλλά εκεί μεν οι τρεις Παίδες, στεκόμενοι στη μέση της καμίνου, έμεναν απείρακτοι και αβλαβείς από τη φωτιά, εδώ όμως συνέβη το εντελώς αντίθετο, διότι η Θεομήτωρ έχοντας μέσα στην κοιλιά της το άυλο πυρ της Θεότητας, δεν κατακαιγόταν από αυτό· γι’αυτό αυτό το θαύμα είναι πολύ ανώτερο και παραδοξότερο από εκείνο το θαύμα των τριών Παίδων. Τα δύο δε αυτά θαύματα -το να μην κατακαούν οι τρεις Παίδες και το να Γεννήσει υπερφυσικά η Παρθένος- μολονότι και ανάλογα με τους καιρούς είναι χωρισμένα το ένα από το άλλο, διότι το ένα αναφερόταν στην Παλαιά, ενώ αυτό στη Νέα Γραφή, παρόλα αυτά και τα δύο ενέργησε με μία θαυματουργική δύναμη η ίδια χάρις του Θεού. Γι’αυτό διεγείρει τους πιστούς λαούς, για να υμνούν τον Θεό, ο Οποίος εργάζεται τέτοια τέρατα και θαυμάσια.
Ειρμός ωδής θ΄
«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
ῥᾷον σιωπήν, τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε,
ὕμνους ὑφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους,
ἐργῶδές ἐστιν, ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος,
ὃση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
Προς την Αειπάρθενη και λοχεύτρια του Θεού Λόγου, τη μουσουργό της ενάτης ωδής, προσφέρει τον παρόντα ειρμό ο χαριτώνυμος Μελωδός λέγοντας τα εξής: «Ω Παρθένε και Μήτηρ συγχρόνως(διότι σε εσένα ενώθηκαν συγχρόνως η Παρθενία και η Γέννησις, τα οποία είναι αντίθετα στη φύση), εμείς οι δικοί σου υμνωδοί, ερχόμενοι στη δική σου υμνωδία και στον δικό σου έπαινο και θέλοντας να σε εγκωμιάσουμε, υποφέρουμε από δύο ενάντια πάθη, φόβο και πόθο· και ο μεν φόβος μάς προξενεί σιωπή, για να μην κάνουμε αθέμιτο και ανόσιο έργο, τολμώντας με ακάθαρτα χείλη να υμνήσουμε εσένα, την καθαρότατη και παναμώμητη -διότι είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος, δανειζόμενος από τον Πλάτωνα: «Δεν είναι θεμιτό ο ακάθαρτος να πλησιάζει τον καθαρό»(Λόγος α΄περί Θεολογίας)- ο δε πόθος αντίθετα μας παρακινεί εσωτερικά για να σε εγκωμιάσουμε, μολονότι είμαστε ακάθαρτοι· ευκολότερο, όμως, είναι να πειστούμε στον φόβο και να αγαπήσουμε τη σιωπή, επειδή δεν έχει κανένα κίνδυνο, διότι κανένα πράγμα δεν είναι περισσότερο ακίνδυνο από τη σιωπή» – γι’αυτό πολλοί από τους Έλληνες την εγκωμίασαν· διότι ο μεν Σιμωνίδης είπε «Πολλές φορές μετάνιωσα που μίλησα, ποτέ όμως που σιώπησα»· ο δε Πλάτωνας «ἂδιψη» ονόμασε τη σιωπή, διότι πολλοί από αυτούς που μιλούν πολύ καίγονται από τη δίψα και ο Ιπποκράτης όχι μόνο άδιψη είπε την σιωπή, αλλά και «ἂλυτη» και «ἀνώδυνη».
«Κανένα, λέω, πράγμα δεν είναι πιο ακίνδυνο από τη σιωπή· γι’αυτό και εμείς από τον φόβο της Θεομητορικής σου μεγαλειότητας νικώμενοι, ευκολότερο είναι να αγαπήσουμε τη σιωπή ως ακίνδυνη· το να πλέκουμε όμως σε εσένα, Παρθένε, ύμνους και εγκώμια ‘’συντεθημένα’’, δηλαδή ισχυρά, λαμπρά και ακονημένα με συντονία και προθυμία ψυχής, από τον πόθο νικώμενοι, αυτό είναι πράγμα δύσκολο και επικίνδυνο για εμάς, διότι τα μεγαλεία σου υπερβαίνουν κάθε ύμνο και εγκώμιο. Επειδή, όμως, υπερνικά τον φόβο ο πόθος μας προς εσένα και η προαίρεσις έχει μεν τα νικητήρια κατά του φόβου, αλλά δεν έχει δύναμη, γι’αυτό εσύ, Θεοτόκε, ανάλογα με τη δική μας προαίρεση, χάρισέ μας και την ανάλογη δική σου δύναμη, ώστε, όντας οπλισμένοι με τα δύο, να ανυμνήσουμε έστω και λίγο εσένα, την αξιύμνητη και υπερύμνητη».
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Εορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία στους ασματικούς κανόνες των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, Τόμος Α΄, σελίδες 182-183,186-187, 190, 194-195, 197-198, 201-202, 206-207 και 210-211, έκδοσις : Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος, 2018.
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
· Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
· https://www.saint.gr/bible.aspx
· https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=old_testament/contents.asp&main=OldTes
·