Ἔχουμε ἀναφέρει ὅτι δέν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, ἐάν ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα δέν ὑπάρχη ἱερό Ἀντιμήνσιο. Εἶναι ἕνα ἱερό κάλυμμα, διπλωμένο, ἐπάνω στό ὁποῖο σχηματίζει ὁ ἱερεύς μέ τό Εὐαγγέλειο τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, λέγοντας τό “Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Στίς τέσσερις γωνίες του εἰκονίζονται οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές. (Στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας εἶναι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Κυρίου.) Στό κέντρο τοῦ Ἀντιμήνσιου εἰκονίζεται τό Πάθος (ἀριστερά ἡ Ἀποκαθήλωσις, δεξιά ἡ Ἀνάστασις, κάτω ὁ Πανάγιος Τάφος τοῦ Κυρίου καί πάνω ὁ Γολγοθᾶς μέ τούς τρεῖς Σταυρούς). Ἔχουμε ἀκόμη τήν παρουσία τῶν Ἀγγέλων – “τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος κατεπλάγη ὁρῶν Σε…” – τόν στῦλο ὅπου ἔδεσαν τόν Κύριο, τό φραγγέλιο, τόν πετεινό, πού ἐλάλησε τρεῖς φορές, τόν σπόγγο, τόν κάλαμο, τήν λόγχη καί ὅλα τά ἄλλα, τά ὁποῖα ἐχρησιμοποιήθησαν στό Μαρτύριο τοῦ Κυρίου. (Ὑπάρχουν διάφοροι τύποι Ἀντιμηνσίων.)
Στό Ἀντιμήνσιο συρράπτεται ἕνα ἄλλο ὕφασμα, κόκκινο, μεταξωτό, πού λέγεται “εἰλητό” κι ἐκεῖ εἵναι ἀποτυπωμένος ὁ πανάγιος Τάφος. Ἐκεῖνο δέν μποροῦμε νά τό δοῦμε. Στά Ἀντιμήνσια πολλές φορές ράβουμε καί ἅγια Λείψανα στίς ἄνω γωνίες τους.
Ἐπάνω στό Ἀντιμήνσιο τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία καί χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε ἀντί Ἁγίας Τραπέζης. Μυρίζει ἅγιο μῦρο, διότι μέ Ἀντιμήνσια σκουπίζουμε τό μῦρο κατά τόν καθαγιασμό τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἔτσι “καθιερώνεται” καί ἁγιάζεται καί στή συνέχεια ὑπογράφεται, φέρον τήν σφραγῖδα τοῦ καθαγιάζοντος ἐπισκόπου.
Ἀρκετές φορές μοῦ ἔχουν ἀναφέρει εὐλαβεῖς ἱερεῖς καί διάκονοι ὅτι, κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας καί μετά τόν Χερουβικό Ὕμνο, ὁπότε τό Ἀντιμήνσιο εἶναι ἀνοικτό, καί εἰς ἀνύποπτον χρόνον, ἐξέρχεται ἐξ αὐτοῦ ἄρρητος εὐωδία ἁγίων Λειψάνων!
Γιά παράδειγμα ἀναφέρω τόν ἱερέα π. Δημήτριο Γκαγκαστάθη, πού ὡμολογοῦσε ὅτι: “Κατά τήν ὥρα τοῦ Χερουβικοῦ ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔβγαλε ἄρωμα… Ἔβγαινε ὡς ἕνας μικρός στῦλος καπνοῦ καί εὐωδίαζεν ὅλον τόν Ναό. Κατανυκτική Λειτουργία, πού δέν περιγράφεται. Νά, ἡ Θρησκεία μας, φωνάζει ὅτι εἶναι ζωντανή!”
“Καί τώρα σέ κέθε Θεία Λειτουργία ἡ Ἁγία Τράπεζα τῶν Ταξιαρχῶν βγάζει ἄρωμα μετά τήν Μεγάλην Εἴσοδον, πού βάζω τά Ἄχραντα Μυστήρια ἐπάνω” (1).
Κάποιος ἱερομόναχος, αὐτοαποκαλούμενος “ἀπελπισμένος”, στό βιβλίο “ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ”, διηγεῖται δῆθεν γιά κάποιον ἄλλον, στήν πραγματικότητα ὅμως γιά τόν ἑαυτό του, ὅτι ἥρθε, τήν ὥρα πού προσηύχετο μέ τήν εὐχούλα, μέ τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, σέ ἔκστασι… καί εἶδε ἕνα ἄπειρο πλῆθος δαιμόνων – σάν τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τόσοι πολλοί ἦταν – νά τοῦ ἐπιτίθενται γεμᾶτο λύσσα.
Οἱ διαθέσεις τους ἦταν φονικές. Ἀπ᾿ ὅλα τά μέρη, ἀγριεμένοι φοβερά, ὡρμοῦσαν ἐναντίον του, γιά νά τόν κατασπαράξουν…
Συνῆλθε καί ἔντρομος ἔτρεξε πρός τήν Ἐκκλησία.
— Πού θά καταφύγω; ἀναρωτήθηκε μές στόν λογισμό του. Ποῦ ἀλλοῦ, παρά στόν φρικτό Γολγοθᾶ, στήν Ἁγία Τράπεζα, ὅπου καθημερινά μέ δάκρυα καί μέ συντριβή ἱερουργῶ τά Πανάχραντα Μυστήρια. Θά πέσω ἐκεῖ στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς γλυκυτάτης Παναχράντου Μητρός Του, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἔχοντας αὐτά στόν νοῦ καί στόν λογισμό του, τρέχοντας ἔφθασε στόν Ναό. Μπαίνοντας μέσα εἶδε τόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου σάν ζωντανούς καί μέ βασιλική δόξα. Τό Θεῖο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου εἵχε μία ἀνέκφραστη ὡραιότητα καί ἄστραφτε πιό δυνατά καί ἀπό τόν ἥλιο. Ὅλο τό ἐκκλησάκι ἦταν λουσμένο ἀπό τήν θεϊκή Του ἀκτινοβολία. Τά πάντα στολίζονταν λαμπροφόρα. Οἱ καντῆλες, τά μανουάλια, τά λίγα στασίδια, τά ἀναλόγια τῶν ψαλτῶν, ὁ μικρός πολυέλαιος πού ἦταν κρεμασμένος ἀπό πάνω, τό μικρό δεσποτικό, τό Ἅγιο Βῆμα, ἡ Ἁγία Τράπεζα, τά ἄμφια, τά ἐξαπτέρυγα, ἡ Ἁγία Πρόθεσις, τά πάντα ἦσαν ὁλόλαμπρα, γεμάτα φῶς καί δόξα! Καί προπαντός οἱ ἁγιογραφίες, γύρω – γύρω στούς τοίχους τοῦ Ναοῦ: παροῦσα, λαμπροφορεμένη καί δεδοξασμένη ἡ Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
Ὁ ἱερεύς ἐκεῖνος καί ἀσκητής, δέν μπόρεσε νά ξανακοιτάξη τό Πρόσωπο τῆς τρισηλίου Δόξης τοῦ Κυρίου! Μόνο προσκύνησε… ἄγγιξε ἤ δέν ἄγιξε τό προτεινόμενο χέρι τοῦ Κυρίου γιά ἀσπασμό.
— Παναγία μου! γλυκειά μου Παναγία καί Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ μου, πῶς θά γλιτώσω ἀπό τούς δαίμονες πού μέ κυνηγοῦν;
— Μέ τό Ὅνομα τοῦ Υἱοῦ μου καί μέ τό Ὄνομα τό δικό μου θά νικᾶς καί θά ἐξολοθρεύης τούς δαίμονες, ἀπάντησε ἡ Θεοτόκος.
“Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”,
” Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς”,
” Ὑπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι”.
Καί ἐδῶ, μέσα στόν Ναό, καί στό κελλάκι καί ἔξω, ἐργαζόμενος καί ἡσυχάζων, παντοῦ καί πάντοτε, τό Ὄνομα τοῦ Υἱοῦ μου καί τό Ὄνομα τό δικό μου νά ἐπικαλῆσαι, συνέχισε ἡ Θεοτόκος.
Ὁ ἱερομόναχος ἔκανε μιά στρωτή μετάνοια, βγῆκε ἔξω ἀπό τό ἐκκλησάκι καί φώναξε μέ ὅλη του τή δύναμι:
“Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με!”,
“Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία!”
Ἄμέσως οἱ ἀνίσχυροι, οἱ ἀδύνατοι, οἱ δειλοί δαίμονες ἐξαφανίστηκαν ὅλοι ἀπό μπροστά του σάν ἀστραπή (2).
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἀπό τό βιβλίο: “ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”