ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΩΝ ΗΜΩΝ…”
Μέ τήν αἴτησι αὐτή ζητοῦμε δύο πράγματα: ἀφ᾿ ἑνός μέν τήν συγγνώμη καί ἀφ᾿ ἐτέρου τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν πλημμελημάτων μας.
Μεταξύ τοῦ ὅρου ” συγγνώμη ” καί τοῦ ὅρου ” ἄφεσις ” ὑπάρχει διαφορά. Ἡ “συγγνώμη” δίδεται μέσα ἀπό τήν προσευχή καί τήν παράκλησι, ἀλλά ἡ ” ἄφεσις ” παρέχεται μόνο μέ τήν μετάνοια μέσα στό Μυστήριο τῆς Ἱεράς Ἐξομολογήσεως. “Συγγνώμη” σημαίνει συμπάθεια πρός τά μικρά μας λάθη καί ἐπιείκεια τοῦ Θεοῦ, μέχρι νά φθάσουμε στήν Ἱερά Ἐξομολόγησι. Ἐνῶ ” ἄφεσις” εἶναι ἡ συγχώρησις, ἡ ἀθώωσις καί ἡ ἀποκατάστασις τῆς “υἱοθεσίας”.
Πῆρα, μιά ἐπιστολή, ἡ ὁποία ἔγραφε τά ἑξῆς:”Στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνα μας, κάποιος ἱερέας, ὄχι μέ τόσο θερμή πίστι, σέ κάποια Θεία Λειτουργία, συνέστειλε τά Ἅγια καί ἔρριξε ὅλες τίς Μερίδες ἀπό τόν Ἅγιο Δίσκο μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο μέ τή Μοῦσα. Φαίνεται λοιπόν ὅτι εἶχαν τά δάχτυλά του ” πιτσιλιστεῖ ” ἀπό τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅταν ἔρριχνε τίς μερίδες τοῦ Σώματός Του μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο. Ἀφηρημένα λίγο καί ἀδιάφορα σκούπισε τά χέρια του πάνω στό φαιλόνι του.
Εἶναι γνωστόν ὅτι κανονικά ὁ ἱερεύς πρέπει νά σκουπίζη πολύ καλά καί προσεκτικά τά χέρια του μέ τό Μάκτρο, κατόπιν νά τά πλένη στό χωνευτῆρι καί τότε πλέον νά ἀκολουθῆ ἡ Θεία Κοινωνία τῶν πιστῶν.
Ὅταν πῆρε στά χέρια του ὁ ἱερεύς τό Ἅγιο Ποτήριο καί γύρισε στόν κόσμο νά πῆ “Μετά φόβου Θεοῦ…”, ὅλοι ἔντρομοι εἶδαν αἵματα ἐπάνω στό φαιλόνι του, ἐκεῖ πού εἶχε σκουπίσει τά χέρια του!!!
Φώναξε ὁ κόσμος ἔκπληκτος. Ἐκεῖνος γύρισε πίσω, ἔβαλε ἔντρομος τό Ἅγιο Ποτήριο πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί σάν χαμένος δέν ἤξερε τί νά κάνη. Ἔβγαλε τό φαιλόνι καί τό κρέμασε κάπου μέσα στό Ἅγιο Βῆμα…
Γιά πολλές ἡμέρες τά αἵματα ἥσαν πάνω στό φαιλόνι, ἀδιάψευστοι μάρτυρες τοῦ φοβεροῦ Μυστηρίου καί τῆς φρικτῆς Θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ.
ᾼιμα ἅλικο, ἀληθινό, πηχτό, ζωντανό!… Αἷμα Χριστοῦ!…
Ἡ ἀπροσεξία πού δείχνουμε ἐμεῖς ὡς ἱερεῖς κατά τήν τέλεσι τῶν φρικτῶν Μυστηρίων, φανερώνει ἀνευλάβεια καί ἀσέβεια.
” Κύριε, ἐλέησέ μας! ”
(Ἀπό τίς προσωπικές μου σημειώσεις).
Ἡ χειροτέρα ἔκφρασις τῆς ” ἁμαρτίας” τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀποστασίας του ἀπό τόν Θεό, εἶναι ὑπερηφάνεια καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου.
Ὑπάρχει ἄμεση σχέσις ἁμαρτίας καί ἐνοχῆς. Καθολικό τό φαινόμενο τῆς ἐνοχῆς μετά τήν ἁμαρτία. Εἴμεθα τόσο ἁμαρτωλοί, ὥστε κανείς δέν μπορεῖ νά ἐνθυμηθῆ πότε ἄρχισε νά σκέπτεται καί νά ἐνεργῆ κατά τρόπο πονηρό καί ἁμαρτωλό. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ὑπάρχει καί κάτι χειρότερο: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξετάζη τόν ἑαυτό του μέ προσοχή καί ταπεινοφροσύνη, διαπιστώνει ὄχι μόνο ὅτι εἵναι ἀνίσχυρος καί ἀδύνατος στό ἀγαθό, ἀλλά ἀκόμα ὅτι ζῆ καί ἀναπνέει κάτω ἀπό μία φοβερή ροπή καί δύναμι, ἡ ὁποία τόν ὡθεῖ πρός τό κακό καί τόν αἰχμαλωτίζει στήν ἱδιοτέλεια, στόν ἐγωϊσμό καί στήν ὑπερηφάνεια.
Τόσο ἡ Θεία ἀποκάλυψις, ὅσο καί ἡ Ἱστορία ὅλων τῶν λαῶν καί ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὁμιλοῦν γιά τίς ἐνοχές, πού συναισθάνονται καί ζοῦν ὅλοι οἱ θνητοί μέσα τους, σάν τήν πιό σκληρή πραγματικότητα. Ἡ ἁμαρτωλότης μέσα μας δημιουργεῖ συνεχῶς ταραχή στήν συνείδησί μας. Τό συναίσθημα τῆς ἐνοχῆς καταλαμβάνει συχνά μόνιμη θέσι στό ἐσωτερικό μας… – Πότε ὅμως; – Κάθε φορά πού ἁμαρτάνομε θεληματικά. Καί ἄν τυχόν ὁ Λειτουργός Ἱερεύς πέση σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων καθαιρεῖται τῆς Ἱερωσύνης, πόσο πιό μεγάλο εἶναι τό συναίσθημα τῆς ἐνοχῆς πού τόν βαραίνει μέσα του ἰσόβια!!! Ἀσήκωτο βάρος πάνω στό στῆθος του. Στεναγμοί καί κραυγές ἀγωνίας βγαίνουν κάθε μέρα ἀπό τήν ἀνεπανόρθωτα πληγωμένη συνείδησί του. Οἱ ἐνοχές γίνονται μόνιμοι νοικάρηδες τῆς ψυχῆς μας… ἀλλά τί νοικάρηδες; ἀφεντάδες σατανικοί, τυραννικοί, ἄσπλαγχνοι, ἀνελεήμονες, ἀπάνθρωποι.
Πολλοί, μά πάρα πολλοί, καί ἰδίως στήν Ἀμερική καί στήν Εὐρώπη, καταφεύγουν στούς νευροψυχιάτρους, στούς ψυχολόγους, ἀλλά καί σέ ἀστρολόγους, σέ μάγους, σέ μέντιουμ ἤ στούς γνωστούς, στούς φίλους καί συγγενεῖς, ἀκόμα καί στίς εἰκόνες. Ὅπου κι ἄν καταφύγουν, ἀνακούφισι προσωρινή μπορεῖ νά αἰσθανθοῦν, ἀλλά λύτρωσι ἀπό τίς ἐνοχές, ὄχι!!! Φοβερός καί ἀμείλικτος ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως!
Ἡ δυνατότης τῆς συγχωρήσεως καί ἀφέσεως ὑπάρχει, ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπῆρξε καί ὑπάρχει τό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία μας. Ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός, ἔπαθε, ἐσταυρώθη, ἐτάφη, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ καί ἴδρυσε μέ τό πανάγιο Αἵμα Του τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν θειοτάτων Μυστηρίων ὁ ἄνθρωπος λυτρώνεται, σώζεται…
Καθυστερημένος, ἔφθασε στό τέλος κι ἕνας ἄλλος μοναχός. Αὐτός ἦταν διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους. Τό πρόσωπό του ἦταν σκοτεινό, ἄγριο. Ἥταν ταραγμένος. Τόν ἀκολουθοῦσαν πολλοί δαίμονες καί προσπαθοῦσαν ὁ καθένας χωριστά νά τόν τραβήξη πρός τό μέρος του. Ὅλοι τοῦ βομβάρδιζαν τ᾿ αὐτιά, τόν νοῦ, τήν καρδιά. Ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος φαινόταν σάν χαμένος. Ὁ Ἄγγελος του ἀκολουθοῦσε ἀπό πίσω περίλυπος, μέ κατεβασμένο τό κεφαλάκι. Κάτι τόν ἐμπόδιζε νά πλησιάση.
Ὁ Ὅσιος ἔβγαλε βαθύ στεναγμό. Ἔκλαψε μέ συμπόνοια γιά τήν βασανισμένη ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ κι ἄρχισε νά κάνη κομποσχοίνι.
Δέν ἄργησε νά φανῆ κι ἐκεῖνος. Ἀλλά τί ἀλλαγή! Ἡ ὄψις του ἀκτινοβοῦσε! Τά πονηρά πνεύματα εἶχαν ἐξαφανισθῆ. Ὁ Φύλακας – Ἄγγελος τόν σκέπαζε μέ τίς φτεροῦγες του. Πόσο εὐχαριστημένος ἔδειχνε τώρα! Πόσο ἦταν λαμπερός!
Οἱ ἀδελφοί γύρισαν καί κοίταξαν μέ ἀπορία. Ἐκεῖνος τότε τούς φανέρωσε τί εἶχε δεῖ ἐκεῖνο τό πρωινό στήν Ἐκκλησία. Ὕστερα ἀνάγκασε τόν ἀδελφό νά πῆ μέ τί διαθέσεις πῆγε στή Λειτουργία καί πῶς ἔφυγε. Ἐκεῖνος βέβαια δέν δίστασε νά κάνη δημόσια Ἐξομολόγησι καί νά πῆ τά ἑξῆς:
— Μέχρι σήμερα περνοῦσα μέ ἀμέλεια τίς ἠμέρες μου. Τά πάθη μου εἶχαν φουντώσει. Οἱ λογισμοί ὠργίαζαν μέσα στήν καρδιά μου. Ὁ νοῦς μου εἶχε σκοτισθῆ… Σήμερα ὅμως μέ ἠλέησε ὁ Θεός! Ἄκουσα μιά προτροπή στήν ἀνάγνωση ἀπό τόν Προφήτη (Ἡσ. 1:16 -18). “Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν…, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν… καί ἐάν ὥσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν (κατακόκκινες δηλαδή οἱ ἁμαρτίες ἀπό τίς φονικές διαθέσεις καί πράξεις, γι᾿ αὐτό λέγει “φοινικοῦν”), ὡς χιόνα λευκανῶ”.
Ἡ καρδία μου συνετρίβη… Τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ἔπεσα στά γόνατα καί ζήτησα τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
ὅπως ὁ ἄσωτος: “Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου…”,
ὅπως ὁ ληστής, “μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλεία σου…”,
ὅπως ὁ τελώνης, ” ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ…”,
ὅπως ὁ λεπρός, ” Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησόν με…”,
ὅπως ὁ τυφλός, “Υἱέ Δαυίδ, Ἰησοῦ, ἐλέησόν με”!…
Σηκώθηκα ξαλαφρωμένος ἀπό τά βάρη καί τίς ἐνοχές καί πῆρα τήν ἀπόφασι νά μήν ξαναμαρτήσω καί ἀμέσως νά ἐξομολογηθῶ…
Ὁ Ὅσιος Παῦλος καί οἱ μοναχοί θαύμασαν μ᾿ αὐτήν τήν ἐξομολόγησι καί εἶπαν:
— Πράγματι, ἀνυπολόγιστη ἡ ἀξία τῆς μετανοίας, τῆς ἀποφάσεως τοῦ ἀνθρώπου νά μήν ξαναμαρτήση! (Χαμπάκη Θεοδ., Ἡγουμ., ” Γεροντικό “, Θεσ / νίκη 1993, σελ. 140).
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!
Ἀπό τό βιβλίο ” ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”