20 Απριλίου Συναξαριστής. Θεοδώρου τοῦ Τριχινά, Ζακχαίου Ἀποστόλου, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀκινδύνου, Ἀντωνίνου, Βίτωρος, Ζήνωνος, Ζωτικοῦ, Θεωνᾶ, Καισαρίου, Σεβηριανοῦ καὶ Χριστοφόρου, Θεοτίμου Ἐπισκόπου, Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ἰωάννου Παλαιολαυρίτου, Ἀθανασίου Μετεωρίτου, Ἰωάσαφ Μετεωρίτου, Ἀλεξάνδρου Ὁσίου, Γαβριὴλ ἐκ Πολωνίας, Μετακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος.
Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος


Ἅγιος Ζακχαῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν
ἀρχιτελώνης, δηλαδὴ ἀρχιεισπράκτορας τῶν ρωμαϊκῶν φόρων, στὴν Ἱεριχῶ.
Μικρὸς στὸ ἀνάστημα καθὼς ἦταν, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ ὅταν
Ἐκεῖνος διερχόταν ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα.

Ὁ Κύριος
τὸν εἶδε καὶ τὸν κάλεσε νὰ κατέλθει, διότι εἶχε πρόθεση νὰ καταλύσει
τὸν οἶκο του. Παρὰ τοὺς ψυθιρισμοὺς τοῦ πλήθους ὁ Ἰησοῦς δέχθηκε τὴ
φιλοξενία τοῦ Ζακχαίου, ποὺ τὴν ἴδια στιγμὴ δήλωσε ὅτι θὰ χάριζε στοὺς
πτωχοὺς τὸ ἥμισυ τῶν ὑπαρχόντων του καὶ σὲ ὅποιον εἶχε ἀδικηθεῖ ἀπὸ
αὐτὸν θὰ ἀπέδιδε τὸ τετραπλάσιο, ὑπερβάλλοντας ἔτσι σὲ γενναιοδωρία ὅτι
ἐπέτασσε ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος. Ἡ σχετικὴ περικοπὴ τοῦ Ζακχαίου ἀναφέρεται
ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ.

Σύμφωνα μὲ τὶς Κλημέντειες Ὁμιλίες, ὁ
Ἅγιος Ζακχαῖος ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο
χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος στὴν Καισάρεια. Κάποιοι, ἀναφερόμενοι ἀπὸ τὸν
Ἅγιο Κλήμη τὸν Ἀλεξανδρέα, ταύτισαν τὸν Ζακχαῖο μὲ τὸν τελώνη Ἀπόστολο
Ματθαῖο.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς


Ὅσιος Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους καὶ
εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο γενόμενος
μοναχὸς στὴ μονὴ ποὺ γι’ αὐτὸν καλεῖτο μονὴ τοῦ Τριχινά.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὑπέβαλε τὸν ἑαυτό του σὲ κάθε κακουχία καὶ
σκληραγωγία. Τὸ σῶμα του τὸ κάλυπτε μὲ λεπτὸ τρίχινο ἱμάτιο, γι’ αὐτὸ
καὶ ἐπονομάσθηκε Τριχινᾶς. Μὲ τοὺς σκληροὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὁ
Ὅσιος ἀπεκάλυπτε καὶ ἐξουδετέρωνε τὶς ἀπάτες τῶν δαιμόνων.

Ὁ Ὅσιος
Θεόδωρος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἔλαβε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ τάφος του
νὰ ἀναβλύζει μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Ἔτσι, ὅσοι προσέτρεχαν ἐκεῖ μὲ πίστη καὶ
εὐλάβεια, λάμβαναν τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Δῶρον
ἔνθεον, τῆς ἐγκρατείας, σκεῦος ἔμψυχον, τῆς ἀπαθείας, ἀνεδείχθης
θεοφόρε Θεόδωρε, τὸν γὰρ Θεὸν θεραπεύσας τοὶς ἔργοις σου, τῶν παρ’ αὐτῶν
δωρημάτων ἠξίωσαι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι
ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Οἱ Ἅγιοι Ἀκίνδυνος, Ἀντωνίνος, Βίκτωρ, Ζήνωνος, Ζωτικός, Θεωνᾶς, Καισάριος, Σεβηριανὸς καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες

Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Βίκτωρ, Ζωτικός, Ζήνων, Ἀκίνδυνος, Καισάριος,
Σεβηριανός, Χριστόφορος, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνίνος ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο
κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ..).

Ὅλους αὐτοὺς τοὺς διαπρεπεῖς ἀθλητὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως τοὺς ἔδωσε
στὸν Χριστὸ ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος μὲ τὸ τροπαιοφόρο μαρτύριό του.

Καὶ
οἱ μὲν Βίκτωρ, Ἀκίδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καὶ Σεβηριανός, ποὺ ἦταν
εἰδωλολάτρες ἰδιῶτες, αἰσθάνθηκαν μέσα τους στὸ χριστιανικὸ φῶς, ὅταν
εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο ἀβλαβῆ ἐπάνω στὸν περιστρεφόμενο τροχό.

Τότε μὲ μία φωνὴ καὶ οἱ πέντε κήρυξαν Χριστιανοὺς τοὺς ἑαυτούς τους.


εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, πού, πρὶν τὴ δήλωση αὐτή, ἦταν ἤδη ἐξοργισμένος
ἀπὸ τοὺς θριάμβους τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ἐξεμάνη. Ἀμέσως λοιπὸν
τοὺς ἀποκεφάλισε.

Ὁ δὲ Χριστόφορος, ὁ Θεωνᾶς, ὁ Καισάριος καὶ ὁ
Ἀντωνίνος ἦταν ἀπὸ τοὺς δορυφόρους τοῦ βασιλέως καὶ παρακολουθοῦσαν μὲ
κατάπληξη καὶ θαυμασμὸ ὅσα θαυμάσια ἐκδηλώθηκαν ἀπὸ τὸ μαρτύριο τοῦ
Ἁγίου Γεωργίου.

Καὶ οἱ τέσσερις ἦταν ἐνάρετοι καὶ τίμιοι ἄνδρες, καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸ
νόμο τῆς συνειδήσεως. Γι’ ἀτὸ καὶ βρῆκαν χάρη κοντὰ στὸν Θεό. Ὅσα εἶχαν
ἀκούσει προηγουμένως γιὰ τοὺς Χριστιανούς, δηλαδὴ γιὰ τὴν δύναμη τῆς
πίστεώς τους καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ τοὺς ἐνισχύει, παρουσιάζονταν ἤδη
ἐνώπιόν τους.

Καὶ ἡ πίστη ἐκείνη ἔκανε τὸ θαῦμα της καὶ στὶς δικές
τους ψυχές. Ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυπτόταν μπροστὰ στὰ μάτια
τους. Τὰ νέφη τῆς εἰδωλολατρίας τους διασκορπίζονταν ἀπὸ μπροστά τους,
καὶ ᾖλθε ἡ στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ χριστιανικὴ φλόγα ἀνεφλέγη ἐντός
τους καὶ σὲ περίσταση πάνδημη προέβησαν σὲ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Τότε
τοὺς συνέλαβαν καὶ κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ ἀνακαλέσουν
τὶς ὁμολογίες τους. Ἀρνήθηκαν ὅμως ἐπανειλημμένως καὶ ὁριστικά. Τότε
διατάχθηκε ὁ θάνατός τους.

Ἔσκισαν τὰ πλευρά τους καὶ τοποθέτησαν
ἀναμένες λαμπάδες στὶς ἀνοιχτὲς πληγές. Οἱ ἡρωικοὶ ὁμολογητὲς ὅμως
ἔμεναν μὲ σταθερὴ τὴ γνώμη. Τὰ ἀξιώματα τοὺς φαίνονταν ὄχι πλέον μάταια
ἀλλὰ ἄτιμα, καθὼς προέρχονταν ἀπὸ ἄρχοντες διῶκτες τῆς ἀληθινῆς πίστεως.
Καὶ τὸ νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, προσδοκώντας ἀνάσταση νεκρῶν, ἦταν
γι’ αὐτοὺς ἡ ἀνατολὴ τῆς πιὸ χαρούμενης καὶ τῆς πιὸ λαμπρῆς ζωῆς. Τέλος
τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ μέσα στὶς φλόγες της κοσμήθηκαν μὲ ἀμάραντα
μαρτυρικὰ στέφανα. Ἦταν τὸ ἔτος 303 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Θεότιμος Ἐπίσκοπος Ρουμανίας


Ἅγιος Θεότιμος ἦταν Ἐπίσκοπος Τόμεως ἢ Τόμων τῆς Μικρᾶς Σκυθίας κατὰ τὰ
τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Οἱ περὶ τὸν Δούναβη κατοικοῦντες βάρβαροι
Οὗννοι, θαυμάζοντας τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου, τὸν ὀνόμαζαν θεὸ τῶν Ρωμαίων. Ὁ
Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἅγιο Ἱερώνυμο, συνέγραψε σὲ διαλόγους «Ὁμιλίας βραχείας
καὶ κομματικᾶς», τῶν ὁποίων ἀποσπάσματα σῴζονται στὰ Παράλληλα τοῦ
Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θεότιμος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 407 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης Ἐπίσκοπος Ἀντιόχειας


Ἅγιος Ἀναστάσιος ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Σινὰ περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνος
μ.Χ., γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖται Σιναΐτης. Ἀπὸ τὸ Σινὰ μετέβη στὴν
Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀποκρισάριος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας. Ὅταν
πέθανε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας  Δόμνος Γ’ (546-561 μ.Χ.), κλήθηκε ἀπὸ τὸν
κλῆρο καὶ τὸν λαὸ σὲ διαδοχὴ αὐτοῦ.

Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος
(565-576 μ.Χ.), μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ὁ Ἅγιος κατασπατάλησε τὴν
ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, τὸ ἐξόρισε τὸ ἔτος 571 μ.Χ. στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος παρέμεινε μελετώντας καὶ συγγράφοντας μέχρι τὸ ἔτος 593
μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπανῆλθε στὸ θρόνο του καὶ κοιμήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 599
μ.Χ. Περὶ τοῦ τέλους αὐτοῦ, τὸ ὁποῖο οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὡς
μαρτυρικό, δὲν ἔχουμε θετικὲς πληροφορίες.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης


Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης ἀγάπησε ἀπὸ βρεφικὴ ἡλικία τὸ μοναχικὸ
βίο. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο, ἔγινε μοναχὸς καὶ ὡς ἀσκητὴς
περιφερόταν σὲ ξένους τόπους, μέχρι ποὺ ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ
κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ διῆλθε
τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μὲ ἄσκηση καὶ μετάνοια, κοιμήθηκε μὲ
εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης


Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, κατὰ κόσμον Ἀνδρόνικος, γεννήθηκε περὶ τὸ
ἔτος 1302 στὴν πόλη τῶν Νέων Πατρὼν ἢ τῆς Νέας Πάτρας, τὴ σημερινὴ
Ὑπάτη, κοντὰ στὸ ὄρος Μολύβιον, ἀπὸ γονεῖς ποὺ ἀνῆκαν στὴν ἀριστοκρατικὴ
τάξη: «…γονέων ἐπιφανῶν υἱὸς καὶ τῆς πατρίδος αὐτοῦ πολλῶν
ὑπερεχόντων».

Ἡ μητέρα του πέθανε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ τοκετοῦ καὶ μετὰ
ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα ἀναπαύθηκε καὶ ὁ πατέρας του. Ἔτσι, ὁ μικρὸς
Ἀνδρόνικος ἔχασε καὶ τοὺς δυὸ γονεῖς του σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Τότε
βρῆκε συμπαράσταση, στοργὴ καὶ ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ πατέρα του, ὁ
ὁποῖος ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία του, φροντίζοντας γιὰ ὅλα του τὰ ἀναγκαία
καὶ γιὰ τὴν μάθηση τῶν ἱερῶν γραμμάτων.

Ὅταν τὸ ἔτος 1319 ἡ Νέα Πάτρα
καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ὁ Ἀνδρόνικος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ μάλιστα,
χαριτωμένος καθὼς ἦταν στὴ μορφή, κινδύνευσε νὰ σταλεῖ στὸ σπίτι τοῦ
κατακτητῆ Ἀλφόνσου Φαδρίγου σὰν ζωντανὸ λάφυρο. Ὁ Ἀνδρόνικος ὅμως
κατάλαβε τὶς προθέσεις του καὶ σώθηκε μὲ τὴν φυγή. Ἀφοῦ συναντήθηκε μὲ
τὸν ἐξόριστο κηδεμόνα του, ἀπέπλευσαν μαζὶ καὶ κατέληξαν στὴ
Θεσσαλονίκη.

Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ πέθανε ὁ θεῖος του, ἄρρωστος ἀπὸ
βαριὰ ἀρθρίτιδα, στὴ μονὴ τοῦ Ἀκαπνίου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἔτσι ὁ νεαρὸς
Ἀνδρόνικος, τὸ ἔτος 1319 (σὲ ἡλικία 16-17 ἐτῶν), ἔμεινε γιὰ τρίτη φορὰ
ὀρφανὸς χωρὶς κανέναν προστάτη καί, προκειμένου νὰ ἐξοικονομήσει τὰ
ἀναγκαία γιὰ τὴ διαβίωσή του, προσελήφθη στὴν ὑπηρεσία ἐνὸς γραμματέως
βασιλικῶν ὁρισμῶν στὴ Θεσσαλονίκη.

Ἡ μεγάλη του ἀγάπη γιὰ τὰ
γράμματα ἀφ’ ἐνὸς καὶ ἡ ἔλλειψη χρημάτων ἀφ’ ἑτέρου, τὸν ἀναγκάζουν νὰ
πηγαίνει στὰ σχολεῖα τῶν διδασκάλων καὶ καθισμένος ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα νὰ
παρακολουθεῖ τὰ μαθήματα.

Ἡ ροπή του πρὸς τὸν ἀσκητισμὸ καὶ ἡ
ἀναζήτηση τῆς ἀπερίσπαστης ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεό, τὸν ὁδήγησαν στὸ
Ἅγιον Ὄρος. Νεαρὸς ὅμως καθὼς ἦταν καὶ ἀγένειος, δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ
τοὺς πατέρες. Παρόλα αὐτὰ ὅμως δὲν κάμφθηκε. Παίρνοντας τὴν εὐχὴ τῶν
πατέρων πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀσπάσθηκε τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καὶ
τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων.

Συγκατοίκησε μὲ δυὸ μοναχούς, οἱ ὁποῖοι
διαβλέποντας τὰ ἐξαιρετικὰ καὶ σπάνια χαρίσματα τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος
πλησίαζε τὰ χαρακτηριστικὰ ἐνὸς παιδαριογέροντα, τοῦ πρότειναν νὰ μείνει
στὸ ἡσυχαστήριό τους καὶ νὰ τὸν κάνουν προεστώτα. Ὁ ἴδιος ὅμως μὲ
ταπείνωση ἀρνήθηκε.

Στὴν Κωνσταντινούπολη συναναστράφηκε μὲ κορυφαῖες
ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ποὺ ἐπηρέασαν τὴν ζωή του, ὅπως τὸν Ὅσιο
Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη, τὸν πατέρα τῆς νηπτικῆς θεολογίας, τὸν Δανιὴλ τὸν
Ἡσυχαστή, τὸν Ἰσίδωρο, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης
(1347-1350) ὑποστήριξε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ καὶ κατόπιν τὸν
κατέστησε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καὶ πολλοὺς ἄλλους Ἁγίους Πατέρες,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὠφελήθηκε πνευματικὰ σὰν τὴ μέλισσα ποὺ «συλλέγει τὰ
καίρια».

Στὴν συνέχεια, μᾶλλον γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους, μετέβη στὴν
Κρήτη γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ κάποιον
φιλάνθρωπο Κρητικό, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τὶς ἀρετές του σκέφθηκε νὰ τὸν
παντρέψει μὲ τὴν θυγατέρα του. Ὁ Ἀνδρόνικος ὅμως, καταλαβαίνοντας τὶς
βλέψεις του καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπλακεῖ «ταὶς τοῦ βίου πραγματείαις»,
ἐγκατέλειψε ἀμέσως τὴν Κρήτη, συνάμα καὶ τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἐπέστρεψε
καὶ πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ἐξ’ ὁλοκλήρου στὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ «ὡς καλὸς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», διότι πίστευε ὅτι μόνο
ἐκεῖ μποροῦσε νὰ βιώσει τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες.

Ἀρχικὰ κατέφυγε στὴ
σκήτη τοῦ Μαγουλὰ καὶ εἰδικὰ στὴν ὀρεινὴ τοποθεσία τὴν λεγόμενη Μηλέα.
Ἐκεῖ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ δυὸ ἁγιορεῖτες ἀσκητές, τὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο
τὸν Κωνσταντινουπολίτη καὶ τὸν Μωυσῆ. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἔγινε ἡ
ρασοφορία του ἀπὸ τὸν Γέροντά του Γρηγόριο καὶ μετονομάσθηκε Ἀντώνιος.

Πολὺ
γρήγορα ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὁριστικό του πιὰ
μοναχικὸ ὄνομα Ἀθανάσιος, μὲ τὸ ὁποῖο ἔγινε γνωστὸς καὶ πέρασε μέσα στὸ
χορὸ τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τῶν ὑψηλῶν ἀναστημάτων τοῦ
Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καὶ εἰδικότερα στὴν ἱστορία τοῦ μετεωρίτικου
μοναχισμοῦ.

Ὁ Ἀθανάσιος κατὰ τὴν παραμονή του στὸ Ὄρος ἀσκήθηκε στὶς
κατὰ Θεὸν ἀρετές, στὴν προσευχή, στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν ὑποταγή,
ἀντιμετωπίζοντας τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς διάφορες κακουχίες ἀγόγγυστα καὶ
ὑπομονετικά.

Τὶς σκληρὲς μὰ ἥσυχες στιγμὲς τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς
ᾖρθαν νὰ ταράξουν οἱ λῃστρικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀγαρηνῶν Τούρκων καὶ οἱ
ἄγριες διώξεις ἐναντίον τῶν κατοίκων τῶν Ἀθωνικῶν παραλιῶν.

Ἐξαιτίας
αὐτῶν τῶν γεγονότων οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Ἅγιον
Ὄρος καὶ νὰ καταφύγουν σὲ μέρος ἀσφαλέστερο. Ὁ μὲν Μωυσῆς μετέβη στὴ
μονὴ τῶν Ἰβήρων, ὁ δὲ Ἀθανάσιος μαζὶ μὲ τὸν γέροντα καὶ θεῖο του
Γρηγόριο καὶ μὲ ἕναν ἄλλο μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Γαβριὴλ κατέφυγαν πρὸς τὰ
δυτικὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος.

Ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἔφθασαν στὴ
Βέροια, πόλη καλῶς τειχισμένη. Ἐκεῖ πολλοὶ ἐπιφανεῖς θέλησαν νὰ
κρατήσουν κοντά τους τοὺς ἁγιορεῖτες ἀσκητὲς καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν τὰ
ἀναγκαία γιὰ τὴ συντήρησή τους. Παρόλα αὐτὰ ὅμως δὲν δέχθηκαν, κυρίως
γιατί ὁ Ἀθανάσιος ἀποστρεφόταν τὴν κοσμικὴ καὶ πολυθόρυβη ζωὴ τῶν πόλεων
καὶ ἐπιζητοῦσε χῶρο ἰδανικὸ γιὰ ἄσκηση, ἀπομόνωση καὶ ἡσυχία.

Μετὰ
ἀπὸ κάποια ἀγνώστου χρόνου παραμονὴ τῶν δυὸ Ὁσίων στὴ Σκήτη τῆς Βέροιας,
στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, πορεύθηκαν πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Σερβίων.
Κατόπιν, μὲ ὑπόδειξη τοῦ ἐν λόγῳ Ἐπισκόπου, κατέφυγαν στοὺς θεόκτιστους
Θεσσαλικοὺς βράχους τῶν Σταγών.

Φθάνοντας περὶ τὸ 1333-1334 στὸν τόπο
ἐκεῖνο βρῆκαν μὲν τοὺς λίθους, ὅπως τοὺς εἶχε περιγράψει ὁ Ἰάκωβος,
ἀλλὰ «οὐκ ἣν τὶς ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοίς, πλὴν γυπῶν καὶ κοράκων». Ἕνας
μόνο λίθος ἀπὸ αὐτούς, ὁ πιὸ γειτονικὸς πρὸς τὴν πόλη τῶν Σταγών, εἶχε
κατὰ τὴν παράδοση κατοικηθεῖ παλιότερα ἀπὸ κάποιον βοσκό, ὁ ὁποῖος
μεταμόρφωσε ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου σὲ λαξευτὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν καὶ
μετονόμασε τὸν βράχο Στῦλο. Σ’ αὐτὸ τὸν λίθο λοιπόν, πηγαίνοντας ὁ
Ἀθανάσιος μὲ τὸν γέροντά του Γρηγόριο βρῆκαν μέσα ἕναν ἡλικιωμένο
μοναχό, ὀνομαζόμενο Τρυφερὸ καὶ ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκαν.

Ὁ γέροντας
Γρηγόριος βλέποντας τὴν σκληρότητα τοῦ τόπου θέλησε νὰ φύγει καὶ νὰ
γυρίσει πίσω. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως, ἀντιλαμβανόμενος τὶς προθέσεις του, τὸν
ἐνθάρρυνε. Καὶ ἐπειδὴ πολὺς θόρυβος ἔφθανε ἐκεῖ ἀπὸ τὴν πόλη, καθὼς αὐτὸ
τὸ μέρος τοῦ Στύλου ἦταν κοντά της, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ γέροντος
κατέβηκε σὲ ἐρημικότερο μέρος τοῦ βράχου, ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε.

Ἐκεῖ
ὁ Ἀθανάσιος ἡσύχαζε τὶς ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καὶ ἀνέβαινε στὸ Στῦλο
μόνο κάθε Κυριακὴ γιὰ τὴν ἀγρυπνία. Ἀφοῦ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων
Μυστηρίων καὶ ἔτρωγε στὴν κοινὴ τράπεζα, κατέβαινε καὶ πάλι κάτω στὸ
κελλί του.

Μετὰ ἀπὸ μικρὸ χρονικὸ διάστημα παραμονῆς του ἐκεῖ, κάποια
νύχτα δέχθηκε ἐπίθεση λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι κάτι θὰ εὕρισκαν
νὰ ἁρπάξουν ἀπὸ τὸ κελλί του. Ἐκεῖ ὅμως δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο
λίγο λάδι καὶ λίγα ξερὰ ψωμιά. Τοὺς λῃστὲς τοὺς ἀντιλήφθηκε ἀπὸ ψηλὰ
ἕνας ἄλλος ἀδελφός, Βαρλαὰμ ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔδιωξε μὲ τὴν
σφεντόνα του, ὅπως τοὺς λύκους.

Στὴν συνέχεια ὁ Ἀθανάσιος,
προκειμένου νὰ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ λῃστὲς καὶ νὰ ἡσυχάζει ἀπερίσπαστα,
ζητεῖ εὐλογία ἀπὸ τὸν γέροντά του γιὰ νὰ ἀνέβει στὸ Πλατύλιθο, δηλαδὴ
στὸν σημερινὸ βράχο τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Σὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν βράχο,
«τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν καὶ αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ἀνέβηκε γύρω στὰ
1343-1344 ὁ Ἀθανάσιος καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ πιά, ποθώντας τὴν
ἀνεύρεση περισσότερης ἡσυχίας καὶ τὴν τελειότερη ἄσκηση.

Ἀρχικὰ ὁ Ἀθανάσιος ἔμεινε μόνος του σὲ μία σπηλιὰ τοῦ βράχου.

Λίγο
ἀργότερα ὅμως δέχθηκε καὶ δυὸ ἄλλους ἀδελφούς, ποὺ ᾖρθαν γιὰ νὰ
συγκατοικήσουν μὲ αὐτόν, σύμφωνα μὲ τὸν ὄρο ποὺ τοῦ εἶχε θέσει ὁ
γέροντάς του. Τὸν ἕνα ἀπὸ αὐτούς, τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἔστειλε στὸν Ἐπίσκοπο
καὶ τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Στὸ βράχο ὁ Ὅσιος ἀσκητὴς δημιούργησε
πρόχειρη τὴν κατοικία του καὶ ὀργάνωσε τὴν πρώτη συστηματικὴ μοναστικὴ
κοινότητα τῶν Μετεώρων. Πρῶτα ὅμως οἰκοδόμησε ναὸ τῆς Θεομήτορος, τῆς
Παναγίας τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας, στὴν ὁποία ἀφιέρωσε καὶ τὴ μονή.

Μὲ
δαπάνη κάποιου τοπικοῦ ἄρχοντα, ὁ Ἀθανάσιος διευκόλυνε τὸν τρόπο ἀνόδου
στὸν βράχο μὲ τὴν δημιουργία στοᾶς καὶ τὴν ἐλάττωση τῶν βαθμίδων τῆς
κλίμακας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανερώνει ἐπίσης τὴν ἐπίδραση, τὴν πνευματικὴ
ἀκτινοβολία καὶ αἴγλη ποὺ ἀσκοῦσε ὁ Ἀθανάσιος καὶ στοὺς πολιτικοὺς
ἄρχοντες τῆς περιοχῆς.

Μὲ τὴν χρηματικὴ προσφορὰ κάποιου Τριβαλλού,
δηλαδὴ Σέρβου μεγιστᾶνα, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῶν συμμοναστῶν του, ὁ
Ἀθανάσιος οἰκοδόμησε ἄλλον ὡραιότατο ναό, πρὸς τιμὴν τοῦ Μεταμορφωθέντος
Σωτῆρος Χριστοῦ. Μὲ τὴν πάροδο ὅμως τῶν χρόνων καὶ μὲ τὴν καθημερινὴ
αὔξηση τῶν μοναχῶν ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος διαπίστωσε ὅτι τὸ νὰ ζεῖ ὁ καθένας
ἀνεξάρτητα καὶ νὰ φροντίζει μόνος του τὸν ἑαυτό του θὰ εἶχε ὡς
ἀποτέλεσμα ὄχι τὴν ὁμόνοια, ἀλλὰ τὴν διχόνοια καὶ τὴν φιλονικία. Γι’
αὐτὸ τὸν λόγο ἀποφάσισε νὰ ἐπιβάλλει στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ εἶχε στὴν
ὑποταγή του, κοινοβιακὸ τύπο ζωῆς μὲ αὐστηρὸ μοναστικὸ κανονισμό.


φήμη τοῦ Ἡσυχαστῆ Ὁσίου Ἀθανασίου ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε καὶ γεροντάδες
ᾖλθαν μὲ τὴν συνοδεία τους νὰ ὑποταχθοῦν σὲ αὐτόν, ὅπως ὁ ἁγιορείτης
ἱερομόναχος καὶ πνευματικότατος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος μὲ πέντε ἄλλους
μαθητές του ᾖλθε καὶ ἔμεινε κοντὰ στὸν Ἀθανάσιο καὶ ὁ πνευματικὸς
Ἀγάθων, ποὺ πρὶν ὑπῆρξε συμμοναστής του στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὅλοι τους
διακρίθηκαν γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ὑποταγή, τόσο πρὸς τὸν
Ὅσιο Ἀθανάσιο, ὅσο καὶ μεταξύ τους.

Ὁ Ὅσιος, ποὺ καμιὰ στιγμὴ δὲν
ἔπαψε νὰ νουθετεῖ ὅσους ἦταν κοντά του, εὑρισκόμενος πλέον σὲ
προχωρημένη ἡλικία, ἀσθένησε. Μετὰ καὶ ἀπὸ τὶς τελευταῖες του νουθεσίες
καὶ τὴν παράταση τῆς ἀσθένειάς του γιὰ σαράντα περίπου ἡμέρες, σὲ ἡλικία
78 ἐτῶν, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ ἔτος 1380,
συναριθμούμενος καὶ αὐτὸς στὴν χορεία τῶν μεγάλων Ὁσίων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης

Δεύτερος
κτήτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καὶ διάδοχος τοῦ Ὁσίου
Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ
ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθεῖς Ἰωάσαφ μοναχός». Δυστυχῶς δὲν βρέθηκε
βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἰωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου καὶ ὅλες τὶς πληροφορίες ποὺ
ἔχουμε γι’ αὐτὸν τὶς ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου καὶ
ἀπὸ διάφορα ἐπίσημα ἔγγραφα.

Ὁ Ἰωάννης – Ἰωάσαφ ὁ Μετεωρίτης ἦταν
υἱὸς τοῦ Ἑλληνοσέρβου βασιλέως Ἠπείρου καὶ Μεγάλης Βλαχῖας , δηλαδὴ
Θεσσαλίας, μὲ ἕδρα τὰ Τρίκαλα, Συμεὼν Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). Ἡ
μητέρα του Θωμαΐς, ἦταν θυγατέρα τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Ἰωάννου Β’
Ὀρσίνη (1323-1335) καὶ ἀδελφὴ τοῦ μετέπειτα δεσπότου τῆς Ἠπείρου
Νικηφόρου Β’ Ὀρσίνη.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε κατὰ τὸ 1349-1350. Ἀπὸ τὴ
μητέρα του συγγένευε μὲ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν
Παλαιολόγων, ἐκ τῶν ὁποίων διατήρησε τὸ ἐπώνυμο. Ἡ γιαγιά του, ἡ Μαρία
Παλαιολογίνα, δισέγγονη τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Η’
Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπὸ τὸν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο καὶ ἐγγονὴ
ἀπὸ τὴν μητέρα της Εἰρήνη, τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Θεοδώρου Μετοχίτη,
κτήτορα τῆς περιώνυμης μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶχε
νυμφευθεῖ τὸν παπποὺ τοῦ Ἰωάννου – Ἰωάσαφ, τὸν Σέρβο βασιλέα Στέφανο Γ’
Οὔρεση (1321-1331).

Ἀκόμη ὁ Ἰωάννης εἶχε καὶ ἕνα νεότερο ἑτεροθαλῆ
ἀδελφό, τὸν Στέφανο καὶ μία ἀδελφή, τὴ Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνὴ Δούκαινα
Παλαιολογίνα, νυμφευμένη μὲ τὸν δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμὰ
Πρελιούμποβιτς.

Τὸ 1359-1360 ὁ Ἰωάννης Παλαιολόγος ἀναγορεύθηκε στὴν
Καστοριὰ συναυτοκράτορας τοῦ πατέρα του, σὲ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν. Περὶ
τὸ 1370 πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Συμεὼν Οὔρεσης, καὶ ὁ Ἰωάννης τὸν
διαδέχθηκε στὴν ἐξουσία. Δὲν κυβέρνησε ὅμως γιὰ πολύ. Σύντομα
ἐγκατέλειψε τὰ ἀνώτατα κοσμικὰ ἀξιώματα, ἀνταλλάσοντας τὴν βασιλικὴ
πορφύρα μὲ τὸν τρίχινο σάκο τοῦ μοναχοῦ.

Ἀρνήθηκε τὸ βασιλικὸ στέμμα
γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀκανθοστεφανωμένου Βασιλέως Χριστοῦ, παραδίδοντας τὴν
διοίκηση τῆς Θεσσαλίας στὸν Καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό. Ἔτσι
λοιπόν, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1372 καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1373, ὁ Ἰωάννης
Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σὲ ἡλικία περίπου εἴκοσι δυὸ ἐτῶν, κατέφυγε στὴ
μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὅπου δέχθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ
μετονομάσθηκε Ἰωάσαφ, συνασκούμενος δίπλα στὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο τὸν
Μετεωρίτη.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, σύμφωνα μὲ τὰ
ἀναφερόμενα στὸ βίο του, ἐκτιμώντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Ὁσίου Ἰωάσαφ
καὶ ἔχοντας σύμφωνους τοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς, τοῦ παραχώρησε κάθε
ἐξουσία καὶ δικαιοδοσία καθιστώντας τον διάδοχό του.

Μετὰ ἀπὸ μικρὸ
χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ γιὰ ἄγνωστους λόγους ἐγκατέλειψε τὸ
μοναστῆρι μεταναστεύοντας στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρέπει νὰ
συνέβη περὶ τὸ 1379-1380.

Λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου
ξαναγύρισε στὴ μονὴ τοῦ Μετεώρου, ὅπου καὶ ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα ὡς
διάδοχός του, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου πνευματικοῦ του πατέρα, ὁ
ὁποῖος στὶς τελευταῖες του παραγγελίες καὶ ὑποθῆκες πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς
τῆς μονῆς, συμπλήρωσε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάσαφ, ποὺ τότε ἀπουσίαζε: «Ἐπειδὴ
διὰ τὴν ἡμετέραν ἁμαρτίαν ἐξῆλθε τοῦ κελλίου ὁ κύρις Ἰωάσαφ καὶ οὐκ
ἐνέμεινε μεθ’ ἠμῶν καθὰ συνέταξεν, ὅμως, ὅταν ἐπιστρέψη ἐνταύθα καὶ
στέρξη τὰ συνταγέντα, ἶνα πολιτεύηται κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ τυπικοῦ
τοῦ κελλιοῦ, ἂς εἶναι, ἐλπίζω γὰρ ὅτι ἐπιστρέψει πάλιν, καὶ ἂς ἄρχῃ γοῦν
καὶ ἀποδότε αὐτῶ πάντες οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν».

Στὰ
τέλη τοῦ Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καὶ στὶς ἀρχὲς Ἰανουαρίου τοῦ 1385 ὁ Ὅσιος
Ἰωάσαφ γιὰ οἰκογενειακοὺς λόγους πῆγε στὰ Ἰωάννινα. Μετὰ τὴν δολοφονία
τοῦ Θωμὰ Πρελιούμποβιτς (23 Δεκεμβρίου 1384), τοῦ δεσπότου τῆς πόλεως
αὐτῆς, οἱ ὑπήκοοι τοῦ δεσποτάτου ἀνακήρυξαν κυβερνήτρια τῆς δεσποτείας
τῆς Ἠπείρου τὴ σύζυγό του καὶ ἀδελφὴ τοῦ Ἰωάσαφ, Μαρία Ἀγγελίνα.

Ἔτσι,
κατόπιν προσκλήσεως ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μετέβη στὰ Ἰωάννινα προκειμένου νὰ
στηρίξει τὴν ἀδελφή του στὴ διακυβέρνηση τοῦ κράτους.

Μὲ βάση τὶς
πληροφορίες ποὺ μᾶς παρέχει ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἐπεξέτεινε
σὲ μῆκος καὶ σὲ ὕψος καὶ ἀνοικοδόμησε λαμπρότερο τὸν ἀρχικὸ ναὸ τῆς
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος.

Στὰ
τέλη τοῦ 1393 – ἀρχὲς τοῦ 1394 ἔγινε εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Θεσσαλία
καὶ ἡ κατάληψή της ἀπὸ τὸν Σουλτάνο Βαγιαζὶτ Α’. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ
γεγονότος ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ μαζὶ μὲ τὸν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καὶ τοὺς
μοναχοὺς Φιλόθεο καὶ Γεράσιμο κατέφυγαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ
ἐγκαταστάθηκαν στὴ μονὴ Βατοπαιδίου. Ἐκεῖ, σύμφωνα μὲ ἐπίσημο ἔγγραφο
τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στὶς 17 Ὀκτωβρίου τοῦ 1394, συγκρότησε
ἀδελφότητες καὶ τοῦ παραχωρήθηκαν δυὸ κελλιᾶ, ἐνῷ τοῦ δόθηκε μάλιστα ὡς
ἀντάλλαγμα καὶ ἕνας χρυσὸς σταυρός.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κατὰ τὰ ἔτη 1422-1423.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας


Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Ὄσεβεν, κατὰ κόσμον Ἀλέξιος, γεννήθηκε στὶς 17
Μαρτίου 1427 στὴν περιοχὴ Βυζεοζέρο τῆς Ρωσίας ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ
Νικηφόρου καὶ τῆς Φωτεινῆς Ὄσεβεν.

Ὁ Ἀλέξιος ἦταν τὸ τελευταῖο ἀπὸ τὰ
πέντε παιδιὰ καὶ ᾖλθε στὸν κόσμο χάρη στὶς διακαεῖς προσευχὲς τῶν
γονέων του. Ἡ Παναγία Παρθένος καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος τῆς Λευκῆς Λίμνης
εἶχαν ἐμφανιστεῖ στὴν μητέρα του καὶ τῆς εἶχαν ὑποσχεθεῖ τὴν γέννηση
ἐνὸς παιδιοῦ. Ἂν καὶ ὁ Ἀλέξιος ἦταν ὁ μικρότερος υἱός, οἱ γονεῖς του
ἤλπιζαν ὅτι αὐτὸς θὰ τοὺς συμπαραστεκόταν στὰ γηρατειά τους.

Φθάνοντας
στὴν ἐφηβεία ὁ Ἀλέξιος ἔμαθε νὰ διαβάζει καὶ νὰ γράφει,
προετοιμαζόμενος νὰ γίνει ἕνας πολυμήχανος κτηματίας. Σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ
ἐτῶν οἱ γονεῖς του ἐπιχείρησαν νὰ τὸν παντρέψουν, διαλέγοντας μία
πλούσια ὑποψήφια σύζυγο, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος ἀπέσπασε τὴν ὑπόσχεσή τους νὰ
πάει νὰ προσευχηθεῖ στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου πρὶν νυμφευθεῖ.
Ἐκεῖ πλέον ἔμεινε.

Ἔχοντας παρατηρήσει τὴν ταπείνωση τοῦ νεαροῦ
δόκιμου, ὁ ἡγούμενος τοῦ πρότεινε νὰ γίνει μοναχός. Ὁ Ἀλέξιος ὅμως
ἀρνήθηκε, θέλοντας προηγουμένως νὰ δοκιμάσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι
ἔζησε ἕξι χρόνια σὲ ὑπακοὴ καὶ σὲ διακονία τῆς μοναστικῆς κοινότητας,
μελετώντας τὶς Γραφὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν
μακρὰ περίοδο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος.

Στὸ μεταξὺ
οἱ γονεῖς του εἶχαν μεταφερθεῖ στὸ χωριὸ τοῦ Βολόσοβο, τριάντα
χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη Καργκοπόλ, στὰ περίχωρα τοῦ ποταμοῦ
Ὀνέγκα. Ὁ πατέρας τοῦ Ὁσίου, Νικηφόρος, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ
Νόβγκοροντ Ἰωάννου, εἶχε ἱδρύσει στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα ἕνα
χωριό, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια ὀνόμασε Ὄσεβεν.

Ὁ μοναχὸς Ἀλέξανδρος
ζήτησε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τὴν ἄδεια νὰ συναντήσει τοὺς γονεῖς του,
ἐπιθυμώντας νὰ τοὺς ζητήσει τὴν συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία τους γιὰ τὸν
ἀναχωρητικὸ βίο ποὺ ἐπέλεξε. Ὁ ἡγούμενος δὲν ἔδωσε ἀμέσως τὴν ἄδεια στὸ
νεαρὸ μοναχό, ἐπισημαίνοντάς του τοὺς κινδύνους τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ
ὁ Ἀλέξανδρος ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει. Φοβόταν πράγματι μήπως
ἐκπέσει στὴν ἁμαρτία τῆς ἀλαζονείας, ἀφοῦ ἤδη ἀπελάμβανε φήμη ἀσκητοῦ
ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς. Τελικὰ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὴν εὐλογία.

Εὐτυχισμένος
ἀπὸ τὴν συνάντηση μὲ τὸν υἱό του, ὁ πατέρας του Νικηφόρος τοῦ πρότεινε
νὰ ἐγκατασταθεῖ κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Κουργιούγκα καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ
τὸν βοηθήσει στὴν κατασκευὴ μιᾶς μονῆς μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος
Ἀλέξανδρος δέχθηκε καὶ ἔστησε σὲ ἕνα τόπο σταυρὸ ὡς σημεῖο ἱδρύσεως τοῦ
μελλοντικοῦ μοναστηριοῦ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ παραμείνει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ
τέλος τῆς ζωῆς του.

Ὅμως ἐπέστρεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπου
διακόνησε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν κουζίνα, στὸ ἀρτοποιεῖο καὶ στὴ χορωδία,
ἐνῷ στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος πῆγε
στὸν ἡγούμενο καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅτι τρεῖς φορὲς εἶχε ἀκούσει μία
μυστηριώδη φωνὴ ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ χτίσει ἕνα μοναστῆρι καὶ ὅτι εἶχε
ὑποσχεθεῖ νὰ ζήσει σὲ αὐτὸ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ὁ ἡγούμενος τὸν
ἄφησε νὰ φύγει, ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε μὲ τὶς εἰκόνες τὶς Παναγίας τῆς
Ὁδηγήτριας καὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος καθαγίασε  τὸν
τόπο μὲ τὴν εὐλογία τῶν εἰκόνων, ἄφησε τὸν πατέρα του νὰ ἐπιβλέπει τὶς
ἐργασίες οἰκοδομήσεως τοῦ ναοῦ καὶ πῆγε στὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ
(1459-1470), ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε
ἡγούμενος τοῦ νέου μοναστηριοῦ.

Οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν γειτονικῶν κτημάτων
ἦταν πρόθυμοι νὰ δωρίσουν στὸ μοναστῆρι ὅλα τὰ ὅμορα κτήματα, ἀλλὰ ὁ
Ὅσιος δέχθηκε μόνο τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς κοινότητος. Ὅταν
περατώθηκε ὁ ναός, καθαγιάσθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Μὲ τὴν
πάροδο τοῦ χρόνου, γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο συγκεντρώθηκε μία κοινότητα
μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος εἰσήγαγε αὐστηροὺς κανόνες μοναστικῆς βιοτῆς καὶ
πολιτείας, ποὺ συμπεριελάμβαναν ἀπόλυτη ἡσυχία στὸ ναό, στὴν τράπεζα καὶ
κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπαγόρευαν ἐπίσης,
νὰ μένει κάποιος στὸ κελλί του δίχως νὰ κάνει τίποτα καὶ καθόριζαν τὴν
ἀνάγνωση Ψαλμῶν καὶ τὴ συνεχῆ ἐπανάληψη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκτελέσεως τῶν διακονημάτων.

«Ἀδελφοί», ἔλεγε
συχνὰ ὁ Ὅσιος στοὺς μοναχούς του, «μὴν ἀφήνετε νὰ σᾶς τρομάζουν οἱ
δυσκολίες καὶ οἱ κόποι τῆς ἐρήμου. Ἐσεῖς γνωρίζετε ὅτι ὁ δρόμος γιὰ νὰ
εἰσέλθετε στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν διέρχεται μέσα ἀπὸ ἀγῶνες.
Ἐνισχύσατε τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ
ἀγαπᾷ τοὺς ταπεινούς».

Ὅμως οἱ ἀσκητικοὶ ἀγῶνες κλόνισαν τὴν ὑγεία
τοῦ Ὁσίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἀρρώστησε, ἐπικαλέσθηκε τὸν Ἅγιο
Κύριλλο, τὸν προστάτη του.

Αὐτὸς τοῦ παρουσιάσθηκε μὲ λευκὸ ἔνδυμα
καὶ ἀφοῦ τὸν σταύρωσε τοῦ εἶπε: «Μὴ θλίβεσαι ἀδελφέ, ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ
γιὰ σένα καὶ ἡ ὑγεία σου θὰ ἀποκατασταθεῖ. Ἀλλὰ μὴν ἀθετεῖς τὴν ὑπόσχεσή
σου, μὴν ἐγκαταλείπεις τὸ μοναστῆρι. Ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω».

Ξυπνώντας ὁ
Ὅσιος Ἀλέξανδρος διαπίστωσε ὅτι εἶχε θεραπευθεῖ. Τὸ ἑπόμενο πρωινό,
ἔλαβε μέρος στὴ Θεία Λειτουργία καὶ στὸ τέλος διηγήθηκε στὴν κοινότητα
τῶν μοναχῶν τὴ θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.

Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἔζησε ἀκόμα εἴκοσι ἑπτὰ χρόνια στὸ μοναστῆρι ποὺ ἵδρυσε καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1479.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου τὸ μοναστῆρι ἄρχισε νὰ παρακμάζει, παρόλο ποὺ ὁ Ὅσιος δὲν ἔπαψε νὰ τὸ προστατεύει.

Μία
ἡμέρα ἕνας ὑπηρέτης τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Μᾶρκος, εἶδε στὸν ὕπνο του ἕνα
ὅραμα: τὸ μοναστῆρι ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. Ἕνας στάρετς μὲ ἄσπρα μαλλιά, ποὺ
ἦταν Ἐπίσκοπος, εὐλογοῦσε μὲ ἕνα σταυρὸ ὅσους ἐργάζονταν σὲ μία
κατασκευή.

Ἕνας ἄλλος στάρετς μὲ μακριὰ γενειάδα ράντιζε μὲ ἁγιασμὸ
καὶ ἕνας τρίτος, μετρίου ἀναστήματος καὶ μὲ μαλλιὰ ἀνοιχτὰ καστανά,
θυμιάτιζε.

Τοὺς παρακολουθοῦσε ἀπὸ μακριὰ ἕνας τέταρτος στάρετς
νεαρῆς ἡλικίας. Ὁ τρίτος ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ποὺ ἐξήγησε
ὅτι οἱ στάρετς ποὺ βοηθοῦσαν, ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος καὶ ὁ Ἅγιος
Κύριλλος, ἐνῷ ὁ νεαρὸς ποὺ στεκόταν χωριστὰ ἦταν ὁ σκευοφύλακας τοῦ
μοναστηριοῦ, ὁ Μάξιμος, ποὺ πρὶν λίγο χρονικὸ διάστημα εἶχε γίνει
μοναχὸς καὶ ὁ ὁποῖος στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ προφητεία τοῦ Ὁσίου
Ἀλεξάνδρου, θὰ γινόταν ἡγούμενος μέχρι τὸ ἔτος 1525 καὶ θὰ καλλιεργοῦσε
στὸ μοναστῆρι τὴν παλαιά του πνευματικότητα.

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Μάρτυρας


Ἅγιος Μάρτυς Γαβριὴλ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1684 μ.Χ. στὸ χωριὸ Ζβιέρκιυ,
ποὺ βρίσκεται νότια τῆς πόλεως Μπιαλιστὸκ τῆς ἐπαρχίας Ζαμπλουντόου,
κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ γίνονταν διωγμοὶ καὶ διακρίσεις κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Οὐνῖτες στὴν Πολωνία. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν σὲ ἡλικία 6
ἐτῶν, ἀπήχθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴν πόλη Μπιαλιστόκ, ὅπου καὶ μαρτύρησε,
τὸ ἔτος 1690, ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ.
οἱ Χριστιανοὶ ἄνοιξαν τὸν τάφο του, βρῆκαν τὸ ἱερὸ λείψανό του ἄφθορο.
Τὸ ἅγιο σκήνωμα μεταφέρθηκε στὴν πόλη Μπιαλιστὸκ τῆς Πολωνίας, ὅπου
παρέμεινε μέχρι τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὁπότε μεταφέρθηκε στὴ Ρωσία,
στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Σκέπης τοῦ Γκρόντνο.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ρώσου
Μητροπολίτου Φιλαρέτου, στὶς 21 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1992, τὸ ἱερὸ
λείψανο μετακομίσθηκε μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια στὴν πόλη τοῦ Μπιαλιστόκ.

Μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης


μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἐπισκόπου Ἀχρίδος καὶ Ζίτσης τιμᾶται τὴν 5η
Μαρτίου. Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr

14 Απριλίου Συναξαριστής. Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν Ἰωάννου Κλίμακος, Ἀριστάρχου, Πούδη καὶ Τροφίμου τῶν Ἀποστόλων ἐκ τοὺς ἑβδομήντα, Ἀρδαλίωνος Μίμου, Θωμαΐδος Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἀντωνίου, Ἰωάννου καὶ Εὐσταθίου ἐκ Λιθουανίας, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βιλένκ, Δημητρίου Νεομάρτυρα.
Δ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν Ἰωάννου Κλίμακος

Ο
άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή
ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της
ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές
αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε
ηγούμενος της μονής του Σινά.

Συνέγραψε τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει
και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν
σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε
βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι’
αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών.

Στο έργο του
αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την
κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημιτική ζωή, ταξινομώντας αυτές
κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε
κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει
διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως,
καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και
παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα
λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις.

Οι
διδασκαλίες του είναι ολοκάθαρα νάματα που προέρχονται από αγιασμένη
πηγή. Είναι ένα θεόπνευστο κείμενο. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θαυμάζουν τον
συγγραφέα της Κλίμακας για την βαθύτητα των ψυχολογικών του γνώσεων και
παρατηρήσεων, και διαπιστώνουν ότι τα τελευταία αξιόλογα πορίσματα της
ψυχολογίας του Βάθους ήταν γνωστά στους Πατέρες της ερήμου.

Ο
Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών.
Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα
ορθόδοξα μοναστήρια.

Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών,
η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα
άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον Πάτερ, μοναστῶν
ὑφηγητὴς ἀναδέδειξε, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων
τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις
καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλῖμαξ γάρ ἐστι,
ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει
τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.

Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ
Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μέθεξιν.

Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Μάρτυρας (Ἑορτὴ Θωμαΐς)


Ἁγία Μάρτυς Θωμαΐς γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ διακρινόταν
γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἶχε
ἐπιδοθεῖ στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τοῦ ἐλέους, συνοδεύοντας τὴν
μητέρα της. Τὴ διακονία αὐτὴ ἐξακολούθησε νὰ τὴν ἀσκεῖ ἀκόμα καὶ ὅταν
νυμφεύθηκε.

Ἡ Ἁγία εἶχε μία κατὰ πάντα εὐλογημένη οἰκογένεια. Μὲ τὸν σύζυγό της
συνδεόταν μὲ ἀληθινὴ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Τὴν εἰρηνική τους ὅμως
συνύπαρξη τὴν φθόνησε ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας, διάβολος καὶ θέλησε νὰ
τοὺς χωρίσει, μάλιστα δὲ μὲ τραγικὸ τρόπο.

Κάποτε ποὺ ἡ Θωμαΐδα ἦταν μόνη της στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ὁ σύζυγός της
ἔλειπε σὲ δουλειές, δέχθηκε ἀνήθικη ἐπίθεση ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ συζύγου
της, δηλαδὴ τὸν πεθερό της, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς
πορνείας καὶ ὑποδουλωμένος στὸ πάθος τῆς ἀκολασίας, ἤθελε νὰ ἔχει μαζί
της ἐρωτικὴ σχέση. Ἡ Ἁγία, ἡ ὁποία εἶχε πάντοτε ζωντανὴ στὴ μνήμη της
τὴν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦσε μὲ ἁγνότητα καὶ
σωφροσύνη, ἀντιστάθηκε μὲ σταθερότητα καὶ παρρησία.

 Προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ὅτι κάτι τέτοιο δὲν πρέπει νὰ γίνει, ἐπειδὴ
εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν γι’ αὐτὴν τρόπος
ζωῆς καὶ πηγὴ ἐμπνεύσεως. Τυφλωμένος ὅμως ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ πάθος, ἐπέμενε
ἀπειλώντας την μὲ θάνατο.

Ἡ Ἁγία Θωμαΐς συνέχισε νὰ ἀντιστέκεται καὶ προτίμησε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν
ὑποδούλωση στὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Γιατί ἡ
ἔξοδος μὲ μαρτυρικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν παροῦσα σύντομη ζωὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ
Θεοῦ δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή.   Εἶναι
νίκη τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου.

Ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος τὴν μαχαίρωσε θανάσιμα καὶ μετὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ
περιστατικὸ ἔχασε τὸ φῶς του καὶ γύριζε μέσα στὸ σπίτι σὰν χαμένος. Στὴν
κατάσταση αὐτὴ τὸν βρῆκαν κάποιοι γείτονες ποὺ ἔψαχναν γιὰ τὸν υἱό του,
καὶ τὸν παρέδωσαν στὶς ἀρχὲς γιὰ νὰ δικαστεῖ. Ἐνῷ ἡ Θωμαΐδα, ὅπως
γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἔλαβε στέφανον μάρτυρος διὰ τὴν
σωφροσύνην».

Ὁ προϊστάμενος τῆς σκήτης τῆς Ἀλεξανδρείας, μοναχὸς Δανιήλ, μόλις
πληροφορήθηκε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τῆς Θωμαΐδος, κατέβηκε ἀμέσως στὴν πόλη
μὲ μερικοὺς μοναχοὺς καὶ παρέλαβε τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας. Τὸ
μετέφερε μὲ εὐλάβεια στὴ Σκήτη καὶ τὸ ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ κοιμητήριο
τῶν Πατέρων. Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστό.

Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος πολεμεῖτο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ
εἶχε ταλαιπωρηθεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, προσευχήθηκε στὸν τόπο
ποὺ ἐνταφιάσθηκε τὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος, ζητώντας τὴν βοήθειά της.

Καὶ ἀφοῦ ἄλειψε τὸ σῶμα του μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντῆλι ποὺ ἔκαιγε στὸν τάφο
της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ εἰρήνευσε. Ἀλλὰ κατὰ καιροὺς καὶ
ἄλλοι πιστοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ βασανίζονταν ἀπὸ σαρκικοὺς
πειρασμούς, προσεύχονταν στὴν Ἁγία καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες της ἐνισχύονταν
στὸν ἀγῶνα τους ἢ καὶ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὸ πάθος.

Οἱ Ἅγιοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τοὺς ἑβδομήντα

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος ἀνῆκαν στὸν κύκλο τῶν
Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων (τιμοῦνται 4 Ἰανουαρίου) τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ.

Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι
ἦταν Μακεδόνας καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα
Ἰουδαῖος. Ὁπωσδήποτε ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους
μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν
μνημονεύει στὶς πρὸς Κολοσσαεῖς καὶ Φιλήμονα ἐπιστολές του.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ᾖλθε στὴν Ἔφεσο κομίζοντας χάρη τῶν Χριστιανῶν
τῶν Ἱεροσολύμων τὴ «λογία». Τὸ προϊὸν τοῦ ἐράνου ἔφεραν οἱ Γάιος,
Σεκοῦνδος καὶ Ἀρίσταρχος. Ἀπὸ τότε ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀχώριστος
σύντροφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς τὴ Ρώμη.

Τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο τὸν συναντοῦμε καὶ στὸ 19ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων,
ὅπου ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὴ ζωηρότητα τὰ
ἐπεισόδια τῆς Ἐφέσου. Ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος εἶχε χολωθεῖ ἀπὸ τὴ
μεταστροφὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἐφέσου πρὸς τὴ νέα πίστη καὶ γι’ αὐτὸ
ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του
Ἀριστάρχου καὶ Γαΐου.

Ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος τῆς
Ἀπαμείας τῆς Συρίας «καὶ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκόμενους ἀπίστους
ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας καὶ εὐλαβείας ἐπίγνωσιν». Ἡ δὲ παράδοση
θεωρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος συναντήθηκε πάλι μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο
στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Νέρωνος (54-68 μ.Χ.). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν
μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀριστάρχου καὶ στὶς 27 Σεπτεμβρίου.

Ὁ Ἀπόστολος Πούδης μνημονεύεται στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀκόλουθος στὰ παθήματα καὶ τοὺς
διωγμούς. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).

Ὁ Ἀπόστολος Τρόφιμος μνημονεύεται στὶς Πράξεις καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον
ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὸ κήρυγμα τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ ὑπέστη μαζί του διωγμοὺς καὶ κακώσεις. Ὑπέστη μαρτυρικὸ
θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54-68 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Χορείαν τὴν τρίπλοκον, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς
ποταμοὺς λογικούς, τῆς θείας χρηστότητας, Πούδην σὺν Ἀριστάρχω, καὶ
Τροφίμω τῷ θείῳ λόγοις θεογνωσίας, καταρδεύσαντας κόσμον. Αὐτῶν Χριστὲ
μεσιτείαις πάντας οἰκτείρησον.

Ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων ὁ Μῖμος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρδαλίων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα
Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἀρχικὰ ἠθοποιός, ἐνασχολούμενος μὲ
τὴν ὑποκριτικὴ καὶ παριστάνοντας δράματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ
κωμῳδίες. Ὅμως ὁ Ἀρδαλίων ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, φωτίστηκε ἡ
ψυχή του καὶ ἔγινε Χριστιανός.

Ἡ νέα του Χριστιανικὴ ζωὴ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐξακολουθεῖ τὶς
προηγούμενες θεατρικές του ἀσχολίες. Γιὰ τελευταία ὅμως φορὰ θέλησε νὰ
φανεῖ ἐπὶ σκηνῆς, ὑποκρινόμενος Χριστιανὸ Μάρτυρα ποὺ ἀρνιόταν νὰ
ὑποκύψει στὶς προσταγὲς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα καὶ γι’ αὐτὸ ὑποβαλλόταν σὲ
βασανιστήρια. Ἡ ὑπόκριση τοῦ Ἀρδαλίωνος ἦταν τόσο ζωντανὴ καὶ μὲ τέτοιο
πάθος, ὥστε τὸ κοινὸ τοῦ θεάτρου παρὰ τὴν ἀντιπάθεια πρὸς τοὺς
Χριστιανούς, σείσθηκε ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα.

Ὁ Ἀρσαλίων μετέτρεψε τότε τὸν ἐνθουσιασμὸ σὲ ἔκπληξη, ἀφοῦ ὁμολόγησε δημόσια ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς Χριστιανός.

Ὁ ἔπαρχος, ποὺ ἦταν παρὼν στὰ ὅσα εἶχαν διαδραματισθεῖ, διέταξε νὰ τὸν
συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα κάλεσε τὸν
Μάρτυρα ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει
τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου. Ὅλες ὅμως οἱ προσπάθειες τοῦ ἄρχοντα ἀπέβησαν
ἄκαρπες. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ τὸν κάψουν ζωντανό. Ἔτσι μαρτυρικὰ
τελείωσε τὸν βίο του ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ
μαρτυρίου.

Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος ἦταν ἀδέλφια καὶ
μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1342 στὴ Βίλνα τῆς Λιθουανίας. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν
φυλάσσονται στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίας Τριάδος Βίλνας.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βιλὲνκ Ρωσίας

Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας μεταφέρθηκε στὸ Βιλὲνκ τῆς Ρωσίας τὸ ἔτος 1465. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἑορτάζεται στὶς 15 Φεβρουαρίου.

Ἡ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶναι ἔργο τοῦ
Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴ Ρωσία, τὸ
ἔτος 1472, ὡς δῶρο τῆς Σοφίας Παλαιολογίνας, συζύγου τοῦ μεγάλου
πρίγκιπα τῆς Μόσχας Ἰβᾶν Γ’ (1462-1505).

Τὸ ἔτος 1495, ὁ μεγάλος πρίγκιπας εὐλόγησε μὲ ἀτὴ τὴν εἰκόνα τὴν
θυγατέρα του Ἑλένη, πρὶν ἐκείνη νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα τῆς Λιθουανίας
Ἀλέξανδρο. Ἀργότερα ἡ ἱερὰ εἰκόνα τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Προδρόμου, στὸν ὁποῖο ἐνταφιάσθηκε ἡ πριγκίπισσα Ἑλένη. Σήμερα
φυλάσσεται στὴ μονὴ Ἁγίας Τριάδος τοῦ Βιλένκ.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Λιγούδιστα ἢ Χώρα τῆς
Τριφυλίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ᾖλθε μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Τρίπολη καὶ
ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους χτίστες. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ τὸν βασάνιζαν, ἔφυγε
ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτή. Προσελήφθη στὴν οἰκία κάποιου Τούρκου κουρέα, ὁ
ὁποῖος κατόρθωσε μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα τὸν ἐξισλαμισμό του καὶ τὸν
ὀνόμασε Ἀχμέτ.

Ἀργότερα ὁ Δημήτριος ἐγκατέλειψε τὴν Τρίπολη, ἀφοῦ πρῶτα μετανόησε γιὰ
τὴν ἀποστασία του καὶ ᾖλθε στὸ Ἄργος. Ἀπὸ τὸ Ἄργος, γιὰ μεγαλύτερη
ἀσφάλεια, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου
Προδρόμου τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου ἐξομολογήθηκε στὸν πνευματικὸ τῆς μονῆς καὶ
ζήτησε τὶς συμβουλές του.

Μὲ τὴν δική του προτροπὴ ὁ Δημήτριος ᾖλθε στὴν Χῖο καὶ παρέμεινε γιὰ
ἀρκετὸ καιρὸ κοντὰ σὲ ἕνα εὐλαβῆ καὶ φωτισμένο πνευματικὸ ζωντας μὲ
προσευχὴ καὶ νηστεία.

Ἀφοῦ προετοιμάσθηκε γιὰ τὸ μαρτύριο ᾖλθε πάλι στὸ Ἄργος, ὅπου παρέμεινε
κρυπτόμενος καὶ χειραγωγούμενος ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο Σακελλάριο καὶ ἀπὸ
ἐκεῖ ἔφθασε στὴν Τρίπολη.

Ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Τούρκου διοικητοῦ καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν
πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ
ὑποκύψει στὶς κολακεῖες, τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς βασάνους. Ὁμολογοῦσε
συνεχῶς τὴν πίστη του στὸν Κύριο. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους
τὸ ἔτος 1803.

Τὸ ἱερὸ λείψανό του διασώθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου
Νικολάου Βαρσῶν καὶ ἡ τίμια κάρα του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποιον εὐσεβῆ
ἱερέα.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr

13 Απριλίου Συναξαριστής. Μαρτίνου πάπα Ρώμης, μνήμη τῶν δυὸ ἐξορισθέντων Ἐπισκόπων Ὁμολογητῶν, Θεοδοσίας βασιλίδος καὶ τοῦ Γεροντίου τοῦ εὐνούχου, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Δᾴδα, Κυντιλλιανοῦ καὶ Μαξίμου τῶν ἀναγνωστῶν, Ἐλευθερίου καὶ Ζωίλου Μαρτύρων, Θεοδοσίου Μάρτυρος, Χριστοφόρου Ὁσιομάρτυρος, Ἀρσενίου Ἀρχιεπισκόπου Ἐλασσῶνος, Στεφάνου τοῦ Νέου Ἱερομάρτυρα, Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Κυπρίου.
Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος πάπας Ρώμης


Ἅγιος Μαρτίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στὸ Τόδι τῆς Ὀμβρικῆς τῆς
Κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης σὲ μία ἐποχή,
κατὰ τὴν ὁποία τὴν Ἐκκλησία τάρασσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ἡ Ἐκκλησία
τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τότε ἐμπλακεῖ στὴν αἵρεση αὐτή.

Ὁ Ἅγιος
Μαρτίνος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος Λατερανοῦ, τὸ ἔτος 649
μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Μονοθελητισμό, ὁ δὲ Ὅρος αὐτῆς ἦταν
ἐπέκταση τῆς διδασκαλίας τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος ψήφισε
ἐπίσης, καὶ εἴκοσι ἀναθεματισμοὺς κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀρχηγῶν
τους, ἐνῷ καταδίκασε ἐκτὸς τῶν ἄλλων τοὺς μονοθελητὲς Πατριάρχες τῆς
Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καὶ Πύρρο, συνεργάτες τοῦ Ἡρακλείου καὶ τὸν
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο Β’. Σημαντικὸ ρόλο στὶς διεργασίες
τῆς Συνόδου διαδραμάτισε καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.

Ὁ Ἅγιος
Μαρτίνος ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων
τῆς Συνόδου αὐτῆς στὴ Δύση καὶ Ἀνατολή. Εἶχε διατελέσει παπικὸς
ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δὲν ἦταν πρόσωπο εὐχάριστο στὸν
αὐτοκράτορα Κώνσταντα Β’ (641-668 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁμόφρον μὲ τοὺς
αἱρετικοὺς καὶ διέταξε τὸν ἔξαρχο τῆς Ἰταλίας Ὀλύμπιο νὰ μεταβεῖ στὴ
Ρώμη καὶ νὰ φέρει αἰχμάλωτο τὸν Ἅγιο στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ διαταγὴ ὅμως ἔμεινε ἀνεκτέλεστη, διότι ὁ
Ὀλύμπιος ἐπαναστάτησε κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ μετὰ ἀπὸ δυὸ ἔτη
σκοτώθηκε στὴ Σικελία, μαχόμενος ἐνάντια στοὺς Ἄραβες, τὸ ἔτος 652 μ.Χ.Ὁ
νέος βυζαντινὸς διοικητὴς τῆς Ἰταλίας Θεόδωρος, συνέλαβε τελικὰ τὸ ἔτος
653 μ.Χ. τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ ἀπέστειλε αὐτόν, ἀσθενῆ καὶ κλινήρη, στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ δικάσθηκε ὑπὸ τῆς συγκλήτου ὡς συνωμότης,
καθαιρέθηκε σὲ τελετή, κατὰ τὴν ὁποία διέρρηξαν τὰ ἱερατικά του ἄμφια,
καὶ ἐξορίσθηκε στὴ Χερσώνα τῆς Κριμαίας, ὅπου καὶ πέθανε τὸ ἔτος 655
μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείοις
δόγμασι, τῆς εὐσέβειας, ὑπεστήριξας, τὴν Ἐκκλησίαν, ὦ Μαρτίνε ἱεράρχα
Θεόσοφε, τὸν γὰρ Χριστὸν διπλοῦν ὄντα ταὶς φύσεσιν, ὁμολογήσας τὴν
πλάνην κατήσχυνας. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν
τὸ μέγα ἔλεος.
Μνήμη τῶν δυὸ Ἐπισκόπων Ὁμολογητῶν τῶν ἐξορισθέντων σὺν τῷ Ἁγίῳ Μαρτίνω

Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο, Ἐπίσκοπο Ρώμης, ἐκδιώχθηκαν καὶ δυὸ Ἐπίσκοποι, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη ἑορτάζεται κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή.

Οἱ Ἅγιοι Θεοδοσία ἡ βασίλισσα καὶ Γερόντιος ὁ εὐνοῦχος της


μνήμη αὐτῶν δὲν ἀπαντᾷ στοὺς Συναξαριστές. Γνωρίζουμε γιὰ τοὺς Ἁγίους
ἀπὸ τὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70, ὅπου ὑπάρχει σχετικὸ ὑπόμνημα.

Σύμφωνα
μὲ αὐτὸ ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλέως Ἀνδριανοῦ (117-138
μ.Χ.). Ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ νυμφευθεῖ, ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ οἶκο καὶ
μαζὶ μὲ κάποιον εὐνοῦχο ποὺ ὀνομαζόταν Γερόντιος ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἐκεῖ
προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη. Ἀφοῦ
ἐπισκέφθηκε τὰ μοναστήρια καὶ τὶς σκῆτες τῆς περιοχῆς, κατοίκησε σὲ
κελλὶ καὶ διῆλθε τὸ βίο της μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές. Ὁ
εὐνοῦχος Γερόντιος ἔγινε μοναχὸς σὲ μοναστῆρι καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη
ἀρετῆς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἡ Ὁσία Θεοδοσία, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς καὶ
ἀξιώθηκε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ τῆς συνομιλίας μὲ Ἀγγέλους,
προεῖδε τὸ τέλος της, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό
τῆς περιοχῆς καὶ παρέθεσε τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ Κυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Δᾴδας, Κυντιλλιανὸς καὶ Μάξιμος οἱ Ἀναγνῶστες οἱ Μάρτυρες

Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Δᾴδας, Κυντιλλιανὸς καὶ Μάξιμος ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους
τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καὶ Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.)
καὶ τῶν ὑπάτων Γαβιβίου καὶ Ταρκυΐνου. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ
Δοροστόλου τῆς δευτέρας Μοισίας καὶ ἦταν ἀναγνῶστες τῆς Ἐκκλησίας.
Κήρυτταν μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ διαβλήθηκαν
στοὺς ὑπάτους καὶ συνελήφθησαν.

Ἐπειδὴ ὁμόλησαν τὸν Χριστό, ρίχθηκαν στὴ φυλακή, βασανίσθηκαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν στὸ κτῆμα αὐτῶν ποὺ λεγόταν Ὀζοβία.

Οἱ
Χριστιανοὶ περισυνέλεξαν μὲ εὐλάβεια τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ
μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τοὶς
Βιγλεντίου», ὅπου ἐτελεῖτο καὶ ἡ Σύναξη αὐτῶν.
Ὁ Ἅγιοι Ἐλευθέριος ὁ Πέρσης καὶ Ζωίλος ὁ Ρωμαῖος


Ἅγιος Μάρτυς Ἐλευθέριος καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Περσίας. Ὄντας ὅμως
Χριστιανὸς καὶ ἀγαπώντας τὸν Χριστὸ κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἅγιο Συμεὼν
τὸν Ἐπίσκοπο καὶ κοντὰ σὲ αὐτὸν διδασκόταν τελειότερα τὸν λόγο τῆς
ἀλήθειας. Καί, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του, δίδασκε καὶ ὁ ἴδιος ὅσους
προσέρχονταν σὲ αὐτὸν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ.

Διδάσκοντας
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος καὶ ἐπαναφέροντας πολλοὺς ἀπὸ
τοὺς ἄπιστους στὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία βαπτίζοντάς τους, ἔγινε
ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς πυρολάτρες Πέρσες. Καὶ ἀφοῦ κατηγορήθηκε στὸ
βασιλέα, συνελήφθη καὶ παρουσιάσθηκε δέσμιος σὲ αὐτόν. Ὅταν ὅμως τὸν
ρώτησε ὁ βασιλέας καὶ τὸν εἶδε ἀμετακίνητο στὴν πατρῴα εὐσέβεια, τὸν
παρέδωσε στοὺς ἀρχιμάγους καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ
ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Μάρτυς ὑπέφερε καὶ καρτερία καὶ προσευχὴ τὰ
βασανιστήρια.

Ὁ Ἅγιος Ζωίλος, βλέποντας τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πίστη
τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, τὸν μακάρισε. Ἔτσι συνελήφθη καὶ αὐτὸς καὶ
ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Μάρτυρας

Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε μὲ ξίφος.
Ὁ Ἅγιος Χριστόφορος ὁ ὁσιομάρτυρας


Ἅγιος Ὁσιομάρτυρας Χριστόφορος, ἄσκησε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Δὲν
ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἐλασσῶνος

Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος γεννήθηκε στὴν Εὐρυτανία, τὸ ἔτος 1548, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Χριστοδούλη.

Τὸ
συγγραφικό του ἔργο, ἡ γλωσσομάθειά του καὶ ἡ θητεία του ὡς διδασκάλου,
δείχνουν ὅτι ἦταν πολὺ μορφωμένος. Ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα δὲν μᾶς εἶναι
γνωστό. Τὸ ἔτος 1574 ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐξελέγη Ἐπίσκοπος «Δημονίκου καὶ
Ἐλασσῶνος» καὶ διαδέχθηκε τὸν Δαμασκηνὸ Β’ (1570-1574). Τὸν ἴδιο χρόνο
δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β’ τοῦ Τρανοῦ,
ποὺ πραγματοποιοῦσε περιοδεία στὴ Ρούμελη καὶ τὴν Πελοπόννησο. Ὁ
Πατριάρχης Ἱερεμίας φιλοξενήθηκε στὸ μοναστῆρι τῆς Ὀλυμπιώτισσας.

Τὸ
γεγονὸς ὅτι περίπου ἀπὸ τὸ ἔτος 1580 λειτουργοῦσε στὴν Ὀλυμπιώτισσα
κρυφὸ σχολειό, μᾶς κάνει νὰ θεωροῦμε ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐνδιαφέρθηκε
ζωηρὰ καὶ γιὰ τὴν στοιχειώδη μόρφωση τῶν νέων τῆς Ἐπισκοπῆς του. Γι’
αὐτὸ καὶ σὲ συνεννόηση καὶ συνεργασία μὲ τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχοὺς
τῆς Ὀλυμπιώτισσας ὀργάνωσε τὸ σχολεῖο αὐτὸ καὶ παρακίνησε καὶ ἐνθάρρυνε
τὰ Ἑλληνόπουλα τῆς Ἐλασσῶνος, ποὺ εἶχαν ζῆλο γιὰ τὰ γράμματα, νὰ
ἀνεβαίνουν στὸ μοναστῆρι καὶ ἐκεῖ νὰ μαθαίνουν ἀνάγνωση καὶ γραφὴ ἐπάνω
στὰ ἱερὰ κείμενα.

Κατὰ τὸ ἔτος 1588 ὁ Ἅγιος συνόδευσε, μαζὶ μὲ τὸν
Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ἰερόθεο, τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Ἱερεμία Β’ στὴ Μόσχα, ὅπου στὶς 26 Ἰανουαρίου 1589 ἀναγόρευσαν καὶ
ἐγκατέστησαν τὸν Μητροπολίτη Ἰὼβ ὡς Πατριάρχη Βλαδιμηρίας, Μόσχας καὶ
ἁπάσης Ρωσίας καὶ ἁπασῶν τῶν βορείων Χωρῶν. Τὴν τελετὴ καὶ τὶς
ἐκδηλώσεις τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτη Ἰὼβ τὶς περιέγραψε ὁ Ἅγιος
Ἀρσένιος μὲ στίχους στὴ δημοτικὴ γλῶσσα, μὲ τίτλο «Κόποι καὶ διατριβὴ
τοῦ ταπεινοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀρσενίου».

Ὁ Ἅγιος δὲν ξαναγύρισε στὴν Ἐπισκοπὴ Ἐλασσῶνος, ἀλλὰ ἔμεινε ὁριστικὰ στὴ Ρωσία, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1625.

Σχετικὰ
μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του στὴ Ρωσία, γνωρίζουμε ὅτι δίδαξε στὸ
Κοινοτικὸ Ἑλληνικὸ σχολεῖο τοῦ Λβὼφ τῆς Ρουθηνίας, ὅπου ὑπῆρχε πολυμελὴς
καὶ ἀκμαία Ἑλληνικὴ παροικία, κυρίως ἐμπόρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ
Κρητικὸς κρασέμπορας Κωνσταντῖνος Κορνιακτός.

Ἀργότερα ὁ Ἅγιος
διετέλεσε διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Σουζδαλίας, ἀπὸ ὅπου ἀλληλογραφοῦσε
συχνὰ μὲ τὸν Πατριάρχη Ἀλαξενδρείας Ἅγιο Μελέτιο τὸν Πηγά. Στὸ διάστημα
τῆς πολύχρονης διαμονῆς του στὴ Ρωσία ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος δὲν λησμόνησε τὴν
γενέτειρά του καὶ τὰ μοναστήρια, ὅπου μᾶλλον εἶχε περάσει τὰ νεανικά
του χρόνια. Ἀφιέρωσε πολλὰ βιβλία, εἰκόνες καὶ ἱερὰ σκεύη στὴ μονὴ
Τατάρνης καὶ στὰ Μετέωρα.
Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος ὁ Ἱερομάρτυρας


Ἅγιος Ἱερομάρτυς Στέφανος, κατὰ κόσμον Βαλέριος Στεπάνοβιτς Μπέκχ,
γεννήθηκε τὸ ἔτος 1872 στὸ Ζιτομίρ, κοντὰ στὴν περιοχὴ Βολογκντά.
Παρακολούθησε μαθήματα στὸ σεμινάριο τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ ἔτος
1903 εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 20 Δεκεμβρίου τοῦ
ἴδιου ἔτους ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Στέφανος. Ὅταν τελείωσε τὶς
σπουδές του, διορίσθηκε σχολάρχης τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Σόλιγκαμ
καὶ ἀργότερα τῆς Μενγκρελίας καὶ τοῦ Μπεζχετσκ.

Στὶς 8 Ὀκτωβρίου τοῦ
1914 ἐγκατέλειψε τὴν διεύθυνση τῆς θεολογικῆς σχολῆς καὶ παρουσιάσθηκε
στὸ στρατό, προκειμένου νὰ διακονήσει τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν
στρατιωτῶν. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 1915 μέχρι τὸ 1918 διηύθυνε τὴ
θεολογικὴ σχολὴ τοῦ Καργκοπὸλ καὶ διακόνησε ὡς Ἀρχιμανδρίτης στὴ Λαύρα
τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυι.

Στὶς 9 Ὀκτωβρίου τοῦ 1921 ἐξελέγη
Ἐπίσκοπος τοῦ Ἰζχέβκ, ποὺ ἐκκλησιαστικὰ ἀνῆκε στὴν δικαιοδοσία τοῦ
Σαραπούλ. Ἡ ἱεραποστολικὴ δράση του ὁδήγησε στὴ σύλληψή του. Ἔτσι τὸ
ἔτος 1924, φυλακίζεται στὴ φυλακὴ Ταγκάνκα τῆς Μόσχας. Ἀπὸ τὸ 1924 μέχρι
τὸ 1926 φυλακίζεται στὴν περιοχὴ τοῦ Σολόφκι, γιὰ νὰ ἀφεθεῖ ἐλεύθερος
λίγο ἀργότερα. Τὸ ἔτος 1929 συλλαμβάνεται καὶ πάλι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ
περιορίζεται στὸ χωριὸ Πομοζντίνο. Στὶς 7 Σεπτεμβρίου 1932 τὸν κλείνουν
καὶ πάλι στὴ φυλακή, ὅπου μετὰ ἀπὸ κακουχίες καὶ βασάνους, τὸ ἔτος 1933,
παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Κυπρίου

Τὰ
ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Κυπρίου, ἀνεκομίσθηκαν
ἀπὸ τὴν Ἄκκρα (Πτολεμαΐδα) καὶ κατατέθηκαν στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου Λευκωσίας τὸ ἔτος 1967.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται 23 Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ Βίος του.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr

7 Απριλίου Συναξαριστής. Γ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (Σταυροπροσκυνήσεως), Καλλιοπίου Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἐπιφανίου, Ρουφίνου καὶ Δονάτου καὶ τῶν σὺν αὐτῶν μαρτυρησάντων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ρουφίνου, Ἀκυλίνης καὶ τῶν σὺν αὐτοὶς διακοσίων μαρτυρησάντων, Γεωργίου Ἐπισκόπου Μυτιλήνης, Λευκίου Ὁσίου, Δανιὴλ Ὁσίου, Γερασίμου Βυζαντίου, Ἀγαπητοῦ τοῦ τυφλοῦ,  Σάββα τοῦ Νέου ἐκ Καλύμνου.

Γ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (Σταυροπροσκυνήσεως)

Η
τρίτη Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται «Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης».
Μετά από τη μεγάλη Δοξολογία στον όρθρο, ο Σταυρός μεταφέρεται σε μια
σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη
εβδομάδα, οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του
Σταυρού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί
στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια
του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς.

Βρισκόμαστε στη μέση της
Μεγάλης Σαρακοστής. Από τη μια πλευρά η φυσική και πνευματική
προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται
αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή. Έχουμε
ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Από την άλλη πλευρά, αφού αντέξουμε
αυτή τη κόπωση και έχουμε αναρριχηθεί στο βουνό μέχρι αυτό το σημείο,
αρχίζουμε να βλέπουμε το τέλος της πορείας μας και η ακτινοβολία του
Πάσχα γίνεται πιο έντονη.

Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση
του εαυτού μας, είναι η εμπειρία – περιορισμένη βέβαια – που
αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό
ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας
απαρνηθεί τον εαυτό του ας σηκώσει το σταυρό του, και έτσι ας με
ακολουθεί» (Μαρκ.8,34).

Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας
και ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος
σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει
νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της
Κυριακής:

Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο
τρόπο, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την
πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και
ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη
του Κυρίου και μας παρηγορεί.. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο
και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν.

Με
το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας
ενισχύει στη πορεία μας στην έρημο εωσότου φθάσουμε στην πνευματική
Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του.. Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και
είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύτηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι
Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσο της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει
του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, να μας θυμίζει ακόμα
ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά
ζωογονούμαστε».Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.

Σῶσον Κύριε τὸν
λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατὰ
βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸν σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου
πολίτευμα.

Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας

 

 


Ἅγιος Μάρτυς Καλλιόπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ
ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Σὲ πολὺ
μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ ἐνάρετη μητέρα του
Θεόκλεια τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς
πίστεως.

Ἔτσι κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ὁ νεαρὸς Καλλιόπιος ὄχι μόνο
δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμψύχωνε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς
ὀλιγόψυχους.

Ἐνῷ ὁ διωγμὸς εἶχε κηρυχθεῖ, ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν
Πομπηϊούπολη, ὅπου αὐτοβούλως παρουσιάσθηκε στὸν ἔπαρχο Μάξιμο, τὸν
ὁποῖο ἔλεγξε γιὰ τὰ ἐγκλήματά του κατὰ τῶν Χριστιανῶν.

Ὀργισμένος ὁ
ἔπαρχος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ τὸν κλείσουν
στὴ φυλακή. Μαζί του εἰσῆλθε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία
σπόγγιζε τὸ αἷμα τοῦ υἱοῦ της. Γιατί ἀφοῦ ἔδωσε ὅλο τὸν πλοῦτο της
στοὺς πτωχούς, ἀκολούθησε τὸ παιδί της στὴν πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο.

Ἀφοῦ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Ἅγιο, τὸν καταδίκασαν σὲ σταυρικὸ
θάνατο. Ἔτσι ἔγινε κοινωνὸς  μὲ τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο στὸ Πάθος ἀλλὰ καὶ
στὴν ἡμέρα ἀκόμη. Γιατί ἦταν Μεγάλη Παρασκευὴ ὅταν σταυρώθηκε.

Ἡ μητέρα
του ἔδωσε στοὺς δήμιους πέντε χρυσὰ νομίσματα καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ
μὴν σταυρώσουν τὸν υἱό της ὅμοια μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς
τὰ κάτω. Καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε τὴν Τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, παρέδωσε τὸ
πνεῦμα. Ἡ δὲ μητέρα του, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω στὸν ἐσταυρωμένο υἱό της,
παρέδωσε τὴν ψυχή της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἐκβλαστήσας
ὡς ρόδον Μάρτυς ἀμάραντον,

ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν
Χριστοῦ,

τὴ εὐπνοία τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου,

οὐ γὰρ παθῶν
ζωοποιῶν,

ἀνεδείχθης κοινωνός,

νομίμως ἀνδραγαθήσας,

ὦ Καλλιόπιε μάκαρ,

ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἐπιφάνιος ὁ Ἱερομάρτυρας, Ρουφίνος καὶ Δονάτος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς Μαρτυρήσαντες


Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐπιφάνιος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ οἱ Ἅγιοι
Μάρτυρες Ρουφίνος ὁ διάκονος καὶ Δονάτος, μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους
Χριστιανοὺς στὴν Ἀφρική.
Οἱ Ἅγιοι Ρουφίνος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἀκυλίνη ἡ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς διακόσιοι Μάρτυρες


Ἅγιος Μάρτυς Ρουφίνος, ὁ διάκονος καὶ ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα μαρτύρησαν
μαζὶ μὲ ἄλλους διακόσιους Χριστιανοὺς στὴ Σινώπη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ
αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.).

Ὄντας
ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἅγιος Ρουφίνος διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ,
δίδασκε πολλοὺς στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ κλείσθηκε
στὴ φυλακή.

Ἡ Χριστιανὴ Ἀκυλίνα, ἐπειδὴ τὸν ἐπισκέφθηκε, συνελήφθη καὶ
ἡ ἴδια. Καὶ οἱ δυό, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν στὸν ἄρχοντα, ὁμολόγησαν τὴν
πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ βασανίσθηκαν σκληρά.

Ὅμως, μὲ τὴ Χάρη τοῦ
Θεοῦ θαυματούργησαν καὶ προετοίμασαν τοὺς παρευρισκόμενους διακόσιους
στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.

Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος διέταξε νὰ
θανατωθοῦν ὅλοι μὲ μαχαῖρι.  Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν οἱ δήμιοι, τοὺς
ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἀθλήσεως καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν ὅλους.

Ἔτσι οἱ
Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔλαβαν ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Κύριο τὸ στέφανο τῆς
δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου. Σύμφωνα μὲ τὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα οἱ Ἅγιοι παρακολούθησαν τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου.
Ἡ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Σημειοφόρος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης


Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς
εἰκονομαχίας. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων καὶ
ἐξορίσθηκε σὲ κάποιο νησὶ τῆς Προποντίδος, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς
κακουχίες τὸ ἔτος 821 μ.Χ. σὲ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν.

Τὸ τίμιο
λείψανό του παρέμεινε ἐνταφιασμένο ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὸν τόπο τῆς
ἐξορίας.

Ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842-847 μ.Χ.),
μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ πολλῶν ἱερῶν
λειψάνων Ἁγίων ποὺ πέθαναν στὴν ἐξορία, ὅπως τοῦ Θεοφύλακτου
Νικομηδείας, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ τοῦ Νικηφόρου
Κωνσταντινουπόλεως.

Τότε,
καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὰ ἔτη 846-847 μ.Χ., ἀνεκομίσθηκε στὴ Μυτιλήνη
μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.

Νὰ πῶς
περιγράφεται στὸ Βίο του τὸ γεγονὸς αὐτό: «Πάντες οἱ τῆς νήσου
Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ κλήρῳ παρεγένοντο
ἔνθα κατέκειτο τὸ σῶμα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν καὶ ὁμολογητοὺ Γεωργίου,
καὶ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνήσαντες, τὴ ἐπιούση ἡμέρα λαβόντες τὸ
σῶμα μετὰ ψαλμῶν καὶ ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτὸ εἰς τὴν ἰδὶαν νῆσον καὶ
κατέθεικαν αὐτὸ μετὰ καὶ τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ
Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι».

Εὐλαβὴς
παράδοση, ποὺ διασώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῇς τοῦ
Ἁγίου τὴ θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σαρὴ Μπαμπά), κοντὰ στὸ παρεκκλῆσι
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ. ἐσώζετο καὶ
τιμόταν στὴ Μυτιλήνη ἡ χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Αὐτὴ πιθανῶς εἶναι ἡ δεξιὰ
χεῖρα ποὺ σῴζεται σήμερα στὸ Σκαλοχώρι καὶ φέρει ἐπιγραφὴ «Ἅγιος
Γιόργις» καὶ κοινῶς θεωρεῖται ὡς χεῖρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείου
Πνεύματος, καρποφορήσας,

ὡς θεόφυτος λειμὼν τὴν χάριν,

Ἱεράρχα τῶν
ἀρρήτων Γεώργιε,

τᾶς τῶν ψυχῶν ἐγεώργησας αὔλακας,

ὡς ἐπιπνοίας ἄθλου
γεώργιον.

Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε,

δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα
ἔλεος.

Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἐκ Ρωσίας


Ὅσιος Λεύκιος ἦταν ἱδρυτὴς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου Βολοκολὰμκ τῆς Ρωσίας, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ρούζα. Κοιμήθηκε
ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1492.

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ


Ὅσιος Δανιήλ, κατὰ κόσμον Δημήτριος, γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν
1459-1460 στὸ Περεγιασλάβλ – Ζελέσκιυ τῆς Ρωσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ
φιλόθεους γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἀργότερα
ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα.

Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διδάχθηκε τὰ τῆς
μοναχικῆς πολιτείας κοντὰ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκιυ τοῦ
Περεγιασλάβλ, Ἰωνά. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Πανφουτίου
(Μπορόβσκι) καὶ τὴν πνευματική του ζωὴ καθοδήγησε ὁ Ἅγιος Λεύκιος τοῦ
Βολοκολὰμκ ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα (7 Ἀπριλίου).

Ὅταν
ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του
στοὺς φτωχοὺς καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν ἀστέγων. Στὴ συνέχεια ἵδρυσε μονὴ
κοντὰ στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1540. Ἡ
Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 28 Ἰουλίου καὶ στὶς 30
Δεκεμβρίου.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος


Ὅσιος Γεράσιμος, ὁ διδάσκαλος, καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὲς γένος. Γεννήθηκε
στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ λεγόμενα Ὑψωμάθεια, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς.
Συναναστράφηκε στὴν πατρίδα του μὲ σοφοὺς ἄνδρες, ᾖλθε στὴν Πάτμο, ὅπου
μαθήτευσε κοντὰ στὸν πιὸ σοφὸ δάσκαλο τοῦ Γένους, τὸν Ὅσιο Μακάριο τὸν
Καλογερά, στὴν περιώνυμη Πατμιάδα Σχολὴ καὶ ἀνέλαβε τὴν καθοδήγησή της
μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου.

Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς
βιοτικὲς μέριμνες, ἔγινε μοναχὸς στὴ βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ Μονὴ τοῦ
Εὐαγγελιστοῦ καὶ Θεολόγου Ἰωάννου στὴν Πάτμο, στὴν ὁποία καὶ
χειροτονήθηκε ἱερέας. Πολιτεύθηκε
μὲ ὅσιο καὶ καλὸ τρόπο, ὑπῆρξε ἄριστος παιδαγωγὸς τῶν νέων καὶ φώτισε
τοὺς πάντες. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ἀπὸ λιθίαση, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Σμύρνη πρὸς
θεραπεία τῆς ἀρρώστιας του. Ἐπειδὴ δὲν πέτυχε τὸν σκοπό του, πῆγε στὴν
Κρήτη, ὅπου κοιμήθηκε ὀσιακῶς τὸ ἔτος 1770 καὶ τάφηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ
τῆς Παναγίας Τριάδος, τὴν ἐπονομαζόμενη τῶν Τζαγκαρόλων.

Μόλις ἔμαθαν
οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου κατέφθασαν μὲ πλοῖο στὴν
Κρήτη, ζητώντας τὸ τίμιο λείψανό του. Ὅταν ἀρνήθηκαν οἱ Πατέρες τῆς
Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἀποδώσουν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ «ὃν
ἀπέστειλεν αὐτοὶς ὁ Θεός» ἔγινε ἀγρυπνία καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ
χερουβικοῦ Ὕμνου ἐκόπη αὐτομάτως τὸ ἱερὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖο
ἔλαβαν καὶ μετέφεραν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο, ὅπου βρίσκεται μέχρι
σήμερα, ἀναβλύζοντας τὶς δωρεὲς τῆς χάριτος σὲ ὅσους προσέρχονται σὲ
αὐτὴ μὲ πίστη.

Τὸ
χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ Ὁσίου ποὺ φυλασσόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα
τοῦ Καθολικοῦ τῆς σεβασμίας Μονῆς τῶν Τζαγκαρόλων, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο
τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Ἀκακίου, ποὺ ἔζησε ὀσιακῶς στὴ  Μονὴ καὶ
τελειώθηκε ὁ βίος του σὲ αὐτήν, παραδόθηκε στὴ φωτιὰ ἀπὸ μιαροὺς
Ἀγαρηνοὺς ποὺ ἐπέδραμαν ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τὸ ἔτος 1720 καὶ τὴν
ἔκαψαν. Χάθηκε ἔτσι ὁ σπουδαῖος αὐτὸς θησαυρὸς τῆς χάριτος.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Τυφλὸς

Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1905.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν Καλύμνῳ


Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος, κατὰ κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1862 στὴν
Ἠρακλείτσα τῆς περιφέρειας Ἀβδὶμ τῆς Ἀνατολικῆς Θρᾴκης ἀπὸ πτωχοὺς καὶ
ἁπλοϊκοὺς γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴ Σμαραγδή.


Βασίλειος μεγάλωσε ἔχοντας βαθιὰ πίστη καὶ μεγάλη εὐσέβεια καὶ
προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σὲ
ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινὰ ὅτι τὸ ἐπάγγελμα
ποὺ ἀσκοῦσε δὲν ἦταν στὰ μέτρα του καὶ ποθοῦσε μία ἄλλη ζωή.

Ἤθελε νὰ
ζήσει μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς
πολιτείας. Ἔτσι ἔλαβε πλέον τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ φύγει,
ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια καὶ κάνοντας πράξη τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου,
«ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν
αὐτοῦ».

Κατευθύνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης,
ὅπου ἐπὶ δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μὲ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση. Ἔντονη
ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν
ὁποία πραγματοποιεῖ  ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπὸ τὴν γενέτειρά του.

Δέος
τὸν καταλαμβάνει καθὼς ἀντικρίζει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐλπίζοντας πάντα
στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου
Χοζεβᾶ, ὅπου ἔπειτα ἀπὸ τριετῆ ἐνάρετο βίο κείρεται μοναχὸς τὸ 1890 καὶ
ἀργότερα, τὸ ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς,
Καλλίνικο, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, κοντὰ στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἄνθιμο,
γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ἁγιογραφία.

Τὸ 1902 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ
ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δὲ μέχρι τὸ ἔτος 1906 ὡς ἐφημέριος
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν
ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν
καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιὰ τὸν Ἅγιο Σάββα στὸν Καλύμνιο φίλο
του Γεράσιμο Ζερβό, πρὶν ἀκόμη ὁ Ἅγιος κοιμηθεῖ: «Νὰ ξέρεις, Γεράσιμε,
ὅτι ὁ πατὴρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».

Τὸ
ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στὴ μονὴ Χοζεβά, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικὸ μὲ
τέλεια ὑποταγὴ στοὺς ἀσκητικοὺς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία,
στέρηση παντὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολουθώντας τὸ πατερικὸ «ὁ ἀκτήμων
μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός».

Ἡ τροφή του ἦταν μία κουταλιὰ βρεγμένο σιτάρι
καὶ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό. Τὸ
ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴν Ἑλλάδα, μεταβαίνει στὴ νῆσο Πάτμο,
ὅπου διαμένει δυὸ χρόνια καὶ ἱστορεῖ δυὸ εἰκόνες στὸ Καθολικὸ τῆς
μονῆς. Ἔπειτα ἔρχεται στὴν Ἀθῆνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ
Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως.

Μεταβαίνει στὴν Αἴγινα καὶ
διακονεῖ τὸν Ἅγιο μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἡ συγκαταβίωση μὲ
τὸν Ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε στὴν πνευματική του πρόοδο.

Γνώρισε τὴν
αὐστηρὴ ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τὴν
ἁπλότητά του. Ἔζησε τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή του
εἶδε τὸν Ἅγιο νὰ κλίνει τὴν κεφαλή του προκειμένου νὰ τοῦ φορέσει τὸ
πετραχῆλι του καὶ νὰ ἐπανέρχεται κατόπιν στὴν θέση της.

Ἐπὶ τρεῖς
συνεχεῖς ἡμέρες οἱ ἀδελφὲς τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα ἄκουγαν συνομιλίες ἀπὸ
τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ὅταν δὲ πλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τὸν Ὅσιο Σάββα νὰ
συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο.

Ὁ Ὅσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελί του
γιὰ σαράντα ἡμέρες. Κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἐξῆλθε κρατώντας μία
εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν ὁποία ἐνεχείρησε στὴν ἡγουμένη μὲ τὴν
ἐντολὴ νὰ τὴν τοποθετήσει στὸ προσκυνητάρι.

Ἡ ἡγουμένη ἀπάντησε ὅτι
αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, διότι ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ
ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μία τέτοια ἐνέργεια ἴσως νὰ ἔθετε τὴ μονὴ
σὲ διωγμό.

Τότε ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά: «Ὀφείλεις νὰ κάνεις
ὑπακοή. Νὰ πάρεις τὴν εἰκόνα, νὰ τὴν βάλεις στὸ προσκυνητάρι καὶ τὶς
βουλὲς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὶς περιεργάζεσαι».

Στὴν
Αἴγινα δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μείνει, διότι προσέρχεται πολὺς κόσμος καὶ
αὐτὸ κουράζει τὸν φιλήσυχο Ὅσιο. Μεταβαίνει στὴν Ἀθῆνα καὶ κατόπιν στὴν
Κάλυμνο, ὅπου μετὰ ἀπὸ περιπλάνηση στὶς μονὲς καὶ τὰ ἡσυχαστήρια τοῦ
νησιοῦ, καταλήγει στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων.

Ἐκεῖ ἀρχίζει μία ἔντονη
πνευματικὴ ζωή. Ἁγιογραφεῖ, τελεῖ τὰ Θεία Μυστήρια καὶ τὶς Ἱερὲς
Ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τοῦ
παραδείγματός του καὶ βοηθάει χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς.

Ἦταν ἐπιεικὴς
καὶ εὔσπλαχνος μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δὲν ἀνεχόταν ὅμως τὴν
βλασφημία καὶ τὴν κατάκριση. Πολλὲς φορὲς δάκρυζε καὶ μὲ πόθο
παρακαλοῦσε γιὰ τὴν μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατὰ δὲ τὴ
Θεία Λειτουργία εἶχε τέλεια προσήλωση στὸ συντελούμενο μυστήριο.

Ἀξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, καθὼς καὶ τὸ πέρασμά του
ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ἡ ὁποία θὰ ἐξέλθει καὶ ἀπὸ τὸ μνῆμα του μετὰ τὴν
ἐκταφή του. Χρήματα δὲν κρατοῦσε ποτέ, ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς
κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο συμπλήρωσε τὶς ἡμέρες τῆς
ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ ἄκρα περισυλλογὴ καὶ ἱερὰ κατάνυξη, ἐνῷ λίγο
πρὶν τὸ τέλος ἡ τελευταία φράση του ἦταν «Ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος,
ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος».

Ἡ ὁμολογία αὐτὴ ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς ἐν
Χριστῷ πορείας του. Μετὰ
ἀπὸ δέκα ἔτη, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων
του, στὶς 7 Ἀπριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου
Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπάλαιας κυροῦ Ἰσιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ.

Ἕνα πυκνὸ νέφος θείας εὐωδίας κάλυψε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ καὶ τὸ νέο
γιὰ τὸ θεϊκὸ σημεῖο ἔκανε ἀμέσως τὸ γῦρο τοῦ νησιοῦ.

Τὸ ἱερὸ λείψανο
τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε σὲ λάρνακα, στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ
Ἠγιασμένου.
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διὰ Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1992.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

anavaseis.blogspot.gr

6 Απριλίου Συναξαριστής. Εὐτυχίου Πατριάρχου, Πλατωνίδος Ὁσίας, τῶν ἐν Περσίδι ἑκατὸν εἴκοσι Μαρτύρων, Πλατωνίδος Μάρτυρος καὶ τῶν σὺν αὐτὴ δυὸ Μαρτύρων, Εἰρηναίου Ἱερομάρτυρα, Τιμοθέου καὶ Διογένους Μαρτύρων, Τερβιλλίου πρίγκιπα, Γρηγορίου Ὁσίου, Γρηγορίου Σιναΐτου, Ρούφου Ὁσίου, Ἀφωνίου Ἐπισκόπου, Γενναδίου Ὁσιομάρτυρα, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων Νανουήλ, Θεοδώρου, Γεωργίου, Μιχαὴλ καὶ ἕτερου Γεωργίου.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (Ἑορτὴ Εὐτύχιος, Εὐτυχία)
Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ
αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεία
Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν
στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας.Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο
καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς
του καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ
Συναξάρι ὁ Ἠσύχιος εἶχε τὸ ὀρφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς
ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς
θαυματουργίας.Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο
Ἀμασείας στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια
χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας,
ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας
ἀργότερα ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος.Τὰ χρόνια ποὺ
ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν αἱρετικῶν
δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες
τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τὴν Τρίτη καὶ
τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων.Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ
κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρὸς
τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἠγιασμένο, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν
Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο
τοῦ ὠριγενισμοῦ.Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν ἔκκληση πρὸς τὸν
αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη. Τὴν αἴτηση αὐτὴ
ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς.Ἔτσι, τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν
Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾷ, μὲ σκοπὸ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν
καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ
Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ
Ὠριγένους, θεώρησε τὰ συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ
πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους.Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ
ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο
Μοψουεστίας καὶ τὰ αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ
Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα
Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση Μάρη.

Ὅταν τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ
Πατριάρχης Μηνᾷς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ᾖλθε ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα
καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ ταραχὲς ὅμως τῶν
αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Η Ε’ Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν
προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης
Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλάιων».

Ὁ σκοπὸς
ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ
μονοφυσῖτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους.
Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ. ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ
ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ
ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ
Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη
ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως
τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας, δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) –
τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν» – καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ
χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ αὐτά.

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ
Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τοὺς ὁποίου ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ
δυσσεβὲς  διάταγμα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ.,
καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε
νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του
ἀναφέρεται ὅτι μετὰ κατέφυγε σὲ μοναστῆρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε
ἀσκητικὰ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.

Μετὰ ἀπὸ
δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577 μ.Χ.,
ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’, ἐπανέφερε
μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν δεύτερη
πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ μαστιζόταν
ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγῶνας του γιὰ
τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀποκρισάριο
τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγω τῶν δοξασιῶν του περὶ
ἀναστάσεως σαρκός.

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582
μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπῖδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ
ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων.

Σῴζονται
ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν
Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα
ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ
Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου».
Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Βίον
οὐράνιον, Πάτερ κτησάμενος, σκεῦος ἐπάξιον, ὤφθης τῆς χάριτος, λόγω καὶ
πράξει βέβαιων, τὴν θείαν σοὶ χορηγίαν ὅθεν ἱεράτευσας, ἰσαγγέλως τῷ
Κτίσαντι, ἔνδοξε Εὐτύχιε, Ἐκκλησίας ὡράισμα, ἣν φύλαττε ταὶς σαὶς
προστασίαις, πάσης ἀνάγκης ἀνωτέραν.
Ἡ Ὁσία Πλατωνὶς

Ἡ Ὁσία Πλατωνὶς ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Νισίβεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 300 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι ἑκατὸν εἴκοσι Μάρτυρες ἐν Περσίδι

Οἱ
Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν ἐπὶ βασιλέως τῆς Περσίας Σαβωρίου
(325-379 μ.Χ.). Ὁ ἀσεβὴς βασιλέας τῶν Περσῶν, ἀφοῦ κυρίευσε τὴν
ἐπικράτεια τῶν Βυζαντινῶν καὶ κατέστρεψε πολλὰ κάστρα καὶ χῶρες,
συνέλαβε πολλοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.

Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλοι
σφαγιάσθηκαν καὶ ἄλλοι πέθαναν στὸν δρόμο ἀπὸ κακουχίες. Οἱ ἑκατὸν
εἴκοσι Μάρτυρες ὁδηγήθηκαν στὴν Περσία δεμένοι μὲ ἁλυσίδες καὶ
κλείσθηκαν στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν
Χριστὸ καὶ ἀρνοῦνταν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὁ Σαβώριος τοὺς ἔριξε μέσα
σὲ φωτιὰ καὶ ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τους.

Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἔγινε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 344-347 μ.Χ.
Ἡ Ἁγία Πλατωνὶς ἡ Μάρτυρας καὶ οἱ δυὸ σὺν αὐτὴ Μάρτυρες

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πλατωνὶς μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους δυὸ Χριστιανοὺς στὸν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σιρμίου


Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Εἰρηναίου τὴν 26η
Μαρτίου καθὼς καὶ τὴν 23η Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου. Σήμερα
τιμᾶται ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.

Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Διογένης οἱ Μάρτυρες

Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος καὶ Διογένης μαρτύρησαν στὴ Μακεδονία, πιθανῶς
τὸ ἔτος 345 μ.Χ., θανατούμενοι ἀπὸ αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.

Ὁ Ἅγιος Τερβίλλιος ὁ πρίγκιπας


Ἅγιος Τερβίλλιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 566 μ.Χ. στὴν Οὐαλία καὶ ἦταν υἱὸς
τοῦ βασιλέως Ἰωὴλ τοῦ Β’. Ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο στὴν περιοχὴ τοῦ
Λάντερφελ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 660 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Βυζάντιος


Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὸ
ἐπώνυμο Βυζάντιος. Ἀφοῦ ᾖλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνασε στὰ ὅρια τῆς μονῆς
Μεγίστης Λαύρας. Διὰ τῆς συντόνου ἀσκήσεως, τῆς ἄκρας ἡσυχίας καὶ τῆς
νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε θερμὸς μύστης, ἔφθασε σὲ ὕψος
τελειότητας καὶ δεχόταν τροφὴ ἀπὸ Ἄγγελο. Ὁ Ὅσιος, ποὺ ἦταν διδάσκαλος
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴ νηπτικὴ φιλοσοφία, κοιμήθηκε μὲ
εἰρήνη τὸ ἔτος 1310.

Συνεορτάζει μετὰ τῶν λοιπῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
τὴν Β’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου, ἀναφερόμενος στὸ β’ τροπάριο τῆς γ’ Ὠδῆς
τοῦ Κανόνος τῆς κοινῆς αὐτῶν Ἀκολουθίας.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης


Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὀφείλει τὴν ἐπωνυμία του στὸ ὄρος Σινά, ὅπου
ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο,
πλησίων τῶν Κλαζομενῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πλούσιους
γονεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους, παράλληλα μὲ τοὺς εὐσεβεῖς διδασκάλους του,
ἔμαθε τὰ πρῶτα ἱερὰ γράμματα. Κατόπιν πῆγε στὴν Κύπρο, ὅπου ἔζησε γιὰ
μικρὸ χρονικὸ διάστημα κοντὰ σὲ κάποιον ἐνάρετο μοναχὸ καὶ ἔγινε καὶ ὁ
ἴδιος δόκιμος καὶ στὴ  συνέχεια μετάβη στὸ ὄρος Σινά. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴ
μοναχικὴ κουρὰ καὶ ἔζησε ἀσκώντας τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, μὲ
αὐστηρὴ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἀπὸ τὸ Σινὰ ἀναχώρησε γιὰ τὰ
Ἱεροσόλυμα, ὡς ἐπισκέπτης καὶ προσκυνητὴς τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τῶν
λοιπῶν προσκυνημάτων τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν ᾖλθε στὴν Κρήτη, στοὺς
Καλοὺς Λιμένες, ὅπου διδάχθηκε τὴ νοερὰ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἐρημίτη Ἀρσένιο
τὸν Ἁγιοφαραγγίτη.

Στὴν συνέχεια μετέβη μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς μονές, τὶς σκῆτες καὶ τὰ κελιά, καθὼς
καὶ τοὺς δύσβατους καὶ ἐρημικοὺς τόπους του, κατοίκησε κατ’ ἀρχὴν στὴ
σκήτη τοῦ Μαγουλά, ποὺ βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Φιλοθέου καὶ
μετὰ στὶς Καρυὲς καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ Ἄθω.

Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη,
ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔχτιζε κελιὰ γιὰ ὅσους
ἔρχονταν πρὸς αὐτόν. Αὐτοὶ ἦταν στὸ σύνολό τους ἐπιφανεῖς ἄνδρες, οἱ
ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀκούσουν τὴν ψυχωφελέστατη διδασκαλία του καὶ νὰ
μονάσουν κοντά του. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγαποῦσε τὴν ἀναχώρηση καὶ δὲν
ἤθελε «οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν νὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὴν θεωρίαν», μετέβαινε σὲ
δύσβατα καὶ ἀπόκρημνα μέρη, ὅπου ἦταν δύσκολο νὰ τὸν πλησιάσουν πολλοὶ
ἄνθρωποι καὶ νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴν εὐλάβειά τους, διαταράζοντας ἔτσι τὴν
ἡσυχία ποὺ τόσο ποθοῦσε.

Ὁ Ὅσιος, λοιπόν, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὴ
φυσιογνωμία στὴν ἐποχή του καὶ διακρίθηκε προπαντὸς ὡς ὁ πρῶτος καὶ
μεγάλος συστηματικὸς δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «Κύριε, Ἰησοῦ
Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν».

Φεύγοντας ἀπὸ τὸ
Ἅγιον Ὄρος, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν Καταλανῶν πειρατῶν ποὺ ἐπανειλημμένως
τὸ λυμαίνονταν ἐκείνη τὴν ἐποχή, μετέβη στὴν Σερβία καὶ Βουλγαρία, στὶς
πόλεις Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη καὶ Ἀλεξανδρούπολη καὶ στὰ νησιὰ
Χῖο καὶ Μυτιλήνη, μεταφέροντας παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς ἀθωνικῆς μοναστικῆς
πολιτείας. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ὁ Ὅσιος Γρηγόριος,
δὲν ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β’ τοῦ
Παλαιολόγου (1282-1328) νὰ προσέλθει στὰ ἀνάκτορα.

Ἀπὸ τὴν
Κωνσταντινούπολη ᾖλθε στὸ Κατακεκρυωμένον ὄρος τῆς Θρᾴκης, στὰ σύνορα
Βυζαντίου καὶ Βουλγαρίας, ἀγωνιζόμενος τὸν ἡσυχαστικὸ ἀγῶνα. Τελικὰ
ἐπανῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, γενόμενος πανηγυρικὰ δεκτὸς ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς
τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔπειτα μετέβη καὶ πάλι στὸ ὄρος Κατακεκρυωμένον,
ἵδρυσε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἔγινε εἰσηγητὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ στοὺς
Σλάβους καὶ τοὺς Βούλγαρους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὰ Παρόρια τὸ 1331 καὶ
πάλι τὸ 1335.

Σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ἦταν ἡ
συνειδητοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ χορηγήθηκε στὸν ἄνθρωπο
ἀλλὰ βρίσκεται κρυμμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς
πέφτουν στὴν ἁμαρτία ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ἁμαρτωλὴ συνήθεια στὴν ἀναισθησία
καὶ στὴν τύφλωση καὶ δὲν ξέρουμε πιὰ ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει Θεός, ποιοὶ
εἴμαστε, τί μποροῦμε νὰ φθάσουμε, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ
φωτός, παιδιὰ καὶ μέλῃ Χριστοῦ. Εἴχαμε βαπτισθεῖ σὲ ὥριμη ἡλικία;

Δὲν
διακρίναμε παρὰ τὸ νερὸ καὶ ὄχι τὸ Πνεῦμα. Κι ἂν ἀκόμη εἴμαστε
ἀναγεννημένοι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πιστεύουμε μὲ νεκρὴ καὶ ἀδρανῆ πίστη…
Καταντήσαμε σάρκα καὶ συμπεριφερόμαστε ἀκολουθώντας τὴ σάρκα… Ὑπάρχουν
δυὸ τρόποι νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ
δεχθήκαμε μυστηριακὰ μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα: α) Ἡ δωρεὰ αὐτὴ ἀποκαλύπτεται
μὲ τρόπο γενικὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν καὶ μὲ θυσία ἐπίπονων
προσπαθειῶν καὶ β) Ἐκδηλώνεται στὴ ζωὴ ὑποταγῆς (στὸν πνευματικὸ
πατέρα), μὲ τὴν μεθοδικὴ καὶ ἐξακολουθητικὴ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ,
δηλαδὴ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πρώτη ὁδὸς εἶναι ἡ πιὸ μακρινή, ἐνῷ ἡ
δεύτερη ἡ πιὸ σύντομη, μὲ τὸν ὄρο νὰ ἔχεις μάθει νὰ ἀνασκάπτεις τὴ γῆ
θαρραλέα καὶ ἐπίμονα γιὰ νὰ ἀποκαλύψεις τὸ χρυσάφι».

Ἡ κυριότερη
ἀπασχόληση τοῦ Ὁσίου ἦταν νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές του ἀπὸ φανταστικὲς
ὀπτασίες, ποὺ ὄχι μόνο προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀκόμη
συχνότερα προκαλοῦνται ἀπὸ τὸ δαίμονα. «Ἐραστὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι πολὺ
προσεκτικός. Ὅταν, ἀπασχολούμενος στὴν ἐργασία σου, βλέπεις ἕνα φῶς ἢ
μία φλόγα, μέσα σου ἢ ἔξω ἀπὸ ἐσένα, τὴν αὐτολεγόμενη εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ, Ἀγγέλους ἢ Ἁγίους, μὴν τὴν παραδεχθεῖς. Θὰ κινδυνεύσεις νὰ τὴν
πάθεις. Μὴν ἐπιτρέπεις, πολὺ περισσότερο, στὸ πνεῦμα σου νὰ ἐνδυναμωθεῖ
ἀπὸ αὐτή.

Ὅλοι οἱ ἐξωτερικοὶ αὐτοὶ ἐπίπλαστοι σχηματισμοὶ ἔχουν
ἀποτέλεσμα νὰ πλανήσουν τὴν ψυχή. Ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ
ἔρμη τῆς καρδιᾶς ποὺ κατακαίει τὰ πάθη, προκαλεῖ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴν
χαρὰ στὴν ψυχὴ καὶ συμμορφώνει τὴν καρδιὰ σὲ μία βέβαιη ἀγάπη καὶ ἕνα
συναίσθημα ἀδιαφιλονίκητης πληρότητος».

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
«ἐπιμένει ἐδῶ, πάνω σὲ οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθόδοξης μυστικῆς
παράδοσης. Ἡ φαντασία κάτω ἀπὸ ὅλες τὶς ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες μορφὲς
εἶναι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό».

Ἀπὸ τοὺς
πολυπληθεῖς μαθητὲς καὶ διαδόχους τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ
συγκεντρώθηκαν κοντά του πολὺ νωρίς, ἰδιαίτερα ὅταν βρισκόταν στὴν
περιοχὴ τοῦ χειμάρρου Χρέντελι, μᾶς εἶναι γνωστοὶ οἱ ἑξῆς: ὁ Ὅσιος
Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐβοίας, ὁ συμπολίτης του Ἰωσὴφ ποὺ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν
Λατίνων, ὁ ἀββᾶς Νικόλαος ἐξ Ἀθηνῶν ποὺ ἀντιστάθηκε ἐπίσης κατὰ τῶν
Λατίνων καὶ μάλιστα κατὰ τοῦ λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ τοῦ
Παλαιολόγου καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ πολλὰ δεινά, ὁ Μᾶρκος ἀπὸ τὶς Κλαζομενὲς
ποὺ ὑπῆρξε θεωρητικὸς καὶ ἐνάρετος ἀσκητὴς καὶ μαρτυρεῖται ὅτι εἶδε τὴν
Παναγία νὰ σκεπάζει τὸ Ἅγιον Ὄρος δορυφορούμενη ἀπὸ Ἀρχαγγέλους καὶ
Ἀγγέλους, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος ὁ Α’, ὁ Ἰάκωβος ὁ
ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς του ἔγινε Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Κλήμης.

Ὅλοι
αὐτοὶ διέπρεψαν μὲ τὴ στάση τους στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς
ἁγιότητας, γι’ αὐτὸ καὶ μερικοὶ ἔφθασαν μέχρι τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Κάποιοι ἄλλοι μάλιστα ἀποτέλεσαν καὶ τοὺς
πρώτους μοναχοὺς τῆς μονῆς Γρηγορίου, καθὼς κατέβηκαν ἀπὸ τὴ δύσβατη
περιοχὴ ὅπου βρίσκονταν πρὸς τὴν παραλία, στὴ σημερινὴ θέση της,
προβαίνοντας ταυτόχρονα στὴν ἵδρυση καὶ τὴν τέλεια ἀποκατάστασή της σὲ
κοινόβιο.

Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀσθένεια ὁ Ὅσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε στὶς 27
Νοεμβρίου 1347. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 11
Φεβρουαρίου καὶ στὶς 27 Νοεμβρίου.

Τὰ Νηπτικὰ Ἔργα τοῦ Ὁσίου
Γρηγορίου διασῴζονται στὴν Πατρολογία καὶ στὴ Φιλοκαλία. Μεταξὺ τῶν
συγγραμμάτων του πρέπει νὰ μνημονευθοῦν δυὸ δοκίμια, τὸ «Περὶ ἡσυχίας
καὶ περὶ τῶν δυὸ τρόπων τῆς προσευχῆς» καὶ τὸ «Περὶ τοῦ πῶς δεῖ
καθέζεσθαι τὸν ἡσυχάζοντα εἰς τὴν εὐχήν».
Ὁ Ὅσιος Ροῦφος ὁ Ἀσκητὴς


Ὅσιος Ροῦφος ἔζησε ὡς ἐρημίτης στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ
τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Διακρινόταν γιὰ τὴν ὑπακοή του καὶ τιμόταν ὡς λάτρης
τῆς ἐργασίας καὶ τῆς νηστείας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὶς
μακρινὲς Σπηλιὲς τῆς Λαύρας.
Ὁ Ἅγιος Ἀφώνιος Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ


Ἅγιος Ἀφώνιος γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων
Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τῆς περιοχῆς Περεγιασλὰβ – Ζαλέσκιυ. Τὸ ἔτος 1635
ἐξελέγη Μητροπολίτης Νόβγκοροντ, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ γήρατος καὶ μιᾶς
ἀσθένειας, τὸ 1649, ἄφησε τὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ
μοναστῆρι Τσουτύνσκιυ.

Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1652 καὶ
ἐνταφιάσθηκε στὸ προαύλιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπάνω
στὸν τάφο του ἐτελεῖτο ἡ Ἀκολουθία τῶν κεκοιμημένων.

Ὁ Ἅγιος Γεννάδιος ὁ Ὁσιομάρτυρας


Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γεννάδιος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου
τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ προτροπὴ τοῦ
ἡγουμένου αὐτῆς, ὡς συνοδίτης τῶν μοναχῶν Βονιφατίου καὶ Εὐδοκίμου ποὺ
ὅδευαν πρὸς τὸ μαρτύριο.

Οἱ δυὸ αὐτοὶ μοναχοί, ἀφοῦ δείλιασαν πρὸ τῶν
βασάνων καὶ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό, κατήγγειλαν ὡς αἴτιο τῆς πορείας τους
πρὸς τὸ μαρτύριο, τὸν Γεννάδιο.

Ἔτσι ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς
Τούρκους, κλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ βασανίσθηκε ἀνηλεῶς. Ἐπειδὴ δὲν
ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, καταδικάσθηκε, τὸ ἔτος 1818, στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ
θάνατο καὶ ἔλαβε ἔτσι τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαὴλ καὶ Γεώργιος οἱ Νεομάρτυρες ἐκ Σαμοθράκης

Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ ὁ νεότερος Γεώργιος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Σαμοθράκη, ὁ δὲ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Κατὰ
τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἡ νῆσος Σαμοθράκη κατελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς,
ποὺ ᾖλθαν ἀπὸ τὴν Ἄβυδο καὶ τὴν Τένεδο καὶ φόνευσαν τοὺς Χριστιανοὺς
κατοίκους, τὶς δὲ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ διαμοίρασαν στὴν Ἀνατολὴ καὶ
στὴν Αἴγυπτο. Τότε συνέλαβαν καὶ τοὺς τέσσερις Μάρτυρες μαζὶ μὲ τὸν
Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ὅμως φοβήθηκε καὶ ἀλλαξοπίστησε καὶ τοὺς πούλησαν σὲ
Τούρκους σὲ διάφορα μέρη. Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐλευθερώθηκε, οἱ πέντε
Νεομάρτυρες ἐπέστρεψαν στὴ Σαμοθράκη καὶ ἀκολούθησαν τὸ χριστιανικὸ βίο.

Ἐκείνη
τὴν περίοδο διορίσθηκε στὸ ὑπουργεῖο τοῦ καδῆ τῆς Μάκρης κάποιος
σκληρὸς Ἀπτουρραχμᾶν ἀφέντης λεγόμενος, ἀπάνθρωπος καὶ ζηλωτὴς τῆς
θρησκείας τοῦ Μωάμεθ. Αὐτός, τὸ ἔτος 1836, συνέλαβε τοὺς Μάρτυρες, τοὺς
ὁποίους φυλάκισε καὶ βασάνισε. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ φρικώδη
βασανιστήρια οἱ Μάρτυρες ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ὁ
καδὴς ἔγραψε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν ἀφέντη τῆς Βασάφ, ὁ ὁποῖος
ἦταν μυστικὸς γραμματεὺς τοῦ σουλτάνου Μαχμούτ, τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς
Μάρτυρες καὶ ὅτι ἀρνήθηκαν τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ.

Ἡ ἀπόφαση ποὺ
ᾖλθε ἦταν καταδικαστική. Πρῶτος μαρτύρησε ὁ γέροντας Μιχαήλ, τὸν ὁποῖο
κατέκοψαν σὲ κομμάτια μὲ τὰ ξίφη τους. Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος καὶ Γεώργιος
κρεμάστηκαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ στέφανο τῆς ἀθλήσεως. Τὸν δὲ πολυπαθῆ
Μανουὴλ τὸν ἔριξαν πάνω σὲ σιδερένια τσιγκέλια καὶ καρφώθηκε
σταυρωειδῶς. Ἔτσι ἔριξαν καὶ τὸν μακάριο μικρὸ Γεώργιο, ἀλλὰ ὢ τοῦ
θαύματος! Τὰ καρφιὰ λύγισαν καὶ δὲν καρφώθηκε κανένα στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἔριξαν πάνω σὲ σιδερένια σουβλιὰ καὶ τὸν πατοῦσαν γιὰ
ἂν καρφωθεῖ τὸ σῶμα του.

Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Μάρτυρας Μανουὴλ
σύντομα παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ Μάρτυς
Γεώργιος ἔμεινε καρφωμένος εἴκοσι τέσσερις ὧρες μὲ ὀδύνη ἀφόρητη. Οἱ
Ἀγαρηνοί, ὅταν εἶδαν ὅτι μετὰ ἀπὸ τόσο διάστημα ἀκόμα ζεῖ, τὸν
πυροβόλησαν στὴν κεφαλὴ καὶ ἔτσι τελείωσε τὸν βίο του καὶ αὐτὸς ὁ
ἀοίδιμος.

Οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἔλαβαν τὴν ἄδεια, ἐνταφίασαν τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν.

Ἡ Σύναξή τους ἑορτάζεται καὶ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Σαμοθράκης
λαμπτῆρες καὶ τῆς Μάκρης ἀγλάισμα, Νεομάρτυρες θεῖοι ἀληθῶς
ἀνεδείχθητε, ἀθλήσαντες στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ λύσαντες τὴν πλάνην
τοῦ ἐχθροῦ, Μανουὴλ σὺν Θεοδώρω καὶ Μιχαήλ, καὶ οἱ διττοὶ Γεώργιοι, δόξα
τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι δι’ ὑμῶν,
ἠμὶν χάριν καὶ ἔλεος.

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

anavaseis.blogspot.gr

30 Απριλίου Συναξαριστής. Ἰακώβου Ἀποστόλου, Μαξίμου Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰσιδώρου, Ἠλία καὶ Παύλου, Ἀφροδισίου Ἱερομάρτυρα καὶ τῶν σὺν αὐτῶ τριάντα Μαρτύρων, Δονάτου Ἐπισκόπου Εὐβοίας, Λαυρεντίου Ἱερομάρτυρα καὶ τῶν σὺν αὐτῶ, Ἐρκονγουάλδου Ἐπισκόπου Λονδίνου, Κλήμεντος Ὑμνογράφου καὶ Ὁμολογητού, Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Βασιλέως Ἱερομάρτυρα, Σίμωνος Μητροπολίτου Μόσχας, Ἰγνατίου Ἐπισκόπου, Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ἁγίου Νικήτα, Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ἀργυρῆς Νεομάρτυρος.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος (ἑορτὴ Ἰάκωβος)
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ἦταν υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης καὶ πρεσβύτερος ἀδελφὸς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Βησθαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἁλιεία στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη, ἔχοντας καὶ οἱ δυὸ μαζί τους καὶ τὸν πατέρα τους, καθὼς καὶ πολλοὺς ἐργάτες.Εἶχαν δικό τους πλοῖο καὶ συνεργάτης τους ἦταν καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Παρόλα αὐτὰ ὅταν ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ».Ὁ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο ὡς Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ καὶ κλήθηκαν υἱοὶ βροντῆς καὶ ἔγιναν μάρτυρες πολλῶν μεγάλων γεγονότων, ποὺ δὲν τὰ βίωσαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ἔγιναν ἀποκλειστικοὶ μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.Εἶδαν τὴ θαυμαστὴ Ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ Ἰάειρου καὶ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ προσκληθοῦν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ κοντά Του κατὰ τὶς ὧρες τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀγωνίᾳς Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.

Ἡ οἰκειότητα αὐτὴ ὁδήγησε προφανῶς τὸν Ἰάκωβο μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη νὰ ζητήσουν μέσῳ τῆς μητέρας τους ἀπὸ τὸν Κύριο, πρωτοκαθεδρία στὴν ἐγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας τὴν ἀποστολὴ τοῦ Μεσσία. Οἱ δυὸ Μαθητὲς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστό, δόξα μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἔχοντας κατὰ νοῦ ὅτι ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰσθητή.

Ὁ Χριστὸς ὅμως, διορθώνοντας τὴν ἐσφαλμένη δοξασία τους, ὑποδεικνύει τὴν πραγματικὴ καὶ αἰώνια δόξα, ἡ ὁποία διέρχεται μέσα ἀπὸ τὸ «ποτήριον», ποὺ εἶναι τὰ Πάθη καὶ ὁ Σταυρός. Γι’ αὐτὸ τοὺς λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».

Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης.

Μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων μεταστρεφόταν στὴ νέα πίστη καὶ ἄλλαξε τρόπο ζωῆς χάρη στὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου. Αὐτὸ θορύβησε ἰδιαίτερα τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, τὸ ἔτος 44 μ.Χ., τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν, ὡς ἀμνό, μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρῴδου τοῦ Ἀγρίππα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετὰ καὶ τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ’ οὐ καὶ ἠξιώθης ἰδείν, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάξιμος, τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ τοῦ διαπέρασαν τὴν κοιλιὰ μὲ ξίφος.

Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἠλίας καὶ Παῦλος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰσίδωρος, Ἠλίας καὶ Παῦλος μαρτύρησαν στὴν Κορδούη τῆς Ἱσπανίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀφροδίσιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ τριάντα Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀφροδίσιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαρτύρησε στὴν Ἀλεξάνδρεια μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα Χριστιανούς.

Ὁ Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐβοίας

Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (37-395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔβοια καὶ μορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Εὐβοίας καὶ ἀρχιεράτευσε ἐπὶ ἀξήντα χρόνια. Μετεῖχε δὲ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἄλλες πηγὲς θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση, ἀφοῦ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν πολὺ διαδεδομένο ἐκεῖ.

Στὶς λατινικὲς πηγὲς παρατηρεῖται σύγχυση μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Δονάτου, Ἐπισκόπου Εὐβοίας, καὶ τοῦ ὁμωνύμου του Ἐπισκόπου Ἀρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Αὐτὸ ἦταν εὔκολο νὰ συμβεῖ, ἀφενὸς μὲν λόγω τῆς συνωνυμίας, ἀφετέρου δὲ διότι ἡ Ἐπισκοπὴ Εὐβοίας ὑπαγόταν Ἐκκλησιαστικὰ στὴ Δύση, ἂν καὶ πολιτικὰ ἀνῆκε στὸ Βυζάντιο.

Οἱ ἁγιολογικὲς πηγὲς μαρτυροῦν πλῆθος θαυμάτων ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ φόνευσε τὸν δράκοντα.

Κοντὰ στὴν Εὔβοια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρα μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ, ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴν φωλιά του στὴν πηγή.

Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο κτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, χτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, ποὺ ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴν συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεψε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.

Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, ἔφθασε μέχρι τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Μεγάλο, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν θυγατέρα του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος θεράπευσε τὴ βασιλόπαιδα καὶ ὁ Θεοδόσιος τοῦ πρόσφερε τόπο στὸν Ὀμφάλιο Ἠπείρου καὶ χρήματα, προκειμένου ὁ Ἅγιος νὰ ἀνεγείρει ναό.

Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σῴζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό.

Ὁ Ἅγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μᾶλλον τὸ 388 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δονάτου τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴ Θεσπρωτία, τὴν Πρέβεζα καὶ τὰ Ἰωάννινα.
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Λαυρέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἱσπανία ἢ τὴ Γαλλία καὶ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γαυδεντίου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Νοβάρα (τιμᾶται 22 Ἰανουαρίου). Μαρτύρησε, τὸ ἔτος 397 μ.Χ., μαζὶ μὲ μία ὁμάδα Χριστιανῶν παίδων, ποὺ κατηχοῦσε.
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδου Ἐπίσκοπος Λονδίνου

Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος ἦταν Ἀγγλοσάξονας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν ἐγκόσμιο βίο καὶ ἔγινε μοναχός. Ἵδρυσε δυὸ μεγάλες μονές. Στὴν πρώτη, ποὺ ἦταν γυναικεία, ἐγκατέστησε ὡς ἡγούμενη ἡ ἀδελφή του Ἁγία Ἐδιλμπούργκα (τιμᾶται 7 Ἰουλίου). Ἡ ἀνδρικὴ μονὴ ἔκειτο στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρτσεϊ, πλησίον τοῦ ποταμοῦ Τάμεση.

Τὸ ἔτος 675 μ.Χ. ὑποχρεώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο Ταρσοῦ, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας, νὰ ἀφήσει τὴν προσφιλῆ του ἡσυχία καὶ νὰ χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Λονδίνου. Ἐξασφάλισε πολλὰ προνόμια γιὰ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὁ ὁποῖος, ὡς λέγεται, χτίσθηκε ἐπὶ θεμελίων παλαιοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.

Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος ἀρχιεράτευσε ἐπὶ ἕντεκα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 686 μ.Χ., ἀφήνοντας ὄνομα καλοῦ ποιμένα καὶ μεγάλη φήμη ἁγιότητας.

Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὁ Ὑμνογράφος ὁ Ὁμολογητὴς

Ὁ Ὅσιος Κλήμης, ὁ Ὑμνογράφος, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ Στουδίου, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου στοῦ Στουδίτου (τιμᾶται 11 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία.

Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἔνθερμους ὑποστηρικτὲς τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ὑπέστη διωγμοὺς καὶ ἐξορίες. Γι’ αὐτὸ καὶ πέθανε στὴν ἐξορία, ὡς Ὁμολογητής.

Ὁ Ὅσιος Κλήμης συνέθεσε πολλοὺς Κανόνες καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια. Ἀπὸ τοὺς Κανόνες αὐτοῦ, παρελήφθησαν στὰ Μηναῖα, ὁ Κανόνας στὸν Προφήτη Μωυσέα (τιμᾶται 4 Σεπτεμβρίου), ὁ Κανόνας στοὺς Ἀρχαγγέλους (τιμοῦνται 8 Νοεμβρίου), ὁ Κανόνας στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος (τιμᾶται 30 Μαρτίου), ὁ Κανόνας στοὺς Ἁγίους Ἑπτὰ Παῖδες τοὺς ἐν Ἐφέσῳ (τιμοῦνται 4 Αὐγούστου) καὶ ὁ Κανόνας στὴ Θεοτόκο.
Εὕρεση καὶ ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βασιλέως τοῦ Ἱερομάρτυρα

Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀμασείας καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 26 Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Ὁ Ἅγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας

Ὁ Ἅγιος Σίμων ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὁσίου Σεργίου καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1495 ἐξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1511 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1807 μ.Χ. στὴν κωμόπολη Ποκρὸφκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντᾶ τῆς Ρωσίας ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ὁ τόπος ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἅγιος ἦταν γεμάτος ἀπὸ μονὲς καὶ σκῆτες καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομαζόταν «Θηβαΐδα τῆς Ρωσίας». Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ περιβάλλον ἐπέδρασε πολὺ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς εὐσέβειάς του.

Ὁ πατέρας του τὸν ἔγραψε στὴν αὐτοκρατορικὴ σχολὴ πολέμου στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Παρὰ τὴν πρόοδό του στὴ σχολή, ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἔδωσε μία σοβαρὴ ἀσθένειά του τὸ ἔτος 1827, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν σχολὴ παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῶν ἀξιωματικῶν. Ἀμέσως ἐγκαταβιώνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβὶρ στὴν Πετρούπολη.

Ἐκεῖ συνδέεται πνευματικὰ μὲ τὸν Στάρετς Λεωνίδα, τῆς Ὄπτινα ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴ μονή. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, ὅπου γνώρισε τὸν Στάρετς Θεοφάνη. Ἐκεῖ ἔμεινε τέσσερα ἀκόμη χρόνια, γιὰ νὰ καταλήξει κοντὰ στὸν γέροντά του Λεωνίδα στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα.

Κείρεται μοναχὸς τὸ 1831 μ.Χ. καὶ ὀνομάζεται Ἰγνάτιος. Λίγο καιρὸ ἀργότερα χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ὁ Ἅγιος ἀρχίζει τὸν ἔντονο πνευματικὸ ἀγῶνα. Σὲ αὐτὸν ἀναφέρεται σχετικὰ ὁ γέρων Σωφρόνιος, ποὺ γράφει: «Ἡ χριστιανικὴ τελειότητα ἔγκειται στὴν ἐσωτερικὴ (ἐγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στὴν ὁποία ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύπτει τὴ διαμονή Του μέσα στὴν καρδιά, μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος.

Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τὴν τελειότητα αὐτὴ γίνεται φορεὺς φωτός, ἐκπληρώνοντας τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον ὄχι μὲ σωματικὴ ὑπηρεσία, ἀλλὰ μὲ τὴ διακονία τοῦ Πνεύματος, καθοδηγώντας τοὺς σῳζομένους, ἐγείροντας αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πτώση, θεραπεύοντας τὶς ψυχικὲς τους πληγές.

Ὁ χορὸς τῶν μοναχῶν ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένους λόγους ἀνθρώπινης σοφίας ἀλλὰ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἐπικυρώνονταν μὲ θαύματα, ποίμαναν καὶ στερέωναν τὴν Ἐκκλησία.

Ἰδού, γιατί ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν περίοδο τῶν Μαρτύρων ἐπεκτάθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ τελειότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πηγὴ τοῦ φωτός της καὶ ἡ κύρια δύναμη τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας».

Μὲ ἐντολὴ τοῦ τσάρου Νικολάου καλεῖται στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ ἀναλαμβάνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σεργίου.

Προηγουμένως ὅμως, παραιτεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποσύρεται στὴν ἡσυχία τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν καλεῖ νὰ τὴν διακονήσει ὡς Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου καὶ Εὐξείνου Πόντου. Ἡ πνευματική του δραστηριότητα δὲν σταματᾷ.

Κατὰ ἐκείνη τὴν περίοδο θὰ γράψει καὶ τὸ περίφημο ἔργο του «Προσφορὰ εἰς τὸν σύγχρονον μοναχισμόν», στὸ ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἡ ἁγιότητα τῆς ὑπάρξεώς του.

Λόγοι ἀσθενείας τὸν ἀναγκάζουν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι, ἀποσύρεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπαμπάεβο.

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀφοῦ ἔζησε ἐκεῖ ὡς ἁπλὸς μοναχός, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1867, σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν.
Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικήτα Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ

Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικήτα Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 31 Ἰανουαρίου.

Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικήτα, ἀνεκομίσθηκαν τὸ ἔτος 1558.

Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Ἀργυρῆς τῆς Νεομάρτυρος

 

Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀργυρῆς τῆς Νεομάρτυρος, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 5 Ἀπριλίου.






synaxarion.gr 

anavaseis.blogspot.com

29 Απριλίου Συναξαριστής. Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου, Ἀποστόλων, Κερκύρας Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰακισχόλου, Ἰανουαρίου, Εὐφρασίου, Μαμμίνου, Μαρσαλίου, Σατορνίνου καὶ Φαυστιανού, Βιταλίου καὶ Βαλερίας Μαρτύρων, Ζήνωνος Μάρτυρα, Νέωνος Μάρτυρα, Ἀττικοῦ καὶ Κυντιανοὺ Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Ἀγαπίου, Σεκουνδίνου, Τερτούλης, Ἀντωνίας καὶ ἀνωνύμου μετὰ τῶν τέκνων του, Ἰωάννου τοῦ Καλοκτένους, Βασιλείου Θαυματουργοῦ ἐκ Σερβίας.
Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων
Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι’ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸ περιέβαλαν σὲ σινδόνια μαζὶ μὲ ἐκλεκτὰ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου.
Παρευρίσκονταν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τὴ Θεομήτορα. Δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Λουκᾶς.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἀνάπλαση καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ποὺ καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὸ θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπανῆλθε πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ πλάττεται καὶ νὰ παίρνει ζωή, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ δὲ τὴ λήψη τῆς πνοῆς ζωῆς μὲ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, γιατί μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὕα. Ἔτσι τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἀφοῦ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς δικός του καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα ταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ’ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα.
Ὑπάρχει κάτι συνεσκιασμένο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, εἶδε τὸν ἀναστάντα καὶ ἀπόλαυσε τὴν ὁμιλία του καὶ ἄγγισε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λέγουν φανερά, μὴ θέλοντας νὰ φέρουν ὡς μάρτυρα τὴ μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐπειδὴ τώρα ὁμιλῶ πρὸς πιστοὺς θὰ διευκρινίσω τὰ σχετικά.
Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, κατὰ τὴν ἐντολή, τὸ Σάββατο ἡσύχασαν. Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει: «Τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ, ἦρθαν στὸ μνῆμα, ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ τοῦ Ἰακώβου, ἡ Ἰωάννα καὶ ἄλλες μαζί τους». Ὁ Ματθαῖος λέγει: «ἀργὰ τὸ Σάββατο, ξημερώνοντας τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος καὶ δύο μυροφόρες προσῆλθαν». Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Τὸ πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ καὶ ἦταν μόνο ἡ Μαρία Μαγδαληνή». Ἐνῶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρει: «Πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος καὶ ἦταν τρεῖς οἱ προσερχόμενες μυροφόρες».
Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ Κυριακή. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὄρθρο βαθύ, πολὺ πρωὶ καὶ πρωὶ σκοτεινὰ ἀκόμη, ὀνομάζουν τὸ χρόνο γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελιστὲς μεταξύ τους τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.
Οἱ μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μέν, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἴδιες, κατὰ τὸν ὄρθρο μὲν ὅλες, ἀλλ’ ὄχι τὸν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.
Ὅπως ἐγὼ ὑπολογίζω καὶ συνάγω, ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ’ ὅλους ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Γιατί λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦλθε, σήκωσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ κάθισε πάνω της. Ἦταν ἡ μορφή του σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί». Νομίζω ὅτι γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αὐτὴ πρώτη καὶ μέσω αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅλα, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ) γι’ αὐτὴν ἄστραψε ὁ ἄγγελος νὰ δεῖ τὸν ἄδειο τάφο καὶ τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων χωρὶς τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὸς ἄγγελος ἦταν ὁ Γαβριήλ, ποὺ ἀνάφερε τὴν ἀνάσταση δείχνοντας τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ λέγοντας στὶς μυροφόρες νὰ τὴν ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές. Καὶ τότε «ἐξῆλθαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη». Ἐγὼ νομίζω καὶ πάλι ὅτι τὸν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τὴ μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τὰ χαρμόσυνα λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου τὰ ὁποία πίστεψε καὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἀξιόπιστα γεγονότα, τοῦ σεισμοῦ, τῆς μετάθεσης τοῦ λίθου, τοῦ ἄδειου τάφου, τῶν ἄλυτων ἐνταφίων ἀδειανῶν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ τέλος πρώτη ἡ Θεοτόκος ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσέπεσε στὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς στὶς μυροφόρες, λέγοντας τό: «Χαὶρετε».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὸ Χαῖρε τοῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὔας κατέπαυσας τῇ Ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς, κηρύττειν ἐπέταξας· ὉΣωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θεῖος χορός, Ἰωσὴφ εὐσχήμων, καὶ Νικόδημος ὁ σεπτός, οἱ μύροις τὸ σῶμα ἀλείψαντες Κυρίου, καὶ τούτου τὴν ἁγίαν, ἰδόντες ἔγερσιν.
Ἡ Ἁγία Κέρκυρα ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κέρκυρα ἔζησε τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος τῆς Κέρκυρας, Κερκυλλίνου. Πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου. Ὅταν δὲ εἶδε τοὺς Ἁγίους νὰ ἔχουν συλληφθεῖ καὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὴ φυλακή, ὁμολόγησε καὶ αὐτὴ τὸν Χριστὸ καὶ διαμοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὰ κοσμήματά της, τὰ ὁποία φοροῦσε.
Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας της καὶ ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τῆς ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή της, τὴν παρέδωσε σὲ ἕναν Αἰθίοπα γιὰ νὰ τὴν διαφθείρει. Ἀλλὰ ὁ Αἰθίοπας πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ αὐτῆς καὶ θανατώθηκε. Ἡ δὲ Ἁγία Κέρκυρα, ἀφοῦ βασανίσθηκε ποικιλοτρόπως, κρεμάσθηκε, τρυπήθηκε μὲ βέλη καὶ ἔλαβε ἔτσι τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἰάσονας καὶ Σωσίπατρος οἱ Ἀπόστολοι (ἑορτὴ Ἰάσονας)
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος ἀνήκουν στὴ χορεία τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καὶ κατάγονταν ὁ μὲν Ἰάσων ἀπὸ τὴν Ταρσὸ ἢ τὴ Θεσσαλονίκη, κατὰ τὸ παλαιὸ χειρόγραφο, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ δὲ Σωσίπατρος ἀπὸ τὴν Ἀχαΐα.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰάσων ἀπαντᾷ σὲ δυὸ ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μετὰ τοὺς Φιλίππους, ᾖλθε στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου δίδαξε ἐπὶ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἡ διδασκαλία του ἐπέσυρε τὸ μῖσος τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι στράφηκαν ἐναντίον του, παρακινώντας καὶ τοὺς ἀγοραίους τῆς πόλεως. Ἐπειδὴ φιλοξενοῦνταν στὸ σπίτι τοῦ Ἰάσονος, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀναζήτησαν ἐκεῖ.
Δὲν τὸν βρῆκαν ὅμως, γι’ αὐτὸ ἔσυραν τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς στοὺς πολιτάρχες, δηλαδὴ στοὺς δημοτικοὺς ἄρχοντες. Στὴν ἀφήγηση αὐτὴ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰάσονα. Στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ ὁ Παῦλος ἀναφέρει τὸν Ἰάσονα μὲ ἐκείνους ποὺ ἀπηύθυναν χαιρετισμοὺς στοὺς παραλῆπτες τῆς Ἐπιστολῆς.
Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουμε τὶς πρῶτες πληροφορίες καὶ συγκεκριμένα στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων καὶ ὁ Σωσίπατρος χαρακτηρίζονται «συγγενεῖς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς δημιούργησε ὁρισμένα ἐρωτήματα. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα σημαίνει ὅτι ὁ Παῦλος καὶ ὁ Ἰάσων ἦταν ὁμότεχνοι, πάντως ὄχι συγγενεῖς ἐξ αἵματος. Ἐν τούτοις, ὅπως δέχονται οἱ ἐρευνητές, ὁ ἀναφερόμενος στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ στὴν Ἐπιστολὴ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπο. «Τούτου τοῦ Ἰάσονος», λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «καὶ Λουκᾶς μέμνηται.
Οὐ γὰρ ἁπλῶς συγγενὴν μέμνηται, εἰ μὴ καὶ τὴν εὐσέβειαν εἶεν ἐοικότως αὐτῶ». Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ὁμιλεῖ καὶ ὁ Θεοφύλακτος: «Εἰ μὴ γὰρ τοιοῦτοι ἤσαν, οὐκ ἂν αὐτῶν ἐμνήσθη». Στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγουν ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὁ Οἰκουμένιος καὶ ὅλοι οἱ νεότεροι ἑρμηνευτές. Δέχονται δηλαδὴ ταυτισμὸ τοῦ Ἰάσονος τῶν Πράξεων καὶ τῆς Ἐπιστολῆς.
Ὁ Ἰάσων φαίνεται ὅτι διατηροῦσε μικρὸ ἐργαστήριο ὑφαντουργίας, στὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος βρῆκε ἐργασία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ συνεργάτης τοῦ Ἀποστόλου ἦταν ἐγκατεστημένος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἴσως μονίμως. Τὸ Μηναῖον τῆς Ἐκκλησίας φέρει τὸν Ἰάσονα Ταρσέα ὡς πρὸς τὴν καταγωγή. «Τούτων ὁ μὲν Ἰάσων Ταρσεὺς ἥν, ὃς καὶ πρῶτος ἐκεῖθεν ζωγρεῖται πρὸς τὴν εὐσέβειαν».
Ἴσως ἡ ἄποψη αὐτὴ σχηματίσθηκε ἀπὸ τὴν φράση τοῦ Παύλου «οἱ συγγενεῖς μου» καὶ κυρίως ἀπὸ παρερμηνεία σχετικῆς φράσεως τῶν λεγομένων «Πράξεων τῶν Ἁγίων», ἔργο κατὰ πᾶσα πιθανότητα τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων» ἀναφέρουν ὅτι ὁ Ἰάσων καταστάθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ. «Ἐξ ἀρχῆς», λέγει τὸ κείμενο τῶν «Πράξεων τῶν Ἁγίων», «ὁμοῦ Ἰάσων τῆς Ταρσοῦ μητρόπολιν κυβερνῶν ἐμπεπίστευτο παρὰ Παύλου ὡς οἰκείαν πατρίδα».
Ἀλλὰ τὸ «οἰκείαν πατρίδα» δὲν ἀναφέρεται στὸν Ἰάσονα, ἀλλὰ στὸν Ταρσέα Παῦλο, ποὺ ἐμπιστεύθηκε τὴν πατρίδα του στὸν Ἰάσονα. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Ἰάσων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσό, δὲν θὰ ἦταν Χριστιανὸς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Θεσσαλονίκη. Τοῦτο εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ἰσχυρισθοῦμε, διότι ἐὰν εἶχε γνωρίσει τὴν χριστιανικὴ πίστη στὴν Ταρσό, βρισκόμενος στὴν Θεσσαλονίκη ἔπρεπε τουλάχιστον νὰ εἶχε προλειάνει τὸ ἔδαφος. Τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Ἰάσων ζοῦσε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὅτι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Ἡ γνώμη τοῦ Holzner ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ᾖλθε ἀπὸ τοὺς Φιλίππους στὴ Θεσσαλονίκη κομίζοντας Ἐπιστολὲς πρὸς τὸν Ἰάσονα, συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀπόψεως ἐκείνης ὅτι ὁ Παῦλος δὲν γνώριζε τὸν Ἰάσονα καὶ ὅτι ὁ Ἰάσων γνώρισε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν Παῦλο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς του, ἐπισκεπτόταν καταρχὴν τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἔπειτα ἀπευθυνόταν στοὺς Ἐθνικούς.
Ἔτσι καὶ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως εἶναι γνωστό, πρῶτα ἐπισκέφθηκε τὴ συναγωγή, ὅπου καὶ μίλησε. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν Ἰουδαῖος. Τὸ ὄνομα Ἰάσων ἦταν συνηθισμένο στοὺς Ἕλληνες, τὸ ἔπαιρναν ὅμως καὶ πολλοὶ Ἑλληνιστὲς Ἰουδαῖοι. Ἡ πληροφορία τοῦ Δωροθέου Τύρου, ὅτι ὁ Ἰάσων ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἔχει ἀποκρουσθεῖ.
Ἡ δράση τοῦ Ἰάσονος, ἀρχίζει ἀμέσως μετὰ τὴν μεταστροφή του στὸν Χριστό. Φιλοξενεῖ τὸν Παῦλο στὸ σπίτι του, προσφέρει στὸν δάσκαλο καὶ στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς τὴ βοήθειά του, διαθέτει τὸ ἴδιο του τὸ σπίτι γιὰ τὶς συνάξεις καὶ ὑφίσταται διώξεις χάρη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἰάσονος στὴ Θεσσαλονίκη ἦταν πράξη ἀνεύθυνη. Ἂν πράγματι οἱ κατηγορίες ὅτι ἐνεργοῦσε κατὰ τοῦ Καίσαρος ἦταν ἐπιβεβαιωμένες, τότε ἔπρεπε νὰ γίνει ἔρευνα ὄχι ἀπὸ τὸν ὄχλο, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἀρχές.
Οἱ πολιτάρχες, ὕστερα ἀπὸ ἐξέταση στὴν ὁποία ὑπέβαλαν τὸν Ἰάσονα καὶ τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους καὶ τοὺς διαβεβαίωσαν ὅτι δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐνοχληθοῦν. Παρόλα αὐτά, ἡ θέση τοῦ Ἰάσονος δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπισφαλής.
Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν προοίμιο ἄλλων διώξεων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ ὁ Ἰάσων. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπαινώντας τὸν Ἀπόστολο Ἰάσονα, τὸν χαρακτηρίζει θαυμαστό: «Θαυμαστὸς ὁ ἀνὴρ εἰς κινδύνους ἐαυτὸν ἐκδοὺς καὶ ἐκπέμψας αὐτούς».
Μετὰ τὰ συμβάντα στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Παῦλος ἀναχωρεῖ γρήγορα γιὰ τὴν Βέροια. «Οἱ δὲ ἀδελφοὶ διὰ νυκτὸς ἐξέπεμψαν τὸν τὲ Παῦλον καὶ Σίλαν εἰς Βέροιαν». Πρωτοστάτης γιὰ τὴ φυγάδευση τοῦ διδασκάλου τους ἦταν ὁ Ἰάσων, ὁ ὁποῖος ἔμεινε στὴ Θεσσαλονίκη διοργανώνοντας τὴν πρώτη Ἐκκλησία.
Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι Τιμόθεος καὶ Σίλας πῆγαν στὴν Κόρινθο, ὁ Ἰάσων τοὺς ἔδωσε χρήματα γιὰ τὸν Παῦλο. Καὶ ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή, ὁ Ἰάσων ἦταν στὴν Κόρινθο καὶ ἀπηύθυνε χαιρετισμοὺς στοὺς Χριστιανοὺς τῆς κοινότητος τῆς Ρώμης.
Μία παράδοση φέρει τὸν Ἀπόστολο Ἰάσονα Ἐπίσκοπο τῆς γενέτειρας τοῦ διδασκάλου του, τὸν δὲ Ἀπόστολο Σωσίπατρο Ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Ἄλλη πάλι παράδοση, τὴν ὁποία ὅμως ἀποκρούουν οἱ ἑρμηνευτές, θέλει τὸν Ἰάσονα Ἐπίσκοπο Ἰκονίου. Τόσο ὁ Ἰάσων ὅσο καὶ ὁ Σωσίπατρος ᾖλθαν στὴν Κέρκυρα, ὅπου ἀνέπτυξαν πλούσια δράση.
Καὶ οἱ δυὸ συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐξαιτίας τῆς ἱεραποστολικῆς τους δραστηριότητας, συκοφαντήθηκαν, συνελήφθησαν καὶ ρίχθηκαν στὴ φυλακὴ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Κερκυλλίνο. Στὴν φυλακὴ μετέστρεψαν ἑπτὰ λῃστὲς στὸν Χριστό, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους. Οἱ δυὸ Ἀπόστολοι παραδόθηκαν ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα στὸν ἔπαρχο Καπριανό, ὁ ὁποῖος μὴν μπορώντας νὰ τοὺς μεταπείσει, τοὺς ἔριξε στὴν φυλακή.
Τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο οἱ δυὸ Ἀπόστολοι, συγκίνησαν τὴν θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος, Κέρκυρα, ἡ ὁποία ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμό. Οἱ δυὸ Ἀπόστολοι ρίχθηκαν σὲ ἕνα σιδερένιο καζάνι, ὅπου ὑπῆρχε πίσσα καὶ ρητίνη. Ὁ Ἰάσων ἐξῆλθε ἀβλαβής, ἐνῷ ὁ Σωσίπατρος πέθανε. Ἀπὸ τὴ δοκιμασία αὐτὴ τῶν δυὸ Ἀποστόλων, ὁ ἡγεμόνας μετανόησε, κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε καὶ μετονομάσθηκε Σεβαστιανός.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάσων, ὅπως ἀναφέρουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἁγίων», ἔζησε μέχρι τὰ βαθειὰ γεράματα, διακονώντας τὴν Ἐκκλησία τῆς Κέρκυρας καὶ χτίζοντας ναούς. Οἱ Κερκυραίοι γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν δυὸ Ἀποστόλων, τοὺς εὐλαβοῦνται καὶ πρὸς τιμὴν τους ὑπάρχει περικαλλὴς ναός, ποὺ θεωρεῖται ὁ ἀρχαιότερος στὴν πόλη.
Οἱ τίμιες κάρες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δυὰς ἡ ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, Ἰάσων ὁ ἔνδοξος, Σωσίπατρος ὁ κλεινός, συμφώνως τιμάσθωσαν οὗτοι γὰρ δεδειγμένοι, τὸν τῆς χάριτος λόγον, ηὔγασαν ἐν Κερκύρᾳ, εὐσεβείας τὸ φέγγος, πρεσβεύοντες τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τοὶς δόγμασι τοῦ Παύλου καταυγασθέντες, γεγόνατε φωστῆρες τῆς οἰκουμένης, τρισμακάριοι, καταυγάζετε γὰρ ἀεὶ κόσμον θαύμασιν, Ἰάσων, ἡ πηγὴ τῶν ἰαμάτων, Σωσίπατρε, Χριστοῦ Μαρτύρων κλέος, Ἀπόστολοι θεοφόροι, προστᾶται τῶν ἐν ἀνάγκαις, καθικετεύσατε Θεῶ, τοῦ σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἰακισχόλος, Ἰανουάριος, Εὐφράσιος, Μάμμινος, Μαρσάλιος, Σατορνίνος καὶ Φαυστιανὸς οἱ Μάρτυρες πρώην λῃστὲς.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, ἦταν στὸν πρότερό τους βίο λῃστές. Ὅταν ἦταν φυλακισμένοι στὴν Κέρκυρα, πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου.
Τελειώθηκαν μαρτυρικά.
Οἱ Ἅγιοι Βιτάλιος καὶ Βαλερία οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Βιτάλιος καταγόταν ἀπὸ τὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν πιθανῶς ὁ πατέρας τῶν Μαρτύρων Γερβασίου καὶ Προστασίου (τιμοῦνται 19 Ἰουνίου). Ἦλθε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του Βαλερία στὴ Ραβέννα, ὅταν θὰ ἐκτελεῖτο ὁ Ἅγιος Οὐρσικίνος. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐνθάρρυνε, καθὼς πρὸς στιγμὴν ὁ Ἅγιος Οὐρσικίνος φοβήθηκε τὸ μαρτύριο, ἐνταφίασε τὸ ἱερὸ λείψανό του μετὰ τὸν μαρτυρικό του θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος συνελήφθη ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καί, ἀφοῦ βασανίσθηκε , ὁδηγήθηκε στὴν πυρά. Ὁμοίως καὶ ἡ Ἁγία Βαλερία μαρτύρησε, ὅταν ἐπέστρεφε στὸ Μιλάνο. Ἦταν τὸ ἔτος 62 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ζήνων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζήνων τελειώθηκε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Νέων ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέων μαρτύρησε στὴν πυρά.
Οἱ Ἅγιοι Ἀττικὸς καὶ Κυντιανὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀττικὸς καὶ Κυντιανὸς ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἰππολύτου Delehaye.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγάπιος καὶ Σεκουνδίνος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς Τέρτουλα καὶ Ἀντωνία οἱ Παρθένες, ἀνωνύμου Μάρτυρος μετὰ τῶν δυὸ τέκνων αὐτῆς
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἀγάπιος καὶ Σεκουνδίνος γεννήθηκαν στὴν Ἱσπανία. Ἦταν Ἐπίσκοποι στὴν περιοχὴ τῆς Νουμιδίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 259 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Βαλεριανοὺ (253-259 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὶς παρθένες Τέρτουλα καὶ Ἀντωνία καὶ μία ἀνώνυμη Μάρτυρα μὲ τὰ δυό της τέκνα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης Μητροπολίτης Θηβῶν
Ὁ Ἄγος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης ἔζησε πρὸ τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε ἀπὸ εὔπορους γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴ Μαρία, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἔγινε μοναχὸς σὲ κάποια μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λόγω τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν ἱκανοτήτων του ἐξελέγη Μητροπολίτης Θηβῶν καὶ Ἔξαρχος πάσης Βοιωτίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀφιερώθηκε πλήρως στὸ ποίμνιό του, τὸ ὁποῖο διακόνησε μὲ πιστότητα καὶ ἔνθεο ζῆλο. Ἔχτισε ναούς, ἀνέπτυξε ἀρδευτικὰ ἔργα γιὰ τὶς καλλιέργειες τοῦ τόπου, ἵδρυσε παρθενῶνα, στὸν ὁποῖο ἔμεναν παρθένες καὶ ἔγινε τὸ καταφύγιο τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων. Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη του, τοῦ χάρισαν τὸ ὄνομα «Νέος Ἐλεήμων».
Ὁ Ἅγιος συμμετεῖχε τὸ ἔτος 1166 στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στὴν ὁποία προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας. Ἀπὸ τὰ πρακτικὰ αὐτῆς τῆς Συνόδου, διασῴζεται ἡ θεολογικὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου: «Ἐρωτηθεῖς ὁ Θηβῶν Ἰωάννης εἶπεν: Ἐπεί τὸν Υἱὸν συγκτίστην καὶ συνδημιουργὸν τῷ Πατρὶ οἶδα, δι’ Αὐτοῦ γὰρ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν , ἴσον ἔχω Τοῦτον τῷ Πατρί. Ἐπεί δ’ εἶπεν ὅτι ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι, καὶ ἐτυπώθη τῆ προτεραία κατεξετασθῆναι, πῶς τινες τῶν Ἁγίων προσέθεντο. Καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον νοῶ τοῦτο εἰρῆσθαι παρ’ Αὐτοῦ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἄκραν συγκατάβασιν πρὸς τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην ἣν προσελάβετο, καθ’ ἣν παραπλησίως ἠμῖν σαρκὸς καὶ αἵματος κεκοινώνηκεν».
Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντική, διότι ἀποδεικνύει τὴ μεγάλη θεολογικὴ κατάρτιση καὶ τὴ βαθιὰ πίστη τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτενὴς κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὴν πόλη τῶν Θηβῶν τῆς Βοιωτίας.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Θαυματουργὸς ἐκ Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, Ἐπίσκοπος Ζακχόλμσκ, γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Πόποβ τῆς Ἐρζεγοβίνης. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Τρέμπινκ, ὅπου ἐκάρη μοναχός.
Λόγω τῆς ἀρετῆς του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ζάκχολμσκ καὶ Σκεντερίας. Ἀνέλαβε τὸν Μητροπολιτικὸ θρόνο στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνα, ὡς διάδοχος τοῦ Ἐπισκόπου Παύλου καὶ προκάτοχος τοῦ Ἐπισκόπου Νικοδήμου. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἦταν ἕνας πραγματικὸς ποιμένας γιὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Κύριος τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς Θαυματουργίας.
Γιὰ νὰ γνωρίσει ὁ Ἅγιος τὴ βυζαντινὴ μοναστικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν πόλη Ὄστρογκ, στὴν Τσερνογκόρια, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὰ σύνορα μὲ τὴν Ἐρζεγοβίνη.
28 Απριλίου Συναξαριστής. Τῶν Ἁγίων ἐννέα Μαρτύρων, Μέμνονος Θαυματουργοῦ, Αὐξιβίου Β’ Ἐπισκόπου, διήγηση Θαύματος ἐν Καρθαγένῃ, Κυρίλλου Ἐπισκόπου, Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Καμαριώτισσας.
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες ἐν Κυζίκῳ
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες τῆς Κυζίκου, ὁ Ἀντίπατρος,  Ἀρτεμᾶς, ὁ Θαυμάσιος, ὁ Θεόγνις, ὁ Θεόδουλος, ὁ Θεόστιχος, ὁ Μάγνος, ὁ Ροῦφος καὶ ὁ Φιλήμονας κατάγονταν ἀπὸ διάφορους τόπους. Συνελήφθηκαν ὅμως ὅλοι μαζὶ στὴν Κύζικο τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὅταν ὁδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν τοπικὸ ἄρχοντα ἐπέδειξαν θαυμαστὴ γενναιότητα καὶ ὑπερασπίσθηκαν μὲ παρρησία καὶ θάρρος τὴν πίστη τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ καμφθεῖ τὸ σθένος τους, ρίχθηκαν στὴ φυλακή.
Ἐκεῖ χωρὶς νερὸ καὶ τροφὴ προσεύχονταν καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριό τους, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἀξίωσε νὰ ὑποφέρουν γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ὁ ἕνας ἔδινε θάρρος στὸν ἄλλον. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τοὺς ρώτησε γιὰ τελευταία φορὰ ἐὰν ἐπιμένουν νὰ πιστεύουν στὸν Χριστό, ὅλοι μὲ ἕνα στόμα καὶ μία καρδιὰ τοῦ ἀπάντησαν ὅτι προτιμοῦν τὸ μαρτύριο ἀπὸ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἔξαλλος ἀπὸ ὀργὴ ὁ ἄρχοντας διέταξε ἀμέσως τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τους καὶ οἱ Ἅγιοι ἔλαβαν τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.
Ὁ Ὅσιος Μέμνων ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Μέμνων ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ μὲ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες ὑπέταξε τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς σκήτης, ἀναγνωρίζοντας τὶς πλούσιες ἀρετές του καὶ τὴν ἐπίπονη ἄσκησή του, τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενό τους. Ὁ Θεὸς τὸν τίμησε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι ὁ Ὅσιος θεράπευε ἀνίατα πάθη καὶ ἀσθένειες πρὸς δόξα Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μέμνων κοιμήθηκε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος Β’ Ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν Ἐπίσκοπος Σόλων καὶ ὑπογράφει πρῶτος, μεταξὺ δώδεκα Κυπρίων Ἐπισκόπων, τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς, τὸ 343 μ.Χ., ἐνῷ νωρίτερα, τὸ ἔτος 325 μ.Χ., εἶχε λάβει μέρος καὶ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Νίκαια.
Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Διήγηση γενομένου θαύματος ἐν Καρθαγένῃ Βορείου Ἀφρικῆς
Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου (610-641 μ.Χ.) καὶ ὅταν ἔξαρχος Ἀφρικῆς ἦταν ὁ πατρίκιος Νικήτας, ἔγινε ἐκεῖ ἕνα περίεργο θαῦμα. Στὴν Καρθαγένη ζοῦσε κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔπεσε στὴν πόλη αὐτὴ ἡ ἐπιδημία, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ τὴν  σύζυγό του. Πῆγαν στὴν ἐξοχική τους κατοικία, ὅπου καὶ διέμεναν γιὰ νὰ μὴν ἀσθενήσουν. Ἀλλὰ ὁ φθονερὸς καὶ ἀνθρωποκτόνος διάβολος παρέσυρε αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ διαπράξει μοιχεία μὲ τὴ σύζυγο τοῦ γεωργοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ καλλιεργοῦσε τὰ κτήματα. Στὴν συνέχεια ἀσθένησε καὶ πέθανε.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τρεῖς ὧρες ἀφότου τὸν ἐνταφίασαν, ἄρχισε νὰ φωνάζει μέσα ἀπὸ τὸν τάφο καὶ νὰ λέγει: «Ἐλεῆστε μέ, ἐλεῆστε μέ». Ἀφοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὸν τάφο, τὸν βρῆκαν ζωντανό, χωρὶς ὅμως νὰ μπορεῖ νὰ μιλήσει. Ὁ παρευρισκόμενος δὲ ἐκεῖ Ἐπίσκοπος Ἀφρικῆς Θαλάσσιος τὸν ἐνίσχυσε μὲ λόγια παραμυθητικά.
Ὅταν πέρασαν τέσσερις ἡμέρες, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ καὶ διηγήθηκε τὰ ἀκόλουθα: «Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαινε ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα μου, ἔβλεπα τοὺς δαίμονες, σὰν Αἰθίοπες, νὰ βρίσκονται πλησίον μου καὶ νὰ ἔχουν ὄψη ποὺ προκαλοῦσε τὸν τρόμο καὶ τὴν φρίκη. Στὴν συνέχεια εἶδα δυὸ Ἀγγέλους μὲ τὴν μορφὴ ὡραίων νέων, οἱ ὁποῖοι μὲ πλησίασαν καὶ μὲ τὴν παρουσία τους χάρηκε ἡ ψυχή μου. Οἱ Ἄγγελοι μὲ πῆραν μαζί τους, καθὼς ἀνέβαιναν στὸν οὐρανό. Τότε οἱ δαίμονες ἐξέταζαν κάθε ἁμαρτία μου.  Καὶ συγκεκριμένα, ἄλλος δαίμονας ἐξέταζε τὸ ψεῦδος, ἄλλος τὸν φθόνο καὶ ἄλλος τὴν πλεονεξία. Στὶς ἁμαρτίες μου δὲ αὐτές, ποὺ ἐξέταζαν τὰ δαιμόνια, οἱ Ἄγγελοι ἀντέτασσαν τὶς ἀγαθές μου πράξεις.
Ὅταν φθάσαμε στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, μᾶς συνάντησε τὸ τάγμα τῶν διαβόλων ποὺ ἐξετάζει τὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας καὶ ἀποκάλυψε τὴ μοιχεία ποὺ εἶχα διαπράξει πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες. Οἱ δαίμονες δὲ τοῦ τάγματος τῆς πορνείας νίκησαν καὶ μὲ τράβηξαν στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ὅπου κολάζονται οἱ ψυχὲς τῶν ἀμετανοήτων. Καὶ τὸ τί συμβαίνει ἐκεῖ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ περιγράψει ἀνθρώπινη γλῶσσα.
Ἐνῷ λοιπὸν θρηνοῦσα γιὰ τὸ κατάντημά μου, ἐμφανίσθηκαν οἱ δυὸ Ἄγγελοι, στοὺς ὁποίους κλαίγοντας εἶπα: «Σπλαχνισθεῖτε με καὶ βοηθῆστε με νὰ μετανοήσω». Τότε μὲ πῆραν καὶ μὲ ἔβαλαν στὸν τάφο. Ἐκεῖ βρῆκα τὸ σῶμα μου σὰν λάσπη καὶ βόρβορο καὶ δὲν ἤθελα νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτό. Ἐκεῖνοι ὅμως μοῦ εἶπαν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσω μὲ ἄλλο τρόπο, παρὰ μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου, μὲ τὸ ὁποῖο διέπραξα τὴν ἁμαρτία. Τότε λοιπὸν εἰσῆλθα στὸ σῶμα μου καί, ἀφοῦ ἑνώθηκε πάλι ἡ ψυχὴ μὲ αὐτό, ἄρχισα νὰ φωνάζω».
Αὐτὰ διηγήθηκε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος καί, ἀφοῦ ἔζησε χωρὶς τροφὴ ἐπὶ σαράντα ἡμέρες κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, πέθανε.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Τούρωφ
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπὸ πλούσιους γονεῖς τὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν πόλη Τούρωφ, στὸν ποταμὸ Προπάιατ. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Ἅγιος Κύριλλος μὲ ἔνθερμο ζῆλο μελετοῦσε τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς Πατέρες. Σπούδασε μάλιστα καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Ὅταν ὡρίμασε, ἀρνήθηκε τὴν πατρική του κληρονομιὰ καὶ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια. Ἐκάρη μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ, στὸ Τούρωφ. Ἀσκήθηκε πάρα πολὺ στὴ νηστεία καὶ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δίδασκε μὲ τὸν τρόπο του τὴν ὑπακοή. Ἔλεγε δὲ ὅτι ὁ μοναχὸς ὁ ὁποῖος δὲν ὑπακούει στὸν ἡγούμενο, δὲν ὁλοκληρώνει τὴν μοναχική του ὑπόσχεση καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ἔχουν μάλιστα διασωθεῖ καὶ τρία συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου σχετικὰ μὲ τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν μοναχῶν.
Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ὁ Ἅγιος ἔζησε ὡς στυλίτης καὶ ἐντρύφησε πολὺ στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ συμβουλὲς στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ καθοδήγηση.
Λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του ὁ Ἅγιος ἀσκητὴς ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τούρωφ ἔχοντας πάντα συναίσθηση τοῦ ὑψηλοῦ ἱεραρχικοῦ ἀξιώματος, στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος τὸν εἶχε καλέσει.
Τὸ ἔτος 1169, ὁ Ἅγιος Κύριλλος συμμετεῖχε σὲ μία Σύνοδο καὶ ἐπέκρινε τὸν Ἐπίσκοπο Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος κατεῖχε τὴν καθέδρα τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ τῆς Σουζδαλίας καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας τοῦ Κιέβου.
Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀπομόνωση τὸν ὁδήγησε σὲ παραίτηση ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι ἀφιερώθηκε πλήρως στὴν ἄσκηση καὶ τὴν συγγραφὴ πνευματικῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1183. Οἱ σύγχρονοί του τὸν θεωροῦσαν ὡς τὸν Χρυσόστομο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Ἐκεῖνος ὅμως ταπεινὰ ἔγραφε γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Δὲν εἶμαι θεριστής, παρὰ μαζεύω τὰ δεμάτια τῶν σιτηρῶν».
27 Απριλίου Συναξαριστής. Συμεὼν ἀδελφοθέου, Ποπλίωνος Μάρτυρος, Λολλίωνος τοῦ Νέου, Θεοφίλου Ἐπισκόπου, Ἰωάννου Ὁσίου καὶ Ὁμολογητού, Συμεὼν τοῦ Νέου Στυλίτου καὶ Γεωργίου Ὁσίων, Εὐλογίου τοῦ λατόμου, Στεφάνου Ἐπισκόπου, Ἀνάμνηση ἐγκαινίων Ἁγίας Εἰρήνης.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ἀδελφόθεος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Συμεών, ἀναδείχθηκε διάδοχος τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου (κοιμήθηκε τὸ 62 μ.Χ.), μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους τὸ 70 μ.Χ.Κατὰ τὸν Ἠγήσιππο ἦταν υἱὸς τοῦ Κλωπᾶ, ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰούδα. Κατὰ ἄλλη δὲ ἐκδοχὴ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.Ἐνῷ ἐπισκόπευε στὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπὶ αὐτοκράτορα Τραϊανοὺ (98-117 μ.Χ.), διαβλήθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς στὸν ὕπατο Ἀττικὸ γιὰ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο.Ὁ Συμεὼν κατηγορήθηκε ὄχι ἀπὸ Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἰουδαίους. Ἡ κατηγορία περιελάμβανε δυὸ σκέλη. Τὸ ἕνα ἦταν ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος Δαβὶδ καὶ τὸ ἄλλο ὅτι ἦταν Χριστιανός.Ἀφοῦ συνελήφθη, βασανίσθηκε σκληρὰ καὶ στὴν συνέχεια ὁδηγήθηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 107 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑκατὸν εἴκοσι ἐτῶν.Στοὺς Παρισινοὺς Κώδικες βρίσκεται Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Συμεών, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Χριστοῦ σὲ συγγενῆ, Συμεὼν Ἱεράρχα, καὶ Μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην ὀλέσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Τῆς ἄνω Σιῶν, πολίτης γενόμενος, τῆς κάτω Σιῶν, τὸν θρόνον ἐγκεχείρισαι, καὶ καλῶς τὸ ποίμνιον, ὁδηγήσας πρὸς μάνδραν οὐράνιον, ἐσταυρώθης Χριστῷ Συμεών, τὸ θεῖον πάθος αὐτοῦ μιμησάμενος.
Ὁ Ἅγιος Ποπλίων ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ποπλίων, τελειώθηκε διὰ μάχαιρας.

Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Νέος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λολλίων, ὁ Νέος, τελειώθηκε συρόμενος κατὰ γῆς.

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος Ἐπίσκοπος Βρεσκίας

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βρεσκίας τῆς Λομβαρδίας.

Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Θεοφίλου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁμολογητὴς

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στὴν Εἰρηνούπολη, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Δεκάπολη τῆς Κοίλης Συρίας. Οἱ γονεῖς του, ὁ Θεόδωρος καὶ ἡ Γρηγορία,  διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους, τὴν ὁποία καὶ μετέδωσαν μὲ κάθε φροντίδα στὸν εὐπειθῆ υἱό τους.

Κατὰ τὴν παιδική του ἡλικία περνοῦσε τὸν χρόνο του μεταξὺ τῆς ἀνατροφῆς του αὐτῆς, τῶν σπουδῶν του καὶ πολλῶν ἀγαθοεργιῶν, μὲ τὶς ὁποῖες οἱ γονεῖς του προσπάθησαν ἀπὸ νωρὶς νὰ τὸν ἐξοικειώσουν.

Ἡ ἴδια εὐσέβεια καὶ ἡ φιλάνθρωπη τάση τὸν διέκρινε καὶ κατὰ τὴ νεότητά του, κατὰ τὴν ὁποία μὲ τὴν τήρηση τοῦ θείου θελήματος διατηρήθηκε μακριὰ ἀπὸ κάθε ματαιότητα καὶ ἀκαθαρσία.

Ἀργότερα ἔγινε μοναχός. Καὶ στὴ νέα αὐτὴ ζωὴ δὲν εὐδοκίμησε λιγότερο.

Ὁ ζῆλος του καὶ ἡ παιδεία του τὸν ἔκαναν νὰ ξεχωρίσει στὴν ἐκτίμηση τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν, τὸν παρέλαβε δὲ μαζί του ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς στὴ Νίκαια, τὸ 787 μ.Χ., ὅπου τότε συγκαλεῖτο ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.

Μετὰ ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Συνόδου ᾖλθαν καὶ οἱ δυὸ στὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ ἐπειδὴ καὶ οἱ δυό τους κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συνοδικῶν ἐργασιῶν ἀπέσπασαν τὴν εὐμενῆ προσοχὴ καὶ τῆς βασίλισσας Εἰρήνης καὶ τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ὁ γέροντας καὶ ἡγούμενός του, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῶν Δαλμάτων, ὁ δὲ Ὅσιος Ἰωάννης χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου (802-811 μ.Χ.), πού διαδέχθηκε τὴν Εἰρήνη στὸν βασιλικὸ θρόνο, διορίσθηκε ἡγούμενος στὸ μοναστῆρι, τὸ ἀποκαλούμενο τῶν Καθαρῶν.

Τὰ καθήκοντά του ἐκεῖ τὰ ἄσκησε μὲ κάθε εὐσυνειδησία, ἀφοῦ πρόσεξε νὰ προαγάγει τὴν πειθαρχία μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν καὶ νὰ ὑψώσει τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ ζωή τους. Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμα οἱ συνέπειες ἐκείνου τοῦ σαλοῦ ἐναντίων τῶν εἰκόνων, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μετέδιδε στοὺς μοναχούς του τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοὺς προετοίμαζε σὲ κάθε τόλμη καὶ κάθε κίνδυνο γι’ αὐτά.

Καὶ ἡ μέρα τῆς μεγάλης δοκιμασίας φανερώθηκε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Ε’, ὁ ὁποῖο κατέλαβε τὸν θρόνο τὸ ἔτος 813.

Ὁ βασιλέας αὐτὸς συμπαθοῦσε τὶς ἀρχὲς τῆς μεταρρυθμίσεως. Μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων, κρίνοντας ἐπιπόλαια τὰ πράγματα, πρέσβευε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνορθωθεῖ, ἐὰν ἐπιτέλους δὲν ἐπερχόταν ἡ πλήρης κατάργηση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀπὸ αὐτή.

Ὅτι μία τέτοια δοξασία ἦταν ἀνόητη, ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τῆς λεγόμενης μεταρρυθμίσεως μέσῳ τοῦ λυσσαλέου ἀγῶνος κατὰ τῶν εἰκόνων, κατανάλωσαν χωρὶς λόγο δυνάμεις πολύτιμες γιὰ τὸ βυζαντινὸ κράτος καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὸ ὁμολογοῦν καὶ περίφημοι ἱστορικοί.

Ὁ Λέων ὁ Ε’ ὅμως παρασυρόταν καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν τυφλὴ προκατάληψη κατὰ τῶν εἰκόνων. Σὲ αὐτὸ τὸν ὠθοῦσαν καὶ δυὸ ἄνδρες ποὺ ἀσκοῦσαν πάνω του μεγάλη ἐπιρροή, ὁ Θεόδοτος Μελισσηνὸς καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Γραμματικός.

Προέβη λοιπὸν σὲ διατάγματα καὶ βίαια μέτρα γιὰ τὴν κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἐπεχείρησε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων καὶ μοναχῶν, τὸ ὁποῖο ἐπέκτεινε καὶ ἐναντίον τῶν συγκλητικῶν, πατρικίων, ἀκόμα δὲ καὶ ἐναντίον γυναικῶν καὶ παρθένων. Τὸ μοναστῆρι τῶν Καθαρῶν συμπεριελήφθη στὸν διωγμό.

Μαινόμενοι στρατιῶτες ἅρπαξαν τὰ ὑπάρχοντά του, οἱ μοναχοὶ κακοποιήθηκαν καὶ διασκορπίσθηκαν, ἐνῷ ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης ὁδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ βασιλέας εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι’ αὐτόν.

Καὶ θέλησε νὰ τὸν δεῖ, θεωρώντας ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν μεταπείσει. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἀπέδειξε τὸ ἀντιορθόδοξο καὶ ἐπιβλαβὲς πνεῦμα τοῦ διωγμοῦ κατὰ τῶν εἰκόνων, ἔλεγξε τὸν βασιλέα γιὰ τὸ πεῖσμα του καὶ τὶς δυσσεβεῖς ἀπόψεις του καὶ προανήγγειλε σὲ αὐτὸν ὅτι ἡ δυσμένεια τῶν Ἁγίων καὶ ἡ κατακραυγὴ τῶν θυμάτων πρὸς τὸν Θεὸ θὰ ἔφερναν κάποια ἡμέρα τὴν τιμωρία.

Ὁ βασιλέας ἐξοργίσθηκε καὶ διέταξε τὴν κράτηση τοῦ Ὁσίου σὲ μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ του. Διότι δὲν σταμάτησε νὰ διατηρεῖ τὴ μάταιη ἐλπίδα ὅτι ὠριμότερα σκεπτόμενος ὁ Ὅσιος, θὰ συμμορφωνόταν πρὸς τὴν βασιλικὴ θέληση.

Ὅταν ὅμως ἀντιλήφθηκε τὴν ἄκαρπη προσδοκία του, τὸν ἐξόρισε σὲ φρούριο ποὺ ὀνομαζόταν Πενταδάκτυλο καὶ βρισκόταν στὴ χώρα τῆς Λάμπης.

Ἀπὸ ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ αὐστηρὴ κάθειρξη δεκαοκτὼ μηνῶν, τὸν μετέφεραν πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου μάταιες, ὅπως καὶ πρίν, ἀπέβησαν οἱ προσπάθειες καὶ τοῦ νέου Πατριάρχη Θεοδότου Α’ τοῦ Μελισσηνοῦ (815-821 μ.Χ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου Κασσιτερᾶ, νὰ παραπείσουν τὸν Ὅσιο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς ἅγιες εἰκόνες.

Ἀκολούθησε νέα κάθειρξη τοῦ Ἰωάννου, ἡ ὁποία διήρκησε δυὸ χρόνια, στὸ φρούριο Κριόταυρο τῶν Βουκελλαρίων. Καὶ ἐκεῖ ὑπέστη τὰ πάνδεινα, χωρὶς ὅμως νὰ μετριασθεῖ στὸ παραμικρὸ ὁ ζῆλος του πρὸς τὶς ἱερὲς εἰκόνες.

Ἡ πρόρρησή του ἐπαληθεύθηκε. Ὁ Λέων ὁ Ε’ σφαγιάσθηκε, διαδέχθηκε δὲ αὐτὸν ὁ Μιχαὴλ ὁ Β’. Αὐτὸς σχεδίαζε νὰ συμβιβάσει τὰ ἀντίπαλα στρατόπεδα, δηλαδὴ τῶν φίλων τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ τῶν ὑπερασπιστῶν τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπέτρεψε δὲ στοὺς διωχθέντες ἀπὸ τὸν Λέοντα τὸν Ε’, νὰ ἐπανέλθουν ἀπὸ τὴν ἐξορία τους.

Ἐπανῆλθε τότε καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης. Ἀλλὰ οἱ ἀντίπαλοι τῶν εἰκόνων ἔπεισαν τὸν βασιλέα νὰ τοῦ ἐπιτρέψει διαμονὴ μόνο στὴ Χαλκηδόνα. Ἔτσι τοῦ ἀπαγορεύθηκε ἡ εἴσοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸν Μιχαὴλ διαδέχθηκε ὁ υἱὸς του Θεόφιλος, κατὰ τὸ 829 μ.Χ., θιασώτης καὶ αὐτὸς καὶ προστάτης τῆς μεταρρυθμίσεως καὶ ἐχθρὸς τῶν εἰκόνων. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, τὸ ἔτος 836 μ.Χ., θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ μείνει κοντὰ στοὺς ὁμόφρονές του κληρικούς, στὴν περιοχὴ ἐνὸς ναοῦ. Ἀλλά, ὁ τότε Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ’ ὁ Γραμματικὸς (836-842 μ.Χ.) δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ ἐξόρισε τὸν Ὅσιο στὴ νῆσο Ἀφουσία. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, μετὰ ἀπὸ δυόμισι χρόνια, πιθανῶς τὸ ἔτος 839 μ.Χ., κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ὅσιοι Συμεὼν ὁ Νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του

Οἱ Ὅσιοι Συμεὼν καὶ Γεώργιος εἶναι ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη τοὺς ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ Ἀκολουθία τους, ποίημα τοῦ ὑμνογράφου Θεοφάνους.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ὁ λατόμος

Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν λατόμος καὶ ὀνομάσθηκε Ξενοδόχος, διότι εἶχε ἀφιερώσει ὅλο του τὸν βίο στὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν φιλοξενία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων. Ὁ Ὅσιος φιλοξένησε κάποτε καὶ τὸν Ἀββᾶ Δανιὴλ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὅταν αὐτοὶ κατέβηκαν στὴν πόλη καὶ ἔμειναν χωρὶς τροφὴ καὶ στέγη.

Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἐπίσκοπος Βλαντιμὶρ

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου (τιμᾶται 3 Μαΐου) ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ θέση ἦταν πολὺ δραστήριος καὶ φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια γιὰ τὴν κτηριακὴ ὁλοκλήρωση τῆς μονῆς.

Παράλληλα ὅμως φρόντιζε καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ αὔξηση τῶν μοναχῶν. Ὅρισε νὰ τελεῖται καθημερινὰ στὴ μονή, ἡ Θεία Λειτουργία ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν μακαρίων κτητόρων καὶ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν, καθὼς καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ζώντων ἀδελφῶν καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Ὁ ἐπίβουλος διάβολος ὅμως φθόνησε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ ξεσήκωσε μερικοὺς ἀδελφοὺς ἐναντίον τοῦ Ἁγίου ἡγουμένου τους καὶ δημιούργησε ἔτσι μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα. Ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία καὶ ἐκδιώχθηκε ἀναίτια ἀπὸ τὴ μονή. Ὡστόσο τὰ ὑπέμεινε ὅλα ἀγόγγυστα, χωρὶς παράπονο καὶ μνησικακία.

Ὁ Θεὸς ὅμως εὐλόγησε τόσο τὸν πιστὸ δοῦλο Του, ὥστε ὁ Ἅγιος Στέφανος ἀξιώθηκε νὰ χτίσει νέα μονὴ στὸ Κλόβ, μὲ πέτρινο ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Κατάθεση τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ ἀρετή του προσείλκυσε πολλὲς εὐσεβεῖς ψυχές, ποὺ ᾖλθαν κοντά του καὶ δέχθηκαν ἀπὸ τὰ τίμια χέρια του τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴ Ρωσικὴ γῆ. Γι’ αὐτό, ὅταν τὸ ἔτος 1091 ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Βλαντιμὶρ κοιμήθηκε, ὁ Ἅγιος Στέφανος χειροτονήθηκε Ἀρχιερέας καὶ διάδοχός του στὸ Βλαντιμὶρ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Ἰωάννη.

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1094.
Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καὶ νέας»

Ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ἀναφέρεται στὸν Πατμιακὸ Κώδικα.

Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.

synaxarion.gr 

anavaseis.blogspot.com

26 Απριλίου Συναξαριστής. Βασιλέως Ἱερομάρτυρα, Γλαφυρῆς, Ἰούστας Ὁσίας, Νέστορος Ὁσίου, Ἀνατολίου Σιναΐτου, Λέοντος Ἐπισκόπου, Γεωργίου Ὁσίου, Καλανδίωνος Ὁσίου, Στεφάνου Ἐπισκόπου, Ἀνακομιδὴ λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἰωαννικίου τοῦ Ἀναχωρητῆ.
Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀμασείας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βασιλεὺς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ἀμασείας τοῦ Πόντου. Ὁ Ἐπίσκοπος Βασιλεὺς διακρινόταν γιὰ τὸν ζῆλο του ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἀκοίμητη δραστηριότητα στὴν ἐπιτέλεση τῶν καθηκόντων του.Ἐπειδὴ παντοῦ ὑπῆρχαν καὶ πλάνες καὶ κίνδυνοι, ἔσπευδε παντοῦ καὶ ὁ ἴδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ἐνισχύοντας, στηρίζοντας, ἐλκύοντας, πυκνώνοντας καὶ ἐγκαρδιώνοντας τὶς Χριστιανικὲς τάξεις καὶ ἀναδεικνύοντας αὐτὲς ὅσο τὸ δυνατὸν ἰσχυρότερες πνευματικὰ ἔναντι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου.Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν, ἔτρεφαν ἐναντίον του σφοδρὴ ἔχθρα. Καὶ ὅταν ὁ Λικίνιος, τὸ ἔτος 322 μ.Χ., προέβη στὰ δυσμενῆ καὶ διωκτικὰ μέτρα ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, κατήγγειλαν πρὸς αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο Ἀμασείας, Βασιλέα.Ἕνα ἰδιαίτερο περιστατικὸ κορύφωσε τὴν ὀργὴ τοῦ Λικινίου ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Κοντὰ στὴν αὐτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε ἄλλοτε ὡς ἀκόλουθος μία νεαρὴ καὶ ὡραιότατη κόρη, ποὺ ὀνομαζόταν Γλαφύρα. Ἐξαιτίας τῆς ὀμορφιᾶς της ὁ Λικίνιος ἀνεφλέγη ἀπὸ ἁμαρτωλὸ πάθος, ὡς δοῦλος σαρκικῶν παθῶν, καθὼς ἦταν. Ἡ κόρη ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν τιμή της. Ὡς γνήσια Χριστιανὴ ὅμως δὲν δελεάσθηκε καθόλου ἀπὸ τὸ βασιλικὸ ἔρωτα, ἀλλὰ ἔφριξε καὶ ζήτησε τὴν σωτηρία της στὴν φυγή. Ἐνδύθηκε λοιπὸν μὲ ἀνδρικὰ ροῦχα καὶ κάποια νύχτα, βοηθούμενη ἀπὸ τὴν βασίλισσα ποὺ ἔμαθε ὅσα συμβαίνουν, ἄφησε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔφθασε στὴν Ἀμάσεια, ὅπου παρουσιάσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο Βασιλέα καὶ ζήτησε τὴν ἠθική του προστασία.Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπαίνεσε τὴν γνήσια εὐσέβεια καὶ τὴν ἀδούλωτη σύνεση τῆς νέας, τὴν τοποθέτησε δὲ κοντὰ σὲ ἡλικιωμένη Χριστιανὴ γυναῖκα ποὺ ἦταν ἐντελῶς ἀφοσιωμένη στὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ καὶ βοηθοῦσε σημαντικότατα τὸν Ἐπίσκοπο στὸ ἔργο τῶν γυναικῶν τῆς Ἐκκλησίας.Ἡ Γλαφύρα ἐξέφρασε τὴν βαθιὰ εὐγνωμοσύνη της καὶ χάρηκε ἰδιαίτερα ποὺ τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ αὐτὴ μὲ θεάρεστες ἀσχολίες.Βοηθοῦσε λοιπὸν στὴν κατήχηση γυναικῶν καὶ νεαρῶν κοριτσιῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀσπασθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εὐεργετοῦσε φτωχὰ καὶ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ ἐπιπλέον κατέβαλε ὅλη τὴ δαπάνη ποὺ προϋπολογίσθηκε γιὰ τὴν οἰκοδομὴ Χριστιανικοῦ ναοῦ στὴν Ἀμάσεια.Μάταια ὁ Λικίνιος τὴν εἶχε ἀναζητήσει σὲ ὅλη τὴν πρωτεύουσα καὶ στὰ περίχωρα. Ὅμως οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τὸν Λικίνιο ὅτι ἡ κόρη ἐκείνη εἶχε καταφύγει κοντὰ στὸν Ἱεράρχη τῆς Ἀμάσειας καὶ ὅτι τὴν προστάτευσε καὶ κατόρθωσε νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὰ πλούτη της ὑπὲρ τῶν σκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας.Ἡ εἴδηση ἄναψε πυρκαγιὰ στὴ σαρκοβόρα καὶ μοχθηρὴ ψυχὴ τοῦ Λικινίου. Ὑπέθετε ὅτι ἡ Γλαφύρα ζοῦσε ἀκόμη καὶ ὅτι θὰ τὴν ἔφερνε κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ κόρη, εἶχε ἤδη πεθάνει καὶ ὁ τάφος ματαίωσε γιὰ πάντα τοὺς χυδαίους πόθους του. Τότε ἡ μανία του ἔγινε σφοδρότερη κατὰ τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, νὰ τὸν φέρουν σιδηροδέσμιο στὴ Νικομήδεια. Ἡ διαταγὴ ἐκτελέσθηκε καὶ ὁ Ἅγιος κλείσθηκε στὴ φυλακή.Τὸν Ἅγιο ἀκολούθησαν δυὸ ἀπὸ τοὺς διακόνους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀμάσειας, ὁ Θεότιμος καὶ ὁ Παρθένιος, τοὺς ὁποίους φιλοξένησε ἕνας εὐσεβὴς καὶ φιλάνθρωπος Χριστιανός, ὀνόματι Ἐλπιδοφόρος.Οἱ πα