ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΠΟΥ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Από τότε που εορτάσαμε την Ιερή πανήγυρη της Πεντη­κοστής, δεν πέρασαν ακόμη επτά ημέρες, και πάλι μας πρόφθασε χορός μαρτύρων, ή καλύτερα στρατιά μαρτύρων και παράταξη, που δεν είναι καθόλου κατώτερη από τη στρατιά των αγγέλων, που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ, αλλά ισάξια και ίση μ’ αυτήν. Γιατί μάρτυρες και άγγελοι διαφέρουν στα ονόματα μόνο, στα έργα όμως ενώνονται. Στον ουρανό κατοικούν οι άγγελοι, αλλά και οι μάρτυρες. Αιώνιοι και αθάνατοι είναι εκείνοι, το ίδιο θα έχουν και οι μάρτυρες. Αλλ’ εκείνοι έλαβαν και ασώματη φύση; Και τι σημασία έχει αυτό; Γιατί οι μάρτυ­ρες, αν και έχουν σώμα, είναι όμως αθάνατο, ή καλύτερα και πριν από την αθανασία ο θάνατος του Χριστού στολίζει τα σώ­ματά τους περισσότερο από την αθανασία. Δεν είναι τόσο λαμ­πρός ο ουρανός καθώς στολίζεται με τα πολλά άστρα, όσο τα σώματα των μαρτύρων καθώς στολίζονται με το λαμπρό αίμα των τραυμάτων. Ώστε επειδή πέθαναν γι’ αυτό μάλιστα είναι ανώτεροι, και έλαβαν τα βραβεία πριν από την αθανασία αφού στεφανώθηκαν από τη στιγμή του θανάτου τους.
«Τον έκαμες λίγο κατώτερο από τους αγγέλους, με δόξα και τιμή τον στεφάνωσες»1, λέγει ο Δαβίδ, για τη φύση όλων των ανθρώπων. Αλλά και το λίγο αυτό όταν ήρθε ο Χριστός το συμπλήρωσε, αφού καταδίκασε το θάνατο με το θάνατό του. Εγώ όμως δεν Ισχυρίζομαι το ίδιο, αλλά ότι και το ελάττωμα αυτό του θανάτου έγινε πλεονέκτημα. Γιατί αν δεν ήταν θνητοί, δε θα γίνονταν μάρτυρες. Ώστε, αν δεν υπήρχε θάνατος, δε θα υπήρχε ούτε το στεφάνι· αν δεν υπήρχε τέλος, δε θα υπήρχε μαρτύριο. 

Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα μπορούσε ο Παύλος να λέγει. «Κάθε ημέρα πεθαίνω, μα το δικό σας καύχημα, που έχω στο όνομα του Ιησού Χριστού»2. Αν δεν υπήρχε θάνατος και φθορά, δε θα μπορούσε ο ίδιος να λέγει. «Χαίρομαι στα παθήματά μου για σας, και αναπληρώνω τα υστερήματα των θλί­ψεων του Χριστού στη σάρκα μου»3. Συνεπώς ας μη λυπούμα­στε, επειδή γίναμε θνητοί, αλλά ας ευχαριστούμε επειδή από το θάνατο μας ανοίχθηκε το στάδιο του μαρτυρίου, από τη φθορά λάβαμε αφορμή για τα βραβεία. από εδώ έχουμε την αιτία γι’ αγωνίσματα.

Βλέπεις τη σοφία του Θεού, πως το πιο μεγάλο κακό, το αποκορύφωμα της συμφοράς μας, που μας έφερε ο διάβολος, εννοώ το θάνατο, τον μετάτρεψε σε τιμή και δόξα μας, οδηγώντας μ’ αυτόν τους αθλητές στα βραβεία του μαρτυρίου; Τι λοιπόν; Θα ευχαριστήσουμε το διάβολο για το θάνατο; Μακριά μια τέτοια σκέψη. Γιατί το κατόρθωμα δεν είναι έργο της δικής του θέλησης, αλλ’ είναι χάρισμα της σοφίας του Θεού. Εκεί­νος τον έφερε για να μας καταστρέψει και, αφού μας επαναφέρει στη γη, να αποκόψει κάθε ελπίδα σωτηρίας, ο Χριστός όμως, αφού πήρε αυτόν, τον μετέστρεψε και μας ανέβασε πάλι στον ουρανό μ’ αυτόν. Κανείς σας λοιπόν ας μη με κατηγορή­σει, αν ονόμασα χορό και στράτευμα το σύνολο των μαρτύ­ρων, δίνοντας δύο αντίθετα ονόματα σ’ ένα πράγμα. Γιατί χο­ρός και στράτευμα είναι αντίθετα, εδώ όμως ενώθηκαν και τα δύο, αφού σαν να χόρευαν βάδιζαν μ’ ευχαρίστηση στα βασανι­στήρια, και σαν να πολεμούσαν έτσι έδειξαν κάθε ανδρεία και αντοχή, και τους εχθρούς νίκησαν. Αν βέβαια εξετάσεις τη φύση αυτών που γίνονταν, μάχη και πόλεμος και στράτευμα ήταν αυτά, αν όμως εξετάσεις τη διάθεση αυτών που έκαμναν αυτά, χοροί και διασκεδάσεις και πανηγύρια και η πιο μεγαλύ­τερη ευχαρίστηση ήταν αυτά που συνέβαιναν.

Θέλεις να μάθεις ότι αυτά ήταν πιο τρομερά από τον πόλε­μο; εννοώ τα σχετικά με τους μάρτυρες. Ποιο τέλος πάντων εί­ναι το φοβερό στον πόλεμο; Στήνονται και από τις δύο μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, που λάμπουν από τα όπλα και κα­ταυγάζουν τη γύρω περιοχή, ρίχνονται από παντού σύννεφα τα βέλη που με το πλήθος τους κρύβουν τον ουρανό, τρέχουν ρυά­κια τα αίματα πάνω στη γη, και είναι πολλά παντού τα πτώματα. όπως ακριβώς στο θερισμό τα στάχυα, έτσι και εδώ καθώς οι στρατιώτες πέφτουν ο ένας επάνω στον άλλο. Εμ­πρός λοιπόν να σε οδηγήσω από εκείνα σ’ αυτή τη μάχη. Και εδώ υπάρχουν δύο παρατάξεις, η μία των μαρτύρων και η άλλη των τυράννων. Αλλά οι τύραννοι είναι οπλισμένοι τέλεια, οι μάρτυρες όμως μάχονται με γυμνό το σώμα, και η νίκη ανήκει στους γυμνούς και όχι στους οπλισμένους. Ποιος δε θα απορούσε, το ότι αυτός που μαστιγώνεται νικά εκείνον που τον μα­στιγώνει, ο δεμένος τον ελεύθερο, αυτός που κατακαίεται εκείνον που τον καίει, αυτός που πεθαίνει εκείνον που τον σκοτώ­νει;

Είδες πως αυτά είναι πιο φοβερά από εκείνα; Εκείνα αν και είναι φοβερά, γίνονται όμως κατά φυσικό τρόπο, αυτά όμως ξεπερνούν κάθε φυσικό τρόπο και κάθε ακολουθία των πραγμάτων, για να μάθεις ότι τα κατορθώματα είναι της χάρης του Θεού. Αν και τι είναι πιο άδικο από τη μάχη αυτή; τι πιο παράνομο από τα αγωνίσματα; Γιατί στους πολέμους και οι δύο που μάχονται προστατεύονται, εδώ όμως δε συμβαίνει έ­τσι, αλλά ο ένας είναι γυμνός και ο άλλος οπλισμένος. Στους αγώνες πάλι επιτρέπεται και στους δύο να σηκώνουν τα χέρια ο ένας εναντίον του άλλου, εδώ όμως ο ένας είναι δεμένος και ο άλλος κτυπάει ελεύθερα, και σαν από κάποια εξουσία αυτοί που δίκαζαν, αφού εξασφάλισαν για τους εαυτούς τους το δι­καίωμα να κακοποιούν και έδωσαν στους δίκαιους μάρτυρες το προνόμιο να κακοποιούνται, έτσι μάχονται με τους αγίους, και ούτε έτσι τους νικούν, αλλά μετά την άνιση αυτή μάχη, αφού νικηθούν, αποχωρούν. Και γίνεται το ίδιο όπως, εάν κά­ποιος, αφού φέρει έναν πολεμιστή στον πόλεμο, τού κόψει την αιχμή τού δόρατος και τού βγάλει το θώρακα, τον διατάζει να μάχεται έτσι με γυμνό το σώμα, αυτός όμως, μολονότι κτυπιέται και πληγώνεται και δέχεται πάρα πολλά τραύματα, στήνει τρόπαιο νίκης.

Πράγματι τους μάρτυρες τους οδηγούσαν γυμνούς, τους είχαν δεμένα πίσω τα χέρια και από παντού τους κτυπούσαν και τους ξέσκιζαν,και έτσι νικούνταν, αυτοί όμως, αν και δέ­χονταν τα τραύματα, έστησαν το τρόπαιο της νίκης εναντίον τού διαβόλου. Και όπως το διαμάντι όταν χτυπιέται, αυτό δεν υποχωρεί, ούτε μαλακώνει, το σίδερο όμως που το κτυπά το διαλύει, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των αγίων, ενώ βασανίζον­ταν τόσο πολύ, οι ίδιες δεν πάθαιναν κανένα κακό, διαλύοντας όμως τη δύναμη εκείνων που τους κτυπούσαν, με τρόπο αι­σχρό και καταγέλαστο τους έδιωχναν νικημένους από τους αγώνες ύστερα από πολλά και αβάστακτα κτυπήματα. Γιατί και στο ξύλο έδεσαν τους μάρτυρες, και τα πλευρά τους τρυπούσαν, ανοίγοντας βαθιά αυλάκια, σαν να όργωναν τη γη, αλλά χωρίς να κόβουν τα σώματά τους. Και μπορούσε να δει κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ανοιγμένα, στήθη τσακισμένα, και ούτε εδώ σταματούσαν τη μανία τους τα αιμοβόρα εκείνα θηρία, αλλ’ αφού τους κατέβαζαν από το ξύλο, τους τέντωναν σε σιδερένια σκάλα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Και μπο­ρούσες να δεις ακόμη σκληρότερα θεάματα από τα προηγούμενα, να τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες από τα σώματά τους, άλλες από το αίμα που χυνόταν και άλλες από τις σάρ­κες που έλειωναν. οι άγιοι όμως που ήταν ξαπλωμένοι πάνω στα κάρβουνα σαν να ήταν ρόδα, παρακολουθούσαν με τόση ευχαρίστηση αυτά που γίνονταν.

Εσύ όμως όταν ακούσεις σιδερένια σκάλα, θυμήσου τη νοητή σκάλα, που είδε ο πατριάρχης Ιακώβ να εκτείνεται από τη γη στον ουρανό. Από εκείνη κατέβαιναν άγγελοι, από αυτήν ανεβαίνουν μάρτυρες, και τις δύο δε, τις στηρίζει ο Κύριος. Δε θα άντεχαν τους πόνους αυτοί οι άγιοι, αν δε στηρίζονταν σ’ αυτήν τη σκάλα. Αλλά από εκείνη ανεβαίνουν και κατεβαίνουν άγγελοι, και στον καθένα είναι φανερό ότι από αυτήν ανεβαίνουν και μάρτυρες. Γιατί τέλος πάντων λοιπόν; Επειδή εκείνοι στέλνονται να υπηρετήσουν αυτούς που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία, αυτοί όμως σαν αθλητές και νικη­τές, αφού απαλλάχθηκαν από τους αγώνες, έφυγαν στη συνέ­χεια για τον αγωνοθέτη.

Αλλ’ ας μην ακούμε μόνο τα λεγόμενα, ακούοντας δηλα­δή ότι υπήρχαν κάρβουνα κάτω από τα καταπληγωμένα σώ­ματα, αλλ’ ας σκεφθούμε ποιοι είμαστε όταν μας πιάσει ξαφνι­κά πυρετός, θεωρούμε ότι η ζωή είναι ανυπόφορη, ταραζόμα­στε, δυσανασχετούμε, σαν τα μικρά παιδιά δυσφορούμε, θεω­ρώντας ότι η φλόγα του πυρετού δεν είναι καθόλου μικρότερη από την κόλαση. Αυτοί όμως χωρίς να τους πιάσει πυρετός, αλλά αν και τους πολιορκούσε από παντού η φλόγα και οι σπί­θες πηδούσαν επάνω στις πληγές και δάγκωναν τα τραύματα πιο άγρια από κάθε θηρίο, σαν να ήταν αδαμάντινοι και σαν να έβλεπαν αυτά να γίνονται σε ξένα σώματα, έτσι γενναία και με την ανδρεία που ταίριαζε σ’ αυτούς στέκονταν σταθεροί στην ομολογία τους, μένοντας ακλόνητοι σ’ όλα τα βασανιστήρια και αποδεικνύοντας περίτρανα τη δική τους ανδρεία και τη χά­ρη του Θεού. Είδατε πολλές φορές ν’ ανεβαίνει ψηλά την αυγή ο ήλιος και να στέλνει τις κίτρινες ακτίνες του; Τέτοια ήταν τα σώματα των αγίων, σαν κάποιες κίτρινες ακτίνες τους περικύ­κλωναν από παντού τα ρυάκια με αίμα και έκαναν να λάμπει το σώμα τους πολύ περισσότερο απ’ ό,τι κάνει ο ήλιος τον ουρανό.

Αυτό το αίμα βλέποντας οι άγγελοι χαίρονταν, οι δαίμονες φοβούνταν, και ο ίδιος ο διάβολος έτρεμε. Γιατί δεν ήταν απλώς αίμα αυτό που έβλεπαν, αλλά αίμα σωτήριο, αίμα άγιο, αίμα άξιο για τους ουρανούς, αίμα που διαρκώς ποτίζει τα κα­λά φυτά της Εκκλησίας. Είδε το αίμα και έτρεξε ο διάβολος, γιατί θυμήθηκε άλλο αίμα, τού Κυρίου. Για εκείνο το αίμα χύ­θηκε αυτό, γιατί από τότε που κεντήθηκε η πλευρά τού Κυρίου, βλέπεις στο εξής να κεντιούνται αμέτρητες πλευρές. Ποιος λοιπόν δε θα έπαιρνε μέρος μ’ ευχαρίστηση πολλή σ’ αυτούς τους αγώνες, όταν πρόκειται να γίνει μέτοχος των παθημάτων τού Κυρίου και να έχει τον ίδιο θάνατο με το θάνατο τού Χρι­στού; Γιατί είναι αρκετή αυτή η ανταπόδοση και περισσότερη η τιμή και ξεπερνά τα κατορθώματα η αμοιβή και έρχεται πριν την έλευση της Βασιλείας των ουρανών. Ας μη φοβούμαστε λοιπόν όταν ακούμε ότι ο τάδε μαρτύρησε, άλλ’ ας τρομάζου­με όταν ακούμε ότι ο τάδε δείλιασε και έπεσε, ενώ είχε μπρο­στά του τέτοια βραβεία.

Εάν όμως θέλεις ν’ ακούσεις και αυτά που έγιναν ύστερα, δεν μπορεί να τα παραστήσει κανένας λόγος, γιατί λέγει. «Ού­τε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε ανθρώπινος νους σκέφτηκε αυτά, που ετοίμασε ο Θεός σ’ εκείνους που τον αγαπούν»4, και κανένας από τους ανθρώπους δεν τον αγάπησε τόσο, όσο οι μάρτυρες. Βέβαια δε θα σιωπήσουμε, επειδή το μέγεθος των αγαθών που έχουν ετοιμασθεί ξεπερνά και το λόγο και τη σκέ­ψη μας, άλλ’ όσο είναι δυνατό και εμείς να πούμε και εσείς ν’ ακούσετε, θα προσπαθήσουμε να σας δείξουμε αμυδρά τη μα­καριότητα που τους περιμένει αυτούς εκεί. Γιατί καθαρά αυτοί μόνο θα τη γνωρίσουν, που θα την απολαύσουν πραγματικά. Τα δεινά δηλαδή αυτά και τα αβάστακτα τα υποφέρουν οι μάρ­τυρες σε μία σύντομη χρονική στιγμή, και μετά την απαλλαγή τους από τη ζωή αυτή ανεβαίνουν στους ουρανούς, ενώ προη­γούνται αυτών άγγελοι και τους περιστοιχίζουν αρχάγγελοι. Γιατί δεν ντρέπονται τους συνανθρώπους τους, αλλά θα προτι­μούσαν να κάμουν τα πάντα γι’ αυτούς, επειδή εκείνοι προτί­μησαν να πάθουν τα πάντα για τον Κύριό τους Χριστό.

Όταν όμως ανεβούν στον ουρανό, όλες εκείνες οι άγιες δυνάμεις τους συντρέχουν. Αν λοιπόν, όταν ξένοι αθλητές έρ­χονται στην πόλη, όλος ο λαός τρέχει από παντού και αφού τους περικυκλώσουν παρατηρούν καλά από κοντά τη δύναμη που έχουν τα μέλη του σώματός τους, πολύ περισσότερο όταν οι αθλητές της ευσέβειας ανεβούν στους ουρανούς συντρέχουν οι άγγελοι και όλες οι ουράνιες δυνάμεις από παντού τρέχουν για να παρατηρήσουν τα τραύματά τους, και σαν κάποιους ήρωες που γύρισαν από τον πόλεμο και τη μάχη ύστερα από πολλά τρόπαια και νίκες, έτσι μ’ ευχαρίστηση τους υποδέχον­ται όλους και τους ασπάζονται. Έπειτα τους οδηγούν με μεγά­λη συνοδεία προς το βασιλιά των ουρανών, στο θρόνο εκείνο που είναι γεμάτος από πολλή δόξα, όπου βρίσκονται τα Χερου­βίμ και τα Σεραφίμ. Και όταν φθάσουν εκεί και προσκυνήσουν εκείνον που κάθεται πάνω στο θρόνο, απολαμβάνουν περισσό­τερη εύνοια από τον Κύριο, παρά από τους ανθρώπους. Γιατί δεν τους δέχεται αυτούς σαν δούλους (αν και αυτό θα ήταν με­γάλη τιμή και δεν είναι δυνατό να βρει κανείς ίση μ’ αυτήν), αλλά σαν φίλους του. «Γιατί εσείς», λέγει, «είστε φίλοι μου»5. Και πολύ σωστά λέγει, γιατί ο ίδιος είπε πάλι. «Μεγαλύτερη από αυτή την αγάπη δεν έχει κανένας, ώστε να δώσει κάποιος τη ζωή του για χάρη των φίλων του»6.

Επειδή λοιπόν έδειξαν την πιο μεγάλη αγάπη, τους υποδέχεται και απολαμβάνουν εκείνη τη δόξα, παίρνουν μέρος στους χορούς και μετέχουν στους μυστικούς ύμνους. Αν λοι­πόν και όταν είχαν το σώμα μετείχαν στο χορό εκείνο με την κοινωνία των μυστηρίων, και έψαλλαν μαζί με τα Χερουβίμ τον τρισάγιο ύμνο, καθώς ξέρετε εσείς οι μυημένοι, πολύ πε­ρισσότερο τώρα που βρέθηκαν με τους αγγέλους, με πολλή παρρησία παίρνουν μέρος στη δοξολογία εκείνη. Άραγε δε φοβόσασταν πριν το μαρτύριο; άραγε δεν επιθυμείτε τώρα το μαρτύριο; άραγε δε λυπάστε τώρα, γιατί δεν είναι καιρός μαρ­τυρίου;

Αλλά ας γυμναζόμαστε για τον καιρό του μαρτυρίου. Περιφρόνησαν εκείνοι τη ζωή, περιφρόνησε εσύ τις απολαύσεις. Έριξαν εκείνοι τα σώματά τους στη φωτιά, ρίξε εσύ χρήματα τώρα στα χέρια των φτωχών. Καταπάτησαν εκείνοι τα αναμμένα κάρβουνα, σβήσε εσύ τη φλόγα της επιθυμίας. Εί­ναι ενοχλητικά αυτά, αλλά φέρουν κέρδος. Μη βλέπεις τα πα­ρόντα τα δυσάρεστα, αλλά τα μέλλοντα τα ευχάριστα, όχι τα δεινά που περνάς τώρα, αλλά τα αγαθά που ελπίζεις, όχι τα παθήματα, αλλά τα βραβεία, όχι τους κόπους, αλλά τα στεφά­νια, όχι τους ιδρώτες, αλλά τις αμοιβές, όχι τους πόνους, αλλά τις ανταποδόσεις, όχι την αναμμένη φωτιά, αλλά τη βασιλεία που σε περιμένει, όχι τους δήμιους που σε περιτριγυρίζουν, αλλά το Χριστό που σε στεφανώνει.

Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος και ο ευκολότερος δρό­μος για την αρετή, να μη βλέπει κάνεις τους κόπους μόνο, αλλά και τα βραβεία μαζί με τους κόπους και όχι το καθένα ξε­χωριστά. Όταν λοιπόν πρόκειται να δώσεις ελεημοσύνη, μη σκέπτεσαι τη δαπάνη των χρημάτων, αλλά την απόκτηση της δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, έδωσε στους φτωχούς. η δι­καιοσύνη του μένει στους αιώνες των αιώνων»7. Μη βλέπεις τον πλούτο σου που λιγοστεύει, αλλά το θησαυρό που αυξάνει. Αν νηστεύεις, μη σκέπτεσαι την ταλαιπωρία που προξενεί η νηστεία, αλλά την άνεση που προέρχεται από την ταλαιπωρία. Αν αγρυπνήσεις προσευχόμενος, μη συλλογίζεσαι την ταλαι­πωρία της αγρυπνίας, αλλά την παρρησία που θ’ αποκτήσεις από την προσευχή. Έτσι κάνουν και οι στρατιώτες. Δε βλέ­πουν τα τραύματα, αλλά τις αμοιβές, όχι τις σφαγές, αλλά τις νίκες, όχι τους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, αλλά τους ήρωες που στεφανώνονται. Έτσι και οι κυβερνήτες βλέπουν μπροστά στα κύματα τα λιμάνια, μπροστά στα ναυάγια τα εμπορεύματα, μπροστά στα δεινά της θάλασσας τα αγαθά μετά τη θάλασσα.

Έτσι κάμε και εσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα είναι μέσα στη βαθιά νύκτα, όταν κοιμούνται όλοι οι άνθρωποι και τα θηρία και τα κατοικίδια ζώα, όταν υπάρχει απόλυτη ησυχία, εσύ μόνο να σηκωθείς και να συνομιλήσεις με τον Κύριο όλων μας. Είναι γλυκός ο ύπνος; Αλλά τίποτε δεν είναι πιο γλυκό από την προσευχή. Αν συνομιλήσεις ιδιαίτερα μαζί του, πολλά θα μπορέσεις να επιτύχεις, χωρίς να σε ενοχλεί κανείς, ούτε να εμποδίσει την προσευχή σου, και την ώρα έχεις σύμμαχο για να έπιτύχεις αυτά που θέλεις. Αλλά στριφογυρίζεις ξαπλωμέ­νος σε μαλακό στρώμα και διστάζεις να σηκωθείς; Σκέψου τους μάρτυρες που είναι σήμερα ξαπλωμένοι στη σιδερένια σκάλα, χωρίς να υπάρχει στρώμα από κάτω, αλλά απλωμένα κάρβουνα.

Εδώ θέλω να σταματήσω το λόγο, για να φύγετε έχοντας ζωντανή και ζωηρή τη μνήμη εκείνης της σκάλας και να την θυμάστε νύχτα και ημέρα. Γιατί, και αν ακόμη μας κρατούν ά­πειρα δεσμά, θα μπορέσουμε να τα σπάσουμε εύκολα όλα και να σηκωθούμε για προσευχή, όταν έχουμε πάντοτε στο νου μας αυτή τη σκάλα. Όχι μόνο τη σκάλα, αλλά και τις άλλες τιμω­ρίες των μαρτύρων ας τις χαράξουμε στο πλάτος της δικής μας καρδιάς. Όπως αυτοί που κάνουν λαμπρά τα σπίτια τους, τα στολίζουν σ’ όλα τα σημεία με όμορφες ζωγραφιές, έτσι και εμείς ας ζωγραφίσουμε στους τοίχους της δικής μας ψυχής τις τιμωρίες των μαρτύρων. Γιατί εκείνες οι ζωγραφιές είναι ανώφελες, αυτές όμως έχουν κέρδος. Δε χρειάζεται χρήματα, ούτε έξοδα, ούτε κάποια τέχνη αυτή η ζωγραφική, αλλά για όλα αυτά φθάνει να χρησιμοποιήσει την προθυμία του και τη γενναία και νηφάλια σκέψη του, και μ’ αυτή σαν κάποιο χέρι άριστου τεχνίτη να ζωγραφίσει τις τιμωρίες τους.

Ας ζωγραφίζουμε λοιπόν στην ψυχή μας άλλους να είναι στα τηγάνια, άλλους ξαπλωμένους σ’ αναμμένα κάρβουνα, άλλους αναποδογυρισμένους στα καζάνια, άλλους να καταποντίζονται στη θάλασσα, άλλους να ξεσκίζονται, άλλους να τους γυρίζουν στον τροχό, άλλους να τους ρίχνουν στον γκρε­μό. Άλλους πάλι να παλεύουν με θηρία, άλλους να τους οδηγούν στο βάραθρο, και άλλους όπως έτυχε ο καθένας να τε­λειώσει η ζωή του. Ώστε με την ποικιλία αυτής της ζωγραφι­κής, αφού κάνουμε λαμπρό το δικό μας σπίτι, να το καταστή­σουμε κατάλληλο κατάλυμα στο βασιλιά των ουρανών. Γιατί αν δει τέτοιες ζωγραφιές στην ψυχή μας, θα έρθει μαζί με τον Πατέρα και θα κάμει κατοικία μέσα μας μαζί με το άγιο Πνεύ­μα. Και θα γίνει βασιλικό παλάτι στη συνέχεια η ψυχή μας και κανένας παράλογος λογισμός δε θα μπορέσει να την πατήσει, αφού η μνήμη των μαρτύρων, σαν κάποια ζωγραφιά, θα υπάρχει πάντοτε μέσα μας και θα σκορπά πολλή λάμψη και θα κα­τοικεί συνεχώς μέσα μας ο βασιλιάς των όλων Θεός. Έτσι λοι­πόν, αφού υποδεχθούμε το Χριστό εδώ, θα μπορέσουμε μετά την αναχώρησή μας από τη γη να τον υποδεχθούμε στις αιώ­νιες κατοικίες μας, τις οποίες εύχομαι να επιτύχουμε όλοι μας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία τού Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, από τον οποίο και μαζί με τον οποίο στον Πατέρα και συγχρόνως στο άγιο και ζωοποιό Πνεύμα ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν

ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 36
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΣΧΟΛΙΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΜΟΥΣΤΑΚΑ Θεολόγο – Φιλόλογο
Επόπται
ΠΑΝ. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Καθηγητής Πανεπιστημίου ΘΕΟΔΩΡΟΣ  Ν. ΖΗΣΗΣ, Καθηγητής Πανεπιστημίου
Επιμελητής Εκδόσεως
ΕΛΕΥΘ. Γ. ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ, π. Θεολογίας
ΕΠΕ
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983
 http://www.impantokratoros.gr/561835B3.el.aspx