Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος, ἀνιψιὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Χουμιαλὰ τῆς Ἀμασείας καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους ἐπὶ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) καὶ ἄρχοντος Ἀγρίππα. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα τῆς Καππαδοκίας Ἀσκληπιάδη μὲ τοὺς στρατιῶτες του Εὐτρόπιο καὶ Κλεόνικο (τιμάται 3 Μαρτίου), οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τελειώθηκαν διὰ μαρτυρικοῦ θανάτου.
Ὁ Ἅγιος Βασιλίσκος ρίχθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ κακοπαθήσεις, θὰ ἀρνιόταν τὸν Χριστὸ, ὁπότε ὁ ἀντίκτυπος ἀπὸ τὴν πράξη του αὐτὴ θὰ ἦταν μέγας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν.
Αὐτὸς ὅμως εἶχε λάβει τὴν ἀμετάτρεπτη ἀπόφαση νὰ πεθάνει ὡς Χριστιανὸς, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Μεγαλομάρτυρα θεῖο του, ὁ ὁποῖος παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του, ἀφοῦ ἀπέκρουσε ὅλες τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλὲς.
Μία ἡμέρα ὁ Ἅγιος πέτυχε, χάρη στὴν εὔνοια τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὸν φύλαγαν, νὰ μεταβεῖ στὸν οἶκο του, νὰ παρηγορήσει τοὺς γονεῖς καὶ ἀδελφούς του καὶ νὰ τοὺς συστήσει ἐμμονὴ στὴ Χριστιανικὴ πίστη.
Ὅταν πληροφορήθηκε τοῦτο ὁ ἡγεμόνας Ἀγρίππας διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν σιδερένια ὑποδήματα ποὺ ἔφεραν ἐσωτερικὰ καρφιὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του στὰ Κόμανα. Ἐρχόμενος πρὸς τὸν ἡγεμόνα, ὅταν ἔφθασαν στὸ χωριὸ τῶν Δακῶν, οἱ στρατιῶτες ποὺ τὸν συνόδευαν τὸν ἔδεσαν σὲ ξερὸ πλάτανο, γιὰ νὰ γευματίσουν. Τότε ὁ Βασιλίσκος, διὰ τῆς προσευχῆς του, πέτυχε νὰ ἀναβλαστήσει ὁ πλάτανος καὶ ἀπὸ τὴν ρίζα του νὰ ἀναβλύσει μικρὴ πηγὴ. Ἀφοῦ εἶδαν τὸ θαῦμα αὐτὸ οἱ στρατιῶτες, θαύμασαν καὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ.
Ὅταν ἔφθασε στὰ Κόμανα, προσήχθη ἐνώπιον τοῦ Ἀγρίππα, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε τὸν Βασιλίσκο στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ, ἐλπίζοντας ὅτι τὸ ἐπίσημο περιβάλλον θὰ τὸν ὠθοῦσε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Βασιλίσκος ὅμως μὲ θερμὴ προσευχὴ πέτυχε τὴν πτώση καὶ συντριβὴ τῶν εἰδώλων. Τότε ὁ Ἀγρίππας διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του νὰ ριχθοῦν στὸν ποταμὸ.
Χριστιανοὶ τῶν Κομάνων ἀνέσυραν τὸ τίμιο σκήνωμα κρυφὰ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια. Ἀργότερα, ἀπὸ τὸν εὐσεβέστατο ἄρχοντα τῶν Κομάνων Μαρίνο ἀνοικοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Μάρτυρος, στὸν ὁποῖο κατετέθησαν καὶ τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς βασίλειον δῶρον καὶ θῦμα ἅγιον, τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων καὶ ἀθλοθέτῃ Θεῷ, δι’ ἀθλήσεως στερρᾶς προσήχθης ἔνδοξε· σὺ γὰρ τὴν πλάνην καθελὼν, στρατιώτης εὐκλεὴς, πανεύφημε Βασιλίσκε, τῆς ἀληθείας ἐδείχθης, Χριστῷ πρεσβεύων ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείας μέτοχος ἐπουρανίου, Βασιλίσκε ἔνδοξε, γεγενημένος ἀληθῶς, σῶζε τοὺς πόθῳ βοῶντάς σοι· χαίροις Μαρτύρων σεπτὸν ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθραξ εὐσεβείας ἀναδειχθεὶς, πυρὶ οὐρανίῳ, κατενέπρησας θαυμαστῶς, εἰδώλων τεμένη, θεόφρον Βασιλίσκε, πυρὶ δὲ ζωηφόρῳ, θερμαίνεις ἅπαντας.

Μνήμη τῆς Β’Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Μετὰ τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας ἀνεφάνησαν στὴν Ἐκκλησία καὶ νέοι αἱρετικοὶ, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοὶ, ὑπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Μακεδόνιο    Κωνσταντινουπόλεως, οἱ Ἡμιαρειανοὶ, ὁ Ἀπολινάριος Λαοδικείας, ὁ Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ὁ Μάρκελλος Ἀγκύρας, ὁ Φωτεινὸς Σιρμίου, ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου μὲ τὸ διδάσκαλό του Ἀέτιο, ὁ Εὐδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Παῦλος Σαμοσατεὺς καὶ ἄλλοι ποὺ προσείλκυαν πολλοὺς ὀπαδοὺς.
Τὸ χριστολογικὸ ζήτημα τέθηκε ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (390 μ.Χ.), ὅπως καὶ ἡ λεγόμενη Ἀλεξανδρινὴ Σχολὴ, τόνιζε πρωτίστως τὴν ἑνότητα στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνὰ εἰς βάρος τῆς πληρότητας τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση ἔλαβε μόνο σάρκα («Θεὸς σαρκοφόρος»), δηλαδὴ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἄλογη ψυχὴ, ὄχι ὅμως καὶ ἀνθρώπινο νοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ σήμαινε τὴν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πὼς ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι τέλειος Θεὸς. Γιὰ νὰ εἶναι λοιπὸν δυνατὴ ἡ πλήρης ἕνωση στὸν Ἕνα Χριστὸ, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε κατὰ τὴν Ἐνανθρώπιση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ μόνο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μὲ ζωικὴ (ἄλογη) ψυχὴ καὶ ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ.
Προτιμοῦσε νὰ χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «σὰρξ», ὄχι ὅμως μὲ τὴν βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στὴ στενὴ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸν Χριστὸ, ἀλλὰ ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δὲν ἦταν πλήρης. Τὴν ἕνωση Λόγου καὶ σαρκὸς σὲ μία φύση τὴν χαρακτήριζε «ἕνωσιν οὐσιώδη», «ἕνωσιν σύνθετον» καὶ «ἕνωσιν φυσικὴν». Ἡ «κολοβωμένη» ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καὶ χάθηκε μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστὸς νὰ μὴν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μόνο τέλειος Θεὸς.
Οἱ Πνευματομάχοι ἢ Μακεδονιανοὶ ἀρνοῦνταν τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεωρώντας αὐτὸ «κτίσμα καὶ ὄχι Θεὸ, οὔτε ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ». Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο οἱ Πνευματομάχοι θεωροῦνταν ὄχι μόνο ὅτι θεομαχοῦσαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι χριστομαχοῦσαν, ἀλλὰ καὶ ὅτι πνευματομαχοῦσαν.
Στὴ διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τοῦ Μακεδονίου ἀντέδρασαν ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν καταδίκασαν πολλὲς φορὲς. Ἡ ὁριστικὴ ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς τους κακοδοξίας ἔγινε ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 381 μ.Χ.
Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος συνῆλθε ἀπὸ τὸν Μάιο μέχρι τὸ τέλος τοῦ Ἰουλίου τοῦ 381 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς ἐπίλυση θεολογικῶν καὶ διοικητικῶν προβλημάτων.
Οἱ ἑκατὸν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, ποὺ συμμετεῖχαν σὲ αὐτὴν, προέρχονταν ἀπὸ περιοχὲς, οἱ ὁποῖες πολιτικὰ ὑπάγονταν στὴ δικαιοδοσία τοῦ αὐτοκράτορα ποὺ τοὺς συγκάλεσε. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ περὶ Μεγάλης Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, ἡ δὲ ἀναγνώρισή της ὡς τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς ἔγινε ἀπὸ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451 μ.Χ., ἡ ὁποία καὶ ἀποδέχθηκε τὸ Σύμβολον αὐτῆς ὡς ἰσοδύναμο καὶ ἰσόκυρο μὲ αὐτὸ τῆς Νικαίας.
Ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπέκτησε μεγάλη σημασία γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ πρὸ πάντων διότι συμπλήρωσε τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δογμάτισε ἰδίως τὴν Πνευματολογία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὣς καὶ ἄλλα ἄρθρα τῆς πίστεως, καὶ ἔτσι ἀποτέλεσε ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μέγα σταθμὸ ἰδίως στὸ δογματικὸ καθορισμὸ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἡ σπουδαιότητα τῆς παρούσης Συνόδου καὶ τοῦ Συμβόλου αὐτῆς ἔγκειται κυρίως στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, διὰ τῆς θεσπίσεως τῆς Θεότητος καὶ τῆς «ἐκ τοῦ Πατρὸς» ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος, χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνει ὅτι παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας, βαπτίσματος, ἀναστάσεως νεκρῶν καὶ ζωὴς αἰωνίου.
Αὐτὴ κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα καὶ ἀκριβέστερα τὸ ἱερὸ Σύμβολον τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, τὸ «Πιστεύω», ἐπειδὴ τὰ μὲν ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα συντάχθηκαν ὑπὸ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 325 μ.Χ., ἐναντίον τῆς μεγάλης αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ποὺ συντάραξε ἐπὶ μακρὸν τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἡ ὁποία αἵρεση ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὰ δὲ πέντε τελευταῖα ἀπὸ τὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐναντίον τῆς Πνευματομαχίας ποὺ ἀρνιόταν τὴ Θεότητα τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῶν ἄλλων ὡς ἄνω αἱρέσεων. Τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ «Πιστεύω», ἀπαγγέλεται καὶ καθομολογεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὡς ὁμολογία πίστεως, ὡς βαπτιστήριο καὶ ὡς λειτουργικὸ κείμενο στὴ θεία λατρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ αὐτὸ ὡς ἔργο τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὑπογραμμίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στὴ Σύνοδο εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐπισυνάπτει τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ, δεδομένου ὅτι ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς θείας φύσεως καὶ εἶναι ζωοποιὸν, ἅγιον, ἀΐδιον, σοφὸν, εὐθὲς, ἡγεμονικὸν. Αὐτὴ ἡ κοινότητα τῶν Ὀνομάτων ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ὑπάρχει στὴν ἐνέργεια μεταξὺ Πατρὸς, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ταυτότητα δὲ τῆς ἐνέργειας ἀποδεικνύει τὸ ἡνωμένον τῆς φύσεως. Οὐδεὶς ἑπομένως πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν μία Θεότητα τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτὸ ὁ ἱερὸς Πατέρας ἀναγράφει ὅτι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στὴν ἐρώτηση τῶν Πνευματομάχων πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ Πνεύμα νὰ εἶναι ἰσότιμο πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ, ἐφ’ ὅσον ὁ Πατέρας μὲν εἶναι Δημιουργὸς, δι’ Υἱοῦ δὲ τὰ πάντα ἐδημιουργήθησαν, ἀπαντᾶ ὅτι πάντα ἐκτίσθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἐξαίρει τὸ συναΐδιον καὶ ἀχώριστον τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ἐκτὸς τῆς κατὰ τάξιν καὶ ὑπόστασιν διαφορᾶς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».
Στὸ Τυπικὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης ἡ μνήμη τῆς Συνόδου ἐτελεῖτο μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὑψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (τιμάται 14 Σεπτεμβρίου). Ὡς εἰσηγητὴς τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς καὶ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας θεωρεῖται ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης.

Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ὁ Ἐπίσκοπος

Ὁ Ἅγιος Αὐσόνιος ἔζησε τὸν 1ο ἢ τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία. Ἐξελέγη πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἀνγκουλέμης καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Ἐπίσκοπος

Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ἢ Μαριανὸς ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς Ραβέννης τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τὸ 112 μέχρι τὸ 127 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Αἰμίλιος καὶ Κάστος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κάστος καὶ Αἰμίλιος μαρτύρησαν τὸ 250 μ.Χ. στὴν Καρχηδόνα ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριό τους ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ καὶ τὸν Ἱερὸ Αὐγουστίνο.

Ὁ Ἅγιος Δονάτος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δονάτος ἦταν Ἐπίσκοπος Θμούεως καὶ μαρτύρησε τὸ 316 μ.Χ.

Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος, Φαυστίνος καὶ Βενοῦστος μαρτύρησαν πιθανῶς τὸ 362 μ.Χ. στὴ Ρώμη, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Κόδρος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Κόδρος ἢ Κοδράτος τελειώθηκε παρασυρόμενος ἀπὸ ἵππους.

Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάρκελλος τελειώθηκε, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ κοχλάζοντα μόλυβδο.

Ἡ Ἁγία Σοφία ἡ Ἰατρὸς ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Σοφία ἦταν ἰατρὸς καὶ μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Πριγκίπισσα

Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Κλήμεντος Μαξίμου (383-388 μ.Χ.). Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη τῆς Ὡξέρρης

Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀναφέρεται στ]ς συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Ἀγαπητοῦ τῆς Ὡξέρρης (τιμάται 1 Μαΐου). Ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν διακονοῦσε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν ἀσθενὴς. Κοιμήθηκε μετὰ τὸ 418 μ.Χ.

Ἡ Ἁγία Ἰουλία ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Ἰουλία καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Καρθαγένης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Σύμφωνα με τὴν παράδοση πουλήθηκε τὸ 439 μ.Χ. ὡς σκλάβος σὲ ἕναν Σύριο ἔμπορο, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐσέβιος.
Κατὰ τὴν διαδρομὴ τοῦ Κυρίου της σὲ ἕνα ταξίδι, τὸ πλοῖο σταμάτησε στὸ ἀκρωτήριο Κόρσο στὴ βόρεια Κορσικὴ. Ἡ Ἰουλία δὲν ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, γιὰ νὰ μὴν συμμετάσχει σὲ εἰδωλολατρικὴ τελετὴ, στὴν ὁποία θὰ συμμετεῖχε ὁ Κύριός της.
Ὁ ἡγεμόνας τῆς νήσου Φήλικας τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἡ Ἁγία ἀρνήθηκε καὶ μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ. Ἔτσι τὴν κάρφωσαν σὲ ἕνα σταυρὸ καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ.
Ὁρισμένοι μελετητὲς θεωροῦν ὅτι μπορεῖ ἡ Ἁγία νὰ μαρτύρησε ἀπὸ Σαρακηνοὺς πειρατὲς.

Ἡ Ἁγία Κουϊτερία ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κουϊτερία ἄθλησε κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν θυγατέρα ἑνὸς Ἰσπανοῦ πρίγκιπος τῆς Γαλικίας.

Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ὁ Ἀσκητὴς

Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε σὲ ἕνα μοναστήρι, κοντὰ στὸ ὅρος Σουμπιάκο τῆς Ἰταλίας. Ἐκεῖ ἀξιώθηκε νὰ συναντήσει τὸν Ὅσιο Βενέδικτο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίσχυσε  στὸν πνευματικό του ἀγώνα καὶ τὸν πῆρε μαζί του γιὰ τρία χρόνια κατὰ τὰ ὁποία ἔζησε ὡς ἐρημίτης, ἀσκούμενος καὶ προσευχόμενος καθημερινὰ. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Βανδάλων στὴν Ἰταλία, μετέβη στὴ Γαλλία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι κοντὰ στὴν Ὡξέρρη.
Ὁ Ὅσιος Ρωμανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 560 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Βοηθιανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βοηθιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἰρλανδία τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἀνοικοδόμησε τὴ μονὴ τοῦ Πιερρεπόντου στὴ Γαλλία.
Τελειώθηκε μαρυρικὰ ἀπὸ Ἐθνικοὺς, τοὺς ὁποίους ἐπέπληττε γιὰ τὴν ψευδὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων.

Ὁ Ὅσιος Κονάλδος

Ὁ Ὅσιος Κονάλδος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ ἀναδείχθηκε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἰννίσκοελ στὴ Δονεγάλη τῆς Ἰρλανδίας.
Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

Ἡ Ὁσία Καλὴ

Ἡ Ὁσία Καλὴ ἔζησε πρὶν τὸ 15ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ, δηλαδὴ τὴ Μικρὰ Ἀσία.
Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγίας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτὸς ἀποτελεῖ ποιήμα «τοῦ Κρήτης»,  δηλαδὴ κάποιου Ἀρχιεπισκόπου τῆς Κρήτης.
Καὶ στὰ δύο χειρόγραφα ποὺ διασώζουν τὴν Ἀκολουθία τῆς Ὁσίας δὲν ἀναγράφεται τὸ ὀρθὸν «Τοῦ», ἁλλὰ ἡ ἑρμηνεία του, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου ὑμνογράφου «Ἀνδρέου Κρήτης». Ἄρα, σύμφωνα μὲ τὰ χειρόγραφα, ποιητὴς εἶναι ὁ διάσημος γιὰ τὸν Μέγα Κανόνα του, Ἅγιος Ἀνδρέας, Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Ἄν ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας εἶναι ὄντως ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, τότε καὶ ἡ Ὁσία πρέπει νὰ ἔζησε τουλάχιστον πρὶν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου, δηλαδὴ πρὶν τὸ 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω ἀπὸ τὴν φράση «Τοῦ Κρήτης» μπορεῖ νὰ κρύβεται κάποιος ἄλλος Ἀρχιερεὺς τῆς Κρήτης.
Γι’ αὐτὸ ἔχει προταθεῖ ὡς ὑμνογράφος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ὁσίας ὁ Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης καὶ «κατ’ ἐπίδοσιν» Μηθύμνης καὶ Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αὐτὸς ἔζησε πλησιέστερα στὸ χρόνο συντάξεως τῶν χειρογράφων (15ος – 16ος αἰώνας), δηλαδὴ τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. (τὸ 1285 εἶναι ἤδη Μητροπολίτης Κρήτης, ἐνῶ τὰ τελευταῖα ἴχνη του ἀναφαίνονται κατὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1322) καὶ εἶχε σχέσεις τόσο μὲ τὴ Λέσβο ὅσο καὶ μὲ τὸ Σινᾶ. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ Ὁσία θὰ πρέπει νὰ ἔζησε τὸ ἀργότερο  μέχρι τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ.
Ἡ οἰκογένεια τῆς Ὁσίας ἦταν πλούσια καὶ ἡ περιουσία της διατέθηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐποιίας. Δὲν πρέπει νὰ ἦταν μοναχὴ, διότι αὐτὸ δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στὴν Ἀκολουθία καὶ φιλοξενοῦσε τοὺς ἄστεγους καὶ ἐνδεεῖς στὸν οἶκο της, ἀφοῦ ἦταν ἀφιερωμένη στὴ διακονία τῶν ἐλαχίστων καὶ πασχόντων ἀδελφῶν της.
Ἡ Καλὴ ἔζησε μὲ σωφροσύνη, παρθενία, ἄσκηση, νηστεῖες καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ βίου της εἶναι ἡ φιλανθρωπία. Κίνητρό της ἦταν ὁ πόθος της νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ μιμεῖται τὴ θεϊκὴ εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία καὶ νὰ ἐκφράζει μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀγάπη της πρὸς τοὺς συνανθρώπους της.
Στὴν Ἀκολουθία της ἀναφέρονται καὶ θαύματα τῆς Ἁγίας. Κάποια φορὰ ποὺ ζύμωσε ψωμὶ, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει στοὺς φτωχοὺς, ὁ Θεὸς ἔκανε ὥστε νὰ μὴν λιγοστεύει τὸ ψωμὶ ποὺ τῆς ἀπόμενε, ὅπως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἐλαττωνόταν τὸ ἀλεύρι τῆς χήρα στὸ Σαρεπτὰ, παρ’ ὅλο ποὺ τρεφόταν μὲ αὐτὸ ὁ Προφήτης Ἠλίας, ἡ χήρα καὶ τὰ παιδιά της.
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή της ἡ Ἁγία συνέχισε ἀδιάκοπα νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους, χαρίζοντας τὴν θεραπεία στοὺς ἀσθενεῖς μὲ τὶς ἱκεσίες της πρὸς τὸν Κύριο. Εἶναι τόσα πολλὰ τὰ θαύματα τῶν ἰάσεων, ὥστε ὁ ὑμνογράφος κάνει λόγο γιὰ «πέλαγος θαυμάτων» καὶ τὴν ἀποκαλεῖ «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀλλὰ κυρίως ἀσθένειες ἐπώδυνες, χρόνιες καὶ δυσίατες, ρευματισμοὺς καὶ ἀρθρίτιδες, παραλύσεις τῶν ἀρθρώσεων καὶ παραμορφώσεις τῶν μελῶν τοῦ σώματος.
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Καλῆς ἀναφέρεται, ἐπίσης, στὶς 15 Μαΐου καὶ τὸ Σάββατο τῆς Διακαινησίμου.

Μνήμη τῆς ἁγίας Θεοτόκου, ἐν Σοφιανοῖς

Δεν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Βλαδιμήρου ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰωάννης τοῦ Βλαδιμήρου γεννήθηκε τὸν 10ο αἰώνα μ.Χ. στὸ Βλαδιμὶρ τῆς Βουλγαρίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος (867-886 μ.Χ.).
Ἦταν υἱὸς τοῦ Νεεμὰν, υἱοῦ τοῦ πρώτου βασιλέως τῶν Ἀχριδῶν Συμεὼν καὶ τῆς Ἄννης, εὐσεβεστάτων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀχρίδος Νικόλαο.
Ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος (940-1018), θέλοντας νὰ ὑποτάξει τὸν Ἅγιο, τὸν φυλάκισε. Στὴ φυλακὴ, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀργοῦσε.
Μέσα στὰ πλαίσια τῶν διπλωματικῶν του ἐνεργειῶν ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας τὸν νύμφευσε μὲ τὴν θυγατέρα του Κορσάρα, ὅμως ὁ Ἅγιος διαφύλαξε τὴν παρθενία του.
Ἀφοῦ κατέστη αὐτεξούσιος βασιλέας τῶν Σέρβων, ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερο ζῆλο στὴ διάδοση καὶ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ ὅρισε πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ διδασκάλους καὶ κήρυκες καὶ ἵδρυσε ταυτόχρονα μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ νοσοκομεῖα. Μεταξύ τῶν μονῶν ποὺ ἱδρύθηκαν ἀπὸ αὐτὸν, ἦταν καὶ εὐκτήριος οἶκος βρισκόμενος μέσα σὲ δάσος, στὸν ὁποῖο προσερχόταν καθημερινὰ καὶ προσευχόταν.
Ἦταν πράος, δίκαιος, γενναῖος καὶ εὐσεβὴς. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ βοήθησε τὴν Ἐκκλησία στὸ ἔργο της ἀντιμετωπίζοντας τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς Βογομίλους.
Ἡ ἀποχή του ἀπὸ κάθε σαρκικὴ συνάφεια μὲ τὴ βασίλισσα σύζυγό του καὶ οἱ καθημερινὲς ἀπουσίες του γιὰ προσευχὴ, γέννησαν σὲ αὐτὴ τὴν ὑποψία ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ ξένες γυναῖκες. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τὸν διέβαλε στὸν ἀδελφό της, ὁ ὁποῖος ἀποφάσισε νὰ τὸν φονεύσει. Ὅταν πέθανε ὁ τσάρος τῆς Βουλγαρίας Σαμουὴλ – Στέφανος, τσάρος στέφθηκε ὁ υἱός του Ραντομὶρ. Ὁ δίδυμος ἀδελφὸς τοῦ νέου τσάρου, Ἰωάννης Βλαδισλάβος, παραπλανώντας τὸν Ἅγιο, τὸν κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης δολοφονήθηκε μὲ ὕπουλο τρόπο τὸ 1015. Ἡ σύζυγός του, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἐγκαταβίωσε σὲ μοναστήρι, ὅπου ἀνοικοδόμησε ναὸ.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καὶ μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό του ἐξακολούθησε νὰ εὐεργετεῖ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς.

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Δίκαιος

Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς ἁγιολογικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Δίκαιο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ Μποροβίτσι τῆς περιοχῆς τοῦ Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐργάσθηκε καὶ ἔζησε κατὰ Θεὸν. Τὰ ἱερὰ λείψανά ου βρέθηκαν τὴν Τρίτη ῆς Διακαινησίμου τὸ 1540 (ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου εορτάζονται στὶς 23 Ὀκτωβρίου).

Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας ὁ Νέος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ζαχαρίας γεννήθηκε στὴν Προύσα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἔγινε ἱερέας. Κάποια ἡμέρα μέθυσε καὶ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς μέθης ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τὸ 1801. Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπὸ τὴν πλάνη παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ καὶ, ἀφοῦ ἀπέρριψε κατὰ γῆς τὸ σαρίκι ποῦ φοροῦσε, ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ.
Ἀμέσως ὁ κριτὴς διέταξε τὸν ἐγκλεισμό του στὴ φυλακὴ. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν διαρκῶς ἐξαιτούμενος τὴν ἐξ ὕψους ἐνίσχυση καὶ θεία βοήθεια. Ὅταν τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ καὶ τῶν ἀγάδων, ὁ Ἱερομάρτυρας ἔμεινε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ὡς ἐκ τούτου, τὸν ἔριξαν καὶ πάλι στὴν φυλακὴ, ὅπου τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς, τὸν κτύπησαν καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ κεφάλι πυρακτωμένο χάλκινο κάλυμμα.
Μετὰ τὰ βασανιστήρια αὐτὰ τρύπησαν μὲ ὀξεῖα κοφτερὰ καλάμια τὰ νύχια τῶν ποδιῶν καὶ τῶν χεριῶν τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἐκρίζωσαν καὶ ἀπέσπασαν τὰ νύχια αὐτοῦ.
Ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἀνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁμολόγησε μὲ μεγάλη παρρησία ἀκλόνητη τὴν πίστη του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ ἔλεγξε τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία. Ὅταν ἐκδόθηκε ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ αὐτοῦ, ὁ Ἅγιος κλείσθηκε καὶ πάλι στὴ φυλακὴ, μήπως πτοούμενος ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Ἀφοῦ ὁδηγήθηκε καὶ πάλι στὸ κριτήριο, διετράνωσε μὲ γενναιότητα τὸ ἀμετάθετο τῆς πίστεώς του. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε τὸ 1802, σὲ ἡλικία τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁμολογώντας τὸν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ λυτρώσαντα τὸν κόσμο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ.

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Πελοποννήσιος ὁ Νεομάρτυρας

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Δημητρίου τοῦ Πελοποννήσιου, τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία στὶς 14 Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Παῦλος, κατὰ κόσμον Παναγιώτης, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σοπωτὸ τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὴν Ἀντώνα. Ἀρχικὰ ὁ Ἅγιος ἐργάστηκε ὡς τσαγκάρης γιὰ μερικὰ χρόνια. Πλανεμένος ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ διασκεδάζει μὲ τοὺς φίλους του, ντύθηκε μουσουλμάνος, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀγαρηνὸς. Δὲν ἀπατήθηκε ὅμως τόσο πολὺ, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ περιτομὴ. Ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβε τὸ ἀμάρτημά του, μετανόησε καὶ ἔκλαψε πικρὰ, ὅπως ὁ Πέτρος.
Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ μονὴ τῆς Λαύρας. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, μετονομάσθηκε σὲ Παῦλος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀναχώρησε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ὁπου παρέμεινε τρία ἔτη μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ συχνὴ κοινωνία τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων.
Τότε γεννήθηκε σὲ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν πόθο του αὐτὸ ἐκμυστηρεύθηκε στὸν πνευματικό του πατέρα Ἱερομόναχο Ἀνανία, τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὁ ὁποῖος ἐνῶ κατ’ ἀρχὰς θέλησε νὰ τὸν ἐμποδίσει, στὴν συνέχεια τὸν ὑπέβαλε στὶς δέουσες δοκιμασίες, μετὰ τὶς ὁποῖες τὸν ἔστειλε μὲ τὴν εὐλογία του πρὸς τὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μετέβη στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, στὰ Καλάβρυτα, ὅπου παρέμεινε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος πρὸς τὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ τὸν ἐνδυναμώσει κατὰ τὸν ἱερὸ ἀγώνα του.
Ἀκολούθως ἐμφανίσθηκε στὸν μουφτὴ τῆς Τριπόλεως, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ἀπεκήρυξε τὸ Μωαμεθανισμὸ καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ. Ὁ ἡγεμόνας παρατηρώντας τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Παύλου, πρόσταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀποκεφάλισαν, τὸ 1818, σὲ ἡλικία εἴκοσι ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἔριξαν τὸ Ἅγιο λείψανό του μέσα στὸ βόθρο τῆς οἰκίας τοῦ ἡγεμόνος, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀλλοιωθεῖ. Παρὰ ταῦτα, δύο φιλομάρτυρες Χριστιανοὶ, εἰκοσι ἡμέρες μετὰ τῆν θανάτωση τοῦ Ἁγίου, ἀνακάλυψαν αὐτὸ, τὸ ἔκλεψαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας καὶ ἀφοῦ τὸ ἔπλυναν, τὸ μετέφεραν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

anavaseis.blogspot.gr