Μελέτες στήν Φιλοκαλία
Σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρας θέωση καί σωτηρία ταυτίζονται. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν Εἰσαγωγή του στή Φιλοκαλία: «Χωρίς δέ τό νά θεωθῇ ὁ νοῦς, λέγει κάποιος, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν ὄχι νά ἁγιάσῃ, ἀλλά οὔτε νά σωθῇ, τό ὁποῖο καί μόνο στήν ἀκοή [εἶναι] φοβερά φρικτό. Διότι τό ἴδιο εἶναι [τό] νά σωθῇ [ὁ ἄνθρωπος] καί [τό ἴδιο] νά θεωθῇ σύμφωνα μέ τήν ἀποκάλυψι τῶν θεοσόφων [Πατέρων]»[1].
Σωτηρία εἶναι ἡ θέωση τοῦ νοῦ.
«Ἐκεῖνος λοιπόν», παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης, «πού ἔβαλε πολύ σωστά σκοπό καί ἔργο του νά ἀνεβεῖ στό Θεό, ὥστε νά ἑνωθεῖ μαζί Του κι ἔτσι νά θεωθεῖ, δηλαδή νά σωθεῖ —ἀφοῦ χωρίς νά θεωθεῖ ὁ νοῦς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τήν ἀπόφανση τῶν ἱερῶν Θεολόγων—, αὐτός, μαζί βέβαια μέ τήν ἐφικτή ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ καί στή θεωρία τῶν ὄντων καί τῶν ὁρατῶν, κι ἔτσι οὔτε τήν πράξη ἔχει τυφλή, ἀποκομμένη δηλαδή ἀπό τή θεωρία, οὔτε τή θεωρία ἄψυχη, δηλαδή χωρίς τήν πράξη»[2].
Ἡ θέωση τοῦ νοῦ προϋποθέτει τήν κάθαρσή του. Αὐτή δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ παρά διά τῆς μετα-νοίας, πού φανερώνεται μέ τήν συνεχή μετα-κίνηση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια καί ἁμαρτωλά πρός τόν Θεό.
Ἡ συνεχής μετά-νοια ἐκφράζεται-πραγματώνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν νήψη καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Τοιουτοτρόπως ἐπιτυγχάνεται ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ-καρδίας ἀπό κάθε ἐπιθυμία, λογισμό καί φαντασία. Χωρίς τήν ἀδιάλειπτη καρδιακή προσευχή-νήψη εἶναι ἀδύνατη ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὁ ἁγιασμός, ἡ θέωση τοῦ νοῦ καί ἑπομένως ἡ σωτηρία. Νά γιατί οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες ἐπικεντρώνονται σ’ αὐτήν καί συνθέτουν ἕνα ἐγχειρίδιο-ὁδηγό γι’ αὐτήν: τό βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας.
Διά τῆς ἀδιάλειπτης ἐπίκλησης τοῦ θείου Ὀνόματος ἀνευρίσκεται ἡ βαπτισματική θεία χάρη, ἡ ὁποία καί καθαρίζει τήν καρδιά-νοῦ τοῦ προσευχομένου πιστοῦ.
Σ΄ αὐτήν τήν «ἐργασία» οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων ἔχουν σποραδικές ἀναφορές στά κείμενά τους. Αὐτό συμβαίνει διότι τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τήν θεωροῦσαν «κοινό τόπο» καί αὐτονόητη γιά τούς πιστούς.

Ὅμως, ὅσο ἐκκοσμικευόταν ἡ Ἐκκλησία, τόσο χανόταν αὐτή ἡ πρακτική ἐργασία. Ἔτσι ἀπό τόν 4ο αἰώνα καί μετά, ὁπότε παύουν οἱ διωγμοί καί ἡ ἀγωνιστικότητα τῶν χριστιανῶν μειώνεται, συστηματικότερα οἱ ἅγιοι Πατέρες καλοῦν σέ ἐξάσκηση αὐτῆς τῆς ἐργασίας, τῆς τελείως ἀπαραίτητης γιά τή σωτηρία.
Σέ ἀντίθεση μέ τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, ἀργότερα ὅπως καί σήμερα δέν ἔχουμε πολλούς ἁγίους, πολλούς θεούμενους, διότι ἀτόνησε αὐτή ἡ ἐργασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί προσοχῆς-νήψεως. Αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο εἶναι, στήν ἐποχή του, ἡ ἔλλειψη κατάλληλων διδακτικῶν βιβλίων[3].
Σήμερα, δόξα τῷ Θεῷ, δέν στερούμεθα βιβλίων σχετικῶν μέ τή ἀδιάλειπτη προσευχή. Ὅμως οἱ πολλές μέριμνες, ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀμέλεια, ἡ ραθυμία, ἡ λήθη, ἡ ἐκκοσμίκευση, πολεμοῦν φοβερά τούς πιστούς καί ἄν δέν ὑπάρξει σθεναρή ἀντίσταση καί μεγάλη προσπάθεια καθίσταται ἀδύνατη ἡ ἐξάσκηση αὐτοῦ τοῦ ἔργου, πού συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν θέωση τοῦ νοῦ καί στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι λίγοι οἱ σωζόμενοι, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, λίγοι εὑρίσκουν τήν ὁδόν τῆς ζωῆς[4]. Αὐτό συμβαίνει διότι λίγοι ἔχουν ὡς κύριο ἔργο τῆς ζωῆς τους τήν ἀδιάλειπτο προσευχή καί τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, πού πηγάζει ἀπό αὐτή. Χωρίς τόν Χριστό καί τήν ἕνωση μαζί Του δηλαδή χωρίς τήν θέωση τοῦ νοῦ «δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνει τίποτε»[5], ἑπομένως οὔτε καί νά σωθεῖ.
Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, Φιλοκαλία, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα τόμος Α΄, σελ. 67.
[2] Ὁσίου Κάλλιστου Καταφυγιώτη [Ἀγγελικούδη], Περί τῆς ἑνώσεως μέ τό Θεό καί τοῦ θεωρητικοῦ βίου,κεφ. 81, Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 266. Τό πρωτότυπο κείμενο βρίσκεται στό: Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστέρος, τόμος Ε΄, Ὁσίου Καλλίστου Καταφυγιώτου, Τά σωζόμενα, Περί θείας ἑνώσεως καί βίου θεωρητικοῦ, κεφ. πα΄ σελ. 47. [Ὁ ὅσιος Κάλλιστος Καταφυγιώτης ταυτίζεται μέ τόν ὅσιο Κάλλιστο Ἀγγελικούδη. Βλ. Φιλοκαλία μετ. Γαλίτη, Τόμος Ε΄, σελ. 216 καί 126].
[3] Βλ. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Προοίμιον εἰς τήν παροῦσαν βίβλον, Φιλοκαλία, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, τόμος Α΄, σελ. 65.
[4] Μτ. 7, 14: «14 τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱεὑρίσκοντες αὐτήν!»
[5] Ἰωάνν. 15, 5: ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν.