Ένα βράδυ που προσευχόμουν, όταν ήμουν στην Κόνιτσα, στο Μοναστήρι πήρα ”πληροφορία” από τον Θεό, με τρόπο πνευματικό, πως πρέπει να πάω σε μια μεγάλη πόλη της Ελλάδας.
Μόνο αυτό πληροφορήθηκα, τίποτα άλλο…
Αφού ξεκίνησα λοιπόν και πήγα σ’ αυτήν την πόλη και μη έχοντας τι να κάνω, πήγα και επισκέφτηκα κάποιον γνωστό μου.
Όταν έφυγα απ’ αυτόν και επειδή δεν είχα άλλη πληροφορία, για το τι πρέπει να κάνω, γυρνούσα στους δρόμους…
Περνώντας κάτω από ένα σπίτι, ο λογισμός μου, μου έλεγε, να χτυπήσω το κουδούνι εκείνου του σπιτιού. 
Εγώ αντιστεκόμουν, γιατί σκεφτόμουν, πως να χτυπήσω ένα ξένο κουδούνι, χωρίς να ξέρω τι να πω. Όμως ο λογισμός, ήταν πολύ έντονος και με καθήλωσε εκεί.

Τότε και εγώ χτύπησα το κουδούνι και σε λίγο ξαφνιάστηκα, όταν είδα να βγαίνει από μέσα, μια κάπως ηλικιωμένη μοναχή. Πριν ακόμη πω κάτι, εκείνη μου είπε:
– Πάτερ μου, την ευχή σου. Σίγουρα ο Θεός σε στέλνει, σε μένα την αμαρτωλή. Πέρασε μέσα!
Αφού μπήκα στο σπίτι, μου είπε:
– Πολύ καιρό τώρα, προσεύχομαι στον Θεό εντατικά, για να μου στείλει κάποιον δικό του άνθρωπο, για να μου πει τι να κάνω.
Τότε μου εξήγησε, ποιός ήταν ο λόγος, που την είχε κάνει, να είναι μέσα στον κόσμο.
Αφού συζητήσαμε το θέμα και δόθηκε λύση, όπως ήθελε ο Θεός, μου είπε, ότι ήταν μια ακόμη αδελφή, που είχε το ίδιο πρόβλημα και με παρακάλεσε να πάω να την βρω, όπως και έκανα.
Αφού τακτοποιήθηκε και αυτή η μοναχή, γύρισα πίσω στο μοναστήρι, θαυμάζοντας την οικονομία του Θεού, για τις ψυχές αυτές καθώς και την αρετή τους, πως δηλαδή μ’ αυτόν τον τρόπο κρυβόντουσαν από τα μάτια του κόσμου και ζούσαν έντονη πνευματική ζωή.
 
 
Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης