Ψαλμὸς 34, 13
 
13. Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ αὐτοὺς παρενοχλειν μοὶ ἐνεδυόμην σάκκον καὶ ἐταπείνουν ἐν νηστεία τὴν ψυχήν μου.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ μας διδάσκει ὁ Ψαλμωδὸς μὲ ποιὸν τρόπο πρέπει νὰ διαλύουμε τὶς συμφορές, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν. Διότι λέει ὅτι ἐγὼ ὅταν μὲ συκοφαντοῦσαν, καταξήραινα καὶ σκληραγωγοῦσα τὴν ψυχή μου, δηλαδὴ τὸν ἑαυτό μου, μὲ τρίχινο σάκκο καὶ μὲ νηστεία καὶ προσευχόμουν στὸν Θεό, νὰ μὲ ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν ἐχθρῶν μου. 
Καὶ ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστραφήσεται. 
Ἡ προσευχή μου, λέει• ποὺ γίνεται μὲ τέτοιον τρόπο, θὰ εἰσακουσθῆ. Διότι ἡ μορφὴ αὐτή, δηλαδὴ ἡ ἀποστροφὴ τῆς προσευχῆς στὸν κόλπο, ἄλλοτε θεωρεῖται σὰν τὴν προσευχὴ ποὺ εἰσακούσθηκε, ὅπως τώρα ἐδὼ• ἐπειδὴ ἡ προσευχή, ποὺ εἰσακούσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπιστρέφει ἔμπρακτη καὶ ἐνεργητικὴ στὸν κόλπο (στὴν καρδιὰ) τοῦ προσευχόμενου, σὰν ἕνα δῶρο πολύτιμο ἢ γιὰ νὰ χορτάση τὸν κόλπο του ἀπὸ τὰ αἰτήματα• ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο.Ἄλλοτε πάλι ἢ ἀποστροφὴ τῆς προσευχῆς στὸν κόλπο θεωρεῖται ὡς ἡ προσευχὴ ἐκείνη, ποὺ δὲν εἰσακούσθηκε, διότι ἡ προσευχή, ποὺ δὲν εἰσακούσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ἐπιστρέφει ἄπρακτη καὶ ἀνενέργητη στὸν κόλπο ἐκείνου ποὺ προσευχήθηκε.[1]
[1]. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς λέγεται ἀπὸ τὸν Κύριο, τοῦ ὁποίου τὴν προσευχή, τὴν ὁποία ἔκανε ὑπὲρ τῶν σταυρωτῶν, δὲν ἄφησε ἢ κακία ἐκείνων νὰ ἀνέλθη πρὸς τὸν Πατέρα καὶ νὰ εἰσακουσθὴ• ἀλλὰ τὴν ἔσυρε καὶ ἐπέστρεψε ἀνενέργητη στὸν κόλπο τοῦ Κυρίου. «Διότι ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ σωθοῦν καὶ νὰ μεταβληθοῦν ἀπὸ τὰ ἀσεβήματα, ἀνεβαίνοντας κατ’ εὐθείαν ἐπάνω ἢ προσευχὴ τοῦ Σωτήρα, χωρὶς κανένα ἐμπόδιο καὶ κώλυμα θὰ ἐρχόταν στὰ αὐτιὰ τὰ πατρικά».
~ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΡΝΑ’ ΨΑΛΜΟΥΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΑΝΑΚΤΟΣ ΔΑΥΙΔ, ΕΥΘ. ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ – ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΤΟΜΟΣ Α’