Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
 
Κατά Ιωάννην, κεφάλαιο ΙΑ΄, εδάφια 1-45
 
1 Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. 2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. 3 Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. 4 Ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι’ αὐτῆς. 5 Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν.8 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. 12 Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, 15 καὶ χαίρω δι’ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ’ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.16 Εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ.
 
17 ᾿Ελθὼν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε, 19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 Ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 Ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός. 23 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 Εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; 27 Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. 29 Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. 30 Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ’ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. 31 Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι οἱ ὄντες μετ’ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.

 
33 ᾿Ιησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. 36 Ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; 38 ᾿Ιησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ’ αὐτῷ. 39 Λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. 40 Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 Ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν. 46 Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπον αὐτοῖς ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς.
 
Ερμηνευτική απόδοση από τον μακαριστό Παναγιώτη Τρεμπέλα
 
1 Ήταν τότε κάποιος που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος είχε αρρωστήσει. Αυτός καταγόταν από τη Βηθανία, το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της. 2 Η Μαρία πάλι ήταν εκείνη που αργότερα, λίγο πριν από τον θάνατο του Κυρίου, Τον άλειψε με το μύρο και σκούπισε τα πόδια Του με τα μαλλιά της. Και ο Λάζαρος που αρρώστησε ήταν αδελφός της.3 Έστειλαν λοιπόν οι δύο αδελφές του ανθρώπους να ειδοποιήσουν τον Ιησού, και του είπαν: «Κύριε, να, ο φίλος Σου που τόσο πολύ αγαπάς είναι άρρωστος». 4 Όταν όμως το άκουσε αυτό ο Ιησούς είπε: «Αυτή η ασθένεια δεν θα καταλήξει σε ανεπανόρθωτο θάνατο, αλλά εμφανίστηκε για να εκλάμψει η δόξα και η δύναμη του Θεού. (Εμφανίστηκε δηλαδή για να δοξαστεί με την ασθένεια αυτή ο Υιός του Θεού, διότι θα Του δοθεί η ευκαιρία να δείξει την υπερφυσική Του δύναμη και να επιβεβαιώσει περίτρανα τη θεϊκή Του φύση και αποστολή)». 5 Ο Ιησούς μάλιστα αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της, καθώς και τον Λάζαρο. Και δεν έφυγε βέβαια αμέσως για να επισκεφτεί και να θεραπεύσει τον Λάζαρο˙ αυτό όμως δεν το έκανε από αδιαφορία, αλλά διότι απέβλεπε στη φανέρωση της δόξας και της δυνάμεως του Θεού. 6 Όταν λοιπόν άκουσε ότι ο Λάζαρος είναι άρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ακόμη ημέρες στον τόπο που βρισκόταν, ενώ όλοι όσοι ήξεραν την αγάπη Του γι’ Αυτόν θα περίμεναν να αναχωρήσει αμέσως. 7 Κι έπειτα, αφού πέρασαν οι δύο ημέρες, είπε στους μαθητές Του: «Ας πάμε πάλι στην Ιουδαία». 8 Οι μαθητές Του όμως, που είχαν φοβηθεί από την αντίδραση που συνάντησε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, του είπαν: «Διδάσκαλε, μόλις πριν λίγο ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θέλεις να πας πάλι εκεί;». 9 Και ο Ιησούς τούς αποκρίθηκε: «Δώδεκα ώρες δεν έχει η ημέρα; Εάν κανείς περπατάει την ημέρα, δεν σκοντάφτει, αλλά βαδίζει με ασφάλεια, διότι βλέπει τον ήλιο, που φωτίζει τον υλικό αυτόν κόσμο. Έτσι κι εγώ έχω τον χρόνο της επίγειας αποστολής μου επακριβώς καθορισμένο από τον Πατέρα μου. Και οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτό. Δεν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνο από τους Ιουδαίους, αφού ακολουθώ τον δρόμο που φωτίζεται απ’ το θέλημα του Πατρός μου. Αλλά και σεις, εφόσον με ακολουθείτε, δεν διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο· διότι Εγώ, που είμαι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, θα φωτίζω τον δρόμο σας και θα ασφαλίζω την πορεία σας. 10 Εάν όμως κανείς περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, διότι δεν υπάρχει σε αυτόν το φως για να τον φωτίζει. Έτσι κι εκείνοι που δεν θα μείνουν στο φως του Υιού του Θεού, θα σκοντάψουν και θα πέσουν». 11 Αυτά είπε ο Ιησούς, και ύστερα από λίγο τους λέει: «Ο φίλος μου Λάζαρος έχει κοιμηθεί. Αλλά πηγαίνω να τον ξυπνήσω». 12 Όταν λοιπόν άκουσαν οι μαθητές Του ότι ο Λάζαρος κοιμήθηκε, νομίζοντας ότι πρόκειται για φυσικό ύπνο, του είπαν: «Κύριε, εάν έχει κοιμηθεί, ο οργανισμός του με την ανάπαυση του ύπνου θα ανακτήσει τις σωματικές του δυνάμεις και συνεπώς θα γίνει καλά. Γιατί λοιπόν να τον ξυπνήσουμε;». 13 Ο Ιησούς όμως το είχε πει αυτό εννοώντας τον θάνατο του Λαζάρου˙ ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για τον συνηθισμένο ύπνο. 14 Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους είπε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε, 15και χαίρομαι για σας, για να στηριχθείτε περισσότερο στην πίστη. Χαίρομαι, διότι δεν ήμουν εκεί πριν πεθάνει· διότι τότε θα τον θεράπευα προτού πεθάνει και δεν θα γινόταν το θαύμα της αναστάσεώς του, που θα σας στηρίξει στην πίστη. Αλλά ας πάμε κοντά του». 16 Μετά λοιπόν από την προτροπή αυτή του Κυρίου να αναχωρήσουν για τη Βηθανία, είπε στους άλλους μαθητές ο Θωμάς, τον οποίο ονόμαζαν Δίδυμο εκείνοι που μιλούσαν ελληνικά και μετέφραζαν το όνομά του στη γλώσσα τους: «Αφού θέλει να επιστρέψει στο μέρος που οι εχθροί του ζητούν να τον σκοτώσουν, ας πάμε κι εμείς εκεί για να πεθάνουμε μαζί του».
 
17 Όταν λοιπόν ήλθε στη Βηθανία ο Ιησούς, βρήκε πεθαμένο τον Λάζαρο να έχει ήδη τέσσερις μέρες μέσα στον τάφο. 18 Η Βηθανία μάλιστα ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιών σταδίων, δηλαδή τεσσάρων χιλιομέτρων. 19 Και πολλοί Ιουδαίοι απ’ αυτούς που εχθρεύονταν τον Ιησού είχαν έλθει στη Μάρθα και τη Μαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. Εκεί βέβαια υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που συντρόφευαν τις δύο αδελφές. 20 Η Μάρθα λοιπόν αμέσως μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς έρχεται, έτρεξε και Τον προϋπάντησε έξω από το χωριό˙ ενώ η Μαρία καθόταν στο σπίτι. 21 Όταν λοιπόν η Μάρθα συνάντησε τον Ιησού, του είπε: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα είχε πεθάνει ο αδελφός μου. 22 Ξέρω όμως ότι και τώρα που ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα Σου το δώσει ο Θεός». 23 Της λέει ο Ιησούς: «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». 24 Του λέει η Μάρθα: «Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί όταν γίνει η ανάσταση, την τελευταία ημέρα του πρόσκαιρου αυτού αιώνα. Ύστερα απ’ αυτήν θα ακολουθήσει ο μελλοντικός ένδοξος και ατελείωτος αιώνας». 25 Τότε ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Εγώ έχω τη δύναμη να ανασταίνω, διότι είμαι η πηγή της ζωής. 26 Εκείνος που πιστεύει σε μένα, ακόμη κι αν πεθάνει σωματικώς, όπως πέθανε ο αδελφός σου, θα ζήσει· διότι εκτός από την ουράνια και πνευματική ζωή, την οποία από τώρα θα μεταδώσω στην ψυχή του, αργότερα θα τον αναστήσω και σωματικώς. Και κάθε άνθρωπος που δεν έχει ακόμη πεθάνει, αλλά ζει εδώ στη γη, εφόσον πιστεύει σε μένα, θα αντιμετωπίσει γεμάτος αφοβία τον πρόσκαιρο θάνατο, τον οποίο τρέμουν και φοβούνται οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά από μένα. Κι επειδή θα μένει πάντοτε ενωμένος με μένα, δεν θα υποστεί ποτέ τον πνευματικό θάνατο, που είναι και ο πραγματικός και ανεπανόρθωτος θάνατος. Το πιστεύεις αυτό;». 27Του λέει η Μάρθα: «Ναι, Κύριε. Εγώ πριν από πολύ καιρό έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να έλθει στον κόσμο σύμφωνα με τις θεϊκές υποσχέσεις και προφητείες. Κι εφόσον έχω τη βεβαιότητα ότι Εσύ είσαι ο Χριστός, πιστεύω και σε όσα τη στιγμή αυτή λες και διακηρύττεις για τον εαυτό Σου». 28 Αφού είπε αυτά τα λόγια, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδελφή της Μαρία να έλθει, λέγοντας: «Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει». 29 Εκείνη, αμέσως μόλις το άκουσε αυτό, σηκώθηκε και ξεκίνησε να Τον συναντήσει. 30 Στο μεταξύ όμως ο Ιησούς δεν είχε έλθει ακόμη μέσα στο χωριό, αλλά ήταν στο μέρος που τον είχε υποδεχθεί η Μάρθα˙ διότι ήθελε να επισκεφτεί τον τάφο του Λαζάρου μόνος Του, μαζί με τους μαθητές Του και τις δύο αδελφές του Λαζάρου. 31Οι Ιουδαίοι λοιπόν που ήταν μαζί με τη Μαρία στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν την είδαν να σηκώνεται βιαστική, να φεύγει από το σπίτι και να κατευθύνεται έξω από το χωριό, την ακολούθησαν λέγοντας ότι πηγαίνει στο μνημείο για να κλάψει εκεί. 32 Όταν, λοιπόν, η Μαρία ήλθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς Τον αντίκρισε, έπεσε στα πόδια Του και Του είπε: «Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δεν θα μου πέθαινε ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά θα τον θεράπευες».
 
33 Ο Ιησούς λοιπόν, όταν την είδε να κλαίει, και μαζί της να κλαίνε και οι Ιουδαίοι που είχαν έλθει πίσω της, συγκράτησε με δριμύτητα το συναίσθημα της βαθιάς λύπης μέσα στην ψυχή Του και αντέδρασε έντονα για να επιβληθεί σε αυτό. 34 Και με φωνή ήρεμη, που δεν διακοπτόταν από λυγμούς, είπε: «Πού τον έχετε βάλει;». 35 Όσοι ήταν εκεί Του είπαν: «Κύριε, έλα να δεις». Και καθώς πήγαινε στον τάφο, δάκρυσε ο Ιησούς από συμπάθεια για τη θλίψη των δύο αδελφών. 36 Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι Τον είδαν να δακρύζει, έλεγαν: «Δες πόσο τον αγαπούσε!». 37 Μερικοί όμως απ’ αυτούς πήραν αφορμή να εκδηλώσουν την αρνητική τους διάθεση και είπαν: «Δεν είχε τη δύναμη αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει εγκαίρως ό,τι χρειαζόταν για να μην πεθάνει κι αυτός;». 38 Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ πάλι προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα Του τη συγκίνηση, ήλθε στο μνημείο. Το μνημείο αυτό ήταν μια σπηλιά ανοιγμένη σε βράχο, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα. 39 Λέει τότε ο Ιησούς: «Πάρτε την πέτρα». Του λέει η Μάρθα, η αδελφή του νεκρού: «Κύριε, τώρα πια μυρίζει άσχημα˙ διότι είναι τέσσερις μέρες νεκρός». 40 Της λέει ο Ιησούς: «Δεν σου είπα ότι εάν πιστέψεις, θα δεις τον ένδοξο θρίαμβο της παντοδυναμίας του Θεού εναντίον του θανάτου με την ανάσταση του αδελφού σου; Αυτή θα είναι το σύμβολο και το προμήνυμα της κοινής αναστάσεως όλων των ανθρώπων». 41 Μετά λοιπόν από την παρατήρηση αυτή του Κυρίου έβγαλαν την πέτρα από την είσοδο του σπηλαίου, όπου βρισκόταν ο νεκρός. Ο Ιησούς τότε ύψωσε τα μάτια Του στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, είμαι βέβαιος ότι θα συντελεσθεί αμέσως το θαύμα και σε ευχαριστώ που με άκουσες. 42 Εγώ το ήξερα ότι πάντοτε με ακούς. Αλλά είπα μεγαλόφωνα το «ευχαριστώ», για να το ακούσει ο λαός που στέκεται γύρω μου. Κι έτσι αφού όλοι αυτοί δουν πόση βεβαιότητα έχω ότι θα εισακουσθώ, να πιστέψουν ότι Εσύ με απέστειλες, όταν ακολουθήσει το θαύμα». 43 Και αφού τα είπε αυτά, δείχνοντας την κυριαρχική εξουσία Του και πάνω στον ίδιο τον θάνατο, κραύγασε: «Λάζαρε, βγες έξω». 44 Και ο νεκρός βγήκε από το μνημείο με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με επιδέσμους, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο και σκεπασμένο με ένα πλατύ ύφασμα. Τότε είπε ο Ιησούς σε εκείνους που παρευρίσκονταν εκεί: «Λύστε τον και αφήστε τον μόνο και χωρίς βοηθό να πάει στο σπίτι του». 45 Μετά, λοιπόν, από το θαύμα αυτό, πολλοί από τους Ιουδαίους, αυτοί που είχαν έλθει να επισκεφτούν τη Μαρία και είχαν δει με τα μάτια τους όσα έκανε ο Ιησούς, πίστεψαν σε Αυτόν.