Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Τοῦ ἁγίου, Ἰανουαρίου 18 (Ἑβρ. ιγ΄ 7-16).

Εβρ. 13,7 Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν.

Εβρ. 13,7 Να ενθυμήσθε πάντοτε τους πνευματικούς σας ηγέτας και προεστούς, οι οποίοι σας εδίδαξαν τον λόγον του Θεού. Να φέρνετε στον νουν σας και να μελετάτε με ευλάβειαν το κατά Θεόν τέλος του βίου και της εναρέτου συμπεριφοράς των και να μιμήσθε την πίστιν.

Εβρ. 13,8 Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας.

Εβρ. 13,8 Αλλ’ εάν οι άνθρωποι έρχωνται και παρέρχωνται, ο Ιησούς Χριστός και χθες και σήμερον και στους αιώνας των αιώνων είναι ο ίδιος και αναλλοίωτος, και η διδασκαλία του είναι αιωνία και αληθής. Κρατήσατέ την σταθερά,

Εβρ. 13,9 διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καλὸν γὰρ χάριτι βεβαιοῦσθαι τὴν καρδίαν, οὐ βρώμασιν, ἐν οἷς οὐκ ὠφελήθησαν οἱ περιπατήσαντες.

Εβρ. 13,9 και μη αφίνετε τον εαυτόν σας να παρασύρεται και να παραπλανάται από λογιών-λογιών διδασκαλίας, ξένας και διαφορετικάς από την διδασκαλίαν του Χριστού. Διότι είναι καλόν, οικοδομητικόν και ασφαλές, να στερεώνεται η καρδία εις την ορθήν διδασκαλίαν με την χάριν του Κυρίου και όχι εις τας ψευδοδιδασκαλίας των Εβραίων, περί φαγητών καθαρών και ακαθάρτων, από την οποίαν τίποτε δεν ωφελήθησαν, όσοι επρόσεχαν εις τας διακρίσεις αυτάς των φαγητών.

Εβρ. 13,10 ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες·

Εβρ. 13,10 Ημείς οι Χριστιανοί, έχομεν ιερώτατον θυσιαστήριον, την αγίαν Τράπεζαν, επάνω εις την οποίαν παρατίθεται ουράνιος και ανεκτίμητος τροφή, το σώμα και το αίμα του Κυρίου, από το οποίον θυσιαστήριον δεν έχουν το δικαίωμα να φάγουν όσοι εξακολουθούν να λατρεύουν και να υπηρετούν τον Θεόν εις την παλαιάν σκηνήν του μαρτυρίου, (δηλαδή ούτε οι ιερείς και οι αρχιερείς της Π. Διαθήκης).

Εβρ. 13,11 ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ Ἅγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως, τούτων τὰ σώματα κατακαίεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς·

Εβρ. 13,11 Συμβολικώς δε εικονίζετο αυτή η απαγόρευσις εις την Π. Διαθήκην. Διότι τα σώματα των ζώων εκείνων, που εθυσιάζοντο κατά την ημέραν του εξιλασμού και το αίμα των εφέρετο από τον αρχιερέα εις τα άγια των αγίων, ως θυσία περί αμαρτίας, δεν ετρώγοντο από τους ιερείς, αλλά εκαίοντο εξ ολοκλήρου έξω από το στρατόπεδον του Ισραήλ.

Εβρ. 13,12 διὸ καὶ Ἰησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε.

Εβρ. 13,12 Δι’ αυτό, σύμφωνα με τον προφητικόν αυτόν συμβολισμόν, και ο Ιησούς, δια να αγιάση με το ιδικόν του αίμα τον νέον λαόν της χάριτος εσταυρώθη έξω από την πύλην της Ιερουσαλήμ.

Εβρ. 13,13 τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες·

Εβρ. 13,13 Λοιπόν, κόπτοντες και ημείς κάθε δεσμόν προς τας παλαιάς αυτάς και συμβολικάς διατάξεις, ας εξερχώμεθα προς τον Χριστόν έξω από την ιουδαϊκήν θρησκείαν και νοοτροπίαν, και ας πάρωμεν επάνω μας τον χλευασμόν και τον εμπαιγμόν, που πρώτος υπέμεινε δι’ ημάς ο Χριστός.

Εβρ. 13,14 οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν.

Εβρ. 13,14 Ας μη δενώμεθα με τα παλαιά σχήματα και τα πράγματα γενικώς του κόσμου. Διότι δεν έχομεν εδώ μόνιμον πατρίδα και κατοικίαν, αλλά με ενδιαφέρον και πόθον ζητούμεν να κερδήσωμεν την μέλλουσαν και αιωνίαν, δηλαδή την ουράνιον βασίλειαν του Κυρίου.

Εβρ. 13,15 δι᾿ αὐτοῦ οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως διὰ παντὸς τῷ Θεῷ, τοῦτ᾿ ἔστι καρπὸν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Εβρ. 13,15 Δια μέσου, λοιπόν, του Κυρίου μας, ως αρχιερέως και μεσίτου, ας προσφέρωμεν προς τον Θεόν πάντοτε θυσίαν δοξολογίας και ευχαριστίας· δηλαδή θυσίαν, η οποία σαν καρπός και έκφρασις θερμής ευγνωμοσύνης και λατρείας προς τον Θεόν, θα βγαίνη από τα χείλη μας, τα οποία θα δοξολογούν το άγιον όνομα του.

Εβρ. 13,16 τῆς δὲ εὐποιΐας καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.

Εβρ. 13,16 Μη λησμονείτε την αγαθοεργίαν και το καθήκον σας να κάμνετε και τους άλλους μετόχους των αγαθών, που σας δίδει ο Θεός, διότι στοιαύτας θυσίας ευχαριστείται ο Θεός και όχι εις θυσίας ζώων.

Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Τρίτης διακαινησίμου (Λκ. κδ΄ 12-35).

Λουκ. 24,12 ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν θαυμάζων τὸ γεγονός.

Λουκ. 24,12 Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.

Λουκ. 24,13 Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς.

Λουκ. 24,13 Και ιδού, δύο από τους μαθητάς επήγαιναν αυτήν την ημέραν εις κάποιο χωριό, που απείχε από την Ιερουσαλήμ ένδεκα περίπου χιλιόμετρα και το οποίον ελέγετο Εμμαούς.

Λουκ. 24,14 καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων.

Λουκ. 24,14 Και αυτοί συνωμιλούσαν μεταξύ των δι’ όλα αυτά τα γεγονότα.

Λουκ. 24,15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς·

Λουκ. 24,15 Και ενώ αυτοί συνωμιλούσαν και συζητούσαν περί του Ιησού, ο ίδιος ο Ιησούς τους επλησίασε και επήγαινε μαζή των.

Λουκ. 24,16 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν.

Λουκ. 24,16 Τα δε μάτια των εμποδίζοντο από κάποια υπερφυσικήν δύναμιν, δια να μη τον αναγνωρίσουν.

Λουκ. 24,17 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί;

Λουκ. 24,17 Είπε δε προς αυτούς· “ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι και ποιά είναι τα θέματα, τα οποία καθώς περιπατείτε, συζητείτε ματαξύ σας και είσθε σκυθρωποί;”

Λουκ. 24,18 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας, εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ μόνος παροικεῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις;

Λουκ. 24,18 Απεκρίθη δε ο ένας, που ελέγετο Κλεόπας και είπε προς αυτόν· “συ μόνος σαν προσκυνητής κατοικείς τον καιρόν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν εις αυτήν κατά τας ημέρας αυτάς;”

Λουκ. 24,19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃς ἐγένετο ἀνὴρ προφήτης δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ,

Λουκ. 24,19 Και είπεν εις αυτούς· “ποία;” Εκείνοι δε του είπαν· “τα περί του Ιησού του Ναζωραίου, ο όποιος ανεδείχθη προφήτης ενώπιον του Θεού και όλου του λαού, δυνατός εις έργα θαυμαστά και εις διδασκαλίαν πρωτάκουστον.

Λουκ. 24,20 ὅπως τε παρέδωκαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν εἰς κρῖμα θανάτου καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.

Λουκ. 24,20 Δεν έμαθες και πως τον παρέδωκαν οι αρχιερείς και οι άρχοντες μας εις θανατικήν καταδίκην και τον εσταύρωσαν;

Λουκ. 24,21 ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο.

Λουκ. 24,21 Και όμως ημείς ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζή με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη τίποτε, που να δικαιολογή τας ελπίδας μας.

Λουκ. 24,22 ἀλλὰ καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον,

Λουκ. 24,22 Αλλά και κάτι άλλο συνέβη· μερικαί δηλαδή γυναίκες από τον κύκλον μας μας εξέπληξαν, διότι επήγαν κατά τα χαράματα στο μνημείον

Λουκ. 24,23 καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν αὐτὸν ζῆν.

Λουκ. 24,23 και επειδή δεν εύρον εκεί το σώμα του, ήρθαν και είπαν ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λέγουν ότι ο Ιησούς ζη.

Λουκ. 24,24 καὶ ἀπῆλθόν τινες τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον.

Λουκ. 24,24 Επήγαν επίσης στο μνημείον και μερικοί από αυτούς, που είναι μαζή μας, και ευρήκαν τα πράγματα, όπως τα είχαν είπει αι γυναίκες· είδαν ανοικτόν μεν το μνημείον, όχι όμως και τον Ιησούν”.

Λουκ. 24,25 καὶ αὐτὸς εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!

Λουκ. 24,25 Και τότε ο Ιησούς είπε προς αυτούς· “ω ανόητοι, που έχετε βραδυκίνητη την καρδιά στο να πιστεύετε όλα όσα ελάλησαν οι προφήται.

Λουκ. 24 ,26 οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;

Λουκ. 24,26 Αυτά δεν έπρεπε, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να πάθη ο Χριστός και να εισέλθη κατόπιν εις την δόξαν του, η οποία και ήρχισε με την ανάστασίν του;”

Λουκ. 24,27 καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ.

Λουκ. 24,27 Και αφού ήρχισε από τον Μωϋσέα και εν συνεχεία από όλους τους προφήτας, εξηγούσε λεπτομερώς εις αυτούς όλας τας προφητείας των Γραφών, που ανεφέρεντο εις αυτόν.

Λουκ. 24,28 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο, καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι·

Λουκ. 24,28 Και επλησίασαν στο χωρίον, όπου οι δύο μαθηταί επήγαιναν και αυτός εφαίνετο ότι προχωρούσε μακρύτερα.

Λουκ. 24,29 καὶ παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.

Λουκ. 24,29 Αυτοί όμως με τις επίμονες παρακλήσεις των τον ηνάγκασαν να μείνη, λέγοντες· “μείνε μαζή μας, διότι πλησιάζει η εσπέρα και η ημέρα έχει προχωρήσει προς την δύσιν”. Και εμπήκε στο σπίτι να μείνη μαζή τους.

Λουκ. 24,30 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς.

Λουκ. 24,30 Και ενώ εξηπλώθη κοντά στο τραπέζι του φαγητού μαζή με αυτούς, επήρε τον άρτον, τον ευλόγησε ευχαριστών τον Θεόν, όπως συνήθιζε να κάνη προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις κομμάτια, έδιδε εις αυτούς.

Λουκ. 24,31 αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν.

Λουκ. 24,31 Την στιγμήν αυτήν, όταν είδαν τον τρόπον της ευλογίας και του τεμαχισμού του άρτου, ήνοιξαν με θείον φωτισμόν τα μάτια των και ανεγνώρισαν αμέσως τον διδάσκαλον των. Αλλά αυτός έγινε αμέσως άφαντος από αυτούς.

Λουκ. 24,32 καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς;

Λουκ. 24,32 Και είπαν μεταξύ των· “η καρδία μας δεν εφλογίζετο έντος ημών από θείον ενθουσιασμόν, καθώς μας ωμιλούσε στον δρόμον και μας εφανέρωνε τα δυσκολονόητα για μας νοήματα των Γραφών;”

Λουκ. 24,33 Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς,

Λουκ. 24,33 Και αφού εσηκώθησαν αμέσως αυτήν την ώρα, εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ και ευρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους άλλους, που ήσαν μαζή των.

Λουκ. 24,34 λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι.

Λουκ. 24,34 Ολοι δε έλεγαν, ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κυριος και παρουσιάσθηκε στον Σιμωνα.

Λουκ. 24,35 καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου.

Λουκ. 24,35 Και οι δύο αυτοί διηγούντο λεπτεμερώς όσα συνέβησαν στον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς ο Κυριος την ώραν που έκοπτε τον άρτον.

 

http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/KD/03.%20Louk.htm